Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Στον Μάρκο Μέσκο το φετινό (2014) κρατικό βραβείο ποίησης

Στον Μάρκο Μέσκο απονεμήθηκε το φετινό (2014) κρατικό βραβείο ποίησης για το βιβλίο του «Τα λύτρα» των εκδόσεων Γαβριηλίδης.

[...]Μάρκος Μέσκος, τρία ποιήματα από τη βραβευθείσα ποιητική συλλογή «Τα λύτρα»:

«Τώρα μετράει τό βιός του
πόσα χαράματα πόσες αφιλόξενες νύχτες πόση ξενιτιά
και πόση αντίδωρη αγάπη
χάθηκε στη ζωή του.»

1. Δήθεν αιωνιότητα


Μοναδική του ηδονή το σήμερα•
με το φως του ήλιου και θάλασσα βαθιά γαλάζια
χελιδόνια που δίνουν την τροφή στον αέρα
τιτιβίζοντας ευχαριστημένα σήμερα•

με το νέο δάσος και το χορτάρι και τα ζωντανά
μέρα νύχτα και με φεγγερή σελήνη πολεμούν
οι αλλόφρονες ενάντιοι στους άλλους πλανήτες
για το χρήμα το ματαιόδοξο το θανατηφόρο σήμερα•

εφτά του Αυγούστου ημέρα Τρίτη, στον τροχό του Χρόνου
το έτος 2007 μετά Χριστόν — κι εσύ μόριο φευγαλέας
σκόνης• ένα τίποτε.

2. Ενδοχώρα

Γκρίζο πρωινό σκελετωμένα δέντρα ορίζοντες τυφλοί•
για ‘κει που πας κανείς δεν σε προσμένει• φώτα χλωμά
ο πεινασμένος κι άλαλος κοκκινολαίμης μόνο
βουβός ο δρόμος κρύο πολύ
πάχνη στο αναποδογυρισμένο χώμα•
–άξιος είμαι πάρε με!

3. Σήματα

V
Πεινασμένος ο λόγος που καρτερεί σιωπηλά
λέξεις που σημαίνουν λέξεις που δεν σπιθοβολούν
λέξεις που εγείρονται να μιλήσουν πάλι βιαστικά
μην τάχα δεν προλάβουν…

(Από τη συλλογή “Τα Λύτρα”, εκδ. Γαβριηλίδης, 2012) 

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ

Tραντάζει τα παραθυρόφυλλα ο αέρας. Θυμωμένος γίγαντας πιάνει απ’ τους ώμους ό,τι υπάρχει έξω απ’ τους τοίχους και παίρνει με το έτσι θέλω το λόγο. Ξεσηκώνει πλήθη κυμάτων και κάνει το ξέσπασμα της νύχτας πιο ηχηρό. Τελευταίες αναλαμπές ψύχρας, μετά την ισημερία κι η άνοιξη καταφτάνει με βήματα δισταχτικά.

Ξύνω τη σκέψη μου στη μύτη του λεπτοδείχτη. Ματώνω κι άλλο την πληγή του χαμένου χρόνου. Και λοιπόν;

Ο Προυστ το’ κανε ασθμαίνοντας όλη του τη ζωή μέσα σ’ ένα σπίτι χωρίς να ταξιδέψει ποτέ. Η πένα του ενάντια στο χρόνιο άσθμα του. Λεπτοδουλεμένο κέντημα απ’ τα μύχια της ψυχής του, τόσες λέξεις, τέτοιο αξιοθαύμαστο υφαντό που ξεδιπλώνεται και ξεδιπλώνεται σε χιλιάδες σελίδες, ολοένα πιο περίτεχνο. Αλλά ο Προυστ ήταν ένας ανάμεσα σε ελάχιστους που μας ταξίδεψαν τους τελευταίους αιώνες μακρύτερα κι απ’ τους πιο τολμηρούς θαλασσοπόρους.

Μα βγαίνουν οι ιστορίες απ’ την τσέπη; Βγαίνουν λέει ο συγγραφέας Σωτήρης Δημητρίου. Και μερικές φορές ανοίγουν το δέρμα του κόσμου για να δει όποιος θέλει το φως και το σκοτάδι του ορίζοντα των ανθρώπων.

Τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης έγραψε ο Ρίτσος στη σονάτα του θέλοντας να πει κάτι άλλο αλλά ταιριάζει γάντι κι εδώ.

Γιατί η τέχνη δε μοιάζει με τη φωτιά. Είναι φωτιά. Και όλοι οι επίδοξοι ή άδοξοι καλλιτέχνες φλέγονται. Όχι από πόθο υστεροφημίας. Απ’ τον έρωτα της χάραξης.

Εξακολουθεί να φυσάει ακατάπαυστα. Έξω και μέσα στα παραθυρόφυλλα του νου μου. Κι ας είναι Σαββατόβραδο. Ο λεπτοδείκτης δεν καταλαβαίνει από τέτοια…


Stavronia

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Αντιδρούν οι Ελληνίδες αγελάδες για το γάλα

Αν και όλα δείχνουν πως το πολυνομοσχέδιο θα περάσει από τη Βουλή –μετά το
συμβιβασμό της κυβέρνησης που δεν δέχτηκε τελικά να υπάρχει στα σούπερ μάρκετ ελληνικό φρέσκο γάλα από αγελάδα που πέθανε πριν από ένα μήνα-, αντιδράσεις υπάρχουν από τις αγελάδες της χώρας που ετοιμάζονται για κινητοποιήσεις.
Οι Ελληνίδες αγελάδες διαμαρτύρονται επειδή δεν συμμετείχαν στη συζήτηση για το γάλα και επειδή η υπεραξία της παραγωγής τους κατάσχεται πλήρως από το κεφάλαιο που τους τραβάει τα βυζιά όλη μέρα.
Οι Ελληνίδες αγελάδες είναι αποφασισμένες να εκπέμψουν τεράστιες ποσότητες μεθανίου στην ατμόσφαιρα και να προκαλέσουν κλιματική αλλαγή, μετατρέποντας την Ελλάδα σε Σαχάρα.
Σύμφωνα με την εκπρόσωπό τους, οι Ελληνίδες αγελάδες θα αρχίσουν να πέρδονται ομαδικά την ώρα που θα ψηφίζεται το πολυνομοσχέδιο, ώστε να προκαλέσουν με τις πορδές τους απανωτές εκρήξεις που θα βάλουν φωτιά στο πολιτικό σκηνικό.
Σε κινητοποιήσεις ετοιμάζονται να προχωρήσουν και τα αρνάκια και τα κατσικάκια της χώρας, ενόψει της μεγάλης σφαγής του Πάσχα.
Αγελάδες, αρνάκια και κατσικάκια της χώρας μας καλούν τους Έλληνες να δείξουν αλληλεγγύη στον αγώνα τους και να αντιδράσουν κι αυτοί, ώστε να πάψουν να είναι χάπατα.


Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Βρίζοντας και πολεμώντας πάλι

[...]Είναι της Μαρίας Ευθυμίου, επ. καθηγήτριας του τομέα Ιστορίας Πανεπ. Αθηνών. Στο τέλος συμπληρώνω κι εγώ μερικά ηρωικά αθυρόστομα και μερικά με γλωσσικό ενδιαφέρον.[...]
Ένα παλιό άρθρο[...] στο οποίο έχω προσθέσει μερικά πράγματα[...]
Η λαλιά, η καθημερινή ομιλία του ’21, δεν είναι εύκολο να μας είναι γνωστή στη φυσικότητα της.

