Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Α. ΡΕΜΠΩ ''ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ'' ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

   

..."Απαλλαγμένος από κάθε ηθική"...  Απαγγελία: Γ. Κιμούλης

                                   
                                          ...''Φθινοπώριασε''....  Απαγγελία: Γ. Κιμούλης
                                                                                    

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) Α. ΡΕΜΠΩ

ΚΑΠΟΤΕ, ΕΑΝ ΕΝΘΥΜΟΥΜΑΙ ΚΑΛΩΣ
Κάποτε, αν θυμάμαι καλά, με συμπόσιο έμοιαζε η ζωή μου, όπου κάθε καρδιά ανοίχθηκε και κάθε λογής κρασί έτρεξε. 
Ένα βράδυ, κάθισα την Ομορφιά στα πόδια μου  -και τη βρήκα πικρή- και τη βεβήλωσα. 
Όρθωσα το ανάστημα μου ενάντια στη δικαιοσύνη. 
Τράπηκα σε φυγή. Ω Μάγισσες, Ω Δυστυχία, Ω Μίσος, είναι που σε σας τον θησαυρό μου εμπιστεύθηκα.
Κατάφερα να εξαφανίσω μέσα μου, όλη την ανθρώπινη ελπίδα. Με δρασκέλισμα αθόρυβο, κτήνους βαρύθυμου, έπνιξα κάθε ευχαρίστηση.
Κάλεσα τους δήμιους για να αφανιστώ, μασώντας τις κάνες των όπλων τους. Επικαλέστηκα τους λοιμούς για να με πνίξουν σ’ άμμο και αίμα. Η Δυστυχία ήταν ο Θεός μου.. Στη λάσπη ξάπλωσα στεγνώνοντας τη σάρκα μου με μιαρό αέρα. Υποδύθηκα τον ανόητο ως του σημείου παραφροσύνης.
Και η άνοιξη μου έφερε το τρομώδες γέλιο ενός ηλίθιου. 
Εντούτοις, όταν ήμουν έτοιμος να κοάξω! Σκέφτηκα στα παλαιά συμπόσια να ψάξω το κλειδί, μήπως και βρω ξανά την όρεξή μου.
Η Φιλανθρωπία είναι το κλειδί. Τούτη η έμπνευση καταδεικνύει ότι ονειρεύτηκα.
«Θα παραμείνεις Ύαινα, και όλα τα άλλα…» κραυγάζει ο δαίμονας που κάποτε με έστεψε με τέτοιας λογής όμορφες παπαρούνες. Ψάξε το Θάνατο με όλες τις κεφαλαιώδεις επιθυμίες σου, και τον εγωισμό σου ολάκερο, και μ΄ όλες σου τις αμαρτίες». 
Α! Επαρκής είμαι απ’ αυτά: Αλλά, Αγαπημένε Σατανά, σας ικετεύω, μη δείχνετε τόσο ενοχλημένος·  και καθώς αναμένετε μερικά καθυστερημένα σημάδια δειλίας, δεδομένου ότι εκτιμάτε σε έναν συγγραφέα την έλλειψη περιγραφικής ή διδακτικής ενόρμησης, σας επισυνάπτω τούτες τις ειδεχθείς σελίδες  από το ημερολόγιο μιας καταραμένης ψυχής.
                                                                                                              Μετάφραση: Γιάννης Αντιόχου

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΝΩΛΗ ΜΗΤΣΙΑ


                                          Στίχοι: Ν.Γκάτσος
                                          Μουσική: Μ.Χατζηδάκις

ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ (Arthur Rimbaud)

"Στο τέλος θεώρησα ιερή την αταξία του νου μου."

 A. Rimbaud

Ο μεγαλύτερος ίσως εκπρόσωπος του συμβολισμού, γεννήθηκε το 1854 στη γαλλική πόλη Σαρλβίλ όπου εκεί έζησε τα πρώτα νεανικά του χρόνια στο αγρόκτημα της οικογένειας της μητέρας του με τα άλλα τέσσερα αδέλφια του. Ο πατέρας -στρατιωτικός στο επάγγελμα- τους  είχε εγκαταλείψει όταν ο Αρθούρος ήταν έξι χρόνων. Υπό την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του φοίτησε το 1861 στο ινστιτούτο Ροσσά για τρία περίπου χρόνια, όπου διακρίθηκε με επαίνους και βραβεία για την επίδοσή του στην ιστορία, γεωγραφία, λατινικά, γραμματική και μαθηματικά. Το 1865 φοιτώντας στο κολλέγιο της Σαρλβίλ ξεχώρισε ξανά για τις ικανότητές του στα μαθήματα.
Το 1866 δημοσίευε το ποίημά του Les Étrennes des ophelins στην εφημερίδα La Revue pour Tous.
Ο δάσκαλός του στο Κολλέγιο Ζωρζ  Ιζαμπάρ έγινε κατά κάποιο τρόπο μέντορας και σύμβουλός του. Σ' εκείνον έστελνε για μερικά χρόνια αντίγραφα των ποιημάτων του αλλά και επιστολές καθώς ο Ιζαμπάρ είχε εγκαταλείψει τη Σαρλβίλ λόγω του γαλλογερμανικού πολέμου.
Από τον Αύγουστο του 1870 αρχίζουν οι περιπλανήσεις του Ρεμπώ εντός και εκτός Γαλλίας, παράλληλα με την  άρνησή του να επιστρέψει στη μητέρα του.
Ταξιδεύει σε πολλές πόλεις της Ευρώπης κάνοντας διάφορα επαγγέλματα, από ζητιάνος ως παιδαγωγός αλλά και εργάτης, ναυτικός κ.α., ενώ ταυτόχρονα γράφει ποίηση. Ζει χωρίς περιορισμούς και σοκάρει κάθε φορά τη λογοτεχνική αφρόκρεμα της εποχής με την προκλητικότητα και την αντικοινωνικότητά του, καθώς κατηγορείται για έκλυτο βίο συνδυάζοντας την αναρχία που τον διέπει με την ομοφυλοφιλία.
Το επόμενο διάστημα ταξιδεύει σε διάφορες χώρες της Αφρικής  ασχολούμενος με το εμπόριο αλλά και χαρτογραφώντας άγνωστες περιοχές. Στη Σομαλία, ταλαιπωρημένος από κακουχίες η υγεία του αρχίζει να κλονίζεται. Μεταφέρεται στη Μασσαλία όπου οι γιατροί διαπιστώνουν ότι πάσχει από καρκίνο των οστών και αναγκάζονται να του ακρωτηριάσουν το δεξί πόδι. Μετά την παρέλευση λίγων μηνών η κατάστασή του επιδεινώνεται πάλι και φεύγει απ' τη ζωή το 1891 σε ηλικία τριάντα επτά ετών. Στην επιτύμβια στήλη του τάφου του είναι γραμμένη η φράση: "Προσευχηθείτε  γι' αυτόν."
Με τη δική του συγκατάθεση δημοσιεύτηκαν ποιήματά του το 1870 σε περιοδικά, ενώ το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε με ενέργειες δικές του ήταν το Μια εποχή στην κόλαση. Πολλά απ' τα άλλα ποιήματά του δημοσιεύτηκαν εν αγνοία του.
Ο Ρεμπώ θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μοντέρνας ποίησης, που επηρέασε τους Γάλλους υπερρεαλιστές, αλλά και αντισυμβατικούς σπουδαίους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα στο πεδίο της μουσικής, όπως τον Τζιμ Μόριον, την Πάτι Σμιθ, τον Τζων Λένον, τον Μπομπ Ντύλαν.
"Ποιητής της εξέγερσης'' κατά τον Αλμπέρ Καμύ, έγινε είδωλο για τους επαναστατημένους φοιτητές στην ταραγμένη Γαλλία το Μάη του ' 68.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

