Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ



''Είθε ο νέος χρόνος να μας φέρει λιγότερα
λιγότερο πόνο σε αυτούς που πονούν,
λιγότερο μίσος σε αυτούς που μάχονται,
λιγότερη στέρηση σε όσους στερούνται,
λιγότερο πόλεμο,
λιγότερο θάνατο,
λιγότερη καταπίεση,
λιγότερη εκμετάλλευση,
λιγότερη δυστυχία και λιγότερη οδύνη.
Κι αν τύχει και φέρει μαζί λιγότερη αφθονία και λιγότερη απόλαυση
λιγότερο πλούτο και λιγότερη καλοπέραση.
Ίσως τότε μας χαρίσει λιγότερη ελαφρομυαλιά και λιγότερη σπατάλη
λιγότερη επιπολαιότητα και λιγότερη αυθάδεια.
Ίσως τα λιγότερα είναι περισσότερα... ''  

Ευχές από το Νίκο Δήμο σε κείμενο που έγραψε για μια πολύ μακρινή Πρωτοχρονιά (1973)
Πηγή: www.lifo.gr

Το blog επιστρέφει με νέες αναρτήσεις γύρω στις 10 Ιανουαρίου 2013

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ Ν. ΔΗΜΟΥ


Μόναχο, Δεκέμβρης 1959. 
Το κρύο και η ζέστη. Για όλους -εκτός από τα παιδιά- γιορτή σημαίνει ανάμνηση. Τα παιδιά, βέβαια, παρελθόν δεν έχουν - έχουν το ζωντανό παρόν. ('Όσο για το μέλλον, το έχουν κι αυτό, άλλά δεν το ξέρουν. Και ίσως, καλύτερα). Εμείς, όμως, παρελθόν. Κάθε χρόνο και πιο φορτωμένο. («Θυμάσαι τα Χριστούγεννα του '73;» - «Θυμάσαι την Πρωτοχρονιά του '65;»).
Αυτές τις μέρες θυμήθηκα τα Χριστούγεννα του '59. Είχε χιονίσει πολύ αυτό το χρόνο στο Μόναχο - λευκές παραμονές, κατά πώς πρέπει. Ξαφνικά ζωντάνεψαν πάλι όλες οι γλυκερές κάρτ-ποστάλ - παιδάκια με κόκκινες μύτες και μάλλινες σκούφιες, έλκηθρα, χιονισμένα έλατα στις πλατείες, χωριουδάκια θαμμένα στο χιόνι με φωτισμένα παράθυρα και δραστήριες καμινάδες... 
Για μένα όμως ήταν κακή χρονιά: πένθη, πικροί χωρισμοί, ατυχίες - έτσι όπως καμιά φορά έρχονται όλα μαζί τα δυσάρεστα. Μπήκε ο Δεκέμβρης, έκανα πώς δεν έβλεπα, πώς δεν άκουγα και, κυρίως, πως δεν θυμόμουν. Κυριακή άναψαν οι Γερμανοί κι άλλο κεράκι στο στεφάνι της Αdvent. Στο τέταρτο κερί, πανικός.
Αχ! αυτές οι μέρες της υποχρεωτικής, της αναγκαστικής χαράς - πόσο σκληρές είναι γι' αυτούς πού δεν καταφέρνουν να πιάσουν την εθνική (κατά κεφαλήν) νόρμα ευτυχίας... Ήμουν λοιπόν μόνος. Όχι μονάχα από τις περιστάσεις. Ήμουν θεληματικά, πεισματικά μόνος.
Προτάσεις φίλων, προσκλήσεις, εκδρομές - τίποτα. Εξαφανίστηκα. Κι έμεινα παραμονή Χριστουγέννων στη σοφίτα μου (έκτος όροφος, σε μεταπολεμική φτηνοπολυκατοικία χωρίς ασανσέρ) να κοιτάω τον κεκλιμένο τοίχο.   Βράδυ παραμονής Χριστουγέννων, στη Γερμανία... Όλοι στα σπίτια γύρω από το δέντρο, ψυχή στους δρόμους. Τραγουδάνε τα παραδοσιακά τους τραγούδια και ανοίγουν τα δώρα. Τα τραγούδια είναι όμορφα - παλιά αναγεννησιακά ή μπαρόκ - και ή ατμόσφαιρα ζεστή από τα κεριά.
Υπάρχουν πολλά καλούδια: Plätzchen σαν κουλουράκια, Christstollen σαν τσουρέκι, ξηροί καρποί και κονιάκ. 'Όταν χτυπήσει έντεκα, ντύνονται όλοι ζεστά - ζεστά και πάνε στην εκκλησία ν' ακούσουν τη λειτουργία του Μπάχ, του Μότσαρτ, του Σούμπερτ - με χορωδίες, ορχήστρες και αρμόνια.
Τα παιδιά κοιμούνται πολύ αργά (μεγάλη εξαίρεση) αγκαλιά με τα δώρα τους.
Την άλλη μέρα θα έχει χήνα γεμιστή με πολλά ωραία συνοδευτικά και γλυκά. 
Κι εγώ, στη σοφίτα μισούσα τον εαυτό μου κι όλο τον κόσμο. Είχα μία μπουκάλα κακό κονιάκ - μου χαλούσε το στομάχι, άλλά γι' αυτό το έπινα. Έβαλα ραδιόφωνο: όλο τραγούδια χριστουγεννιάτικα. Ό άλλος σταθμός είχε εορταστική συναυλία. Είχα ένα δανεικό μαγνητόφωνο και είπα να την ηχογραφήσω. Πρωτόγονοι τρόποι: δεν είχε «έξοδο» το ραδιόφωνο - ηχογραφούσα με μικρόφωνο.
Κάποια στιγμή (είχα ξεχάσει πώς ηχογραφούσα) ακούγοντας ένα κομμάτι, με πήραν τα κλάματα. Έχω ακόμα αυτή τη μαγνητοταινία - πάνω από τον Μότσαρτ ακούγονται λυγμοί.   Τελείωσε το μπουκάλι, ζαλίστηκα, με πήρε ο ύπνος ξημερώματα στον καναπέ. Ξύπνησα από έντονο κουδούνισμα. Ήταν έντεκα και μισή το πρωί. Ήμουν πιασμένος, παγωμένος, με ναυτία και πονοκέφαλο. Τα ρούχα είχαν κολλήσει επάνω μου. Το κουδούνισμα συνεχιζόταν επίμονο - ποιος διάβολος! Είδα κι απόειδα, άνοιξα. Στην πόρτα ένας σοβαρός καλοντυμένος κύριος, Γερμανός, άγνωστος. Μου συστήθηκε ευγενικά. Είπε πως είναι μακρινός συγγενής κάποιων γνωστών μου. «Μήπως θα είχα κέφι» - ρώτησε ο άγνωστος - «να τους τιμήσω με την παρουσία μου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι;» 
Μουρμούρισα μερικές δικαιολογίες - ήμουν άρρωστος, άπλυτος, αξύριστος. Ό άγνωστος επέμενε: «Έχετε κάτι καλύτερο να κάνετε; Εγώ θα σας περιμένω να ετοιμαστείτε».
Ενδόμυχα μου έκανε καλό αυτή ή πρόσκληση. Ιδιαίτερα πού ήταν άνθρωποι άγνωστοι και θα ξέφευγα από τον παγιδευμένο χώρο μου. Ευχαρίστησα, ντύθηκα, φύγαμε.   Είχαν ένα πολύ ωραίο μικρό σπίτι με κήπο στα περίχωρα του Μονάχου.
Στην είσοδο με υποδέχτηκε ένας πανέξυπνος χιονάνθρωπος.
Μετά γνώρισα τους χιονογλύπτες: ένα κοριτσάκι εννέα, ένα αγοράκι επτά χρόνων - ξανθόμορφα σαν αγγελούδια του Βαυαρικού μπαρόκ. Και ή μητέρα συμπαθέστατη. 'Όσο για τη χήνα, απαράμιλλη σε γεύση και γλύκα. Έλιωνε στο στόμα. Και υπήρχαν τα πάντα: κόκκινο κρασί και κόκκινο λάχανο, πατάτες φούρνου και γλυκιά σάλτσα με βατόμουρα, δύο γλυκά, κονιάκ (καλό!), καφές.
Τα παιδιά ανέβηκαν στα γόνατα μου και τους είπα ελληνικά παραμύθια. Τραγουδήσαμε μετά όλα τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια: Από τον Ουρανό Ψηλά, Ξεφύτρωσε ένα Ρόδο, Ελάτε Ποιμένες - μέχρι το Έλατο και την Άγια Νύχτα.
Και το πιο όμορφο - το πιο συγκινητικό: Μου είχαν και δώρο! Ανοίξαμε τα πακέτα και, κάτω από το έλατο, υπήρχε και για μένα καρτούλα με το όνομά μου. Μέσα στο κουτί ένα κομψό πορτοφόλι από μαύρο δέρμα. (Απένταρε φοιτητή - τι θα έβαζες μέσα;)   Αργότερα, ανάψαμε το τζάκι, ψήσαμε κάστανα, ήπιαμε καφέ με κουλούρια και μπισκότα, είπαμε ανέκδοτα και αστεία.
Ξαφνικά ένιωθα σπίτι μου. Τους ήξερα χρόνια - πιο δικοί από τους δικούς μου. Κάποια στιγμή - από ευγένεια - είπα να φύγω. Μα, καθίστε - όχι, όχι!
Τελικά ο πατέρας προσφέρθηκε να με πάει με το αυτοκίνητο. «Θα μου κάνει καλό», είπε «μία βόλτα στο κρύο». Τα παιδιά με φίλησαν σχεδόν με πάθος.
Όταν φτάσαμε έξω από την πόρτα μου, δεν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω. Σκεπτόμουν το κρύο ακατάστατο δωμάτιο από το οποίο με είχε αποσπάσει και τρόμαζα. Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από το κρύο στη ζέστη!   Άρχισα λοιπόν να του λεω πόσο σημαντική ήταν για μένα αυτή η μέρα, πόσο ευγνώμων είμαι - όταν με διέκοψε:
«Δεν χρειάζεται», είπε, «να μ' ευχαριστήσετε. Εμείς αυτό το κάνουμε κάθε χρόνο. Έχουμε αναλάβει υποχρέωση να καλούμε έναν μοναχικό ή δυστυχισμένο. Φέτος μας έδωσαν το όνομά σας».
Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από τη ζέστη στο κρύο. Το πορτοφολάκι βυθίστηκε μέσα στο χιόνι όπου το πέταξα. Κι άλλο κονιάκ δεν είχα στο δωμάτιο.   

 Πηγή: www.lifo.gr

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΗΜΕΡΟΝ ΩΣ ΑΥΡΙΟΝ ΚΑΙ ΩΣ ΧΘΕΣ

Ανανέωση σήμερον, ως αύριον και ως χθες

Οι μέρες μας περνούν μέσα από μια διαρκή περιπλάνηση ανάμεσα σε σπαρμένα ερωτηματικά. Αλλάζοντας με εξαιρετική αβεβαιότητα κάποια ερωτήματα και κάνοντάς τα καταφάσεις, χαράζουμε τις μικρές βεβαιότητες, ανίκανοι να κάνουμε αλλιώς αλλά και όντας βέβαιοι για την αναγκαιότητα αυτές στα επόμενα δευτερόλεπτα να αναιρεθούν.
 
Μόνη μας βεβαιότητα ωστόσο πάντα είναι οι λέξεις. Τα πάντα αποδείχτηκαν ότι είναι οι λέξεις, το βασίλειο που χτίσαμε, στέρεη γη οι λέξεις, στέρεη γη αποδείχτηκαν τα σύννεφα, ανασκαλίζοντας ιδρώσαμε και βρήκαμε χώρο να εναποθέσουμε ό,τι βαρύτερο κουβαλήσαμε, το ανεπαίσθητο βλέμμα που μας κάρφωσε, συναισθήματα που αισθανθήκαμε να μας τυλίγουν ασφυκτικά, αμφιβολίες που γέννησαν τα βλέμματα.

Εναλλακτικοί νεολαίοι που σε κρασοκατανύξεις άτσαλα προσπαθούμε να χαράξουμε κάποιες αλήθειες με άλφα μικρό, ξέροντας πως ούτε καν προσεγγίζουμε την Αλήθεια με άλφα κεφαλαίο – αμφισβητώντας για την ακρίβεια την ύπαρξή της –, αλλά όντας ερωτευμένοι με την αποσύνθεση και το ξεγύμνωμά μας, τροφοδοτούμε με ενέργεια τον τροχό της εξέλιξης. Και οι παλιοί αριστεροί στο διπλανό τραπέζι σωπαίνοντας απλά ακούνε γελώντας ευχαριστημένοι, ξέροντας πως όσο νερό είχαν να ρίξουν στον τροχό το έριξαν και πως πλέον μπορούν να απολαμβάνουν τις προσπάθειες των επόμενων εραστών.
 
Μισοχαμένοι σε ένα διαρκές hang over που γεννά το αέναο νεανικό φλερτ, βλέποντας τον καπνό να αγκαλιάζει το δωμάτιο, γυρεύουμε την ατάκα, η οποία θα συνοψίζει την κραυγή μας. Εν τέλει, αρκεί ένα ξεπέταγμα στον άνθρωπο από τα πάγια, από τις πάγιες σκέψεις, τις πάγιες αντιλήψεις, τις πάγιες συνήθειες, για να εκφράσει την κραυγή του. Αυτό το ξεπέταγμα παλεύει να βρει, γιατί ξέρει ο άνθρωπος πως άλλος τρόπος για να συνεχίζει η ύπαρξή του δεν υπάρχει παρά να τροφοδοτεί τον αενάως κινούμενο τροχό της εξέλιξης.
 
Κάποια στιγμή μετά τα κρασιά, την επόμενη μέρα ξυπνώντας, συνειδητοποιούμε ότι η οποιαδήποτε βεβαιότητα αποδείχτηκε λάθος, ακόμα και οι λέξεις. Τα σύννεφά τα φύσηξε ο άνεμος, ο φλοιός της γης αποδείχτηκε λεπτός πολύ και το οικοδόμημα βυθίστηκε τηκόμενο στον καυτό πυρήνα, όταν αντιληφθήκαμε πως οι λέξεις απλά παραμόρφωσαν αυτό που είπε με περισσή αβεβαιότητα το βλέμμα μας, η έκφραση του προσώπου μας, το χαμόγελο που ασυναίσθητα σχηματίστηκε στο πρόσωπο μας και κανένας δεν μπόρεσε να μεταφράσει.
 
Εν τέλει η φροϋδική ανάλυση φαντάζει κι αυτή λανθασμένη, μιας και όλα αποδείχτηκε πως γυρνάνε γύρω γύρω στον τροχό της εξέλιξης. Μιας και ο έρωτας αποσκοπεί στο μπλέξιμο των γονιδίων ώστε μαζί με το όργιο των μεταλλάξεων και των τυχαίων σφαλμάτων να γεννηθεί το νέο, να ανανεωθεί το παλιό.
 
Ζήτω η ανανέωση της πολιτικής, της ταξικής, της κοινωνικής, της ερωτικής, της αξιακής, της ηθικής θεώρησης των πραγμάτων… Ζήτω η ανανέωση των πάντων!
 
το ιστολόγιο Λόγω-τέχνης

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

ΝΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ (! ;)


"Ο κόσμος όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει" έγραφε ο Τ. Λειβαδίτης στην ποιητική του συλλογή "Βιολέτες για μια εποχή". Ειδικά στις μέρες μας αυτός δεν είναι απλά ένας στίχος μεστός νοήματος αλλά ανάγκη και αίτημα.
Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα και εκτός του ψευδεπίγραφου -έτσι όπως προβάλλεται αυτό το διάστημα- της αγάπης προς τον πλησίον και της αλληλεγγύης, η εσωτερική μας πυξίδα θα 'πρεπε ν' αναζητά ένα διαφορετικό τόπο και τρόπο προσέγγισης, επαφής με τους άλλους, επικοινωνίας και μοιράσματος.
Η κοινότυπη έκφραση "να περνάμε καλά" δεν είναι κενό γράμμα, γιατί αυτό το "καλά" σηκώνει πολύ νερό για να ξεπλυθεί, να καθαρίσει από τα σκουπίδια που μας πλασάρει η  οργανωμένη και πολιτισμένη βαρβαρότητα του lifestyle, oι in έξοδοι και οι όποιοι φατριασμοί των ομάδων.
Μήπως εν τέλει το ζήτημα δεν είναι να περνάς καλά, αλλά μάλλον να περνάς περίεργα ή με περιέργεια, να αναρωτιέσαι "τώρα γιατί μου συμβαίνει αυτό;", να υπάρχει πάντα ένα ερωτηματικό που να ζητάει απεγνωσμένα απάντηση ακόμα κι όταν αυτή δεν υπάρχει;
Δεν ξέρω αν αυτό συνάδει με μια επικούρεια -άρα γνήσια- αντίληψη και στάση ζωής, πάντως εκεί βρίσκεται το "καλά" το δικό μου, αυτό ψάχνω στην επαφή και σχέση μου με τους άλλους, όχι βαρυσήμαντες αλήθειες -άλλωστε ποιος τις κατέχει;– αλλά το βλέμμα, το νεύμα, τη φράση που θα με κάνει ν’ αναρωτηθώ, ν΄αναθεωρήσω, να ανακαλύψω, να μου δείξει έναν παράδρομο, έστω και πλανεμένο, για να διασώσω κάπως το τομάρι μου.
Άλλωστε έχω την αίσθηση ότι η επαφή και το μοίρασμα πρώτα διασχίζει μια πορεία εσωτερικής αναζήτησης με άγνωστη έκβαση έξω από βολικές συναγωγές και ανίερες συμμαχίες κι ύστερα συναπαντιέται και συμπνέει με τους άλλους.
Να περνάμε καλά λοιπόν, το "καλά" της επιταγής της ψυχής, το "καλά"  της περιπέτειας που εσωκλείεται στο δώρο της ζωής. Με ή χωρίς κρίση.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΑΛΚΑΙΟ



του Οδυσσέα Ιωάννου

«Πού ακούστηκε ο Άλκης να πεθαίνει;». Έφυγε τα ξημερώματα. Μετάσταση στο συκώτι. Ένας από τους δυο τρεις ανθρώπους που με «έσπρωξαν» να γράψω τραγούδια. Δάσκαλος και φίλος.
Άφαντος και αμίλητος. Δεν έδωσε καμία συνέντευξη στη ζωή του, δεν φωτογραφήθηκε ποτέ μετά από το 1981, τελευταία του δημοσιευμένη φωτογραφία στον εμβληματικό δίσκο «Εμπάργκο». Καθηλωμένος για δεκαετίες από μία αρρώστια που τον είχε διπλώσει στα δύο, πριν έρθει ο καρκίνος. Ο Άλκης – ο Βαγγέλης Λιάρος. Κάποτε διάβασε ένα ποίημα του δημοσιευμένο στον Ριζοσπάστη ο Θάνος Μικρούτσικος. Έψαξε, τον βρήκε, του ζήτησε να μελοποιήσει λόγια του. Ερωτικό (Πιρόγα), Μεσ’ στο χημείο του μαγιού, Το κακόηθες μελάνωμα, Ρόζα, Πάντα γελαστοί, Σαν πλανόδιο τσίρκο, Blues on the road, αλλά και εκείνα τα σκέτα κατάγματα, Χαρούμενο τραγούδι για την Σύλβια Πλαθ και Γαμμαγραφία. Ένα από τα ισχυρότερα δημιουργικά δίδυμα στην ιστορία της δισκογραφίας μας. Αλλά και τραγούδια για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον Νότη Μαυρουδή (Πρωινό τσιγάρο), τον Μίλτο Πασχαλίδη, τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Μάριο Τόκα, τον Δημήτρη Μητροπάνο, τον Μπάμπη Στόκα, τον Χρήστο Θηβαίο, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα...
Ο Άλκης που με περίμενε Κυριακές απογεύματα, με ένα ποτήρι γάλα και πολλά τσιγάρα. Προσπαθούσε να μείνει όρθιος στην καρέκλα. Μπάσος και γρήγορος στις λέξεις. Οι στίχοι του όλοι χειρόγραφοι. Όμορφα γράμματα. «Για δες κι αυτό!» Κάποια από τις πρώτες φορές που βρεθήκαμε σπίτι του, τόλμησα να του το ζητήσω. Ευγενική άρνηση: «Αν ποτέ αποφασίσω να δώσω συνέντευξη, το ξέρεις πως θα την δώσω μόνο σε εσένα.» Τελικά, δεν την ήθελα. Γιατί να την θέλω; Δεν το αναφέραμε ποτέ ξανά.
Ως γενναιόδωρος που ήταν, μου χάρισε κάτι πολύ ακριβότερο. Το 1996, κυκλοφορεί ο δίσκος “Στου αιώνα την παράγκα”. Ο δίσκος της Ρόζας. Μου αφιερώνει το τραγούδι από το οποίο προέκυψε ο τίτλος του δίσκου, το Για μια Ντολόρες. «Στον Οδυσσέα Ιωάννου, καλή θητεία αεροπόρε». Το μαθαίνω μετά από μία δύσκολη σκοπιά στην Λάρισα. Παίρνω κουράγιο για δέκα θητείες. Σπεύδω να προσφέρω ένα μικρό αντίδωρο. Του γράφω και του αφιερώνω τρία χρόνια αργότερα τις Μικρές Νοθείες, στον δίσκο Θάλασσα στην Σκάλα.
Ο Άλκης που με αναστάτωσε όταν πρωτοάκουσα στίχους του. Που άλλαξε την τροχιά μου. Ο στιχουργός με τις περισσότερες ιστορικές αναφορές στα τραγούδια του. Σε γεγονότα και πρόσωπα «δεύτερης ανάγνωσης. Που γοητευόταν από τους αφώτιστους ήρωες. Αλλά και της ακαριαίας τρυφερότητας, του έρωτα δύο δυνατών σωμάτων, κάτι που μόνο με την φαντασία του μπορούσε να ζήσει. Που χρησιμοποιούσε τις λέξεις μόνο μετά από επιμελές τρόχισμα. Ο Άλκης που είχαν πέσει όλοι επάνω του, να βγάλει από το Ερωτικό την λέξη Βησιγότθοι, γιατί είναι κρίμα ένα τόσο ωραίο τραγούδι να καταστραφεί από μία λέξη.