«1821»: Εugene Delacroix «Scenes des massacres de Scio».
Οι αδροί και αμόρφωτοι χωρικοί που κράτησαν στους ώμους τους τον Αγώνα δεν είχαν τρόπο να αποτυπώσουν σε χαρτί την υφή και τη ροή του λόγου τους. Τα κείμενα και οι προκηρύξεις της Επανάστασης, τα Συντάγματα και οι αποφάσεις της συντάχθηκαν από άτομα υψηλής μόρφωσης, Φαναριώτες και προύχοντες, σε μια γλώσσα αποκαθαρμένη, πλούσια και επιμελημένη. Η αλληλογραφία των οπλαρχηγών, που θα μπορούσε, από την πλευρά αυτή, να μας μεταφέρει την υφή του απλού λόγου των αμόρφωτων ή ελάχιστα μορφωμένων αυτών ανθρώπων, δεν βοηθά, συχνά, ούτε κι αυτή, καθώς τη σύνταξη των μηνυμάτων και των επιστολών τους αναλάμβαναν οι «γραμματιζούμενοι» γραμματικοί τους. Αν το πρόβλημα αυτό για την ελληνική γλώσσα είναι μεγάλο, γίνεται αξεπέραστο και πελώριο όταν πρόκειται για τη γλώσσα των πολυάριθμων εκείνων αγωνιστών που ήταν αλλόγλωσσοι ή δίγλωσσοι, και μάλιστα σε γλώσσες προφορικές και όχι γραπτές, όπως συνέβαινε με τους Βλάχους και τους Αρβανίτες. 
Σπάνια από τα κείμενα-πηγές του Αγώνα μπορούμε να αντλήσουμε έστω μνεία γι’ αυτές: έτσι π.χ., ο Ν. Κασομούλης στα απομνημονεύματά του, τα τόσο πολύτιμα και λεπτομερή, αναφερόμενος σ’ ένα περιστατικό που αφορά τον -ως Υδραίο- αρβανιτόφωνο Κουντουριώτη, καταγράφει την παροιμία που αυτός ανεφώνησε εις άπταιστον αλβανικήν «βάτε με κάλε, έρδε με γκομάρ» (που θα πει «πήγε με άλογο, γύρισε με γαϊδούρι»).
Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Κ. Μεταξάς στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος σε μια ομιλία του Μάρκου Μπότσαρη προς τους συμπολεμιστές του Σουλιώτες, αρκείται να σημειώσει: «τους ελάλησεν εις την γλώσσαν των, αλβανιστί, οι δε λόγοι του ήσαν πλήρεις ενθουσιασμού και πατριωτισμού…». Το ότι οι αγωνιστές του ’21 -είτε ελληνόφωνοι είτε αλλόφωνοι είτε δίγλωσσοι- βωμολοχούσαν και έβριζαν είναι περισσότερο από βέβαιο. Οι βωμολοχίες αυτές μόνο σε λίγες περιπτώσεις καταγράφτηκαν κι έφτασαν ως εμάς· η ευπρέπεια που υποβάλλει ο γραπτός λόγος, καθώς και η επιδίωξη λόγιου λόγου που επέλεξαν οι περισσότεροι από τους αγωνιστές όταν αργότερα, μετά τον Αγώνα, έγραφαν τα απομνημονεύματα τους, δεν επέτρεψαν να γνωρίζουμε πολλά για το θέμα αυτό. Γνωρίζουμε ότι πριν από τις μάχες οι αντίπαλοι συνομιλούσαν κατ’ αρχάς ήρεμα, για να καταλήξουν -συνήθως αλβανιστί- σε ύβρεις αισχρές ο ένας για τη θρησκεία του άλλου, ύβρεις που από μόνες τους έδιναν το σύνθημα της μάχης και περιέγραφαν το μίσος και το πάθος. «Τούρκε, γαμώ την πίστη σου και το συκώτι σου», κραύγαζαν οι Έλληνες της Νάουσας, όταν κατά την εξέγερση τους έσφαζαν τους παλιούς τους φίλους Τούρκους συντοπίτες τους, όπως με φρίκη καταγράφει ο Κασομούλης στα απομνημονεύματα του. Οι «φιλοφρονήσεις», όμως, δεν λείπουν και μεταξύ συναγωνιστών και ομοφύλων: «σκατόβλαχο» αποκαλεί ο προύχοντας της Πελοποννήσου Κανέλλος Δεληγιάννης τον Κολοκοτρώνη, «αλιτήριο» και «εξωλέστατο» τον ιερωμένο Παπαφλέσσα ο επίσης ιερωμένος Π. Π. Γερμανός, «κερατοκαλόγερο» ο Μακρυγιάννης έναν καλόγερο, φίλο των Κολοκοτρωναίων.

Ο Μακρυγιάννης είναι στ’ αλήθεια πολύτιμη πηγή απτού, αμέσου και πηγαίου λόγου της εποχής, Ο πληθωρικός αυτός άνθρωπος γράφει ειλικρινά και παρορμητικά τα απομνημονεύματά του με τα λίγα γράμματα που μόλις έμαθε. Δεν γνωρίζει από ψευτοσυστολές και επιτηδεύσεις, γι’ αυτό κανείς μπορεί να βρει σ’ αυτόν λαγαρές φράσεις, όπως αυτές που χρησιμοποιεί για να περιγράψει την ανυποχώρητη αντίσταση που συνάντησαν οι Έλληνες εκ μέρους των αμυνόμενων Τούρκων, όταν επιχείρησαν να ανακαταλάβουν το κάστρο του Ακροκορίνθου, ένα κάστρο που λίγο πριν, από πανικό και φόβο, παρέδωσε στους επιτιθέμενους Τούρκους ο Έλληνας υπερασπιστής του Αχιλλέας, παρ’ ότι είχε επαρκή κάλυψη από άντρες, τρόφιμα και πολεμοφόδια, «…Οι Τούρκοι μας έβαλαν εις το κανόνι οπού δεν είδαμε πούθε να κάμωμε. Δεν ήταν ο Αχιλλέας, ο φρούραρχος της Διοίκησης, οπού τ’ αφήνει εφοδιασμένο και φεύγει· είναι Τούρκος, πολεμάγει δια την πίστη του. Ο Τούρκος έτρωγε ποντίκια και μας γάμησε το κέρατο με τα κανόνια και τις μπόμπες. Ο Αχιλλέας, αρνιά και κριάρια μέσα, τ’ αφήνει όλα και πάει ναύβρη τούς συντρόφους του οπού τον διορίσαν…».
Εκείνος, όμως, από τούς αρχηγούς του ’21 που χαρακτηριζόταν περισσότερο απ’ όλους για την ανεξέλεγκτη γλώσσα του ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ορεσίβιος και αδρός, άνθρωπος που έζησε μέχρι τέλους της ζωής του τη φτηνή ειρωνεία όσων ήθελαν να θυμούνται πως ήταν «ο μούλος» «γιος της καλογριάς», βρήκε διέξοδο, για να ξεπεράσει την οργή του και να επιβληθεί σ’ ένα δύσκολο γι’ αυτόν κοινωνικό περιβάλλον, στον παραληρηματικό Βωμολοχικό λόγο. Η Βωμολοχία του ήταν τόσο συνεχής και έντονη που οι συναγωνιστές του χρειάστηκε να αποδεχθούν το ελάττωμα του αυτό ως «χούι», προκειμένου να μπορέσουν να συνυπάρχουν και να συμπολεμούν μαζί του.
Η αυτοσυγκράτηση αυτή δεν επιτυγχανόταν, πάντως, απ’ όλους τούς συμπολεμιστές του και σ’ όλες τις περιστάσεις. Να πώς απαντά ο Καραϊσκάκης στην πρόταση συμφιλίωσης που του στέλνει στα 1824 με επιστολή ο οπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στορνάρης: «Γενναιότατε αδελφέ καπ. Νικόλα, …είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια [τουρκικά όργανα του ιππικού] ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέτες [ελληνικά όργανα]. Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ…». Η ανταπάντηση ήρθε στο ίδιο κλίμα: «Επειδή έχεις και τουμπλέκια και τρουμπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ο πούτζος μας και με τουμπλέκια και με τρουμπέτες θέλει σε κυνηγήσει…».
Σημερινή παρατήρηση: Όπως έχουμε ξαναγράψει (βλ. ειδικό άρθρο) στα κείμενα της περιόδου εκείνης, ας πούμε στον Μακρυγιάννη, δεν γινόταν διάκριση στη γραφή ανάμεσα σε τσ και σε τζ –ή, για να το πω αλλιώς, και το τσ και το τζ το γράφαν τζ. Όταν βλέπετε «έτζι», «τζεκούρι», «τζάκισες»δεν σημαίνει ότι πρόφεραν «έτζι» κτλ. Πρόφεραν «έτσι, τσεκούρι, τσάκισες». Κι έτσι, όταν βλέπετε «πούτζον», δεν προφερόταν έτσι, προφερόταν «πούτσος». Το γράφω αυτό επειδή έχει γεμίσει το Διαδίκτυο με νεόκοπους καραϊσκάκηδες του πληκτρολογίου που λένε για πούτζους.

Δεύτερη προσθήκη: Ο Κασομούλης (3.109) διηγείται πως όταν μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου κάποιοι από τη φρουρά του είχαν φιλοξενηθεί από τον Καραϊσκάκη, ένας από αυτούς, ο Δημ. Μακρής, κόμπασε: “Είδες, Καραϊσκάκη, πώς καβαλλίκευσε ο πούτσος μας τα κανόνια, κι εδιέβημεν και χωρίς την βοήθειάν σας;”

Πραγματικό, όμως, ρεσιτάλ ύβρεων απίστευτης σύλληψης και γλαφυρότητας περίμενε τους Οθωμανούς συνομιλητές του, όταν αυτοί έρχονταν σε επαφές μαζί του σε περιόδους που ο Καραϊσκάκης δεν βρισκόταν στις συνηθισμένες μέχρι το 1825 γι’ αυτόν συνδιαλλαγές μαζί τους για να κρατήσει το αρματολίκι των Αγράφων. Έτσι, στα 1823 ο Καραϊσκάκης λέει απευθυνόμενος στον απεσταλμένο του αρχηγού του τουρκικού στρατεύματος των Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα: «Έλα, σκατότουρκε… έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους· έλα ν’ ακούσεις τα κερατά σας, -γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες… Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε “από ημάς” συνθήκην με “έναν” κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!».

Οι ύβρεις του Καραϊσκάκη, διαλεγμένες μία μία, επιδιώκουν να καταδείξουν στον άτυχο Τούρκο συνομιλητή του τη νέα τάξη πραγμάτων, τις καινούργιες κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες που η Επανάσταση έφερε, και τη θέση, πια, που έχει ο Καραϊσκάκης μεταξύ των Ελλήνων· των Ελλήνων που, λίγο παρακάτω, προσδιορίζονται και πάλι από τον Καραϊσκάκη με το γνωστό του τρόπο ποιοι είναι: «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα».

Ο Καραϊσκάκης ήταν, βέβαια, κάτι πολύ περισσότερο από αυτή τη ζωώδη βωμολοχία. Αυτός ο παλιός κλέφτης, με τους βάναυσους τρόπους και την ασαφή κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια του Αγώνα εθνική συνειδητοποίηση και στάση, θα εξελιχθεί μαζί με την Επανάσταση και θα την υπερασπίσει με την ίδια του τη ζωή, σε μια ευγενή τελική πορεία που ανέδειξε τη μαχητικότητα, την ευφυΐα, το πείσμα, την αντοχή, τη στρατηγικότητα και την παλικαριά του.

Εδώ τελειώνει το άρθρο, προσθέτω εγώ κάμποσα. Ένα διάσημο ξέσπασμα του Καραϊσκάκη για τον Μαυροκορδάτο και τους άλλους πολιτικούς, που το καταγράφει ο Κασομούλης χωρίς να το ωραιοποιήσει ή να το συμμορφώσει γλωσσικά: «Ποια Κυβέρνησις, καπιτάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεΐζ εφέντη, ο τεσσερομάτης; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους, και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτελείας των; Ιδού ποιοί τον υπέγραψαν. Πρώτον εσύ, οπού όλα τα πράματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά. Ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ-μπαγκ. Ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος, οπού μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζει, ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήτον γυναίκα δεν εχόρταινεν με 80.000 φορές την ώραν, ο ξυνόγαλο-Γιώργος Τζιόγκας οπού στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο πούτζος μου, και να ιδώ την εκστρατείαν σας!»

Νεότερη προσθήκη: Από τον Κασομούλη, άλλα δυο του Καραϊσκάκη.

Μετά την ήττα στο Χαϊδάρι, ο Καραϊσκάκης αποσύρεται στην Ελευσίνα μαζί με τον Φαβιέρο, με τον οποίο είχαν μαλώσει, και στέλνει στον Κασομούλη το εξής γράμμα: “Αδελφοί. Μανθάνω ότι ετοιμάζεσθε να εκστρατεύσετε. Εβραίος ήμουν και βαπτίσετέ με. Τρέξατε με την βοήθειάν σας όσον τάχιστα, διότι ηύρα τον διάολό μου εδώ με μερικές σαπιοκοιλιές και από τον Χαβίνον”. Λέγοντας “σαπιοκοιλιές” εννοεί εκείνους που είχαν καταφύγει από δειλία στη Σαλαμίνα. Χαβίνος είναι παρατσούκλι που είχε δώσει στον Φαβιέρο, και, όπως εξηγεί ο Βλαχογιάννης σε υποσημείωση, η λέξη αυτή σήμαινε ΄βλάκας’ και ήταν ακόμα ζωντανή (τότε που έγραφε) στα Σάλωνα.

Επίσης, όταν διορίστηκε από την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας μέλος της Αντικυβερνητικής Επιτροπής ο προύχοντας της Λιβαδειάς Γιαννούλης Νάκου, που είχε φήμη ανίκανου ανθρώπου, ο Καραϊσκάκης του έστειλε γράμμα (Κασομούλης 3.336): “Γιαννούλη, με το κάμωμά σου, εάν κρυφθείς υπό την σύζυγό σου θα σε εύρει ο πούτσος του Μεταξά’ εάν έβγεις έξω, δεν γλιτώνεις από το σπαθί μας. Να τραβήξεις χέρι, να παραιτηθείς”. Ο Βλαχογιάννης θεωρεί απίθανο να στάλθηκε όντως το γράμμα και πιστεύει ότι απλώς το είπε ο Καραϊσκάκης στους άλλους Ρουμελιώτες. Ο Μεταξάς είναι ο κεφαλονίτης αγωνιστής και πολιτικός Ανδρέας Μεταξάς και δεν ξέρω αν είχε φήμη για τις επιδόσεις του αυτές.

Ένα επίσης γνωστό απόσπασμα του Μακρυγιάννη: Διορίζεται ο Κουντουργιώτης, διορίζει και τον Σκούρτη το Νυδραίον αρχιστράτηγόν του, κι’ όσο ήξερε ο ένας ήξερε κι’ ο άλλος από πόλεμον. Τότε μπήκαν σε δυσαρέσκεια όλοι οι σημαντικοί αρχηγοί οπού ’ταν εκεί, οπού είδανε το Σκούρτη αρχιστράτηγον απάνου– εις τον Καρατάσιον, εις τον Καραϊσκάκη, εις τον Χατζηχρήστο, εις τον Τζαβέλα και εις τους άλλους. Ο Κουντουριώτης, κουτός, αφού είδε οπού ’ναι αυτός αμαθής από αυτά, αντίς να βάλη αρχηγόν να σώση την πατρίδα κι’ αυτός να δοξαστή, κατά δυστυχίαν από το «όμως» δεν ξέρει άλλο, και έβαλε τον Σκούρτη να διοικήση και να οδηγήση και τους αρχηγούς της ξηράς ο θαλασσινός, απλός αξιωματικός – ούτε και της θάλασσας τον πόλεμον δεν τον γνώριζε καλά. Έλεγε των στεργιανών, «Όρτσα, πότζα!» Εκείνοι έλεγαν «Τι λέγει αυτός, γαμώ το καυλί τ’;» Τέλος πάντων ο πατριωτισμός όλων αυτεινών και της συντροφιάς τους, η ψύχωση της φατρίας και η διαίρεση κι’ ο εμφύλιος πόλεμος και η διχόνοια των μεγαλοκέφαλων Κωλέτη και Μαυροκορδάτου, δια να μην δοξαστή ο ένας και χάση ο άλλος, και το «όμως» του Σκούρτη και το «καυλί» των Ρουμελιώτων – ο Μπραΐμης μπήκε στη Πελοπόννησο και την έκαμε γη Μαδιάμ όχι από την παληκαριά των Αράπηδων, αλλά από αυτά οπού λέγω. Δεκάξι χιλιάδες ασκέρια, το άνθος των Ελλήνων, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι – ύστερα βγάλαν και τους αρχηγούς τους από τη Νύδρα – Σπαρτιάτες κι’ απ’ άλλα μέρη, όλοι αυτείνοι κάθονταν εις τις Χώρες και εις τ’ άλλα χωριά και τρώγαν αρνιά και κόττες, κι’ ο Αράπης όταν τους εύρισκε τους ξεποδάριαζε κυνηγώντας. Αυτά κάνει η διαίρεση και η διχόνοια.

Εκτός από τον Μακρυγιάννη, τα αποσπάσματα αυθεντικής λαϊκής λαλιάς που έχουν διασωθεί από το 1821 είναι ελάχιστα. Για παράδειγμα, όλα τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στα «Ελληνικά Χρονικά», την εφημερίδα του Μεσολογγιού, μόνο τέσσερα είναι σε κάπως λαϊκή γλώσσα. Ένα το παραθέτει ολόκληρο ο Κ. Σιμόπουλος στο βιβλίο του Η γλώσσα και το Εικοσιένα, γράμμα του Σουλιώτη Λάμπρου Βέικου προς τον διοικητή του αλβανικού σώματος των πολιορκητών, τον Ταΐρ Αμπαζή, που ήταν προσωπικός του φίλος. Βέβαια κι αυτό δεν είναι εντελώς αυθόρμητος λόγος, αφού μάλιστα στάλθηκε με τη συγκατάθεση όλων των καπεταναίων:

Ενδοξότατε Ταΐραγα.

Ημείς είμασθεν φίλοι και οι περίστασες της θρησκείας το έφεραν να πολεμήσομεν, όμως πάντοτες η φιλία μας ας τρέχει. Φίλε μου, οπού έχεις δύο φορές οπού ήλθες εις αντάμωσιν διά να μεσιτεύσεις να παραδοθεί το Μεσολόγγι, ακόμη βλέπω οπού ο Ρούμελης μας ζητεί δυο τάμπιες διά να βάλει ανθρώπους του. Ηξεύρετε πολύ καλά ότι τον Θεόν τον έχομεν μαζί και η ελπίδα μας κρέμεται από εκεί, όθεν ως φίλον σε αφήνω να στοχασθείς ότι ένα κάστρο με τζεμπιχανέδες, με ζαϊρέν, με νερό και καθεξής όλα τα χρειαζούμενα, εις αυτόν τον καιρόν και ημείς εδώ μέσα, να το παραδώσομεν θα έχομεν πρώτον την συνείδησιν του Θεού, και δεύτερον την κατηγορίαν όλου του κόσμου, και ξεχωριστά εσένα τον φίλον μας, οπού εις αυτό είμεθα βέβαιοι ότι όχι μόνον δεν θα εύρομεν εις το εξής τόπον να ζήσομεν, παρά ούτε διά το όνομά μας θα ερωτήσει κανένας, τόσον μισητοί θα είμασθεν, όσον από τον Θεόν, τόσον και από την ανθρωπότητα, μπιλμέμ και από τους ιδίους εδικούς μας φίλους μας· όθεν του Ρούμελη χώρισέ του το παστρικά καθώς μας γνωρίζει, ότι να ηξεύρει καλά, χωρίς να κάμει γιουρούσι να έμβει με το σπαθί του, Μεσολόγγι δεν παίρνει.

Ταύτα και μένω ο φίλος σου Λάμπρος Βέικος

Προς τούτοις λάβε τέσσερες μποτίλιες ρούμι να τες δώσεις τους μπαϊρακτάρηδές σου όταν θα κάμουν το γιουρούσι

Το κακό το κάναν, όπως λέει και πιο πάνω το άρθρο, οι γραμματικοί, που ακόμα κι όταν μεταδίναν κουβέντες των αγωνιστών τις αποστείρωναν γλωσσικά. Μερικοί τουλάχιστον έγραψαν αναμνήσεις για τα όσα έζησαν. Άλλοι ελάχιστα έγραψαν ή καθόλου. Ο Γ. Γαζής, γραμματικός του Καραϊσκάκη, έγραψε οχτώ σελίδες όλες κι όλες (ο άλλος γραμματικός του όμως, ο Αινιάν, ευτυχώς έγραψε πολλά). Ο Βασ. Γούδας, γραμματικός του Μαρκομπότσαρη, δεν έγραψε αράδα. Ο γραμματικός του Μιαούλη, ένας σοφολογιότατος από τη Σμύρνη με το καταπληχτικό όνομα Ικέσιος Λάτρης, έγραψε πολύ για πολλά –όχι όμως για τον ναυτικό πόλεμο και τον Μιαούλη. Ο Σιμόπουλος δίνει το εξής ανέκδοτο. Ο Μιαούλης του είχε ζητήσει να γράψει στην Ύδρα να του στείλουν καραβόσκοινο. «Παρακαλούμεν όπως μεριμνήσητε δι’ αποστολήν καμίλου», γράφει ο Ι. Λάτρης και πάει το χαρτί στον ναύαρχο για υπογραφή. «Τι γκαμήλα γράφεις μωρέ; Γούμενα γράψε!».

Προσθήκη: Ωστόσο, όπως είχαμε αναφέρει στο παλιό άρθρο, η έκθεση του Μιαούλη για τη ναυμαχία του Γέροντα είναι γραμμένη σε στρωτή δημοτική. Μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ, χάρη στη φίλη Μαρία που έκανε τον κόπο να την αντιγράψει.

Κι άλλο ένα σχετικό, με τον Κολοκοτρώνη, που διάταξε τον γραμματικό του να ζητήσει τυρί από ένα μοναστήρι. Έγραφε κι απόγραφε αυτός, γέμιζε σελίδες. Οπότε τις παίρνει ο Κολοκοτρώνης, τις σκίζει και γράφει: «Γούμενε τυρί. Κολοκοτρώνης»

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Ο Kωστής Παπαγιώργης για την έννοια του θανάτου

Ο Kωστής Παπαγιώργης μιλά στο Στάθη Τσαγκαρουσιάνο για την έννοια του θανάτου. Πρώτη ψηφιοποίηση μιας παλιότερης συνομιλίας τους, με αφορμή το θλιβερό άγγελμα του θανάτου του σήμερα.

Συνάντησα τον Κωστή Παπαγιώργη πριν από 6-7 χρόνια (το 1985) στις Σπέτσες. Φιλοξενούμενοι στο ίδιο σπίτι. Το βράδυ πήρε όλη την παρέα και μας πήγε σ’ ένα σκυλάδικο. Χόρεψε ζεϊμπέκικο και μέθυσε μεθοδικά – ήπια κι εγώ μαζί του. Ακόμα δεν ξέρω πώς πηδήσαμε μια μάντρα και ξαπλώσαμε κάτω από ένα δέντρο τραγουδώντας. Οι άλλοι απηυδισμένοι έφυγαν. Ήταν γλυκιά νύχτα με φεγγάρι (Αύγουστος) και γυρίσαμε περπατητά, το χάραμα, αγκαλιασμένοι. Από τότε δεν τον ξανάδα.

Μάθαινα διάφορα στο μεταξύ: Ότι το ποτό πήγε να τον σκοτώσει, ότι… ότι… - και ξαφνικά άρχισαν να εκδίδονται τα εξομολογητικά δοκίμιά του – ένα για κάθε πάθος ή πληγή της ζωής του. Τα νέα παιδιά άρχισαν να τον κουβεντιάζουν σαν ένα σκοτεινό ήρωα της λογοτεχνίας (είναι λογοτέχνης; Δοκιμιογράφος; ή απλώς αυτοβιογραφείται;), οι εφημερίδες να του ζητάνε συνεντεύξεις, τα βιβλία του να κάνουν απανωτές εκδόσεις… Του τηλεφώνησα.


Συναντηθήκαμε στο σπίτι του στο Κάτω Χαλάνδρι, να συζητήσουμε για το θέμα του τελευταίου του βιβλίου «ΖΩΝΤΕΣ ΚΑΙ ΤΕΘΝΕΩΤΕΣ»: Το θάνατο (συνεπώς και τη ζωή). Εκείνη τη μέρα έβρεχε. Μου’ φτιαξε νες καφέ, και είχε αγοράσει για την περίσταση ένα παστέλι. Είδα ότι τα μαλλιά του έχουν ισιώσει (θυμάμαι ήταν κατσαρά). Το πρόσωπό του ήρεμο, η φωνή του χαμηλή. Σε λίγο βγαίνει το νέο του βιβλίο («Ξυλοδαρμοί»), γράφει ένα άλλο για την «Ιλιάδα», σχεδιάζει ένα τρίτο για τη Συμπάθεια κι ένα τέταρτο για τον Χρόνο… Όση ώρα μιλήσαμε (και μιλήσαμε πολύ) από το ανοιχτό παράθυρο του δεν πέρασε ψυχή.

Κώστα, τι σ’ έκανε να γράψεις για το θάνατο;
Η αρχάρια σχέση μου με τη ζωή και ο θάνατος, ενός αγαπημένου προσώπου, πριν από δύο χρόνια… Όλα τα κειμενάκια που έχω κάνει έχουν πίσω τους ένα τράνταγμα – θάνατο, ζήλια, μισανθρωπιά, αλκοόλ… Σαν να τρως ένα χαστούκι και να λες: Τώρα, με βάση τον πόνο, να προλάβω να γράψω…

Άλλοι πάλι μιλάνε για το θάνατο, περιγράφοντας εικόνες ευτυχίας – όπως ο Σολωμός.
Κι εκεί ακριβώς είναι το ζήτημα: Γιατί ο άνθρωπος να είναι πάντα με τη λύπη – ακόμα και τις στιγμές της πιο μεγάλης του έξαρσης;

Σε όλους συμβαίνει αυτό; - ή μόνο σε μερικούς ευαίσθητους με χαλασμένο γονίδιο;
Όλοι είναι ευαίσθητοι – και οι πιο αποκτηνωμένοι άνθρωποι. Αφού είμαστε όλοι από το ίδιο ύφασμα – δεν το βλέπεις; Όλοι σκεφτόμαστε το θάνατο.

Κι είναι όλα μαύρα στη ζωή;
Δεν είναι όλα μαύρα. Στον Όμηρο όλα είναι φωτεινά – το μόνο σκοτάδι είναι ο θάνατος. Και δεν αναφέρεται και συχνά – ο ήρωας πάει απλώς να σκοτωθεί ή να σκοτώσει.

Παρ’ όλα αυτά, ο θάνατος είναι στον Όμηρο το πιο δυνατό πράγμα.
Ακριβώς γιατί ο πολιτισμός τα’ χει βρει όλα, αλλά με το θάνατο δεν μπορεί να τα βρει. Γιατί δε γίνεται να τα βρει. Ο θάνατος είναι τρύπα – τελείωσε. Και η θρησκεία (με πρώτο τον Πλάτωνα, ο οποίος υποστήριξε ότι δεν υπάρχει θάνατος και η ψυχή είναι αθάνατη) αυτή την τρύπα προσπαθεί να κλείσει.

Πώς;
Μιλάει για την ανάσταση και μετά θάνατον ζωή. Λέει ότι το ουσιώδες της ζωής δεν υπάρχει μέσα στη ζωή. Συνδέει το θάνατο με την αμαρτία. Εμείς το βλέπουμε υπαρξιακά: Ζεις και πεθαίνεις. Οι χριστιανοί βλέπουν τη μετά θάνατον ζωή σαν μετά θάνατον τιμωρία. Γιατί δρουν σαν νομοθέτες. Ο Σωκράτης λέει ότι αν ο εγκληματίας μετά θάνατον γλιτώνει, πώς θα υπερασπιστούμε τις αξίες; Γι’ αυτό και στην «Πολιτεία», οι ψυχές πάνε στον ουράνιο δικαστή με τα αμαρτήματα γραμμένα πάνω τους.

Υποστηρίζεις όμως στο βιβλίο σου ότι πέρα από το στήριγμα της θρησκείας, θα’ πρεπε να βρούμε ένα φρόνημα γενναιότερο, για ν’ αντιμετωπίζουμε το θάνατο.
Ε, δεν υπάρχει…

Τότε, γιατί το επικαλείσαι;
Γιατί είναι μια δυνατότητα – να μην την πω; Εσύ, δέχτηκες ποτέ τις παρηγοριές της θρησκείας; Κοίταξε, το σκέφτεσαι… Διαφορετικό όμως πράγμα να’ σαι έμπορος μιας ιδέας, και διαφορετικό να’ σαι χρήστης. Το ράσο θεολογεί και εμπορεύεται ιδέες – ε, με το ράσο δεν ήμουνα ποτέ. Εγώ είμαι μονάχα χρήστης.

Και κάποια στιγμή έγινε ένα σπάσιμο;
Ε, κάποια στιγμή τελειώσανε όλα – η υπομονή, ο χρόνος για να λυθούνε τα προβλήματα… κλάταρα.

Πώς;
Τότε, με το μεθύσι. Κλάταρα κανονικά. Αλλά δεν θέλω να μπούμε στο ποτό.

Πρέπει να δεις το χάρο με τα μάτια σου για να καταλάβεις ότι δεν έχει νόημα η θρησκευτική παρηγοριά;
Ή έχει απόλυτο νόημα, οπότε περνάς και το δέχεσαι – ή λες «κάτσε, κάτι δεν πάει καλά εδώ’. Γιατί η θεολογία λέει ότι ακριβώς επειδή αυτή είναι η φύση του θανάτου (το απόλυτο μηδέν, το λιωμένο κορμί) έχει νόημα η ανάσταση. Η οποία είναι πάντα εξ αποκαλύψεως – δεν έχει γιατί, δεν κρίνεται, είναι εκτός ιστορίας. Όπως λέει και ο μυστικιστής Σιλέσιος «το ρόδο ανθίζει επειδή ανθίζει επειδή ανθίζει».

Και μαραίνεται επειδή μαραίνεται επειδή μαραίνεται.
Όχι – ο μαρασμός κι ο θάνατος για τη θρησκεία έχουν εχέγγυα. Εχέγγυα δεν έχει μόνο η ανάσταση.

Αυτό μου φαίνεται λιγάκι σαν φιλοσοφικό τρικ.
Τρικ, ναι – αλλά ο Πασκάλ έλεγε, στοιχηματίστε! Αν χάσετε, τι χάνετε; Αν κερδίσετε, κερδίζετε τα πάντα… Ο χριστιανισμός ακριβώς επειδή απέχει της ιστορίας, δεν θα φθαρθεί ποτέ.

Δεν θα μπορούσε να διαρκέσει η ομηρική λάμψη των πάντων;
Ο Όμηρος υπάρχει ως έργο τέχνης. Η κατάσταση των ανθρώπων ήταν τότε, υποτίθεται, πρωτόγονη. Κι η θρησκεία με το «επέκεινα του θανάτου» που έφερε είναι η μεγαλειώδης πνευματική ενηλικίωση του ανθρώπου. Στον Όμηρο η νύχτα είναι ιερή, η μέρα είναι ιερή, η φύση είναι ιερή…

Δεν θα μπορούσαν να ξαναγίνουν;
Μα πώς; Σε ποιον κόσμο, ποια φύση; Δεν βλέπεις ότι καταστρέψανε τα πάντα; Αφότου μάθανε τι ακριβώς είναι ο πλανήτης (γιατί ο Όμηρος πίστευε ότι υπάρχει απλώς ένας ποταμός γύρω από τον κόσμο) μάθανε και πώς να τον παλέψουν, πώς να τον χαλάσουν.

Ένας ζωγράφος που σ’ αρέσει, ο Φράνσις Μπέικον, λέει ότι το αίσθημα της θνητότητας δημιουργεί απληστία για τη ζωή.
Ναι, ο θάνατος είναι δημιουργικός – σου προκαλεί τον πανικό της δράσης. Υπάρχει μια αρχή ζωτικότητας…

Συγκεκριμένα;
Πάρε συγκεκριμένους ανθρώπους να δεις.

Εσύ;
Εμένα το μόνο που μου άρεσε είναι να είμαι τύφλα, αλλά αυτό δεν είναι δουλειά. Βλέπω όμως άλλους, που κάνανε οικογένεια, σπίτια, σχέδια, ταξίδια…

Μετά το τύφλα;
Μετά το τύφλα… γίνεσαι ένας εστέτ της δυστυχίας – και την εμπορεύεσαι. Αυτό γίνεσαι… Κι υπάρχει πάντα η ψευδαίσθηση ότι η καινούρια μέρα κάτι θα φέρει. Σαν να σκάβεις στο σκοτάδι και να λες «κάτι θα βρω»… Είναι μια αίσθηση ηττημένου από τη ζωή την ίδια.

Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που στέκονται στον αφρό του ηδονισμού και προσπαθούν από τα λίγα της ζωής να πάρουν όσο μπορούν περισσότερα.
Και πού καταλήγουν; Βλέπεις ότι οι άνθρωποι που περάσανε πολλές ηδονές γίνονται οι Μεγάλοι Μελαγχολικοί. Και οι Μεγάλοι Μετανοημένοι… Εντάξει, σήμερα με πέντε μικρές αρχές (ηδονή, λεφτά, εξυπνάδα) μπορείς να ζήσεις, αλλά τι σόι ζωή είναι αυτή;

Εγώ, πολλές φορές, ζηλεύω την ωραία τους τύφλα.
Δεν νομίζω. Κανείς δεν τα ζηλεύει αυτά. Ζηλεύεις ορισμένα απ’ αυτά που έχουν – όχι τη ζωή τους. η οποία κάποια στιγμή, επιμένω, πέφτει στο κεφάλι τους και τους πλακώνει.

Νομίζεις ότι η εποχή μας είναι πιο εξοικειωμένη με το θάνατο;
Έτσι νομίζω. Σκέφτομαι, ας πούμε, τα ναρκωτικά. Δεν μπορεί αυτά τα παιδιά να μη μαθαίνουν γρήγορα το θάνατο…

Υπάρχει και η εξοικείωση των media.
Μπορεί μετά τις 12 η τηλεόραση να γίνεται σφαγείο, αλλά στρίβεις το κεφάλι αλλού και τελείωσε. Αυτά είναι πληροφορίες, ξένοι θάνατοι…

Κι υπάρχουν και οι μοναχοί του Αγίου Όρους που λειτουργούν σε παρεκκλήσια δίπλα στις νεκροκεφαλές των παλιών μοναχών.
Εγώ αυτό το σέβομαι. Πιστεύω ότι η καλογερική είναι βαριά, γιατί ο άλλος πληρώνει με τη ζωή του μια πίστη.

Κι η τόση συνάφεια με το θάνατο γιατί, λες, υπάρχει;
Για να σου φεύγει η ψευδαίσθηση ότι η ζωή έχει μεγάλη πυκνότητα. Είναι σαν να σου δείχνει βουλιαγμένο το πλοίο. Γιατί η θρησκεία λέει συνέχεια αυτό: Μην μπερδεύεσαι – να η αλήθεια! Γιατί η θρησκεία, ουσιαστικά, καταγγέλλει τη ζωή – πράγμα για την οποία την κατηγορούσε κι ο Νίτσε, «Κάνετε» τους έλεγε «ψευδαίσθηση την ίδια τη ζωή, και όλα τα μεταθέτετε στο ύστερα». Ο Νίτσε ήταν υπέρ της χαράς, του χορού, της απόλαυσης…

Σήμερα, στην Ελλάδα, ποιοι βλέπεις ότι είναι θετικοί με τη ζωή;
Μόνο όσοι εξαιρούνται. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος να’ ναι τυφλωμένο και συγχρόνως θετικός.

Και τι κερδίζει ο εξαιρεμένος;
Τίποτα. Την πικρή αίσθηση ότι έχει επαφή με το πρόβλημα. Ο Πλάτωνας έλεγε «οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσι». Τίποτα. Δεν έχει κέρδος, ούτε κάτι χειροπιαστό. 

Ούτε λίγη ησυχία παραπάνω;
Ε, ησυχία, μπορεί.

Γιατί νομίζεις ότι πολλοί πιτσιρικάδες παθαίνουν μια θανατοληψία με το deathrock και το heavymetal;
Γιατί όλοι έχουμε την ανάγκη να νιώθουμε δραματικά. Τα παιδιά μιλούν για το θάνατο, κι αυτό τους δίνει το ανάστημα ενός σκοτεινού ηρωισμού.

Υπάρχουν στιγμές που λες, αφού θα πεθάνω, τι νόημα έχει να ζω;
Έχει νόημα να ζεις, γιατί ο θάνατος δε μπαίνει μέσα στη ζωή. Γι’ αυτό λένε, χτύπα ξύλο… Η ζωή έχει τρομακτική καύλα – για όλους, για τους πάντες. Βλέπεις, άνθρωποι ανάπηροι που έχουν μείνει με το ένα δαχτυλάκι και τρώνε με το δαχτυλάκι… Και δεν ζει κανείς σκεπτόμενος διαρκώς το θάνατο, όσο φιλόσοφος κι αν είναι. Ο θάνατος είναι μια πένθιμη σκέψη που έρχεται και φεύγει – χωρίς να ορίζει τη ζωή.

Κι ο θάνατος των αγαπημένων προσώπων;
Εκεί είναι τα δύσκολα. Συνήθως αυτό που συμβαίνει όταν είμαστε μεγάλοι, αλλά ακόμα και τότε βλέπεις ότι το ζήτημα μπαίνει σκληρά για ένα χρονικό διάστημα. Μετά…

Υπάρχει μια ενστικτώδης άμυνα μέσα μας;
Απόλυτα. Το «Είναι και ο Χρόνος» του Χάιντεγκερ, ουσιαστικά είναι ένα βιβλίο για το πώς αντιμετωπίζεται ο θάνατος. Για να είσαι σε αυθεντική κατάσταση πρέπει συνεχώς να προλαμβάνεις το βήμα του θανάτου. Να γρηγορείς σαν να πρόκειται να συμβεί την επόμενη στιγμή. Να’ χεις αποθέματα αντοχής και να συνάπτεις ειρήνη με την εκμηδένιση. Να μην τρέμεις. Να το δεχτείς!

Να σωπάσεις.
Να σωπάσεις.

Το βιβλίο σου όμως δεν είναι σιωπή.
Εγώ αυτό το βιβλίο το έκανα σαν ένα είδος προσευχής για ένα αγαπημένο πρόσωπο. Όπως όταν χάνεις έναν πολύ καλό φίλο και του γράφεις όσα δεν πρόλαβες να του πεις. Γιατί η ηθική μας είναι οι νεκροί και η προσευχή είναι ένας τρόπος να τους θυμόμαστε.

Η χαρά θα μπορέσει ποτέ να σε κάνει να γράψεις;
Μακάρι να ’χα βιώματα χαράς, να τα περιγράψω. 

Είναι δυνατό υλικό για τα βιβλία η χαρά;
Δεν νομίζω. Δεν βλέπεις ότι δεν υπάρχουν βιβλία χαράς; Ο πόνος είναι πιο σχετικός με τη φύση του ανθρώπου – ακόμα και η χαρά γεννάει λύπη. Και τα πιο χαρούμενα βιβλία έχουν γραφτεί σε στιγμές μεγάλου πόνου. Το λέει ωραία ο Πλούταρχος αυτό: Οι άνθρωποι γλιστράνε σαν τις μύγες στο γυαλί και στέκονται όπου υπάρχει ρωγμή, σπάσιμο. Κι η ιστορία της λογοτεχνίας αυτό λέει: Ότι τα πρόσωπα που μας έχουν πονέσει είναι ιερά και τα οδυνηρά αισθήματα κορακοζώητα. Το μόνο βιβλίο χαράς που έχω διαβάσει είναι ο Όμηρος. Κι ο Σέξπιρ – όπου υπάρχει ένα είδος μεθυσμένου δάσους που μου είναι λίγο ξένο, γιατί είναι μεσαιωνικό. 

Βλέπεις όμως ότι ο Σέξπιρ μιλάει για τη ζωή και το θάνατο, σαν να είναι όψεις του ίδιου νομίσματος.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη σοφία. Το ότι ο θάνατος παρ’ ότι πληγώνει τη ζωή, είναι αυτό που της δίνει και την αξία της.

Ο Σέξπιρ μου φαίνεται λέει κάποια στιγμή και ότι η ομορφιά είναι μια άμυνα στη φθορά και στο θάνατο.
Γιατί η ομορφιά έχει ένα στοιχείο αθανασίας. Είναι και πάνω από τα πρόσωπα. Βλέπεις μια πολύ όμορφη γυναίκα και επειδή η ίδια δεν έχει κάνει τίποτα γι' αυτό, λες «δεν της ανήκει – είναι μια θεϊκή σταγόνα που’ πεσε πάνω της». Ε, η ανθρωπότητα όλο με τέτοια πράγματα ζει. Παρ’ όλο τον ορθολογισμό της, βλέπει ότι η ουσία των πραγμάτων δεν στέκεται πουθενά – είναι ανάερη και μαγική. Γιατί εγώ πιστεύω ότι όλα τα πράγματα είναι ένας αέρας – τα πιο σκληρά, τα πιο ισχυρά, τα πιο μαλακισμένα – όλα ένας αέρας είναι. 

Μου θυμίζεις το Σολωμό: «Έρμα ειν’ τα μάτια που καλείς/ Χρυσέ ζωής αέρα».
Τυχαία λένε ότι το πνεύμα είναι μια πνοή ζωής;
----

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 19 Απριλίου του 1992. Ψηφιοποιείται σήμερα πρώτη φορά, με αφορμή τό άγγελμα του θανάτου του, σε ηλικία 67 ετών, από καρκίνο.

Μίλτος Σαχτούρης "Με κατατρώει αυτή η ποίηση"

ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ

Σε κάτι παλιά χαρτιά, 30 χρόνων και βάλε, βρήκα αυτό: είναι η πρώτη συνέντευξη που πήρα ποτέ -και
είναι από τον Μίλτο Σαχτούρη! Δεν ήξερα τότε πώς να χειριστώ το τεράστιο υλικό – δημοσίευσα ένα μικρό κομμάτι της. Τώρα που ο χρόνος δίνει άλλη αξία και νόημα στα πράγματα με τα οποία κάποτε, άμαθα, πειραματιστήκαμε, νομίζω ότι αξίζει να δημοσιευτούν αυτά τα λόγια ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Η
συνέντευξη έγινε στο σπίτι του στην Κυψέλη, παρουσία της Γιάννας Περσάκη.

Κύριε Σαχτούρη, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να διαβάζουν τη «δύσκολη» ποίηση σας;

Θέλω να πλησιάζουν την ποίησή μου με αγάπη μόνο, χωρίς διανοητικές τάσεις και προεκτάσεις που αγνοώ. Ο Ισαάκ Μπράιτον, ας πούμε, δεν ξέρω καν ποιος είναι, ούτε ο Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι. Στους πέντε χιλιάδες που αγόρασαν τελευταία τα ποιήματά μου θα υπάρχουν 100-200 άνθρωποι που καταλαβαίνουν, άσχετα από τη μόρφωσή τους. Το έχω ξαναπεί, στο Μαρούσι, προ πολλών ετών, ένας τσαγκάρης με γνώσεις Δ’ Δημοτικού διάβαζε τη «Λησμονημένη» κι έκλαιγε εξηγώντας μου πως είναι ερωτικό ποίημα – αυτό που είναι από τα πλέον δύσκολά μου. Πάντα ορισμένοι με μια ευαισθησία αλλιώτικη, που έχουν ανάγκη την ποίησή μου, θα με καταλαβαίνουν. Μερικοί θυμώνουν όταν τους επισημαίνεις την έλλειψη ευαισθησίας που τους αποκλείει από τη μέθεξη. Ένας συνταγματάρχης μπορεί να παραδεχτεί ότι δεν καταλαβαίνει τον Μπετόβεν, αλλά επιμένει ότι μπορεί και κρίνει όλη την ποίηση. Δεν χρειάζεται να έχεις σχέση με την ποίηση για να συγκινηθείς. Εκείνο που με ικανοποιεί περισσότερο απ’ όλες τις κριτικές και τα γραφόμενα είναι οι ομολογίες μερικών νέων παιδιών ότι βρήκαν στην ποίησή μου κάποιον που συμπάσχει μαζί τους. Ήταν σαν να προέβλεψα τα δύσκολα χρόνια μας.

Το έργο σας έχει, κυρίως από άποψη ύφους, συνεκτικότητα και συνέπεια πρωτοφανή.

Δεν εκτιμώ όσους πετάγονται από το ένα θέμα στο άλλο και αλλάζουν το ύφος σαν πουκάμισο. Είναι κάτι που με ενοχλεί και στον Πικάσο. Η λεγόμενη ανανέωση. Εγώ πιστεύω ότι ένας γνήσιος ποιητής έναν κόσμο έχει, και αυτόν εκφράζει. Το είπε και ο Παλαμάς: «Το ίδιο τραγούδι πάντα να λες, είτε γελάς είτε κλαις». Εκτιμώ τον Ρουό και τον Σαγκάλ που διατήρησαν το στυλ τους ως το τέλος.

Ο κόσμος του καλλιτέχνη δεν υφίσταται ποτέ μεταβολές στην πορεία του, και κάποτε μάλιστα βίαιες;
Ναι, δεν αλλάζει ποτέ όμως ο μηχανισμός του οράματος, εκτός και είναι πλαστός. Ο γνήσιος ποιητής πρέπει να βρει το «μηχανάκι» του. Να καταλήξει κάπου... Κι εγώ στις «Παραλογαίς» άρχισα να κάνω δοκιμές, για να καταλήξω οριστικά στο «Με το πρόσωπο στον τοίχο».

Πώς μπορεί ένας ποιητής να φανεί χρήσιμος; Το έργο σας έχει κάποιο αίτημα πέρα από τη μυστηριώδη ανάγκη που το κινεί;

Ο ποιητής είναι άχρηστος. Είναι είδος πολυτελείας. Βοηθάει ορισμένους μόνο ευαίσθητους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που έχει αυτή η ζωή.

Αυτό δεν είναι ήδη κάτι;

Ίσως, και παρόλο που δηλώνω έτσι αφοριστικά την αχρηστία του ποιητή, βλέπω οπωσδήποτε την έστω περιορισμένη κοινωνική λειτουργία του. Υπάρχει αυτή η αντίφαση. Ο κόσμος γελάει όταν δηλώνεις ποιητής, άλλωστε τα περισσότερα ειδύλλιά μου τελειώσανε άμα τη δηλώσει της ποιητικής μου ιδιότητος. Πολλοί ντρέπονται.

Εσείς;

Όχι, εγώ ήμουν ανέκαθεν τρελός, επαναστατημένος. Το πλήρωσα ακριβά αυτό, αλλά δεν μετάνιωσα ποτέ.

Νιώσατε ποτέ την ανάγκη να δημιουργήσετε κάτι παράλληλο ή ενάντιο στην ποίηση;
Όχι, ποτέ. Και όταν άφησα τα Νομικά τον τελευταίο χρόνο, έβαλα συμβόλαιο με τον εαυτό μου. Ζωγράφισα κάποτε, αλλά ως παιχνίδι και μόνον όταν δεν έγραφα ποιήματα. Άλλοτε επιχείρησα να δουλέψω, ακόμα και ως μεταφραστής, και όταν μου έμπαινε μια λέξη στο μυαλό, δεν κοιμόμουν όλο το βράδυ. Η Γιάννα Περσάκη, στην οποία οφείλω πολλά ακόμα, με απέτρεψε και γλίτωσα από το μαρτύριο. Οι καθαρόαιμοι ποιητές δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο. Άλλοι τα καταφέρνουν. Δεν τους αγαπώ αυτούς τους άλλους. Ποτέ δεν αγάπησα τον Κλοντέλ που ήταν και διπλωμάτης και ας τον είπαν μεγάλο. Ο Σεφέρης το είχε πει στον Ελύτη: «Αν δεν είχα αυτήν τη δουλειά, πόσο ωραιότερα πράγματα δεν θα είχα γράψει».[...]