ΠΩΛ ΒΕΡΛΑΙΝ (Paul Verlaine)

Ο Γάλλος ποιητής Πώλ Βερλαίν γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1844, σε εύπορο οικογενειακό περιβάλλον. Σπούδασε στο Παρίσι και απέκτησε baccalauréat με ειδικότητα τη μετάφραση κειμένων από τα λατινικά. Από νωρίς συναναστράφηκε με την ομάδα των παρνασσιστών ποιητών, αλλά αργότερα έγινε ο κυριότερος εκπρόσωπος του κινήματος του συμβολισμού, ενώ ήρθε σε επαφή και με άλλους λογοτεχνικούς κύκλους, γνωρίζοντας τον Ανατόλ Φρανς και τον Στεφάν Μαλαρμέ. Η ποίησή του ξεχωρίζει για τη μουσικότητα, τις παρηχήσεις, τις συνηχήσεις και τους ανισοσύλλαβους στίχους. Ο ίδιος αργότερα απαρνήθηκε το συμβολισμό. Το πρώτο δημοσιευμένο του ποίημα είχε τον τίτλο Mr Prudhomme (1863) ενώ το 1866 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική του συλλογή, που θεωρήθηκε ότι γράφηκε εμπνευσμένη από τον έρωτά του για την εξαδέλφη του Ελίζα.
Το 1870 παντρεύτηκε τη μόλις 16 χρονών Ματίντλ Μοτέ.
Το 1871 η ζωή του σημαδεύεται από τη γνωριμία του με τον Αρτύρ Ρεμπό, τον οποίο τον επόμενο χρόνο ακολουθεί στη Β. Γαλλία και στο Βέλγιο, εγκαταλείποντας τη γυναίκα του και το νεογέννητο γιο του.
Η ποιητική του συλλογή Romances sans paroles, με έντονα πειραματικό και μουσικό χαρακτήρα, εκδίδεται το 1874  ενώ ο ίδιος βρίκεται σε φυλακή του Βελγίου, λόγω του ότι πυροβόλησε και τραυμάτισε το Ρεμπό (1873) ενώ βρισκόταν υπό το καθεστώς μέθης.
Αποφυλακίζεται το 1875, έχοντας χωρίσει πια από τον Ρεμπό, αλλά επισήμως και από τη γυναίκα του. Την ίδια χρονιά ασπάζεται τον καθολικισμό.
Αργότερα δουλεύει ως δάσκαλος Γαλλικών και σχεδίου σε διάφορα μέρη της Αγγλίας ενώ παράλληλα αναγνωρίζεται η αξία του από εξέχουσες μορφές της αγγλικής λογοτεχνίας, όπως ο Άλφρεντ Τένισον και ο Άλγκερνον Τσαρλς  Σουίνμπερν.
Το 1877 επιστρέφει στη Γαλλία και με την έκδοση της ποιητικής του συλλογής Sagesse καθιερώνεται.
Διάγοντας έκλυτο βίο, μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να συμφιλιωθεί με την πρώην σύζυγό του εκδίδει κι άλλες ποιητικές του συλλογές, ενώ γράφει μια σειρά από βιογραφίες για τους Καταραμένους ποιητές  (Les Poètes maudits) το 1866. Συμβάλλει επίσης στην αναγνώριση του Ρεμπό με τη συλλογή του Εκλάμψεις του Ρεμπό.
Πεθαίνει το 1896.

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1985

Ο Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) ήταν ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ήταν γιος προσφυγικής οικογένειας, όμως κατάφερε να σπουδάσει κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες και να πάρει πτυχίο φιλολογίας. Δούλεψε ως καθηγητής της Μ. Εκπαίδευσης σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1954 με την ποιητική του συλλογή Ηλιοτρόπια και το 1963 με μια δεύτερη με τίτλο Τα χίλια δέντρα. Στο εξής ασχολήθηκε με την πεζογραφία και ξεχώρισε για το ιδιαίτερο προσωπικό του ύφος. Ταυτόχρονα έκανε μεταφράσεις αρχαίων κειμένων, κατέγραψε και εξέδωσε δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του θεάτρου σκιών.
Με το πεζογράφημά του Το δικό μας αίμα (1978) πήρε το Α΄ κρατικό βραβείο πεζογραφίας.
Για το έντονα βιωματικό-αφηγηματικό ιδίωμα που χαρακτηρίζει το λογοτεχνικό του έργο, λέει:
 «Λέγοντας λοιπόν βιωματική, εννοώ τη λογοτεχνία εκείνη που αντλείται από προσωπικά βιώματα του συγγραφέα [...]. Τα βιώματα πάλι δεν είναι μονάχα εκείνα που προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος [...]. Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι.» (πηγή: βικιπαίδεια)
Μελοποιημένοι στίχοι του κυκλοφόρησαν στο δίσκο Κέντρο Διερχομένων σε μουσική του Ν. Μαμαγκάκη.

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΟΙ...(ΣΥΝΕΧΕΙΑ)

