Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

 Είναι φορές που μου λείπουν τα παραμύθια. Όχι με τη μορφή της ανάγνωσης αλλά της ακρόασης. Ακόμα περισσότερο μου λείπουν οι ιστορίες. Οι κάθε είδους ιστορίες.
Οι διηγήσεις για συμβάντα πραγματικά ή μη, ό,τι κι αν αφορούν. Έμψυχα ή άψυχα. Για κάθε τι που διαγράφει την τροχιά του και ζει όσο του μέλλεται.
Είναι φορές που ένα φλασάκι ανάβει για λίγο στο νου μου  και προβάλλει μια παιδική ανάμνηση της γειτονιάς που μεγάλωσα όταν ο κυβερνοχώρος ήταν άγνωστη λέξη στα λεξικά, η ασπρόμαυρη τηλεόραση και το ραδιόφωνο είχαν να πουν κάτι επί της ουσίας και οι άνθρωποι βρίσκονταν δια ζώσης.
Θυμάμαι κάτι μακαρίτισσες θείες να αφηγούνται ιστορίες για περίεργα συμβάντα, όνειρα ή οράματα που κατά καιρούς έβλεπαν και ήταν τόσο ζωντανές οι διηγήσεις τους που είχες την εντύπωση ότι τα δρώμενα παρουσιάζονταν μπρος στα μάτια σου.
Μορφές απ’ το υπερπέραν, ανεξήγητοι ήχοι, νεράιδες, καλομοίρες, αγαθά πνεύματα χόρευαν γύρω σου. Ξεκινούσαν να μιλήσουν και κρεμόσουν απ’ τα χείλη τους.
Μου’ ρχονται  στο νου από εκείνη την εποχή τα παραμύθια που σκάρωνε επί τόπου με τη φαντασία του ένας γείτονας-πατέρας ενός παιδικού μου φίλου- παραμύθια με χαρούμενο τέλος, με την κλασική πλοκή σε χιλιάδες παραλλαγές, αυτή της πανέμορφης, καλόκαρδης, φυλακισμένης πριγκίπισσας και του γενναίου παλικαριού που νικούσε τους κακούς, την έσωζε και -τι άλλο;- την παντρευόταν. 
Το αξιοσημείωτο σ ’όλες εκείνες τις ιστορίες ήταν ότι η λύτρωση  μέσω της αγάπης γινόταν οπωσδήποτε με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο κι ένα φιλί. Αυτά τα δυο ήταν τα καταλυτικά στοιχεία, σ’ όλα τα παραμύθια και έμπαιναν βρέξει-χιονίσει εμβόλιμα στις διηγήσεις  του για να γράψουν το χαρούμενο επίλογο.
Οι πιο συναρπαστικές στιγμές όμως ήταν τα καλοκαιρινά βράδια, τότε που όλο το παιδομάνι μαζευόμαστε στις αυλές ή στα πεζοδρόμια για να πούμε αυτοσχέδιες ιστορίες τρόμου. Τότε τον πρώτο λόγο τον είχε ένα συνομήλικό μου κορίτσι. Με ψιθυριστή φωνή, ίδια μάγισσας, έκανε το ξεκίνημα της ιστορία της  ενώ εμείς την παρακολουθούσαμε με κατάπληκτα, γουρλωμένα μάτια. Κι ενώ περιμέναμε τη συνέχεια σε μια επισφαλή ισορροπία, τότε ξαφνικά εκείνη πεταγόταν ξεφωνίζοντας την τρομερή φράση του τέλους δημιουργώντας μας τέτοιο πανικό που δυσκολευόμαστε να κοιμηθούμε τις επόμενες νύχτες.
Βέβαια όλα αυτά ανήκουν σ’ ένα μακρινό παρελθόν που λίγο πολύ κάπως έτσι το ζήσαμε όλοι, όσοι τουλάχιστον μεγαλώσαμε στη δεκαετία του ’70, όταν οι γειτονιές
των πόλεων καμάρωναν τα νεοαναγερθέντα διώροφά τους  κι άκουγες νυχθημερόν  ήχους από συρσίματα ρολών ενώ στις αυλές οι μυρωδιές και τα χρώματα των λουλουδιών μπερδεύονταν στις εμπριμέ ρόμπες των κυράδων, στα μπικουτί και τα κεφτεδάκια.
Πόσο άλλαξε αυτό σήμερα; Δεν μπορώ να ξέρω τι συμβαίνει μακρύτερα αλλά εδώ στο νησί κάποιες παρέες παιδιών το κάνουν ακόμα. Δεν αναφέρομαι σ’ αυτά που βλέπουν -χωρίς επίβλεψη και χωρίς επίγνωση των γονιών-ό,τι χαζομάρα προβάλλεται στην τηλεόραση  αλλά στα άλλα που με ανόθευτη φαντασία μπορούν να πλάσουν αξιοζήλευτες ιστορίες στο μικρό τους σύμπαν με αποτέλεσμα να μας αφήνουν με το στόμα ανοιχτό.
Έτσι έμεινα κι εγώ ενεή στην τάξη μου τις προάλλες όταν τα παιδιά μου -δευτέρα δημοτικού παρακαλώ- έγραψαν ανά ομάδες καταπληκτικά παραμύθια χρησιμοποιώντας τέσσερις πέντε λέξεις -με ελάχιστη συνάφεια μεταξύ τους- και μας τα διηγήθηκαν μετά.
Μ' έκαναν να σκεφτώ ότι η ωραιότερη ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία των παιδιών και ίσως όσων με οποιονδήποτε τρόπο εμπλέκονται μαζί τους.
Τελειώνοντας εδώ σημειώνω ότι η συνοδευτική εικόνα του κειμένου είναι αυτή που επέλεξε το δικό μου παιδί ως χριστουγεννιάτικο φόντο στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή μου.
Αυτή ήταν η τελευταία ανάρτηση για φέτος.
Οι Αποδράσεις Του Νου  κλείνουν αυλαία για το 2013. Επιστροφή γύρω στις 10 Γενάρη...

ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ

Stavronia

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Δειλινός περίπατος/ Γ. Ρίτσος

Τα σπίτια έχουν τα μυστικά τους. Νεύουν αναμεταξύ τους
 με χρώματα, με σκαλίσματα, με παράθυρα, ανθέμια, καπνοδόχους στις πιο απίθανες και υπονοητικές στάσεις.
Μόλις βγαίνω απ' την πόρτα μου τα συλλαμβάνω επ' αυτοφόρω να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα. Μονομιάς σωπαίνουν κι οι προσόψεις τους σοβαρεύουν σα να μπήκε στη φιλική τους συγκέντρωση κάποιος ξένος. Έχουν τη δυσαρεστημένη έκφραση του ανθρώπου που έπινε το τσάι του και τον ενοχλήσανε τόσο, που το χέρι του με το φλιτζάνι καρφώθηκε ασάλευτο λίγο πιο κάτω απ' το πηγούνι του. Το ίδιο κι οι δρόμοι. Μόλις με βλέπουν κλειδώνουν βιαστικά τα μυστικά τους πότε κάτω απ' το φανάρι της γωνιάς, πότε κάτω απ' τις λίγες πιπεριές, πότε στη σκιά ενός σταθμευμένου φορτηγού αυτοκινήτου. Μοιάζουν έτσι με τον κλειδωμένο τεράστιο μπουφέ του παλιού σπιτιού μας. Πίσω απ' τα σκαλιστά του κρύσταλλα, που αντανακλούσαν τα φωτεινά τετράγωνα των παράθυρων μικρογραφημένα, μάντευα τα λεπτά ρακοπότηρα, τ' ασημένια κουταλάκια που τα παρουσίαζαν μόνο σαν είχαμε επίσημες επισκέψεις, ένα θεόρατο πιρούνι για το σερβίρισμα του ροφού, πορσελάνες, βάζα με στρογγυλό νεραντζάκι και κάτι άλλο, δε θυμάμαι, ποτέ μου δεν το 'δα, στο τελευταίο ράφι, ήμουνα πολύ μικρός και δεν έφτανα να δω, παρ' ότι έβαλα καρέκλα κι ανέβηκα ως εκεί ένα απόγευμα που έλειπε η μητέρα κι είχε ξεχάσει τον μπουφέ ξεκλείδωτο.
"Καλησπέρα, Αριόστε. Τι γίνεσαι"; Ακούω μια παράξενα γλυκιά φωνή. Ένας συνάδελφός μου του γραφείου. Η φωνή του με λυπάται. Κοιτάω μέσα στα μάτια του πως είμαι λυπημένος κι αξύριστος. Το λιόγερμα λαμπαδιάζει σε κιγκλιδώματα μπαλκονιών και σε παράθυρα, πανένδοξο και πένθιμο. Κι είμαι σαν ένας που τον εγκατέλειψε χτες η γυναίκα του και τώρα περπατάει στους δρόμους ξέροντας πως το σπίτι του είναι κλειδωμένο, πως οι κάμαρες είναι άδειες με λίγη σκόνη στη ράχη των επίπλων, και μόνο στην άκρη του καναπέ έχουν μείνει τα καφετιά φθαρμένα γάντια της που τα ξέχασε την τελευταία στιγμή πριν φύγει. Ωστόσο το δειλινό πλημμυράει από χρώματα - τριανταφυλλί, μενεξελί, κίτρινο, λουλακί, σμαραγδί, ολοπόρφυρο κι ένα χρυσό ποτήρι, με χλιαρό νερό. Βρέχω εκεί μέσα άκρη άκρη τα δάχτυλά μου. Τα σκουπίζω στην άσπρη πετσέτα. Υψώνω το ποτήρι. Μπορώ να ιερουργήσω μοναχικός μέσα στον κόσμο.