ΠΗΓΗ: Μπουκάλι στη θάλασσα

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

ΧΑΠΙ… ness


H λέξη ‘’ευτυχία’’ ποτέ άλλοτε δεν επανερχόταν τόσο συχνά στους τίτλους των νέων βιβλίων που κυκλοφορούν, ενώ ένα μεγάλο μέρος  διανοητών και πανεπιστημιακών ανά τον κόσμο προσπαθεί, μέσω βιβλίων και σεμιναρίων να ξορκίσει την κρίση, ξαναθυμίζοντάς μας ότι το πιο ακριβό ίσως αγαθό δεν έχει (και ποτέ δεν είχε) να κάνει με τα χρήματα. Ενόψει της νέας χρονιάς, ο Κωστής Παπαγιώργης   προσεγγίζει  τα συστατικά και τη δοσολογία της πιο περιζήτητης συνταγής.

Πασίγνωστο είναι το ανέκδοτο για εκείνον τον αφελή που γύρευε αρειμανίως το νόημα της ζωής.
Ρώτα από δω, ρώτα από κει, πληροφορήθηκε εντέλει ότι το μυστικό κατέχει μεγάλος μάγος της Ανατολής. Χωρίς να χάσει καιρό, ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι και, ω του θαύματος, έφτασε κάποτε στη σπηλιά της αλήθειας. Προσκύνησε, είπε το σκοπό της επίσκέψής του, οπότε με ακλόνητη πεποίθηση ο μάγος τού έδειξε ένα υπέροχο φυτό που θέριευε δίπλα του:
"Ιδού το νόημα της ζωής!"
Ο επισκέπτης, όμως, δεν έδειξε ενθουσιασμένος από τη απάντηση’ το αποτέλεσμα; Ο κάτοχος του μυστικού φάνηκε να πτοείται και στράφηκε στον επισκέπτη με αληθινή απορία:
‘’Λες να μην είναι;’’
Με την ανθρώπινη ευτυχία δε συμβαίνει τίποτα διαφορετικό. Το "λες να  είναι αυτό η ευτυχία;"
διαδέχεται φυσικότατα το "Λες να μην είναι;" κάνοντας τη ζωή να μοιάζει με ένα ατελεύτητο και στρεβλό σεμινάριο στο οποίο μπουλούκια οι συμπαθείς ηλίθιοι σαν κι εμάς πασχίζουν να δώσουν απάντηση στις μεγάλες απορίες.
Ένα άλλο ανέκδοτο, αρχαιοελληνικό αυτή τη φορά, λύνει το πρόβλημα της αεί ζητούμενης αθανασίας με μαεστρικό τρόπο. Στα αρχαϊκά χρόνια ζούσε ένας άνθρωπος που έκανε τα πάντα για να μείνει αθάνατος. Όχι  στη μνήμη των συνανθρώπων του (όπως άλλοι) παρά αθάνατος όνομα και πράμα.
Ήταν τόση η λαχτάρα του για αθανασία, ώστε ακόμη και οι ολύμπιοι θεοί έτειναν το ους στην επιθυμία του. Πράγματι, τον κατέστησαν αθάνατο εξαιρώντας τον απ’ τη μοίρα των θνητών. Με μια απλή διαφορά, βέβαια. Διότι δεν τον έκαναν νέο και αθάνατο, αλλά τον καταδίκασαν σε αθάνατα γηρατειά, καθώς είχε ήδη πατήσει τα ενενήντα!...
Γιατί τόση σαρδόνια ειρωνεία όταν πρόκειται για ζητήματα ευτυχίας και δυστυχίας; Πιθανώς επειδή κάθε ζωή βρίσκει το νόημά της σε σε αντινομίες και οδυνηρά οξύμωρα. Δεν ισχύει τάχα ότι στον ανθρώπινο βίο από πολύ νωρίς ήδη είναι πολύ αργά; Ότι κάθε ώρα πληγώνει, αλλά η τελευταία σκοτώνει; Ότι σκηνή ο κόσμος και ο βίος πάροδος. Ήλθες, είδες, απήλθες. Εξάλλου τι μπορεί να σημαίνει "έζησα ευτυχής έως το θάνατο, δηλαδή άλλους τρεις μήνες;"
Γενικά η ζωή κάθε ανθρώπου συμπυκνώνεται το πολύ σε τρία ανέκδοτα, όπου το τρίτο αφορά εξάπαντος το θάνατο και (με άλλα λόγια ) το χρόνο.
Στην απειροελάχιστη δημοκρατία των θνητών ισχύει το ακλόνητο αξίωμα ότι όλοι είμαστε όπως όλοι
οι άλλοι: ζούμε με δανεικό και περιορισμένο χρόνο. Από κει και πέρα, άρχονται η δαιμόνια πρωτοβουλία, η ακόρεστη επιθυμία, η λύσσα για τη διαφορά, την ανωτερότητα, την τιμή, τη δύναμη και το χρήμα. Η ματαιοδοξία για την ακρίβεια, η απόλυτη πίστη στο εγώ, η οποία -καλώς ή κακώς- επικρίνεται από τους λογής λογής ψυχοθεραπευτές. Όντως είναι μάταιη δόξα να σχεδιάζεις μεγαλεία για τα επόμενα χρόνια, να υπολογίζεις τον εαυτό σου περισσότερο από την ανθρωπότητα, να περιφρονείς το χρόνο ως επουσιώδη λεπτομέρεια, να αποθησαυρίζεις το εγώ σου χωρίς να υπάρχουν θησαυροφυλάκιο και τράπεζα. Ο θάνατος παραμονεύει -λίγο αν ξεχαστείς, στραβοκαταπίνεις και πεθαίνεις. Ολοκληρωμένη πάντως, ακέραια και μεστή στην ουσία της, την ευτυχία μόνο στους άλλους μπορούμε να τη δούμε και να τη ζηλέψουμε. Ποτέ στον εαυτό μας, o οποίος συχνότατα είναι ραγισμένος και αδιάβατος. Ειδικά η σχέση του εγώ με τον εαυτό του συνιστά γρίφο με ελαττωματικά δεδομένα, μεταλλασσόμενη μεταμφίεση που ουδέποτε κατασταλάζει σε απτά σχήματα.
Γι’ αυτό, άλλωστε, μας ελκύουν τα μυθιστορήματα, τα κινηματογραφικά και τα θεατρικά έργα στα οποία τα  πρόσωπα είναι σχεδιασμένα με πλαστικά χαρακτηριστικά, χωρίς να εκδηλώνεται η αφόρητη διάλυση των χρόνων, εποχών, ατυχημάτων κι ευτυχημάτων.
Και η δεδομένη πια στον πλανήτη μας ανάλωση αγαθών προς τέρψη και απόλαυση, επίσης αυτό ακριβώς σκοπεύει: να υποκαθιστούμε το κύριο και το πρωτεύον (που δεν αγοράζεται) με το δευτερεύον και φρούδο (που πουλιέται παντού). Η εισβολή του απειράριθμου πλήθους στο πεδίο της Ιστορίας -είτε μοναχικό είναι αυτό το πλήθος είτε ακυβέρνητο και τυφλό- κατά βάθος επιβάλλει μεταξίωση στη έννοια του χρόνου. Αν η αιωνιότητα απέβη ψευδής ιδέα και η εκκοσμίωση ακλόνητο καθεστώς, τότε η ώρα του πανίσχυρου μέσου ανθρώπου σήμανε με πελώρια καμπάνα. Όλα είναι για ανάλωση, όλα υπακούνε στις επιταγές της ανάγκης, όλοι μοιάζουμε επειδή κρυφο-σιχαινόμαστε ο ένας τον άλλον. Κατά συνέπεια, όλα τα επιθυμούμε οριζόντια και ωνίσιμα.
Από αυτήν τη σκοπιά φαίνεται πως υπάρχει μια δυνατότητα αναδιανομής της ευτυχίας. Αντιγράφουμε από το βιβλίο ενός Αμερικανού συγγραφέα: "Ενδεχομένως η κυβέρνηση μπορεί να έχει επιλέξει ένα διαφορετικό συνολικό στόχο, παραδείγματος χάριν ένα συνθετότερο στόχο, αποσκοπώντας στη συνολική ευημερία ή ευτυχία, αλλά περιορίζοντας την ανισότητα που θα μπορούσε να παραχθεί, θέτοντας ως όρο να μην πέσει ο πλούτος του καθενός κάτω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο σήμαινε ότι ο συνολικός πλούτος -ή η ευτυχία- δεν είναι τόσο μεγάλος όσο θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση.
Φανταστείτε ότι μια οικογένεια πρόκειται να αγοράσει ένα καινούριο σπίτι και θέλει να αγοράσει, το μέτρο που της επιτρέπουν τα οικονομικά της, το σπίτι με το μεγαλύτερο συνολικό χώρο υπνοδωματίων, υπολογισμένο σε άθροισμα τετραγωνικών μέτρων. Δείχνει όμως ίση μέριμνα για τα μέλη της αγοράζοντας το σπίτι με το μεγαλύτερο μέσο όρο μεγέθους υπνοδωματίων, ακόμη κι αν το δωμάτιο που προορίζεται για το μικρότερο παιδί της οικογένειας είναι καταθλιπτικά σκοτεινό και ασφυκτικά μικρό;"
(Ronald Dworkin, «Η Αμερικανική δημοκρατία σε κίνδυνο», εκδ.Πόλις, μεταφρ.:Ευαγγ.Γούση)
Διόλου τυχαίο το ότι, καθώς περνούν τα χρόνια, ο εαυτός μοιάζει λίγο πολύ με ξένη υπόθεση ή εγκαταλελειμμένο ιδιωτικό μουσείο ή αξιοπρεπή γκάφα. Τόσα και τόσα αποκόμματα ημερών,
λείψανα προσώπων, τόπων και χρόνων που δεν οικονομούνται πια, που δεν έχουν αποδέκτη, αλλά ούτε και αξία σε ξένα χέρια. Είτε μονολογεί κάποιος και παραδέχεται ότι στη δική του περίπτωση η ζωή απέτυχε παταγωδώς, είτε έχει τη ματαιοδοξία να φρονεί ότι το εγώ του κρύβει σπάνια αστερόσκονη, το τελικό συμπέρασμα δε διαφέρει και τόσο.
Μπορεί κάποιος να ζήσει ευτυχής ή δυστυχής, τυχερός ή άτυχος. Στα φυλλοκάρδια του ωστόσο, στα ίδια του τα σπλάχνα, φωλιάζουν η ανησυχία για το είδος της αλήθειας που έζησε (αυτός και οι άλλοι ολόγυρά του) και ο φόβος μήπως δεν κατάλαβε, μήπως δεν υποψιάστηκε καν ακριβώς τι συνέβη στα τόσα χρόνια που περπάτησε λάθρα ή φανερά στη γη.
Άρα ισχύει τάχα ότι η περιβόητη ευτυχία είναι κάτι που σπουδάζουμε σαν ξένη γλώσσα, η οποία
-όσο καλά κι αν την κατέχουμε- παραμένει ισοβίως «ξένη» στα χείλη μας; Με ελλιπή προφορά;
Με άγνοια των ιδιωματισμών; Με χίλια δυο κενά, διαστρεβλώσεις και παρανοήσεις;
Συχνά αναρωτιόμαστε μάλιστα, μήπως δεν είμαστε καλοί αποδέκτες των ευτυχισμένων στιγμών
και των ευτυχισμένων προσώπων.
Ο ευτυχισμένος μοιάζει με μικρό αυτοσχέδιο θεό, χωρίς γέννηση και θάνατο. Η πληρότητα της ευτυχίας έστω για μια στιγμή, επιτρέπει τη βαθύτερη ταύτιση με τη ζωή, χορηγώντας ένα είδος
ακηδεμόνευτης και -φευ- στιγμιακής αιωνιότητας.
Ακόμη κι εκεί πάντως τα κουφέτα του γάμου είναι δανεικά.

                                                                              ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ
                                                                              (τεύχος Δεκεμβρίου 2011 Ιανουαρίου 2012)

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

ΕΦΥΓΕ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠ' ΤΗ ΖΩΗ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ-ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ ΑΛΚΗΣ ΑΛΚΑΙΟΣ

Έχασε σήμερα τη μάχη με τον καρκίνο ο σπουδαίος ποιητής- στιχουργός Άλκης Αλκαίου.
Παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1967 με την έκδοση ενός μικρού δοκιμίου για τον ποιητή Κ. Καρυωτάκη.
Έγινε ιδιαίτερα γνωστός από τη συνεργασία του με το Θάνο Μικρούτσικο στους δίσκους Εμπάργκο (1982) και στου Αιώνα την παράγκα (1996).
Ξεχώρισε ως στιχουργός για το υψηλό ποιητικό υπόβαθρο των στίχων του, τη σεμνότητα και την απουσία του από τις δημόσιες εμφανίσεις.
Εκτός από την πολύ γνωστή Ρόζα που ερμηνεύτηκε υπέροχα από τον Δημήτρη Μητροπάνο οι στίχοι του στο τραγούδι Ερωτικό ανέδειξαν έναν εμπνευσμένο ποιητικό λόγο, γεμάτο με έντονες λυρικές εικόνες.