Λόρδος Μπάιρον - Λαίδη Κάρολιν Λαμπ

Όταν η Κάρολιν Λαμπ συνάντησε τον Λόρδο Μπάιρον, έγραψε στο ημερολόγιό της ότι ήταν «τρελός, κακός και επικίνδυνος». Συγχρόνως προφήτευσε: «Αυτό το όμορφο χλωμό πρόσωπο θα είναι η μοίρα μου». Και πράγματι ήταν ­ τουλάχιστον για τους τρεις μήνες που διήρκεσε η σχέση τους. Μετά εκείνος άρχισε να τη βαριέται. Όχι ότι ήταν καμιά αξιολύπητη γυναικούλα που έπεσε θύμα αυτού του άκαρδου καρδιοκατακτητή. Αντιθέτως, ήταν μια φημισμένη κοκέτα με πληθώρα κατακτήσεων. Ο ίδιος ο Μπάιρον την περιέγραψε ως «το πιο παράλογο, επικίνδυνο και σαγηνευτικό πλάσμα στη γη». Η Κάρολιν δεν φημιζόταν για τη διακριτικότητά της και έτσι τα κουτσομπολιά για τη σχέση της με τον Μπάιρον έφθασαν γρήγορα στα αφτιά του άντρα της, που της απαγόρευσε να βλέπει τον εραστή της. Ακολούθησαν πολλοί τσακωμοί, υστερίες, απειλές και γενικά η σύντομη αυτή ερωτική ιστορία δεν ήταν μία από τις πιο ευχάριστες. Ο Μπάιρον προτίμησε τελικά τη συντροφιά της πολυαγαπημένης ετεροθαλούς αδελφής του, της Αυγούστας, και έτσι εγκατέλειψε την Κάρολιν. Το 1814 η Αυγούστα γέννησε μια κόρη ­ πιθανότατα του Μπάιρον: όλη η Αγγλία σκανδαλίστηκε και εκείνος έφυγε από τη χώρα.
«Αγαπημένη μου Κάρολιν... Αν τα δάκρυα ­ τα οποία είδες και που ξέρεις ότι δεν συνηθίζω να χύνω ­, αν η αναστάτωση που με κατέλαβε όταν αποχωριζόμαστε ­ αν όλα όσα έχω πει και κάνει και είμαι ακόμη πανέτοιμος να πω και να κάνω δεν σου έχουν επαρκώς αποδείξει ποια είναι και πρέπει πάντα να είναι τα πραγματικά μου αισθήματα για σένα, αγάπη μου, τότε δεν έχω καμία άλλη απόδειξη να σου δώσω. Ο Θεός το ξέρει πόσο εύχομαι την ευτυχία σου και όταν σε εγκαταλείψω ­ ή μάλλον όταν εσύ με εγκαταλείψεις από αίσθηση καθήκοντος στον σύζυγό σου ­ τότε θα αναγνωρίσεις την αλήθεια αυτού που ξανά υπόσχομαι και ορκίζομαι, ότι δηλαδή καμία άλλη δεν θα πάρει ποτέ (με πράξεις ή με λόγια) τη θέση σου στην καρδιά μου, που θα είναι πάντα αφιερωμένη σε σένα, ώσπου να μην είμαι πια τίποτε... Δεν με ενδιαφέρει ποιος θα το μάθει αυτό... ήμουν και είμαι δικός σου ολοκληρωτικά για να σε υπακούω, να σε τιμώ, να σε αγαπώ ­ και να δραπετεύσω μαζί σου όποτε και όπως εσύ θα ορίσεις» (Αύγουστος 1812;).

Όσκαρ Γουάιλντ - Λόρδος Άλφρεντ Ντάγκλας

Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν ως συγγραφέα του «Πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι». Ο Όσκαρ Γουάιλντ ήταν όμως και η πιο διάσημη εστέτ φυσιογνωμία της βικτωριανής Αγγλίας. Προκαλούσε όχι μόνο με τα έργα του, αλλά και με μια εκκεντρική εμφάνιση που συνδυαζόταν πάντα με τα επιγραμματικά, αφοριστικά και πνευματώδη σχόλιά του: «Το πρώτο καθήκον μας στη ζωή είναι να υιοθετήσουμε μια πόζα ­ ποιο ακριβώς είναι το δεύτερο κανείς δεν έχει ανακαλύψει ακόμη». Παρ' όλο που είχε σχέσεις με διάφορες καλλονές της εποχής (μάλιστα παντρεύτηκε μία από αυτές, την Κονστάνς Μαίρη Λόιντ), ο μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν ο νεαρός λόρδος Άλφρεντ Ντάγκλας. Το πάθος αυτό («η αγάπη που δεν τολμά να πει τ' όνομά της») οδήγησε τον Γουάιλντ στην καταστροφή: ο συγγραφέας ενεργοποίησε (παρακινημένος από τα εγωιστικά κίνητρα του εραστή του) μια νομική διαδικασία εναντίον του μαρκησίου του Κουίνσμπερι, πατέρα του λόρδου Ντάγκλας. Κατά τη διάρκεια της δίκης ξέσπασε το σκάνδαλο: η παράνομη σχέση ήρθε στο φως και ο Γουάιλντ καταδικάστηκε σε φυλάκιση για σοδομισμό. Όσο ήταν στη φυλακή έγραψε το «De Profundis» (1905), μια μακροσκελή επιστολή προς τον Ντάγκλας, η οποία αργότερα δημοσιεύθηκε ως ένα είδος απολογίας για τη συμπεριφορά του. Η επιστολή που ακολουθεί γράφτηκε όταν η σχέση τους ήταν ακόμη στο ξεκίνημά της:
«Αγόρι μου... Το σονέτο σου είναι αξιολάτρευτο, και είναι πραγματικά ένα θαύμα που αυτά τα κόκκινα, τριανταφυλλένια χείλη σου φτιάχτηκαν εξίσου για τη μουσική της ποίησης και την τρέλα των φιλιών. Είμαι σίγουρος ότι ο Υάκινθος, που ο Απόλλωνας αγαπούσε τόσο παράφορα, ήσουν εσύ στην αρχαιότητα... Γιατί είσαι μοναχός σου στο Λονδίνο και πότε θα πας στο Σάλισμπερι; Πήγαινε εκεί για να δροσίσεις τα χέρια σου μέσα στο γκρίζο λυκόφως των γοτθικών πραγμάτων και μετά έλα εδώ όποτε θελήσεις. Είναι πανέμορφα ­ το μόνο που λείπει είσαι εσύ. Πάντα, με αθάνατη αγάπη, δικός σου, Οσκαρ» (Ιανουάριος 1893, Βράχος του Μπάμπακομπ).

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα - Σαλβαντόρ Νταλί

Όταν ο Λόρκα συνάντησε τον Νταλί το 1923, ο ψηλόλιγνος ζωγράφος φορούσε κομψά ρούχα και είχε τα μαλλιά του χτενισμένα πίσω σαν τον Ροδόλφο Βαλεντίνο. «Η προσωπικότητα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα μου έκανε τρομερή εντύπωση» έγραψε ο Νταλί στα απομνημονεύματά του. «Το ποιητικό φαινόμενο στην ολότητά του παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά μου με σάρκα και οστά, κόκκινο σαν αίμα, ανάστατο, πηχτό και θεϊκό, τρέμοντας με χιλιάδες φωτιές τεχνασμάτων και υπόγειας βιολογίας, όπως κάθε ύλη προικισμένη με την αυθεντικότητα της μορφής της». Για τα επόμενα πέντε χρόνια οι δύο διακεκριμένοι αυτοί Ισπανοί απόλαυσαν μια δυνατή φιλία και καλλιτεχνική συνεργασία. Υπήρχε μόνο ένα πρόβλημα: ο Λόρκα ένιωθε για τον Νταλί μια ερωτική έλξη στην οποία ο τελευταίος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Κατά τη διάρκεια της φιλίας τους ο Λόρκα έγραψε αισθησιακά, σουρεαλιστικά ποιήματα που ξεχειλίζουν από ανεκπλήρωτο πόθο, ενώ ο Νταλί ζωγράφισε το πρόσωπο και το σώμα του Λόρκα σε ποικίλες εκδοχές ­ καμιά φορά και ως σκιά του εαυτού του. Δυστυχώς έχουν σωθεί ελάχιστα αποσπάσματα από τα γράμματα του Λόρκα προς τον Νταλί. Σε αυτό που ακολουθεί ο ποιητής αναπολεί στιγμές από τη διαμονή τους στο Καντακές, στην Κόστα Μπράβα. Το σπίτι όπου έμεναν απείχε μόλις μερικά μέτρα από τη θάλασσα. Σύντομα επήλθε ο χωρισμός και οι δυο τους δεν ξανασυναντήθηκαν παρά μόνο μία ακόμη φορά, ένα βράδυ στη Βαρκελώνη, ύστερα από επτά χρόνια.
«Το Καντακές έχει τη ζωτικότητα και τη σταθερή, ουδέτερη ομορφιά ενός μέρους όπου γεννήθηκε η Αφροδίτη και όπου κανείς δεν μοιάζει να το θυμάται αυτό... Σήμερα είσαι μέσα. Από εδώ που κάθομαι ακούω (α, μικρό μου αγόρι, τι θλιβερό!) τον απαλό παφλασμό του αίματος της "Ωραίας κοιμωμένης του δάσους των συσκευών" (στον πίνακά σου με τον Άγιο Σεβαστιανό), καθώς και το κροτάλισμα δύο μικρών θηρίων ­ σαν τους ήχους ενός φιστικιού που σπάει ανάμεσα στα δάχτυλα. Η αποκεφαλισμένη γυναίκα (στον πίνακά σου "Το μέλι είναι γλυκύτερο από το αίμα") είναι το καλύτερο "ποίημα" με θέμα το αίμα που θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς ­ έχει περισσότερο αίμα από όλο όσο χύθηκε στον Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο ήταν καυτό αίμα και δεν εξυπηρετούσε κανέναν άλλο σκοπό από την άρδευση της γης και το καταλάγιασμα της συμβολικής δίψας για ερωτισμό και πίστη... Η εντύπωση που μου δίνει η Βαρκελώνη είναι ότι όλοι παίζουν και ιδρώνουν σε μια εναγώνια προσπάθεια να ξεχάσουν. Όλα είναι μπερδεμένα και επιθετικά σαν την αισθητική της φλόγας ­ όλα αναποφάσιστα και διαλυμένα... Τώρα καταλαβαίνω πόσα χάνω αφήνοντάς σε» (Ιούλιος 1927, Βαρκελώνη).

Κωστής Παλαμάς - Ραχήλ (Ελένη Κορτζά)

Όταν πρωτοσυναντήθηκαν σε ένα φιλικό σπίτι τα Χριστούγεννα του 1921, η Ελένη Κορτζά ήταν μια όμορφη, φιλομαθής κοπέλα γύρω στα 20. Παρ' ότι αγνοούσε την ύπαρξή του («Δεν γνωρίζω ποιητή Παλαμά»), η Ελένη κατάφερε να εντυπωσιάσει τον εξηντάρη τότε Παλαμά, όχι μόνο με τη μορφή αλλά και με τη μόρφωσή της. Η συζήτησή τους γύρω από τον Μποντλέρ και τον Ουγκώ αποδείχθηκε τόσο ενδιαφέρουσα που συμφώνησαν ότι πρέπει να συνεχιστεί. Έτσι, για τον σκοπό αυτόν άρχισαν, παρουσία και άλλων ενδιαφερομένων, να συναντιούνται κάθε Σάββατο στο ίδιο σπίτι ­ κάτι σαν κοσμικό φιλολογικό «σαλόνι» της εποχής. Ο Παλαμάς όμως δεν άντεχε την πολυκοσμία και ζήτησε από την Ελένη να τον επισκέπτεται στο Κελλί (το «ησυχαστήριο» και σπουδαστήριό του). Σιγά σιγά αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια ερωτική σχέση που έδωσε νέα πνοή στον κουρασμένο ποιητή: οι φόβοι, οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες καταλάγιασαν χάρη στο γεμάτο προσμονή και πίστη βλέμμα της Ελένης. Και εκείνη όμως με τη σειρά της ­ που έπασχε από φυματίωση και είχε μια μελαγχολική φύση ­ άντλησε δύναμη από την προσοχή αυτή που την κολάκευε τόσο. Συχνά, κυρίως τους χειμώνες, αναγκάζονταν να μείνουν χωριστά, εφόσον η άρρωστη Ελένη έπρεπε να αναζητήσει ηπιότερα κλίματα. Τα διαστήματα αυτά αλληλογραφούσαν εκτεταμένα. Στα γράμματά του ο Παλαμάς άρχισε να την αποκαλεί «Ραχήλ». Η σχέση συνεχίστηκε σίγουρα ως τον Αύγουστο του 1935 ­ τότε χρονολογείται το τελευταίο γράμμα που διασώθηκε. Από εκεί και πέρα δεν είμαστε σίγουροι. Η Ελένη ακολούθησε τον στρατηγό πατέρα της στην Αίγυπτο και μετά στη Νότιο Αφρική. Όταν επέστρεψε το 1944, ο Παλαμάς είχε πια πεθάνει.
«Η αλήθεια είναι πως τα γράμματά σου ­ και μάλιστα το τελευταίο σου ­ είναι σαν κάποια ωραία μάτια εκφραστικά που σε κοιτάζουν δακρυοπνιγμένα, μα χωρίς να στάζουνε τα δάκρυά τους, και χωρίς να χάνουν τίποτε από την ομορφιά τους τα μάτια αυτά. Μάλιστα γίνονται ομορφότερα. Μα η αλήθεια είναι πως θα τα ήθελα τα μάτια αυτά (παραμερίζοντας κάθε αισθητικό εγωισμό), πως θα τα ήθελα να μη πνίγονται δακρυσμένα, θα τα ήθελα ολοκάθαρα να λάμπουν και να χαμογελούν με το χαμόγελο εκείνο των ωραίων ματιών που κάποτε και πότε είναι εκφραστικώτερο και ποθητότερο από το χαμόγελο που ανατέλλει στα χείλη· κάποτε και πότε σημειώνω, γιατί δεν είναι τίποτε ωραιότερο ­ καθώς κάπου το παρατηρεί και ο Τολστόης ­ από το χαμόγελο του ανθρώπου· το μειδίαμα, βέβαια, που κέντρο του το στόμα είναι, μα που απλώνεται φωτίζοντας, με το φως μιας αυγής, ολόκληρο το πρόσωπο... Τα γράμματά σου πώς πονούν! Παλμός τους είναι η μελαγχολία, μια deception τα τρεμοσαλεύει κ' ένας φόβος τα κιτρινίζει. Αστείος και αφελής θα ήμουν αν προσπαθούσα να σε παρηγορήσω. Μα και δεν πρέπει να σου σιωπήσω δυο πράγματα: Πρώτα, πως μου δίνουν κ' εμένα ένα πένθος που όσο κι αν είναι δυσκολοέκφραστο, εύκολα θα μπορείς να το εννοήσης. Έπειτα και μαζί πως μου δίνουν μια χαρά. Το πένθος είναι από το πένθος σου, και η χαρά από τη σκέψη πως με θεωρείς άξιο της εμπιστοσύνης σου ώστε να γέρνεις προς την ψυχή μου το πρόσωπο της θλίψης σου» (31 Αυγούστου 1924).
 
Γεώργιος Παπανδρέου - Σοφία Μινέικο

«Σπάνια δύο ερωτευμένοι είχαν την τύχη να ζήσουν τον προσωπικό τους μύθο στην πρώτη γραμμή της Πολιτικής μας Ιστορίας. Γεύτηκαν τα μεγάλα γεγονότα μαζί με τον μεγάλο έρωτα». Με αυτή τη φράση (που περιέχεται στο βιβλίο του «Ακριβή μου Σοφία») ο Φρέντυ Γερμανός συνοψίζει τη σχέση του Γεώργιου Παπανδρέου και της Σοφίας Μινέικο, πρώτης του γυναίκας και μητέρας του Ανδρέα. Γνωρίστηκαν το 1907 στην Αθήνα, όπου ήταν και οι δύο φοιτητές στο Πανεπιστήμιο: εκείνος σπούδαζε Νομική και εκείνη Φιλολογία. Τράβηξε πρώτη φορά την προσοχή της όταν ένα μεσημέρι είδε κάτι χωροφύλακες εφ' όπλου λόγχη να τον σπρώχνουν στα σκαλιά του Πανεπιστημίου: «Πόσο τον πόνεσα εκείνη τη μέρα. Πόνεσα τα νιάτα του ­ τη φλόγα του. Δεν άντεχα να βλέπω να τον κλωτσάνε εκείνοι οι χωροφύλακες...». Η Σοφία, κόρη ενός αυστηρού πολωνού στρατηγού, δεν μπόρεσε να αντισταθεί για πολύ στην πολιορκία του νεαρού Παπανδρέου, που άρχισε να τη βομβαρδίζει με φλογερά γράμματα: «Είμαι ένας παράξενος άνθρωπος, Σοφία μου. Δεν συλλογίζομαι τα μελλούμενα· ούτε την ένωσή μας ή τα γεράματα. Χαίρομαι μόνο την καρδιά μου που σπαρταράει· αγαπώ τον πόνο μου». Τελικά παντρεύτηκαν το 1913, λίγο πριν ο Γεώργιος αναχωρήσει ξανά για σπουδές στη Γερμανία. Έμειναν μαζί πολλά χρόνια, ώσπου ο Παπανδρέου, παράφορα ερωτευμένος με την Κυβέλη, την ντίβα της εποχής, την εγκατέλειψε. Η Σοφία δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπά. Ενθυμούμενη την ημέρα που έλαβε τα νέα του θανάτου του (1 Νοεμβρίου 1968) είπε: «Μόνο τότε πίστεψα πως τον είχα χάσει».
«Παρηγορήσου, Σοφία μου, όσο μπορείς. Το μέλλον μας, το αύριο, είναι κοινό πια για μας· ό,τι και να γίνη ψηλά ή χαμηλά, σ' την άβυσσο ή σ' τα σύννεφα, με την κατάρα ή με την ευλογία των άλλων, εμείς, αν δεν προφθάση ο θάνατος, ενωρίς ή αργά, θα παρθούμε...» (απόσπασμα από γράμμα του Γ. Παπανδρέου, όταν ήταν ακόμη δεκανέας του Δωδέκατου Συντάγματος στην Πάτρα, το 1910).
«Αγάπη μου, αγάπη μου γλυκειά, δυο μάτια καρφωμένα μέσα μου μ' ακολουθούν παντού· από την ώρα που χωρίσαμε στο τραμ, τα μάτια σου, τα παρθενικά, τα τίμια κι αγαπημένα. Έφευγα κι η καρδιά μου ολάκερη γύριζε πάλι, Σοφία μου, σε σένα, αγάπη μου γλυκειά. Έμπαινα στον ηλεκτρικό, μπήκα στις βάρκες, ανέβηκα στο παπόρι κι ένας πόνος και μια ανησυχία βαθειά μου βάραινε την καρδιά!» (απόσπασμα από γράμμα του Γ. Παπανδρέου καθώς αναχωρεί τον Μάιο του 1911 για σπουδές στη Γερμανία).

Πηνελόπη Σ. Δέλτα - Ίων Δραγούμης

Γνωρίστηκαν σε κάποια επίσημη δεξίωση στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια του 1905. Συνέχισαν να συναντιούνται σε παρόμοιες εκδηλώσεις και σύντομα διαπίστωσαν την αμοιβαία έλξη τους. Επειδή η Πηνελόπη ήταν παντρεμένη (με τον Στέφανο Δέλτα), προσπάθησαν από νωρίς να σταματήσουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Στάθηκε όμως αδύνατο να αντισταθούν. Το κοινωνικό και ηθικό κατεστημένο της εποχής σε συνδυασμό με την επιθυμία της Δέλτα να μείνει πιστή σε κάποιες προσωπικές της αξίες προκάλεσαν αλλεπάλληλα εμπόδια στη σχέση. Εκείνη δεν ήθελε να δημιουργήσει στην πράξη ένα «δεσμό» προτού χωρίσει με τον σύζυγό της. Αποφασίζοντας να είναι ειλικρινής μαζί του, του εξομολογήθηκε τον έρωτά της για τον Δραγούμη. Η ενέργειά της αυτή δυστυχώς δεν βοήθησε την κατάσταση: δεν κατάφερε να εξασφαλίσει ένα διαζύγιο και οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Η σκέψη και η απόπειρα της αυτοκτονίας εμφανιζόταν συχνά ως η μόνη λύση. Ατέλειωτα δάκρυα, αγωνία και πόνος ήταν οι σταθερές συντεταγμένες αυτού του ανολοκλήρωτου έρωτα. Μοναδικές στιγμές ανάπαυλας οι κρυφές συναντήσεις των ερωτευμένων καθώς και η παθιασμένη αλληλογραφία τους. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το τελευταίο (χρονολογικά) γράμμα που έχει σωθεί:
«Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψα· αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ίων μου, αν θέλεις τότε, πάρε με... Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα να σου πω πια όχι· τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος· ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ' αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποταν σε φωνάξω. Ίων μου, δεν σε φωνάζω· μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι· σε περιμένω πάντα και σ' αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση· τ' άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε! Μη με φοβηθείς· αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. Ίων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτη απόπειρα, ήσουν "τρελός για μένα", έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα... Και μεθώ και δεν ξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει "τιμή" και "λόγος". Ξέρω μόνο πως σ' αγαπώ, τ' ακούς, Ίων; σ' αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ' έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω "σ' αγαπώ", μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ως που να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει...» (27 Ιουλίου 1906).

Άγγελος Σικελιανός - Άννα Σικελιανού

«Αυτά τα γράμματα είναι ένας πύρινος διάλογος με μένα, ή καλύτερα ένας μονόλογος και πολλές φορές μου εξομολογιέται τη βιολογική αναζήτηση του Είναι του, τον επίμονο πόθο του για την πληρότητα στην ένωσή του με το Θεό, με τη Ζωή και με το Θάνατο...» εκμυστηρεύεται η παραλήπτρια των εν λόγω γραμμάτων στον πρόλογο του βιβλίου «Γράμματα στην Αννα». Ο γνωστός ποιητής γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του την άνοιξη του 1938 (η πρώτη ήταν η Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ). Ο έρωτας ήρθε αμέσως: «Λίγες μέρες μετά τη συνάντησή μας, με συνόδεψε στο Βόλο με το τρένο... Αγόρασε τα εισιτήρια όλου του διαμερίσματος, για να μπορεί να μου μιλάει ελεύθερα. Μου μιλάει στον πληθυντικό, δεν μου αγγίζει ούτε το χέρι» περιγράφει η ίδια λίγο παρακάτω. Η Άννα ήταν ήδη παντρεμένη εκείνη την εποχή. Δεν δίστασε όμως να εγκαταλείψει τον σύζυγό της (που έπαθε νευρικό κλονισμό και την ανάγκασε να επιστρέψει κοντά του για πέντε ακόμη μήνες) και να παντρευτεί τον Σικελιανό το 1940. Έμειναν μαζί ως τον θάνατο του ποιητή, το 1951. Όπως φανερώνει η παρακάτω επιστολή, η σχέση τους ήταν ιδιαίτερα έντονη:
«Είσαι Δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες του είναι μας είναι μπλεγμένες κάτου από το χώμα κι ολοένα μπλέχονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας κι ένας καημός ανοίγει αδιάκοπα σ' αυτό το χωρισμό την αγκαλιά μας!
Α, πώς δουλεύει μέρα - νύχτα μέσα μου, στο σώμα μου όλο, από τα νύχια στην κορφή, αυτή η αδιάκοπη αναζήτηση του νου μου για το νου Σου, των ματιών μου για τα μάτια Σου, της πνοής μου για την πνοή Σου, των ριζών μου για τις ρίζες Σου. Ούτε δευτερόλεπτο δεν σταματά η αδιάκοπη, η ακοίμητη αίσθησή της. Και μήτ' έχω μέσα μου άλλη αίσθηση ζωής! Να Σε ζητώ μ' όλες τις ίνες μου όλες τις στιγμές, να κολυμπάω αντίστροφα στο ρέμα της απόστασης για να Σε 'γγίξω. Αυτή είναι τώρα η φοβερή, η ακοίμητη, η απόλυτη ζωή μου. Και θα τη ζήσω, όσο που ρίζες, κλώνοι και κορμός θα γίνουν αιώνια Ένα κι η πνοή του Σύμπαντος στα φρένα μας μια μόνη Μουσική...» (2 Ιουλίου 1939, Αθήνα).

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

EΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΟΙ


Σαρλ Μποντλέρ - Απολονί Σαμπατιέ
 

Ο μεγάλος έρωτας στη ζωή του γάλλου ποιητή ήταν η Ζαν Ντυβάλ, η εικόνα της οποίας αναδύεται συχνά από τους στίχους των «Λουλουδιών του κακού» (1857). Η ταραχώδης και επώδυνη σχέση τους διακόπηκε για αδιευκρίνιστους λόγους γύρω στο 1852, ύστερα από 14 χρόνια πάθους και οπίου. Συντετριμμένος από το τέλος ενός καταστροφικού έρωτα, ο Μποντλέρ προτίμησε να κρατήσει την επόμενη σχέση του σε... επιστολογραφικό επίπεδο. Το νέο αντικείμενο του (εγγράφου) πόθου του ήταν η Απολονί Σαμπατιέ, μια όμορφη εταίρα με πεδίο «δράσης» το επίκεντρο του καλλιτεχνικού κόσμου. Αρχισε να της στέλνει ανώνυμες επιστολές στα τέλη του 1852 και συνέχισε ως την άνοιξη του 1855. Οι επιστολές αυτές είναι γραμμένες σε επίσημο τόνο και γεμάτες εξάρσεις λατρείας. Κάποια στιγμή η Απολονί ανακάλυψε την ταυτότητα του αποστολέα και τον ερωτεύθηκε παράφορα. Ο Μποντλέρ έκανε πίσω:

«Ειλικρινά, κυρία, σας ζητώ συγγνώμη χίλιες φορές γι' αυτό το ανόητο, ανώνυμο παιχνίδι που θυμίζει παιδιάστικα καμώματα ­ αλλά τι να κάνω; Είμαι τόσο εγωιστής όσο ένα μικρό παιδί ή ένας ανάπηρος. Όταν υποφέρω, σκέφτομαι εκείνους που αγαπώ. Οι σκέψεις που αφορούν εσάς παίρνουν συνήθως τη μορφή στίχων και όταν οι στίχοι αυτοί ολοκληρώνονται, δεν μπορώ να αντισταθώ στην επιθυμία να τους δείξω στο πρόσωπο που τους ενέπνευσε. Την ίδια όμως στιγμή κρύβομαι, όπως κάποιος που φοβάται μήπως φανεί γελοίος, ­ δεν υπάρχει πάντα κάτι το πραγματικά κωμικό στην αγάπη; ­ ειδικά για κείνους που δεν αναμειγνύονται. Σας ορκίζομαι όμως ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα εκθέσω τον εαυτό μου στη γελοιότητα. Όσο παράλογα και αν σας φαίνονται όλα αυτά, να θυμάστε ότι υπάρχει μια καρδιά όπου η εικόνα σας είναι πάντα ζωντανή. Θα ήταν λοιπόν σκληρό να την κοροϊδέψετε» (9 Μαΐου 1853).

Χένρι Μίλερ - Αναΐς Νιν

Η ερωτική σχέση τους ήταν αλληλένδετη με τη... συγγραφική: εκείνος συμπεριελάμβανε αποσπάσματα από την αλληλογραφία τους στα ημιαυτοβιογραφικά μυθιστορήματά του (π.χ. «Ο τροπικός του καρκίνου», 1934), ενώ εκείνη κρατούσε αντίγραφα των γραμμάτων της για τον εμπλουτισμό του ημερολογίου της. Και οι δύο ήταν πρωτοποριακοί ­ τόσο σε σεξουαλικό επίπεδο όσο και σε λογοτεχνικό. «Ο Τροπικός του Καρκίνου» είχε απαγορευθεί επί σειρά ετών σε πολλές χώρες και «Ο Τροπικός του Αιγόκερω» δεν κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ παρά μόνο το 1962 (33 χρόνια μετά τη δημοσίευσή του στη Γαλλία). Τα ημερολόγια της Νιν ήταν τόσο «γλαφυρά» όσον αφορά τις εξωσυζυγικές περιπέτειές της, που απέφυγε να τα φέρει στη δημοσιότητα όσο ο σύζυγός της ζούσε. Τελικά εκδόθηκαν μετά θάνατον ­ όλα εκτός από έναν τόμο τον οποίο η ίδια περιέκοψε εκτεταμένα. Ηταν και οι δύο κυνηγοί των έντονων εμπειριών και ασπάζονταν το «πιστεύω» του Μίλερ ότι «πιο πρόστυχη από όλα είναι η αδράνεια».

«Αναΐς, με κάνεις απίστευτα ευτυχισμένο έτσι όπως με κρατάς αδιάσπαστο ­ με αφήνεις να είμαι ο καλλιτέχνης χωρίς να καταργείς τον άνδρα, το ζώο, τον πεινασμένο, ακόρεστο εραστή. Καμιά άλλη γυναίκα δεν μου έχει δώσει όλα τα προνόμια που έχω ανάγκη· και εσύ, που τραγουδάς τόσο χαρούμενα, ναι, με προσκαλείς να πάω μπροστά, να είμαι ο εαυτός μου,να διακινδυνεύω τα πάντα. Σε λατρεύω γι' αυτό. Εκεί είναι που ξεχωρίζεις από τις άλλες γυναίκες, εκεί είναι που είσαι μια βασίλισσα. Γελάω τώρα μόνος μου καθώς σε σκέφτομαι. Δε φοβάμαι καθόλου τη θηλυκότητά σου. Και πόσο έκαιγες χθες ­ μου άρεσε αυτό­, διαφορετικά δεν θα το ήθελα. Βλέπεις, παρά τις υποψίες μου, δεν ήμουν προετοιμασμένος για την καταιγίδα που ξεσήκωσες... Και σήμερα, παρ' όλο που σφύζω από υγεία, νιώθω μια γλυκιά παράλυση στα μπράτσα μου ­ είναι επειδή σε κρατούσα τόσο σφιχτά... Εύχομαι να μπορούσα να τη διατηρήσω» (10 Μαρτίου 1932, Hotel Central, Παρίσι).

Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ - Μαίρη Γουέλς

Η ερωτική ζωή του είναι σχεδόν τόσο γνωστή όσο και τα μυθιστορήματά του. Εκανε τέσσερις γάμους και η Μαίρη Γουέλς ήταν η τελευταία στη σειρά. Γνωρίστηκαν στο Λονδίνο, όπου εκείνη δούλευε ως ρεπόρτερ. Ο Χέμινγκγουεϊ ήταν τότε ακόμη παντρεμένος με την τρίτη γυναίκα του, τη Μάρθα Γκέλχορν, σκεφτόταν όμως σοβαρά να χωρίσει. Μια ημέρα, μπαίνοντας σε ένα λονδρέζικο εστιατόριο , συνάντησε ένα γνωστό του που έτρωγε με μια γοητευτική ξανθιά. Κάθησε στο τραπέζι τους και όταν έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις ο Χέμινγκγουεϊ δεν δίστασε να ζητήσει από τη συνοδό τού φίλου του να βγουν για φαγητό. Εκείνη, που δεν ήταν άλλη από τη μελλοντική κυρία Χέμινγκγουεϊ, δέχτηκε. Έτσι εν μέσω πολέμου ξεκίνησε μια ρομαντική ιστορία που διακόπηκε από την αναχώρηση του ήρωά μας για την Ευρώπη. Η σχέση ενδυναμώθηκε μέσα από την τακτική αλληλογραφία του ζευγαριού που δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει ο πόλεμος για να επανασυνδεθεί στο ρομαντικό Παρίσι. Τελικά το όνειρό τους πραγματοποιήθηκε: έμειναν στο δωμάτιο 31 του «Ritz», όπου, σύμφωνα με τη Μαίρη Γουέλς, τρέφονταν «σχεδόν αποκλειστικά με σαμπάνια Lanson Brut και το θαύμα της συνύπαρξής μας έπειτα από τόσο καιρό». Το γράμμα που ακολουθεί στάλθηκε από τη Γερμανία, όπου ο Χέμινγκγουεϊ ταξίδευε ως πολεμικός ανταποκριτής:

«Αγαπημένη μου, αυτό δεν είναι παρά μια υπενθύμιση του πόσο σ' αγαπώ. Δειπνήσαμε εδώ με τα παιδιά, αν και δεν υπήρχε τίποτε αλκοολούχο για να ολοκληρωθεί η βραδιά. Ο Στίβι γράφει ένα γράμμα στην κοπέλα του στην Αμερική... Μου διαβάζει αποσπάσματα και εγώ είμαι ευτυχισμένος και γουργουρίζω σαν ένα γέρικο θηρίο της ζούγκλας επειδή σε αγαπάω και με αγαπάς... Γι' αυτό να προσέχεις τον εαυτό σου για χάρη μου και για χάρη μας και μαζί θα δώσουμε την καλύτερη δυνατή μάχη ­ ενάντια στην μοναξιά, στην γκαντεμιά, στο θάνατο, στην αδικία, στην τεμπελιά (τον παλιό αυτόν εχθρό μας), στα υποκατάστατα, στους φόβους και όλα τα άλλα ασήμαντα πράγματα ­ για χάρη του τρόπου που κάθεσαι με την πλάτη ίσια στο κρεβάτι και είσαι πιο αξιαγάπητη από κάθε προτομή που στόλισε ποτέ την πλώρη καραβιού ή έγειρε στο πλάι από το φύσημα του αγέρα και για χάρη της καλοσύνης, της σταθερότητας, της αγάπης μας και των αγαπημένων μερόνυχτων που περάσαμε στο κρεβάτι...» (13 Σεπτεμβρίου 1944).

Πάμπλο Νερούντα - Ματίλντε Ουρούτια

Γεννημένος στη Νότια Χιλή το 1904, ο Νερούντα ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς και παραγωγικούς ποιητές της Λατινικής Αμερικής, με περισσότερα από 30 βιβλία στο ενεργητικό του. Εκτός από ποιητής, αντιπροσώπευσε τη χώρα του και ως διπλωμάτης από το 1926 ως το 1938 σε διάφορα μέρη της Απω Ανατολής και της Ισπανίας, όπου έζησε από κοντά τον Εμφύλιο. Πίστευε ότι ο ποιητής οφείλει να συμμετέχει στα κοινά και δεν διαχώριζε την ποίηση από την πολιτική. Παράλληλα όμως με τα πολιτικοποιημένα ποιήματά του, ο Νερούντα έγραψε και μεγάλο αριθμό προσωπικών και οικείων ποιημάτων. Τα πιο ερωτικά από αυτά περιλαμβάνονται στη συλλογή «Εκατό ερωτικά σονέτα» και απευθύνονται στη Ματίλντε Ουρούτια, με την οποία άρχισε να συζεί το 1955.

«Αγαπημένη μου γυναίκα, υπέφερα όσο έγραφα αυτά τα σονέτα, μου προκαλούσαν πόνο και θλίψη, η ευτυχία όμως που νιώθω τώρα που σ' τα προσφέρω είναι τεράστια σαν μια σαβάνα. Όταν ξεκίνησα αυτό το εγχείρημα, ήξερα πολύ καλά ότι πάνω στο σώμα των σονέτων οι ποιητές όλων των εποχών έχουν σμιλέψει ρυθμούς από ασήμι, κρύσταλλο ή μπαρούτι. Εγώ όμως ­ με μεγάλη ταπεινοφροσύνη ­ έφτιαξα τούτα εδώ τα σονέτα από ξύλο: τους έδωσα τον ήχο αυτής της στέρεης, αγνής ύλης και με αυτόν τον τρόπο πρέπει να φθάσουν στα αφτιά σου. Περπατώντας μέσα από δάση ή σε παραλίες, δίπλα σε κρυμμένες λίμνες, εσύ κι εγώ έχουμε κατά καιρούς μαζέψει κομμάτια από φλοιούς δένδρων, κομμάτια ξύλου που έχουν υποστεί τις μεταβολές του νερού και του καιρού. Πήρα αυτά τα μαλακά λείψανα και χρησιμοποίησα το τσεκούρι, τη ματσέτα και το σουγιά και έκοψα δεκατέσσερις σανίδες για το καθένα, για να χτίσω μικρά ξύλινα σπιτάκια, ώστε τα μάτια σου που λατρεύω και τους τραγουδάω να μπορέσουν να κατοικήσουν μέσα τους...» (Οκτώβριος 1959). [Σημ.: οι 14 σανίδες αναφέρονται στους ισάριθμους στίχους ενός σονέτου.]

ΠΗΓΗ: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ''ΤΟ ΒΗΜΑ'' ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 16/08/1998

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

ΚΑΡΟΛΟΣ ΜΠΟΝΤΛΑΙΡ (Charles Baudelaire)


O Κάρολος Μποντλέρ γεννήθηκε στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1821. Σε ηλικία έξι χρονών έχασε τον πατέρα του και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε. Το γεγονός αυτό χάλασε την ήρεμη ζωή του. Η επιπόλαια συμπεριφορά του και το γεγονός ότι τον ενδιέφερε μόνο η λογοτεχνική εργασία ανησύχησαν την οικογένειά του, που τον έστειλε κοντά σε έμπιστό της καπετάνιο να κάνει τον γύρο του κόσμου, μήπως και συνετιστεί. Άφησε το ταξίδι για τις Ινδίες στη μέση, ωστόσο, επέστρεψε γεμάτος με εντυπώσεις, που θα εκδηλώσει αργότερα μέσα στο ποιητικό του έργο. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, το 1842, συνδέθηκε με τη Ζαν Ντυβάλ, γυναίκα που θα επηρεάσει το ποιητικό του έργο, αλλά και την ίδια του τη ζωή. Συνάντησε τους Balzac, Nerval, Theophille Gautier, Theodore de Bauville. Δεν κατάφερε να εκδώσει τα πρώτα του άρθρα και δημιούργησε τέτοια χρέη, που τον οδήγησαν σε καταδίκη το 1844 — κάτι που δεν συγχώρησε στη μητέρα του, παρά μόνο μετά το θάνατο του στρατηγού Jacques Aupick το 1857. Κατά τη διαμονή του στο Βέλγιο το 1864, μαζί με τις ατυχίες του, επιδεινώθηκε και η υγεία του. Πέθανε στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1867.
Δημοσίευσε τα πρώτα του έργα, κριτικά μελετήματα, στο Salon de 1845. Η εύθραυστη υγεία του δεν στάθηκε εμπόδιο στη μεγάλη λογοτεχνική του δραστηριότητα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Τintamarre, Corsaire-Satan, Messager, Monde literaire, Artiste, στα οποία δημοσίευσε ποιήματα και ποικίλα δοκίμια. Από το 1851 άρχισε να μεταφράζει Edgar Allan Poe. Έργα του είναι τα Salon de 1845, Salon de 1846, Salon de 1859 που, μαζί με άλλα κριτικά μελετήματα και δοκίμια, συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση με τίτλο Η ρομαντική τέχνη (1868), η αυτοβιογραφική νουβέλα La Fanfarlo (1847), Οι Τεχνητοί Παράδεισοι, δοκίμια (1860), Αισθητικά Παράδοξα (1860), Μικρά πεζοτράγουδα ή Το μαράζι του Παρισιού (Le Spleen de Paris) (1864). Ποιήματα: Άνθη του Κακού (Fleurs du mal) (1857, οριστική έκδοση 1868). Για έξι από αυτά τα ποιήματα, οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία της συλλογής (η απαγόρευσή της άρθηκε μόλις το 1949). Τα ίδια ποιήματα τα δημοσίευσε σε δεύτερη έκδοση συμπληρωμένη και βελτιωμένη, χωρίς τα απαγορευμένα, με τίτλο Τα αδέσποτα (Les Epaves) (1866).

ΠΗΓΗ: Σημειώσεις νεοελληνικής λογοτεχνίας
Read more: http://latistor.blogspot.com/2010/07/charles-baudelaire.html#ixzz2KnKUE5W4

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

ΜΕΛΩΔΙΚΟΣ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ «Στον τόπο μου είμαι τέλεια ξένος»



«Είμαι ο Φρανσουά, πολύ τούτη η έγνοια με ταράζει,/ Παιδί του Παρισιού κοντά απ' την Ποντουάζη...»

Ο Φρανσουά Βιγιόν, ο Γάλλος ποιητής του 15ου αιώνα, παρουσιάζεται στο CD με τίτλο «Στον τόπο μου είμαι τέλεια ξένος», που κυκλοφόρησε από την «His Master's Voice», σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου (υπογράφει και την παραγωγή του δίσκου).
Ο δίσκος φιλοξενεί 28 αποσπάσματα από ποιήματά του σε μετάφραση του Σπύρου Σκιαδαρέση (μετέφρασε τον Βιγιόν το 1947), παρουσιάζοντάς τα σε μια σύγχρονη, μελωδική μορφή. Ο δίσκος είναι «καρπός» της αγάπης του Θ. Μικρούτσικου εδώ και χρόνια για το έργο του Βιγιόν. Ο ποιητής αυτοσυστήνεται με ένα τετράστιχο που ερμηνεύει ο συνθέτης, ενώ τα ποιήματα απαγγέλλουν, εννέα ερμηνευτές και τραγουδοποιοί, καθένας με το δικό του ξεχωριστό τρόπο, οι Φοίβος Δεληβοριάς, Νίκος Ζούδιαρης, Χρήστος Θηβαίος, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Χάρης Κατσιμίχας, Σωκράτης Μάλαμας, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Μιλτιάδης Πασχαλίδης και Ορφέας Περίδης. Τη δική του «πινελιά», εξάλλου, καταθέτει ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος, που τραγουδά τρία μελοποιημένα κομμάτια.
Η «γνωριμία» του Θ. Μικρούτσικου με τον ποιητή ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του '70 και όπως εξομολογείται μαγεύτηκε από τη συνταρακτική, οικεία γραφή του. Μέσα σε λίγες ημέρες είχε κιόλας βάλει μουσική σε 14 μπαλάντες του, ενώ η πρώτη εκτέλεση πέντε τραγουδιών του πάνω στον Βιγιόν (ανάμεσά τους και «Η Μπαλάντα του Μπάρμπα Παντρευτή») έγινε στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ επί εποχής Μάνου Χατζιδάκι.«Τον θεωρώ έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές όλων των εποχών», αναφέρει ο Θ. Μικρούτσικος. «Οι στίχοι του ενώ αντανακλούν την ιστορική περίοδο στην οποία γράφτηκαν, σκίζουν κυριολεκτικά το Χρόνο και λειτουργούν ως σημερινοί.... Πιστεύω ότι αυτός ο ιδιοφυής Μέγας Αλήτης της Ποίησης, ο είρων μα και συνάμα τρυφερός, ο ερωτικός και συνάμα σατιρικός, ο διδαχτικός, ο άνθρωπος που έκανε ποίηση την ίδια του τη ζωή είναι αυτός που επηρέασε βαθύτατα 450 χρόνια μετά το θάνατό του τον Μπέρτολτ Μπρεχτ».

ΠΗΓΗ: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 4 Γενάρη 2002