Γιάννης Ρίτσος, Αριόστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του, Κέδρος 1986, 3η έκδοση


Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ / Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

Τις Κυριακές το απόγευμα, οι πόρτες των πολυκατοικιών              
μου θυμίζουν κάτι παλιά αρχοντικά μαυσωλεία που τα ξέχασαν.
Αν τύχει κι έχουν στην είσοδο και κανένα κισσό
ή κανένα άλλο αναρριχώμενο, τότε πια είναι που είναι.

Εδώ κοιμήθηκαν οι φίλες μας, ανώνυμες και ξένες.
Δεν άντεξαν να διαλέξουν
ούτε και την τελευταία ευκαιρία που τους απόμενε:
Να παραμείνουν συναισθηματικές.

Ανάβεις το φως. Σβήνεις το φως.
Θέλω να σε αγαπήσω όσο τίποτα άλλο.
Ανάβεις το φως. Σβήνεις το φως.
Μια γριά θρήσκα ταΐζει τα γατιά της στο φωταγωγό.
Παίζεις ανυποψίαστη. Μαλλιά μακριά, πόδια μακριά, γυμνά.

Παίρνει ο αγέρας το φουστάνι σου.

                                                                   Η θλίψις του προαστίου, 1976

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ Ο ΠΑΓΕΡΟΣ

Δεκέμβρης ο παγερός…
Ο μήνας των απολογισμών, των υπολογισμών, -ανιδιοτελών και ιδιοτελών-  των εξορθολογισμών και των κάθε είδους –ισμών που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια τα κοπάδια των προβάτων  στη θυσία. 
Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν, ήταν ένας  τίτλος απ’ τις ταινίες  Τζέιμς Μποντ, μια φράση που ταιριάζει γάντι για τους πάνω και τους κάτω.
Γιατί όσους κι  ό,τι  δεν αποτέλειωσε ως τώρα η  κυβερνητική πολιτική στην Ακυβέρνητη πολιτεία που λέγεται Ελλάδα, θα το αποτελειώσει το πολικό ψύχος του Δεκέμβρη.
Φαίνεται πως  η αξία της ανθρώπινης ζωής όπως εκτιμάται τα τελευταία  χρόνια είναι κάτω κάτω στο κουτί του χριστουγεννιάτικου δέντρου, τριμμένη χρυσόσκονη που σκορπάει στην παγωνιά της νύχτας.
Σε ένα διαρκές νεύμα θανάτου πορευόμαστε, κάθε πρωί μετριόμαστε και είμαστε όλο και λιγότεροι, ένα ασταμάτητο απονενοημένο διάβημα έγινε πια το παρόν και το μέλλον ενώ το πολυπόθητο φως στην άκρη του τούνελ  διαψεύδεται μέσα στο αδυσώπητο  σκοτάδι  της πραγματικότητας.
Σύντομα, για να μην πω από τώρα, θα νιώθουμε την ανάγκη όσοι έχουμε ακόμα σπίτι και δουλειά, τα αυτονόητα δηλαδή, να ζητάμε να μας συγχωρήσουν όλοι οι άλλοι, αυτοί που κοιμούνται και ξυπνάνε παρέα με το πεθαμένο κι άθαφτο πτώμα της προσμονής.
Τελικά τα μεγαλύτερα διδάγματα τόσων και τόσων φιλοσοφικών θεωριών που έλαμψαν πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο μάλλον τα πήραμε από τους Στωικούς παρόλο που θα 'πρεπε να τα πάρουμε απ' τους Επικούρειους. Όμως ακόμα κι η στωικότητα έχει τα όριά της όπως και κάθε τι άλλο.
Πριν λοιπόν μας τελειώσει και πριν μας τελειώσουν, πριν αρχίσουμε να μισούμε εαυτούς και αλλήλους, έχουμε χρέος να φτιάξουμε, έστω και σε υποτυπώδεις συνθήκες διαβίωσης, πολιτισμό, μέσα από μικρές ή μεγάλες ομάδες. Ομάδες χωρίς ηχηρές κραυγές αλλά με ηχηρό έργο. Έξω από παράπονα, ευφάνταστα συνθήματα και χαρισματικούς δημαγωγούς.
Δουλεύοντας και συμπλέοντας με τον εαυτό μας, δηλαδή δουλεύοντας και συμπλέοντας με τους άλλους.
Εκεί πάσχει το σώμα της ιστορικής μνήμης μας και δε σταμάτησε να αιμορραγεί μ’ όσες γάζες κι αν το καλύψαμε, όσους αλμπάνηδες γιατρούς κι αν φέραμε να μας δώσουν γρήγορη κι εύκολη γνωμάτευση. Άλλωστε αυτούς πληρώνουμε τώρα.
Είναι καιρός ν’ αντικρίσουμε κατάματα τις πληγές μας και να βρούμε αλληλέγγυοι την καλύτερη θεραπεία.
Για να μην υπάρχουμε σε κάποιο βιβλίο του μέλλοντος μόνο ως μια δεύτερη Χαμένη Ατλαντίδα.

Stavronia

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

EKEINOI ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΑΙΔΕΨΑΝ

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,       
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;
Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,
ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια
καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ...
                                                                                 (1955)
ΙΘΑΚΗ


Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια

ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου,
τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη
μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα
καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική.
Πάντως, δὲν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
Κι ἀπὸ τότε κυλιέμαι ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο
ἀποχτώντας πληγὲς κι ἐμπειρίες.
Οἱ φίλοι ποὺ ἀγάπησα ἔχουνε πιὰ χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως μὲ δεῖ κανένας
ποὺ κάποτε τοῦ μίλησα γιὰ ἰδανικά…
Τώρα ἐπιστρέφω μὲ μίαν ὕποπτη προσπάθεια
νὰ φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ ἀφήνει
τὴν ἀλητεία, πικραμένος, καὶ γυρνάει
στὸν πατέρα τὸν καλόκαρδο, νὰ ζήσει
στοὺς κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.
Τὸν Ποσειδῶνα μέσα μου τὸν φέρνω,
ποὺ μὲ κρατάει πάντα μακριά.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ νὰ προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ἰθάκη θὰ μοῦ βρεῖ τὴ λύση;

Η ΘΑΛΑΣΣΑ


Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:

μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
                                                                     (1962)

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Επειδή η Αθήνα είναι ακόμα και σήμερα η πόλη των ποιητών

