Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

[Το Τερατώδες Αριστούργημα] του Γιάννη Ρίτσου

Σχέδιο του Γ. Ρίτσου σε πέτρα
(αποσπάσματα)

οι συμβουλές είναι εύκολες όταν έχεις δυο καρέκλες                      
ν’ απλώνεις τα πόδια σου και μεγάλη λιακάδα
όταν έχεις ένα δεύτερο καφέ συνέχεια παγωμένο νερό και μια τέντα ραβδωτή πράσινη κι άσπρη
όταν δεν έχεις να πληρώνεις νοίκι με καρφιά στον τοίχο κ’ ένα καθρεφτάκι για το ξύρισμα που πουθενά δεν στεριώνει αυτά ήταν όλα κι όλα που είχα να σας πω με την ανεμελιά του νυν χορτάτου
μ’ ενδιέφεραν πάντοτε τα καταστήματα ειδών υγιεινής
ιδίως τις νύχτες μετά το σινεμά στην οδό Αχαρνών ή 3ης Σεπτεμβρίου
ή εκείνα στον Άγιο Παντελεήμονα πίσω απ’ τα πολυκλαδεμένα χειμωνιάτικα δέντρα
αντανακλάσεις στην άσφαλτο φώτα ζαχαροπλαστείων μάγκες ταξιτζήδες…
*
και διαβάζαμε στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια για τη σύφιλη
για το σονέτο για τη Σόνια Σονόρε
κι ο Καρυωτάκης δεν είχε πάει ακόμη στην Πρέβεζα
και το στρατσόχαρτο με το χοντρό αλάτι απ΄τις παστές σαρδέλες
δεν είχε ακόμη περάσει στην περιοχή της αισθητικής
*
όμως αυτό ακριβώς δεν μου το συχωρέσανε ποτές οι στέρφοι οι φθονεροί κ’ οι ανίδεοι
κι εκείνοι οι δόλιοι φραγκοφτιασιδωμένοι τελειόφοιτοι Σχολών Φιλελλήνων
διπλωματούχοι της Σορβόνης του Καίμπριτζ του Χάρβαντ
και κόμπαζαν και μου σφενδόνιζαν πέτρες
και λέγαν πως δεν έχω ιδέαν απ΄το ξ υ ν ό ν και το ε ν ο ν του ιερατικού Ηράκλειτου
και μ’ ακοντίζανε οι νωθροί τις κατηγορίες του κομπογιαννίτη και του πολυγράφου
κι από κοντά τους σεγκοντάριζαν τα σκυλιά της Ασφάλειας όμως εγώ χαμογελούσα κ’ έκρυβα κάτω από το κρεβάτι μου τις εννιά μου χιλιάδες περιστέρια
*
και γέλασα πολύ δυνατά για να μπορέσω επιτέλους να πω κ’ εγώ
τα πράγματα με το πραγματικό όνομά τους
το γαμήσι γαμήσι
το γκάστρωμα γκάστρωμα
το κόκκινο πουκάμισο
και μια βάρκα με τρία γυμνά κοριτσόπουλα
και το βαρκάρη στη θάλασσα μ’ ένα κουπί στα δόντια του
και μια όρθια κιθάρα μες στο φανάρι
*
μετά μου χρειάστηκε μια βροχερή μέρα
ένα τραίνο στο Βόλο φορτωμένο κάρβουνο
μια πομπή μουσκεμένων καταδίκων
τότε που μου ‘φυγε το κασκόλ κ’ έτρεχα πίσω από τον καπνό να το πιάσω
και με νόμισαν ύποπτο και με κράτησαν όμηρο
και μου ‘φερε η Μαρία ένα μονάδικο τριαντάφυλλο στα καπνομάγαζα
και δεν ήξερα τι να το κάνω και το ‘φαγα
κ’ ύστερα το ‘βγαλα από τη μύτη μου κ’ εἰταν ένα τριανταφυλλί κουνέλι
και τότε κατάλαβα πως είμαι ποιητής
κ’ επομένως δίκαιος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου