Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ


Όταν αποπειράσαι να έρθεις σε επαφή με τον ποιητικό λόγο, είτε μελετώντας είτε γράφοντας ο ίδιος ποίηση, όσο περισσότερο εμπλέκεσαι σ' αυτή τη διαδικασία, τόσο συχνότερα ανακαλύπτεις ότι μοιάζεις με εκπαιδευόμενο ιπτάμενο ακροβάτη τσίρκου, που προσπαθεί να ισορροπήσει σε τεντωμένο σκοινί δίχως δίχτυ διάσωσης. Γιατί αυτό είναι για μένα η ποίηση, μια απονενοημένη ενέργεια του νου ή μια απόδρασή του απ' οτιδήποτε εγκλωβιστικό και κοινότυπο -για να βλογήσω και τα γένια του post μου- προς άγνωστη κατεύθυνση.

Είναι ο χρόνος που αφειδώλευτα θυσιάζεις, o απόμερος και ξεκομμένος ενώ έξω απ' την πόρτα σου η ζωή καταγράφεται απ' τον παλμογράφο της καθημερινότητας.

Eίναι ο καφές και το ποτό που κάποιες φορές δε θα πιεις με τους φίλους σου, είναι το παίδεμα και η παίδευση του πνεύματος σε μια τέχνη που λατρεύτηκε, λοιδωρήθηκε, αφορίστηκε όσο καμιά άλλη. Κι επειδή ο ποιητής πέθανε, ζήτω η ποίηση, ή το καταφύγιο που φθονούμε κατά τον Καρυωτάκη...
Γι'αυτό ξεκινάω σήμερα ένα αφιέρωμα στους Καταραμένους ποιητές, έτσι όπως αποκαλέστηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Αλφρέντ ντε Βινύ ( 1832), στο δραματουργικό του έργο Stello.

Ο Βινύ με την ορολογία Καταραμένοι αναφέρει συλλήβδην τους ποιητές ως μια παντοτινά καταραμένη ράτσα από τους ισχυρούς της γης.

Μιλώντας όμως για αντιπροσωπευτικούς εκπροσώπους του είδους που έγραψαν καταραμένη ποίηση, επικεντρωνόμαστε σ' εκείνους που είχαν στενή σχέση με το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, την τρέλα, είχαν κατά βάση πρόωρο θάνατο και ήταν οι περισσότεροι Γάλλοι.

Αναφερόμαστε στο Φρανσουά Βιγιόν ( 1431-1489) που, αν και δεν ανήκε στη γενιά των ομοτέχνων του του 19ου αιώνα, είναι ο πρώτος και κυριότερος εκπρόσωπος του είδους,

στο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ (1821-1867), τον Πωλ Βερλαίν (1844-1896), τον Αρθούρο Ρεμπώ (1854-1891) και τον Ιζιντόρ Ντυκάς (1846-1870), τον πρόδρομο του υπερεαλισμού, γνωστό περισσότερο με το ψευδώνυμο Λωτρεαμόν ή κόμη του Λωτρεαμόν.

Ιδιαίτερη θέση ανάμεσά τους,αν και θεωρείται εκπρόσωπος του ρομαντισμού, θα μπορούσε να έχει ο Αμερικανός πεζογράφος και ποιητής Έντγκαρ Άλαν Πόε, (1809-1849) λόγω της αντισυμβατικότητας που τον χαρακτήριζε, της θυελλώδους ζωής του και της φαντασιακής του προσέγγισης πάνω στα ανθρώπινα πάθη που με κορυφαίο λογοτεχνικό τρόπο εξύμνησε.

Για όχι πολύ διαφορετικούς λόγους θα μπορούσαμε να εντάξουμε σ' αυτόν τον κύκλο και τους δικούς μας Κώστα Καρυωτάκη (1896-1928), Μαρία Πολυδούρη (1902-1930), Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888-1944).

Stavronia
                                       Φρανσουά Βιγιόν
                                                                              Από τη Βικιπαίδεια

                          Ξυλογραφία του Βιγιόν σε έκδοση της ποιητικής του συλλογής
                                 Grand Testament de Maistre François Villon στα 1489

Ο Φρανσουά Βιγιόν (François Villon, 1431 - εξαφανίστηκε το 1463) ήταν Γάλλος ποιητής του Μεσαίωνα, ο κατά Ρεμπώ γενάρχης των «καταραμένων ποιητών».