ΟΙ 24 ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΗΜΕΡΑ

Αν ο Βάλτερ Μπένγιαμιν εξυμνούσε «το πάθος για αναμονή» που του δίδαξε η νωχελικότητα ενός καφενείου στο κέντρο του Βερολίνου, ο δικός μας Νίκος Καρούζος έλεγε ότι απολάμβανε να πίνει καφέδες «χαζεύοντας πίσω από τις βιτρίνες τους καταναλωτές». Τα σκοτεινά υπόγεια, τα καφέ, τα αναγερτά σημεία της πόλης γεννούν τους ποιητές τους – με τον ίδιο τρόπο που η Αθήνα καθορίζεται ακόμα μέσα από τις συμβολικές μορφές της. Η ευφρόσυνη ακηδία του Κολωνακίου δεν νοείται χωρίς τα καφέ της, στα οποία θα δεις ακόμα να συχνάζουν περιώνυμοι ποιητές: ο Μιχάλης Γκανάς με τη σεμνή, χθόνια σχεδόν μεγαλοπρέπεια ή ο Αλέξανδρος Ίσαρης με τη ρομαντική αβρότητα. Κάπου στη μέση της διαδρομής, ανάμεσα σε Κολωνάκι και Εξάρχεια, αναφαίνεται και η εικόνα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ να σκαρώνει σαν κοφτερή λεπίδα στίχους ματωμένους πάνω σε ένα πλαστικό τραπεζομάντιλο με λουλούδια, σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο όπου δεν τη νοιάζει ποτέ αν θα εισβάλει το φως. Αρκεί που φωλιάζει από κάποια του γωνιά η έμπνευση.
Για τους ποιητές δεν έχουν, άλλωστε, σημασία οι ώρες της ημέρας, το φως ή τα σκοτάδια, ακόμη κι αν πρόκειται για εκείνους που κατάφεραν να προασπιστούν επάξια την ποίηση στην απόλυτη εξωστρέφειά της. Δύσκολα θα φανταζόσουν, φέρ' ειπείν, τον Χάρη Βλαβιανό να φοβάται να αφήσει την ποίηση να βολτάρει αγέρωχη, λίγο ειρωνική, σαν τσαχπίνα κόρη, στα θορυβώδη σημεία της πόλης. Σαν τις ντάμες που πηγαίνουν κι έρχονται στα σαλόνια του Τ.Σ. Έλιοτ, η ποίηση που προασπίζεται ο Βλαβιανός ξέρει πώς να είναι ειρωνική, ακριβώς επειδή δεν φοβάται να εκτεθεί σε διαφορετικούς ανθρώπους και περιβάλλοντα. Πιο πολιτικός ο Τίτος Πατρίκιος, αλλά εξίσου εξωστρεφής, αγάπησε την Αθήνα στην κυριολεξία της και στην απλότητά της – στην πιο σκληροπυρηνική αστικότητά της. Αντίστοιχα, πάλι, ο Γιάννης Κοντός εμπνεύστηκε από τα κομμάτια της Αθήνας ολόκληρες συλλογές (Ηλεκτρισμένη Πόλη), ανήμπορος να ξεχάσει σπίτια παλιά κι αγαπημένα, αφού «όλα έχουν τη μουσική τους και την ιδιαίτερη μυρωδιά τους».
Η Αθήνα είναι τελικά οι στίχοι των ποιητών που εξαντλούν τις αισθήσεις της, σαν ιδανική ερωμένη. Σε μια άλλη διαδρομή που ξεκινάει από την καρδιά του κέντρου για να φτάσει στο «βουλεβάρτο» των Πατησίων, ανάμεσα στα δέντρα και τα αναρίθμητα νεοκλασικά που τώρα χάσκουν εγκαταλελειμμένα, έστησε η Μαρία Λαϊνά το μικρό ποιητικό της βασίλειο. Στα Άνω Πατήσια της παλιάς αστικής Αθήνας μετοίκησε η γνωστή ποιήτρια από την Πάτρα και εκεί συνέλεξε τα πνευματικά θραύσματα μέσα από διαβάσματα και καθημερινές εικόνες. Σε ένα μέρος, δηλαδή, της Αθήνας που δεν εξαχνώθηκε πνευματικά με τα χρόνια αλλά διαμόρφωσε κύκλο χαμένων ποιητών: όχι τυχαία η Λαϊνά συναντούσε, λίγο πιο κάτω, στη Φωκίωνος Νέγρη τον Σαχτούρη, ο οποίος την αναγόρευσε στη σπουδαιότερη ποιήτρια της γενιάς της.
Γι' αυτό ίσως κι ένας νέος ποιητής όπως ο Γιάννης Δούκας επιμένει, μιλώντας κάποια στιγμή στη LiFO, πως η πόλη είναι το «έναυσμά μου, αφού με τρέφει τρώγοντάς με, αλλά με τρέφει», συνομιλώντας νοερά με μια άλλη ποιήτρια που μετέτρεψε την ασφυξία που επιφέρει το αστικό περίβλημα σε κατάθεση οδύνης (και ηδονής), φοβίας αλλά και ελευθεροφροσύνης. Η Κική Δημουλά δεν θα μπορούσε να γράφει πουθενά αλλού πέρα από ένα ανήλιαγο στενό της Κυψέλης, σε ένα διαμέρισμα που εκ των προτέρων φαντάζει σαν απειλή. Ιδού ο τρόπος που οι Αθηναίοι ποιητές μεταμόρφωσαν τις πιο σκληρές συνθήκες σε αφορμές για έμπνευση. Η πόλη καθρεφτίζει τα είδωλά της μέσα στους στίχους που μόνο οι άνθρωποι με τη λοξή ματιά μπορούν να δουν έστω και εξ αντανακλάσεως: ο Σαχτούρης έλεγε πως μόνο οι βόλτες στην πόλη τον έκαναν να δει μέσα στον «Μεγάλο Καθρέφτη» του τις σιωπές του Ντύλαν Τόμας αλλά και τις κραυγές μιας μεταβυζαντινής αγίας. Υπάρχουν, όμως, και οι αθόρυβοι εργάτες της ποίησης που δεν θα μπορούσαν παρά να κινούνται στο αστικό κέντρο, όπως ο «παλαίμαχος» ποιητής Σωτήρης Παστάκας ή ο Χρήστος Αγγελάκος, αλλά και ο εμπνευσμένος νέος Δημήτρης Αθηνάκης. Γιατί τελικά όλοι αυτοί αγάπησαν την Αθήνα στις αντιφατικές της εκφάνσεις και στην πιο αδυσώπητη αλήθεια της, όπως ο Γιώργος Σεφέρης αγάπησε κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού γι' αυτό «το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου / που μας άφηνε θαυματουργά στη θάλασσα την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες».

ΠΗΓΗ: http://www.lifo.gr 

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΕ ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΡΜΥΡΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ

Χειμώνας με την κρύα χάρη του. Όπως και να το κάνεις έχει μια καθαρότητα αυτή η εποχή. Κυριολεκτική και μεταφορική. Σε υποχρεώνει να έρθεις πιο κοντά στον εαυτό σου. Να στραφείς προς τα έσω. Να μιλήσεις ουσιαστικότερα με το είναι σου.  Κι αν έχεις επιλέξει ή σε έχει επιλέξει κάποια επαρχία αρμυρών οριζόντων τότε αυτό γίνεται σχεδόν αναπόφευκτο. Γιατί εδώ οι άνθρωποι είναι μετρημένοι και λίγοι και η ζωή εξεγείρεται αλλιώς.
Μέσα απ’ το φουσκωμένο άσπρο πάπλωμα της θάλασσας  που κάνει κάθε άλλο ήχο ν’ ακούγεται παράταιρος, τα έρημα καφενεία, τα γερτά δέντρα και τα καπνισμένα πλακόστρωτα σοκάκια η ψευδαίσθηση παρόντος και παρελθόντος χρόνου αντιμάχεται την αίσθηση του πραγματικού. Ανακόλουθες καταστάσεις της ψυχής για όποιον τρώει η περιέργεια να δει την ομορφιά με ταπεινό βλέμμα αφού τίποτα εδώ δεν είναι υπέρμετρα φωτισμένο.
Εκτός ίσως απ’ τα πρόσωπα των ανθρώπων όταν σου λένε καλημέρα ή καληνύχτα κάτω από έναν ουρανό που απλώνει ολόγυρα το αφτιασίδωτο πρόσωπό του και φανερώνει συγκινησιακά τις εναλλαγές του στις προθέσεις του καιρού.
Κι όσοι μένουμε σ’ αυτόν τον τόπο επί μακρόν δεν παραμυθιαζόμαστε όπως οι εποχικοί επισκέπτες. Νιώθουμε υποδόρια τη γοητεία τέτοιας θέασης γιατί ακριβώς ζούμε μέσα στο παραμύθι. Αλλά παράλληλα ξέρουμε ότι στο  παραμύθι εμπεριέχονται όλα, και τα καλά και τα κακά και η μαγεία.
Απλώς επιμένουμε να κοιτάζουμε προς το τρίτο. Στη χίμαιρα. Όσο μοναχικά ιδιότροπο κι αν είναι αυτό.  Αμετανόητοι και τρελοί… 

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ

Μετά από 6 μήνες μακριά από την Αθήνα, μου ήταν δύσκολο να αντέξω δυο συνεχόμενους μήνες στην Αθήνα, οπότε πήρα την ψυχή μου και το μυαλό μου κι έφυγα. Καθώς κοιτούσα το σχεδόν άδειο πλοίο να σκίζει τα ανταριασμένα νερά, ήρθε στο μυαλό μου η παράσταση «Πνιγμονή» που είδα μερικές ημέρες πριν στο θέατρο Vault.
Δεν είναι περίεργο που μου ήρθε στο μυαλό μια θεατρική παράσταση -που, άλλωστε,
λέγεται «Πνιγμονή»- μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Αν είχα σπίτι και αυτοκίνητο, μπορεί να μου έρχονταν αυτά στο μυαλό. Αλλά δεν έχω σπίτι και αυτοκίνητο, οπότε δεν υπάρχει κίνδυνος να μου τα πάρουν, και μπορώ να σκέφτομαι μια θεατρική παράσταση.

Στην παράσταση «Πνιγμονή
», οι πέντε κόρες δεν τολμούν να αντιταχθούν στην τυραννία της μητέρας τους, οπότε σκοτώνονται συνεχώς μεταξύ τους.

Από την άλλη, και η μητέρα τους -που κάποτε ήταν στη δική τους θέση- είναι θύμα της παράδοσης και του θρησκευτικού φανατισμού που θέλουν τις γυναίκες υποταγμένες και χωρίς το δικαίωμα να εκφράσουν τις επιθυμίες τους.

Η μητέρα -που είναι αρχηγός της οικογένειας μετά τον χαμό του άνδρα της- επιβάλλει στις κόρες της τους απάνθρωπους κανόνες της κοινωνίας για να τις προστατεύσει και να μην έχουν το φρικτό τέλος που είχαν οι δικές της αδερφές.

Οι κόρες θα μπορούσαν να ενωθούν και να αντιταχθούν στην μητέρα, ενώ ακόμα καλύτερα θα ήταν αν οι κόρες ενώνονταν με την μητέρα τους και τις άλλες γυναίκες του χωριού, ώστε να αντιδράσουν και να έχουν ίσα δικαιώματα με τους άνδρες.

Η παθητική συμπεριφορά των γυναικών στην «Πνιγμονή» -αλλά και η παθητική συμπεριφορά των γυναικών μέσα στους αιώνες και ακόμα και σήμερα σε πολλές χώρες- μου έφερε στο μυαλό τη δική μας συμπεριφορά.

Συμπεριφερόμαστε σαν τις γυναίκες που -ακόμα και σήμερα- είναι σε πολλές πολλές χώρες πολίτες β' κατηγορίας.

Αν ενωθούμε, μπορούμε να τους πάρουμε παραμάζωμα. Μπορούμε να τους διαλύσουμε. Αλλά δεν ενωνόμαστε.

Προτιμούμε πρόσκαιρα μικρά οφέλη και να πιστεύουμε πως ποτέ δε θα έρθει η δική μας σειρά να πέσουμε.

Δεν βλέπουμε την εξουσία και προτιμούμε να στραφούμε εναντίον του διπλανού μας.

Όπως οι κόρες στην «Πνιγμονή», ξεχνάμε πως ο χαμός ενός από εμάς έχει εξαιρετικά άσχημες συνέπειες για τις ζωές των υπολοίπων.

Αυτά σκεφτόμουν στο πλοίο.


Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

1η ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΜΕ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ Ο. ΕΛΥΤΗ

"Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος"
 
H πρώτη αλήθεια είναι ο Θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία. Η αίσθηση του "γυρισμού των πραγμάτων" μού είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης που έλεγα πριν ότι τ' αφήνω να χτυπά μακριά στην πρώτη μου νεότητα και να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο, αλλ' ορθός - καθώς το θέλησα. Ένας αμετανόητα ερωτευμένος, που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της συνάντησης, με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα επάνω - κάτω και περιμένω...Τι; Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήζει στο στήθος και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός μαζί. Κάποτε είναι μια κοπέλα κάποτε, πάλι, δυο - τρεις στίχοι πολλές φορές, απλά και μόνον το καλοκαίρι.
Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια, τα πιο αόρατα - ο τρόπος που γέρνει λίγο πιο λοξά ένα πουλί, που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό στον κατηφορικό δρόμο, που μπαίνει απ' τ' ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια μυρωδιά καμένου χόρτου ( πού βρέθηκε; από πού να' ρχεται) -, παίρνουν ολάκερη τη σημασία τους, λες κι έχουν αποστολή τους μοναδική να με πείσουν ότι, όπου να' ναι σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης. Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν' ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός. Γι΄αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ' αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός - που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και "φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου".
Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει` να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μάς ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε: τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο Θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση. Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω το δικαίωμα, σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή. Κάποτε, είναι η αλήθεια, μ' εξαναγκάσανε και σ' αυτό. Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ, από πού κρατάει το πάθος του ανθρώπου να μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας. Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει αλλά παρ' όλ' αυτά το ξέρει πως υπάρχει` και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει μήτε να να την υπερβεί. Θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε όλοι μας δέσμιοι μιας ευτυχίας, που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε. Να από πού ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης.