ΕΡΩΤΙΚΟ

Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις
τις ώρες που αγριεύει η βροχή
στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις
και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί
μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις

Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου
σου `φερα απ΄ τους Δελφούς γλυκό νερό
στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου
και πριν προλάβω τρις να σ΄ αρνηθώ
σκούριασε το κλειδί του παραδείσου

Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη
και την τρελή σου κυνηγάει σκιά
πώς να ημερέψει ο νους μ΄ ένα σεντόνι
πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά
αγάπη που σε λέγαμ΄ Αντιγόνη

Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει
και σε ποιο γαλαξία να σε βρω
εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι
κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό
που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΠΡΙΝ 49 ΧΡΟΝΙΑ

Η ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την απονομή του βραβείου Νομπέλ στη Λογοτεχνία

Στοκχόλμη, 10 Δεκεμβρίου 1963

Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η
Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη
επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την
υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να - εκφράζω τώρα
τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη
συγγνώμη που ζητώ πρώτα-πρώτα από τον εαυτό μου.

Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν
έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως
του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι
τεράστια και το πράγμα που μας χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε
χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται.
Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν
παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης
είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη.
Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που
ξεπερνά το μέτρο, πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος
ισχύει και όταν ακόμα πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: "Ήλιος ουχ
υπερβήσεται μέτρα" λέει ο Ηράκλειτος, "ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης
επίκουροι εξευρήσουσιν".

Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος
επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για
μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε
τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του
φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου (εννοεί τον
Μακρυγιάννη), των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: "...θα χαθούμε
γιατί αδικήσαμε..." Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να
γράφει στα τριανταπέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των
ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και
η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός
ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την
ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ' ένα λαό
περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε,
ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την
ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα
γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης κι
ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση
εμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ
μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και
στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ' ένα αρχαίο ελληνικό δράμα
και ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του
ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως
νιώθει πάντα την ανάγκη ν' ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που
ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή
από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να
βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους
πιο απροσδόκητους τόπους. Γι' αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη
του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της
γης. Έχει τη χάρη να αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία.
Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα
πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης
χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της
ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός:

να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής,
για να θυμηθώ τον Σέλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου
Νόμπελ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη
βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.

Σ' αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται
όλους τους άλλους. Πρέπει ν' αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν
βρίσκεται.

Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του
έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή
λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας
συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.

ΠΗΓΗ: Το κείμενο στα Ελληνικά από τον Τόμο "Ένας αιώνας Νόμπελ. Οι ομιλίες
των συγγραφέων που τιμήθηκαν με το Βραβείο Νόμπελ στον 20ό αιώνα",
(Επιμέλεια-Επίλογος: Θανάσης Θ. Νιάρχος), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

ΠΟΙΗΣΗ

Η ποίηση δεν είναι άσκηση ύφους. Κι ούτε και μια υπόθεση απ' την οποία μπορεί κανείς να στερεί τη σοβαρότητά της, μια ανάλαφρη και ανώδυνη διαμάχη ανάμεσα στις λέξεις και τα συναισθήματα. Οι στίχοι και οι φράσεις, οι ίδιες οι συλλαβές ενός ποιήματος, είναι κυρίως και πάνω απ' όλα ρυθμός και μουσική. Και ως εκ τούτου θεωρία. Μια θεωρία που δύναται να περιγράψει, να συμπτύξει και να αποδώσει τα πάντα. Ένα σονέτο, ακόμη κι ένα και μόνο τετράστιχο, αν κατορθώσει να διατηρήσει ατόφια την πνευματική οξύτητα και την ισχύ των προθέσεών του σε όλο το διάνυσμα του σχεδιάσματος και μέχρι την τελική του φόρμα (και εμπνευσμένη απαγγελία!) μπορεί από μόνο του να εξηγήσει το αίνιγμα του κόσμου, και να επιφέρει τις τρομερότερες υπερβάσεις που βάζει ο νους. Διότι η ποίηση είναι ο πρώτος λόγος, το πρώτο ουρλιαχτό της Γέννησης. Η ποίηση είναι η πραγματική μητέρα όλων των μαχών. Και η θυγατέρα επίσης.

                                              ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΜΑΛΑΦΕΚΑ 
                                              ΛΗΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

ΣΕΦΕΡΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ...

Άνδρας
Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία· πράσινους
κάμπους που σμίγουν το χώμα με τον ουρανό, τον άνθρωπο
με το σπόρο, μέσα σε μιαν ακαταμάχητη υγρασία· πλατάνια
και έλατα· λίμνες με τσαλακωμένες οπτασίες και
κύκνους αθάνατους γιατί έχασαν τη φωνή τους - σκηνικά
που ξετύλιγε ο θεληματικός σύντροφός μου, ο πλανόδιος
εκείνος θεατρίνος, καθώς έπαιζε το μακρύ βούκινο
που του είχε ρημάξει τα χείλια, και γκρέμιζε με μια στριγκιά
φωνή, ό,τι πρόφταινα να χτίσω, σαν τη σάλπιγγα
στην Ιεριχώ. Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη
αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε
την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό
ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη
σ' ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να
το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του
μ' ένα πελώριο πανί που του κρεμότανε από το κεφάλι.
Αυτός ο κύριος της "Αναγέννησης" μ' έμαθε να μην περιμένω
πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία ...

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη ...
Βρήκαμε τη στάχτη.
Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή,
μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα.
Φαντάζομαι, εκείνος
που θα ξανάβρει τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα
συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες,
θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη
μνήμη.

Εμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τι δώσαμε.
Εκείνος θα θυμάται μονάχα τι κέρδισε από την κάθε του
προσφορά. Τι μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Α θυμηθεί
λίγο λιγότερο απ' ό,τι χρειάζεται, σβήνει· α θυμηθεί λίγο
περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται, σβήνει. Να μπορούσε
να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά. Εγώ
τελείωσα· να γινότανε τουλάχιστο να αρχίσει κάποιος
άλλος από κει που τελείωσα εγώ. Είναι ώρες που έχω
την εντύπωση πως έφτασα στο τέρμα, πως όλα είναι στη
θέση τους, έτοιμα να τραγουδήσουν συνταιριασμένα. Η
μηχανή στο σημείο να ξεκινήσει. Μπορώ μάλιστα να τη
φανταστώ σε κίνηση, ζωντανή, σαν κάτι ανυποψίαστα
καινούργιο. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα· ένα απειροελάχιστο
εμπόδιο, ένα σπυρί της άμμου, που μικραίνει, μικραίνει
χωρίς να είναι δυνατό να εκμηδενιστεί. Δεν ξέρω τι
πρέπει να πω ή τι πρέπει να κάνω. Το εμπόδιο αυτό μου
παρουσιάζεται κάποτε σαν ένας κόμπος δάκρυ χωμένος
σε κάποια κλείδωση της ορχήστρας που θα την κρατά
βουβή ώσπου να διαλυθεί. Κι έχω το ασήκωτο συναίσθημα
πως ολόκληρη η ζωή που μου απομένει δε θα 'ναι
αρκετή για να καταλύσει αυτή τη στάλα μέσα στην ψυχή
μου. Και με καταδιώκει η σκέψη πως αν μ' έκαιγαν ζωντανό
αυτή η επίμονη στιγμή θα παραδινότανε τελευταία.