Όλα στη ζωή του είναι υπό την σκιάν του πιθανού και της αβεβαιότητας. Γεννήθηκε περί το 1431 και το πραγματικό του όνομα ήταν François de Montcorbier ή François Des Loges ή κάποιο άλλο. Ορφάνεψε μικρός από πατέρα και τον πήρε υπό την προστασίαν του ο (θείος του ;) εφημέριος Γκυγιώμ ντε Βιγιόν. Το 1452 απονεμήθηκε από το Πανεπιστήμιο των Παρισίων στον Φρανσουά Βιγιόν ο τίτλος του Maître des arts.
To 1455 μαχαίρωσε θανάσιμα ένα κληρικό, εξορίστηκε από το Παρίσι, αλλά στις αρχές του 1456 πήρε βασιλική χάρη. Πριν όμως τελειώσει η χρονιά πήρε μέρος στη διάρρηξη ενός κολλεγίου και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει και πάλι το Παρίσι.

Εκείνο τον καιρό έγραψε το ποίημα Κληροδοσιά που ονομάστηκε αργότερα Μικρή Διαθήκη. Κληροδοτεί μ’ αυτό, σαρκάζοντας, τα μαλλιά του στον κουρέα του, μερικές δεκάρες σε τοκογλύφους και στον γραμματέα του κακουργιοδικείου το ενεχυριασμένο σπαθί του.

Τον βρίσκουμε μετά στο Μπλουά, στην αυλή του ομότεχνού του (στην ποίηση) Κάρολου δούκα της Ορλεάνης. Κλείνεται στη φυλακή για νέα παραπτώματα, αλλά το Δεκέμβριο το 1457 αμνηστεύεται επ’ ευκαιρία της γέννησης της κόρης του δούκα. Παίρνει μάλιστα μέρος και σε ποιητικό διαγωνισμό που αθλοθέτησε ο δούκας με την μπαλάντα του Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος.

Περιπλανήθηκε ύστερα και όλο το καλοκαίρι του 1461 το πέρασε κλεισμένος σε φυλακή στον Λίγηρα με διαταγή του επισκόπου της Ορλεάνης. Απελευθερώθηκε τον Οκτώβριο με την ευκαιρία της διέλευσης από την περιοχή του Λουδοβίκου ΙΑ΄. Τότε έγραψε το μεγαλύτερο έργο του την Μεγάλη Διαθήκη. Εκφράζει τον αποτροπιασμό του για τις δυστυχίες της ζωής, την αρρώστεια, τη φυλακή, τα γηρατειά και το θάνατο, αναθυμάται τα καπηλειά, τους αμφίβολους φίλους και τις πόρνες που συναναστράφηκε, με τόνους πολύ πιο δηκτικούς απ’ ότι στο προηγούμενο έργο του.

Το 1462 κλείνεται και πάλι φυλακή στο Παρίσι για ληστεία. Αφήνεται ελεύθερος, αλλά τον επόμενο χρόνο συλλαμβάνεται και πάλι για συμμετοχή σε συμπλοκή κι αυτή τη φορά καταδικάζεται «να κρεμαστεί και να στραγγαλιστεί». Στη φυλακή γράφει την περίφημη Μπαλάντα των κρεμασμένων και το σατιρικό τετράστιχο Είμαι ο Φρανσουά, πολύ τούτη η έγνοια με ταράζει... Στις 5 Ιανουαρίου του 1463 το Παρλαμέντο του Παρισιού μετατρέπει την ποινή του σε δεκαετή εξορία από το Παρίσι. Από το σημείο αυτό και ύστερα χάνονται τα ίχνη του.

O Βιγιόν ήταν ένας λόγιος που έκανε ζωή αλήτη. Αλλά αυτή η ζωή -οι περιπέτειες, οι φυλακές και ο μόνιμος τρόμος της τιμωρίας- του έδωσε την έμπνευση της συγκλονιστικής πολλές φορές ποίησής του.