Λοιπόν όχι, δεν ήταν από άγνοια που έβαζα τα χρυσά στον ουρανό καθώς οι αγιογράφοι` δεν ήταν πως μου έλειψε η ακοή, όταν οι άλλοι φώναζαν. Όταν οι άλλοι φώναζαν, άκουγα κι έβλεπα κι οσφραινόμουν και γευόμουν και χάιδευα το βρέφος που δεν έσωσε να κάνω κάτι για να γεννηθεί. Γι' αυτό και μόνον αισθάνομαι υπεύθυνος. Ποτέ για μια παράταξη που κλείνει όλων των λογιών τους ηλίθιους και τους ικανοποιημένους. Και με πίκρα συλλογίζομαι, κάθε φορά που πιάνω την πένα, πόσο μάταιο είναι να μιλά ο άνθρωπος για λογαριασμό ενός κόσμου που είναι κατάσπαρτος από νύξεις μιας ιδανικής τελειότητας, όταν είναι ίσα - ίσα η ατέλειά του, που γι' αυτήν υποφέρει και οδύρεται, είναι αυτή που τον εμποδίζει να τις αναγνωρίσει και, με τη βοήθειά τους, να πάει πιο πέρα.
Σίγουρα στο κεφάλαιο της τέχνης της ψυχής δεν έχουμε περάσει ακόμη στη σύνθεση. Ψελλίζουμε, συλλαβίζουμε, το πολύ βγάζουμε κραυγές που, για να νιώθουμε πώς είναι το μέγιστο που μπορούμε, τις θαυμάζουμε και μάς συγκινούν ως τα δάκρυα. Όμως, αν το καλοσκεφτούμε, πόσο μέρος από το πραγματικό αντίκρισμα της ζωής καταφέρνουν κάθε φορά να καλύπτουν; Να γιατί, τ' ομολογώ, αποβλέπω στην άνδρωση του λόγου, όπως ένας συνωμότης αποβλέπει στην κατίσχυση των μυστικών του ιδεών` με πολλούς υπολογισμούς και πολλά όνειρα. Δεν είμαι - δεν ήμουν ποτέ - της πλειοψηφίας, το ξέρω. Αφελείς πρέπει να είμαστε όσοι λέμε πως διακρίνουμε κάποιο σχέδιο ανάμεσα στ' άστρα και στα σπλάχνα μας, ανάμεσα στο πέταγμα των πουλιών και στην ψυχή μας. Παρ' όλ' αυτά, η αφέλειά μας δεν είναι τόση που να φτάσουμε να πούμε το καίριο. Πρέπει να ξέρεις ν' αρπάξεις τη θάλασσα από τη μυρωδιά για να σου δώσει το καράβι, και το καράβι να σου δώσει τη Γοργόνα, κι η Γοργόνα τον Μεγαλέξαντρο, και όλα τα πάθη του Ελληνισμού.
Έτσι κάποτε, όταν το πλήρωμα του χρόνου φτάσει, μία μέσ' απ' την άλλη, αποσυρταρωμένες οι αισθήσεις μας συνθέτουν τη δεύτερη και την τρίτη ιστορία που η Ποίηση ζητά στην ίδια της την κίνηση ν' απαθανατίσει. Οι αισθήσεις μας, που δεν έχουν, όπως τα αισθήματά μας, ιστορία - τί περίεργο. Που χωρίς να υπόκεινται στη μεταβολή, την προκαλούν και την υποβοηθούν αποτελεσματικότερα` που χωρίς να εκβιάζονται να παρακολουθήσουν το πνεύμα μιας εποχής, το εκφράζουν πάντα πιο εύγλωττα. Να γιατί πιστεύω πως κι η πιο ύστερη (η πιο μοντέρνα) κάθε φορά ποιητική γραφή οφείλει να μαρτυρεί ότι είναι σε θέση ν' ανάγεται, όπως κι αυτές, στην πρώτη γραφή των πραγμάτων. Είναι κάτι αυτό που, όσο απλό κι αν φαίνεται, όταν το συνειδητοποίησα, ένιωσα πραγματικά μιαν απέραντη ελευθερία.
Ένα μεταφορικό καλοκαίρι με περίμενε, ολόιδιο, αιώνιο, με τα τριξίματα του ξύλου, τις μυρωδιές των άγριων χόρτων, τα σύκα του Αρχίλοχου και το φεγγάρι της Σαπφώς. Ταξίδευα σα να περπατούσα σ' ένα διάφανο βυθό` το σώμα μου έφεγγε καθώς το διαπερνούσανε πράσινα και γαλάζια ρεύματα` χάιδευα τις αμίλητες πέτρινες γυναικείες μορφές, και στους αντικατοπτρισμούς άκουγα, χιλιάδες, των βλεμμάτων τα κελαηδίσματα` μια ατελεύτητη σειρά πρόγονοι, αγριωποί, βασανισμένοι, περήφανοι, κινούσαν τον κάθε μυώνα. Ω ναι, δεν είναι μικρό πράγμα να' χεις τους αιώνες με το μέρος σου, έλεγα ολοένα, και προχωρούσα.
Έτσι, ανάμεσ' από το αδιάφορο "μεγάλο κοινόν" και τις "εχθρικές Εξουσίες" πέρασα όπως ανάμεσ' απ' τις Συμπληγάδες. Κι ότι δεν υπάρχει χρυσόμαλλο δέρας είναι ψέματα` ο καθένας από μας είναι το χρυσόμαλλο δέρας του εαυτού του. Κι ότι δεν αφήνει ο θάνατος να το δούμε, και να τ' αναγνωρίσουμε, είναι απάτη` πρέπει ν' αδειάσουμε το θάνατο απ' αυτά που τον έχουν παραγεμίσει, να τον φτάσουμε στην απόλυτη καθαρότητα, για ν' αρχίσουν να ξεχωρίζουν μέσ' απ' αυτόν τ' αληθινά βουνά και η αληθινή χλόη, ο γδικιωμένος κόσμος γιομάτος δροσοσταλίδες που λάμπουν καθαρότερες από τα πιο πολύτιμα δάκρυα.
Να τί είναι αυτό που περιμένω κάθε χρόνο, με μια ρυτίδα περισσότερο στο μέτωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στην ψυχή: την πλήρη αντιστροφή, την απόλυτη διαφάνεια...

(ενότητα Ζ΄από το κεφάλαιο Πρώτα - Πρώτα)

Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά , Ίκαρος, Αθήνα 1987, 3η έκδοση οριστική