Ποιος θα μας βοηθούσε; Κάποτε, όταν ήμουν ακόμη
στα καράβια, ένα μεσημέρι τον Ιούλιο, βρέθηκα μόνος
σε κάποιο νησί, σακάτης μέσα στον ήλιο. Ένα καλό
μελτέμι μου έφερνε στοργικούς στοχασμούς, όταν ήρθαν
και κάθισαν λίγο παραπέρα, μια νέα γυναίκα με διάφανο
φουστάνι, που άφηνε να ζωγραφίζεται το κορμί της, λιγνό
και θεληματικό σα ζαρκαδιού, κι ένας σιωπηλός άντρας
που, μια οργιά μακριά της, την κοίταζε στα μάτια. Μιλούσαν
μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Τον εφώναζε Τζιμ.
Τα λόγια τους όμως δεν είχαν κανένα βάρος και
οι ματιές τους σωφιλιασμένες και ακίνητες άφηναν τα
μάτια τους τυφλά. Τους συλλογίζομαι πάντα γιατί είναι
οι μόνοι άνθρωποι, που είδα στη ζωή μου να μην έχουν
το αρπαχτικό ή το κυνηγημένο ύφος που γνώρισα σ' όλους
τους άλλους. Το ύφος εκείνο που τους κάνει ν' ανήκουν
στο κοπάδι των λύκων ή στο κοπάδι των αρνιών.
Τους συναπάντησα πάλι την ίδια μέρα σ' ένα από τα νησιώτικα
κλησάκια που βρίσκει κανείς όπως παραπατά και
τα χάνει μόλις βγει. Κρατούσαν πάντα την ίδια απόσταση
κι έπειτα πλησίασαν και φιληθήκανε. Η γυναίκα έγινε
μια θαμπή εικόνα και χάθηκε, μικρή καθώς ήταν. Ρωτιόμουν
αν ήξεραν πώς είχαν βγει από τα δίχτυα του κόσμου ...

Είναι καιρός να πηγαίνω. Ξέρω ένα πεύκο που σκύβει
κοντά σε μια θάλασσα. Το μεσημέρι, χαρίζει στο κουρασμένο
κορμί έναν ίσκιο μετρημένο σαν τη ζωή μας,
και το βράδυ, ο αγέρας περνώντας μέσα από τα βελόνια
του, πιάνει ένα περίεργο τραγούδι, σαν ψυχές που κατάργησαν
το θάνατο, τη στιγμή που ξαναρχίζουν να γίνουνται
δέρμα και χείλια. Κάποτε ξενύχτησα κάτω από
αυτό το δέντρο. Την αυγή ήμουνα καινούργιος σα να με
είχαν κόψει την ώρα εκείνη από το λατομείο.
Α! να ζήσει κανείς τουλάχιστο έτσι, αδιάφορο.

Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ ΛΟΝΔΙΝΟ 5 ΙΟΥΝΙΟΥ 1932

ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΑΧΤΙΝΑ


                         «Επες δ κα χρόνια:
                         «Κατ βάθος εμαι ζήτημα φωτός».
                           Κα τώρα κόμη σν κουμπς

                           στς φαρδις μοπλάτες το πνου

                      ἀκόμη κι ταν σ ποντίζουν

                           στ ναρκωμένο στθος το πελάγου

                           ψάχνεις γωνις που τ μαρο

                      ἔχει τριφτε κα δν ντέχει
                      ἀναζητς ψηλαφητ τ λόγχη

                           τν ρισμένη ν τρυπήσει τν καρδιά σου
                           γι ν τν νοίξει στ φς.

                           Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
                                 
                             

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

ΣΤΟ ΘΑΝΑΣΗ ΒΑΛΤΙΝΟ ΑΠΟΝΕΜΗΘΗΚΕ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

                                                   Αθήνα
Στο συγγραφέα Θανάση Βαλτινό απονεμήθηκε το μεγάλο βραβείο γραμμάτων για το σύνολο του έργου του, ανακοίνωσε η διεύθυνση γραμμάτων της γενικής διεύθυνσης σύγχρονου πολιτισμού του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού. Το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος απονεμήθηκε στον Γιώργο Συμπάρδη για το έργο του «Υπόσχεση Γάμου».

«Είναι οπωσδήποτε μια πολύ σημαντική χαρά και αναγνώριση, αν και σκιάζεται από τα μεγάλα προβλήματα τα οποία έχει δημιουργήσει στους ανθρώπους και στην καθημερινή τους ζωή η κρίση, της οποίας οι διαστάσεις γίνονται ολοένα οξύτερες. Πάντως είναι μια μεγάλη χαρά» δήλωσε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός.

Οι βραβεύσεις αφορούν τις εκδόσεις έτους 2011. Σε αυτές κατέληξε η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας από τον «βραχύ κατάλογο» των υποψήφιων προς βράβευση έργων.

Αναλυτικά τα βραβεία

Βραβείο Μυθιστορήματος
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Γιώργο Συμπάρδη για το έργο του με τίτλο «Υπόσχεση γάμου», εκδόσεις Μεταίχμιο.
Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας
Απονέμεται ομόφωνα εξ ημισείας στον Γιάννη Ευσταθιάδη για το έργο του με τίτλο «Άνθρωποι από λέξεις : Διηγήματα μεγάλου μήκους», εκδόσεις Μελάνι και στην Έρση Σωτηροπούλου για το έργο της με τίτλο «Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα», εκδόσεις Πατάκη.
Βραβείο Ποίησης
Απονέμεται ομόφωνα στην Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ για το έργο της με τίτλο «Η ανορεξία της ύπαρξης», εκδόσεις Καστανιώτη.
Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Αντώνη Λιάκο για το έργο του με τίτλο «Αποκάλυψη, ουτοπία και ιστορία : Οι μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης», εκδόσεις Πόλις.
Βραβείο Μαρτυρίας-Βιογραφίας-Χρονικού-Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας
Απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Αλέξανδρο Μασσαβέτα για το έργο του με τίτλο «Κωνσταντινούπολη : Η πόλη των απόντων», εκδόσεις Πατάκη.
Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα

Θωμάς Τσαλαπάτης για το έργο του «Το ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ», εκδόσεις Εκάτη.
Διακρίσεις
Η Επιτροπή εισηγήθηκε την απονομή τιμητικής διάκρισης για την συμβολή τους στη νεοελληνική λογοτεχνία στα περιοδικά «Οροπέδιο» και «Πλανόδιον». Τέλος, η Επιτροπή προτείνει ομόφωνα ως υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο, το μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού «Η σχεδία», εκδόσεις Καστανιώτη.
Ειδικό βραβείο σε λογοτέχνη του οποίου το βιβλίο προάγει σημαντικά το διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα δεν απονέμεται σύμφωνα με το σκεπτικό που διατυπώθηκε κατά την περσινή θητεία της Επιτροπής.
Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