Η Μπαλάντα Των Παροιμιών (μικρόν απόσπασμα)

...Όσο πάει στη βρύση, τόσο πιο νωρίς σπάει το λαγήνι.
Τόσο η γίδα κακοπέφτει, όσο πιο βαθιά σκαλίζει.
Όσο σίδερο πυρώσεις, τόσο κόκκινο θα γίνει.
Όσο πιο πολύ χτυπάς το, τόσο πιο πολύ λυγίζει.
Όσο πιο μίζερος είσαι, τόσο ο κόσμος σε μανίζει.
Όσο πιο πολύ αλαργεύεις, τόσο κι οι άλλοι σε ξεχνούνε.
Όσο ένας εχτιμιέται, τόσο και μονάχ' αξίζει.
Όσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιο αργά θα 'ρθούνε...

Η Μπαλάντα Του Μπλουά

Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος
Κοντά στη 'στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Στ' "αβέβαιος" πάντα βρίσκω τ' "ορισμένος"
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να 'βγω
Όταν χαράζει, λέω, -"Καλή νυχτιά!"
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Έγνοιες δεν έχω κι είμ' ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ' όσους μ' επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν' της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ' αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.

Η Μπαλάντα Των Φτονερών Γλωσσών
Σ' αρσενικό, σε νίτρο, στη φωτιά
τ' ασβέστη, σε μολύβι αναβρασμένο
-για να ξεμαγαρίσουν πιο καλά-,
σε πισσάλειμμα καλοδιαλυμένο
σε ζουμί μ' Οβριάς κάτουρα φτιασμένο
και σκατά. Σ' αποπλύματα λεπρών,
σε λίγδες ποδαριών και παπουτσιών,
σ' αψιά φαρμάκια ή μέσα σε καμπόσες
χολές φιδιώνε, λύκων, τσακαλιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Σε μαύρου γερογάτου τα μυαλά
φαφούτη με τομάρι ψωριασμένο,
σε γέρου μούργου -π' όμοια έχει καλά-
λυσσάρικου, το σάλιο το πηγμένο,
σ' αφρούς από μουλάρι αρρωστημένο
που τ' όργωσαν οι κόψες ψαλιδιών,
σε νερά που πνιγμένων ποντικών,
πλένε κουφάρια, βάτραχοι και τόσες
φίνες ράτσες ζουδιών σιχαμερών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Σε σουμπλιμέ που καίει τα σωθικά
και σ' αφαλό από φίδι μανιασμένο.
Σ' αίμα που το ξεραίνουνε σ' αγγειά
οι κουρέηδες, -σα βγαίνει γιομισμένο
το φεγγάρι- μαυροπρασινισμένο.
Σε φάουσας έμπυα, σε νερά σγουρνών
που πλένουν κωλοπάνια σε πορνών
κλίσματα, -δε με νιώθουν όσοι κι όσες
δε τρέχουν στα μπουρδέλα όπως εγώ-,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

Για το σούρωμα αυτών των λιχουδιών
πάρε τον πάτο των χεσμένονε βρακιών
πρίγκηπά μου. Πρώτα όμως σε καμπόσες
τσίρλες μικρουλικώνε γουρουνιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
 

σε μετάφραση Σπύρου Σκιαδαρέση Εκδόσεις Γαβριηλίδη

Πηγή : Περί ...γραφής

1 σχόλιο:

  1. Μας ξαφνιάζεις ευχάριστα με κάθε post σου Stavronia. Γνωρίζεις πολλά και σ' ευχαριστώ που τα μοιράζεσαι μαζί μας. Αλλά βέβαια, όταν αγαπάς τόσο την ποίηση κάνεις ό,τι περνάει απ' το χέρι σου για να την αναδείξεις. Γιατί η ποίηση είναι όλα αυτά που γράφεις στον πρόλογό σου, αλλ' είναι και κατάθεση ψυχής κι εξωτερίκευση του εσωτερικού μας κόσμου.
    Μέχρι τώρα κατέτασσα τους ποιητές σε τρεις
    κατηγορίες: τους αδέσμευτους, τους ενταγμένους και τους συμβιβασμένους. Τώρα μαθαίνω και για τους καταραμένους. Και πράγματι, ο Βιγιόν είναι ένας απ' αυτούς: αλητάμπουρας, αθυρόστομος, μέθυσος, πόρνος, αναρχικός, μικροαπατεώνας...
    Όμως με γνήσια ποιητική φλέβα μέσα του.
    Περιμένουμε να διαβάσουμε και για άλλους "καταραμένους"

    ΑπάντησηΔιαγραφή