ΠΗΓΗ: in.gr

ΜΝΗΜΗ ΑΛΕΞΗ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΥ


































































































































































































































Χίλιες λέξεις για το Δεκέμβρη
«Εξοστρακίστε την οργή σας επάνω τους, προφανώς δικαιολογείται»

Νιώθω υπόλογη που αβίαστα εξαιρώ τον εαυτό μου από το αντικείμενο εκείνης της οργής, σαν να μην με αφορά ως «αυτονόητα» καλοπροαίρετου ανθρώπου
Της Αφροδίτης Κουκουτσάκη

«Προσωπικά θεωρώ ότι ο Δεκέμβρης υπήρξε πολύ περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο μια αυθόρμητη έκφραση του αισθήματος δικαίου που επαναστάτησε απέναντι στην τρομερή αδικία μιας παράλογης δολοφονίας. Τα παιδιά που βγήκαν στο δρόμο, οιμαθητές και οι μαθήτριες, νομίζω ότι αυτό βίωσαν», γράφει ο Βασίλης Παπαστεργίου στο κείμενό του που δημοσιεύτηκε στο παρόν αφιέρωμα.
Απομονωμένες από τα συμφραζόμενα του κειμένου, προφανώς απομειώνουν τον προβληματισμό του Βασίλη και ζητώ την κατανόησή του, αλλά είναι δυο φράσεις  που αποτυπώνουν πολύ καθαρά αυτό που ένιωσα στις απαρχές των γεγονότων του Δεκέμβρη, όταν τυχαία βρέθηκα στους δρόμους της Αθήνας κι εκεί έμαθα το λόγο που η πόλη είχε πάρει φωτιά, πραγματικά και συμβολικά∙ είναι ακριβώς οι σκέψεις που με ταλάνιζαν -αμετακίνητες- τις επόμενες ημέρες, τους επόμενους μήνες, όταν παρακολουθούσα με αμηχανία την προσπάθεια να ορίσουμε τη συνθήκη του Δεκέμβρη, τα αίτια, τους πρωταγωνιστές∙ μια αμηχανία που την κουβαλάω ακόμα -δυο χρόνια μετά!- και που με δυσκολεύει να συνενώσω πραγματικότητες και Λόγους, να βάλω σε τάξη μια  θραυσματική ακόμα εικόνα και να της δώσω ένα όνομα, οριστικό ή λιγότερο οριστικό. Και όπως γράφαμε μικροί σ’ εκείνες τις εκθέσεις/καρμπόν, «να λοιπόν που προσπαθώντας να βρω θέμα, έγραψα τελικά την έκθεση» -μεταφράζοντας προφανώς το παιδικό ιδίωμα και υπεκφεύγοντας ίσως τα άλλοθί του.
Επανερχόμενη, λοιπόν, στην αρχική μου εμπειρία, όταν σχεδόν ταυτόχρονα με τον πρώτο πυροβολισμό, ξεχείλισαν οι δρόμοι, νιώθω ακόμα υπόλογη απέναντι στο Γεγονός και στους Πρωταγωνιστές του. Κυρίως απέναντι σ’ αυτούς, που για μέρες και μήνες βλέπανε τους εαυτούς τους να μεταμορφώνονται σε επαναστάτες, κοινωνικούς αγωνιστές, πράκτορες, πλιατσικολόγους και τσογλάνια, με μια ταχύτητα που φέρνει ίλιγγο. Νιώθω υπόλογη απέναντι σ’ εκείνα τα παιδιά που για μέρες επινοούσαν μορφές έκφρασης του πένθους και της οργής, που πλούτισαν τη ζωή τους με την εμπειρία του Δεκέμβρη, με ό, τι πήραν κι ό, τι δώσανε τις μέρες του Δεκέμβρη για να είναι είναι δικό τους, δικός τόπος ή ου-τόπος.
Νιώθω υπόλογη που κάμποσες φορές μίλησα κι εγώ «αντ’ αυτών», είτε για να τα υπερασπιστώ όταν οι ορισμοί της εμπειρίας τους παγώνανε στην εκδοχή της τυφλής, αδιέξοδης και προ-πολιτικής βίας είτε για να  μεγαλύνω την εμπειρία τους διαλέγοντας με προσοχή τους πιο γοητευτικούς ορισμούς της.
Νιώθω υπόλογη γιατί δεν αντιστάθηκα κι εγώ στη γοητεία του κανονιστικού λόγου απέναντι σε μια συνθήκη που ήταν μάλλον η επιτομή της επίθεσης στην συμβατική κανονικότητα, τόσο ανακουφιστικό όμως να την ελέγχουμε μέσα απ’ τους ορισμούς και τις ερμηνείες μας∙ που τους καταχώρισα συλλήβδην ως εξεγερμένους ή επαναστάτες και δεν τους συμπόνεσα όταν παίζανε με τις φωτιές για να δω ότι όντως παίζανε, δεν είναι κακό, γιατί η οργή είναι τόσο εύφλεκτο υλικό που δίνει ίσες πιθανότητες στα υποκείμενά της να πυρπολήσουν ή να πυρποληθούν. Κι ακόμα, γιατί μεγάλωσαν δυο χρόνια εκείνα τα παιδιά που το Δεκέμβρη του 2008 ξεχύθηκαν στους δρόμους για να γίνουν οι πρωταγωνιστές μιας συνθήκης που μας ταρακούνησε συθέμελα, που σχεδόν μας πέταξε στην άκρη και κάποια απ’ αυτά, που εκείνες τις μέρες μάθανε να φτιάχνουν οδοφράγματα, δεν ξαναβγήκαν πιθανόν στους δρόμους, ενώ εγώ επιμένω να τα αναγνωρίζω σε κάθε διαδήλωση ως «γενιά του Δεκέμβρη», μαχητική κι ετοιμοπόλεμη, αλλιώτικα να μην αξίζουν την προσοχή μου.
Με λίγο περισσότερες από 600 λέξεις για τον Δεκέμβρη, αυτές τις σκέψεις έχω να καταθέσω.
«Ο Αλέξανδρος έπεσε κάτω, αν δεν κάνω λάθος στον πρώτο ή στον δεύτερο πυροβολισμό, σίγουρα πάντως πριν από τον τρίτο... Μετά δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα. Ο κόσμος φώναζε και κάποιοι σήκωσαν την μπλούζα του Αλέξανδρου. Είδα ότι είχε μια τρύπα στη μέση του θώρακα και λίγο προς την καρδιά. Είχε βγάλει και αίμα...», είπε μια κοπελίτσα. «Εξοστρακίστε την οργή σας επάνω τους, προφανώς δικαιολογείται», έγραφε μια αφίσα που την πέτυχα στο διαδίκτυο  και που έδειχνε μ’ ένα βέλος την πόλη. Και νιώθω υπόλογη που αβίαστα εξαιρώ τον εαυτό μου από το αντικείμενο εκείνης της οργής, σαν να μην με αφορά ως «αυτονόητα» καλοπροαίρετου ανθρώπου.
 

«Χίλιες λέξεις για το Δεκέμβρη»
ΠΗΓΗ: REDNotebook