ΠΗΓΗ: Lifo

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ

21 Μαρτίου. Εαρινή ισημερία και ταυτόχρονα παγκόσμια ημέρα ποίησης. Πόσοι άραγε το ξέρουν; Και κυρίως, ποιους αφορά τελικά; Ο Χάρης Βλαβιανός στο βιβλίο του με τίτλο Ποιον αφορά η ποίηση και με υπότιτλο Σκέψεις για μια τέχνη περιττή, δίνει με το εύρος και το βάθος των γνώσεών του, τη ζωντάνια, το χιούμορ και την καυστικότητα του ύφους του, τη δική του ερμηνεία ή καλύτερα φωτίζει τις παραμέτρους και τους λόγους που η Τέχνη των τεχνών όσο φθίνει και απευθύνεται σε όλο και λιγότερους αναγνώστες ή ζηλωτές, τόσο ανθεί εκδοτικά κερδίζοντας όλο και περισσότερους επίδοξους ποιητές.

Στίχοι επί στίχων, ρίμες, τσιτάτα, φράσεις περίτεχνα δοσμένες έχουν κατά καιρούς ειπωθεί για την ανεκτίμητη και μυστηριακή Kυρία των γραμμάτων που θα ήταν κουραστικό και άσκοπο να ξαναειπωθούν απ’ αυτό το post.

Ο καθένας που καταπιάνεται μαζί της, άσχετα με την αμφιλεγόμενη ποιότητα  των γραπτών του, διαισθάνεται τη μέθη και τη δίνη των λέξεων όταν επιχειρεί να αναβαπτίσει σκέψεις, αισθήσεις και παραισθήσεις στο ανεξερεύνητο πηγάδι του λόγου.

Είναι μια σχοινοβασία σε τεντωμένο, δυσδιάκριτο σχοινί με την άβυσσο να χάσκει από κάτω, επισφαλής ισορροπία ανάμεσα στο είναι και το μη είναι, στο συμβάν και την οπτασία, στη λογική και την τρέλα.

Η ποίηση είναι ίσως η βάρκα της άλλης όχθης του νου για ταξίδι χωρίς επιστροφή. Γιατί κι εδώ Ιθάκη δεν υπάρχει, τα ποιήματα είναι τα δέντρα του Ρίτσου που δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, ή ο καλύτερος τοίχος για να κρύψουμε το πρόσωπό μας, σύμφωνα με τον Αναγνωστάκη.

Κι όσοι ασχολούνται μαζί της όχι στιγμιαία, σαν αστραποβολίδες που λάμπουν κι αμέσως σβήνουν αλλά συνεχόμενα και επώδυνα, προσπαθώντας να κατασκευάσουν το αμάγαλμα του κόσμου τους με παρρησία και συνέπεια, αυτοί ξέρουν την αναγκαιότητα και τη σημασία της για τη συνέχεια ενός αυθεντικού-ανθρωποκεντρικού πολιτισμού που ίσως  καταφέρει να εξασθενήσει τη βαρβαρότητα και την ευτέλεια της ζωής.

Ή όπως λέει ο Πατρίκιος: Η ποίηση είναι μια λύτρωση ατομική - αν όχι ανάδειξη. Μπορείς μιαν άκρη μόνο της αλήθειας να σηκώσεις, να ρίξεις λίγο φως στην πλαστογραφημένη σου ζωή.


Stavronia

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Έχω συλλάβει τη μορφή μου κάπου ανάμεσα σε μια θάλασσα...

Έχω συλλάβει τη μορφή μου κάπου ανάμεσα σε μια 
θάλασσα, που ξεπροβάλλει από το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησιάς, και σ' ένα κορίτσι ξιπόλητο, που του σηκώνει ο άνεμος το ρούχο, μια στιγμή τύχης που αγωνίζομαι να αιχμαλωτίσω και της στήνω καρτέρι με λόγια ελληνικά.
Να τι είδους είναι ο ελάχιστος καμβάς όπου μπορεί επάνω του να κεντηθεί το ιδεόγραμμα της ζωής μου` που, ωστόσο, αν έβρισκε κανείς ότι αξίζει τον κόπο να το αναλύσει, θα' φτανε να σχηματίσει ένα χώρο, που η σημασία του δε βρίσκεται στα στοιχεία τα φυσικά που τον απαρτίζουν, αλλά στις προεκτάσεις και στις αντιστοιχίες τους μέσα μας , ως τις απώτατες άκριες, έτσι, σε τελικήν ανάλυση, ολόκληρο το νόημα του οράματος να συγκεντρώνεται στην καθαρότητα ψυχής που προϋποθέτει, για να γίνει ευανάγνωστο και κατανοητό. Πρέπει να' χει , φοβούμαι, πεισθεί κανένας προηγουμένως ότι η ψυχική διεργασία που απαιτείται για να συλλάβει έναν άγγελο είναι πολύ πιο επώδυνη και τρομαχτική από την άλλη, που κατορθώνει να εκμαιεύει δαιμόνους και τέρατα, για να μπορέσει να καταλάβει τι θέλω να πω[...]
[...] Αν εμίλησα στην αρχή για κορίτσι και για εκκλησάκι με κίνδυνο να φανώ ελάχιστα σοβαρός είχα το λόγο μου. Θά' θελα να τραβήξω το πρώτο μέσα στο δεύτερο και να το κάνω δικό μου, όχι διόλου για να σκανδαλίσω, αλλά για να ομολογήσω πως ο έρωτας είναι ένας` και, μαζί , για να κάνω πιο πυκνό το ποίημα, που θέλω, με τις ημέρες του βίου μου, ν' αποτελώ.
Κλωνάρια ροδιάς θα' βλεπα τότε να ξεφυτρώνουν από το τέμπλο κι ο άνεμος να ψέλνει στο παραθυράκι με το κύμα όταν ο νοτιάς, πιο δυνατός, θα το βοηθούσε να καβαλήσει το πεζούλι. Σ' ένα τέτοιο πεζούλι αγγίχτηκα γυμνός κάποτε, κι ένιωσα να καθαρίζουνε τα σωθικά μου, σάμπως ο ασβέστης να 'χε διαπεράσει φύλλο - φύλλο με τις απολυμαντικές του ιδιότητες την καρδιά μου. Γι' αυτό δε φοβήθηκα ποτέ μου το βλέμμα το άγριο των Αγίων, το άγριο, βέβαια, όπως καθετί που φτάνει τ' Άφταστα. Ήξερα ότι έφτανε ίσα - ίσα ν' αποκρυπτογραφεί τους Νόμους της φανταστικής μου πολιτείας και ν' αποκαλύπτει ότι είναι αυτή η έδρα της αθωότητας. Μην το πάρει κανένας για έπαρση` δε μιλώ για τον εαυτό μου ` μιλώ για όποιον νιώθει σαν τον εαυτό μου και δεν έχει αρκετή αφέλεια να το ομολογεί.
Αν υπάρχει, συλλογίζομαι, για τον καθένα μας ένας διαφορετικός, προσωπικός Παράδεισος, ανεπανόρθωτα ο δικός μου θα πρέπει να' ναι σπαρμένος με δέντρα λέξεων που τ' ασημώνει ο άνεμος καθώς λεύκες, από ανθρώπους που βλέπουν να επαναστρέφει επάνω τους το δίκιο που τους έχει αφαιρεθεί, από πουλιά που ακόμα και μέσα στην αλήθεια του θανάτου επιμένουν να κελαηδούν ελληνικά, και να λεν " έρωτας", " έρωτας", " έρωτας", " έρωτας".....


Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά [ Πρώτα - Πρώτα, ζ ], Κέδρος 1987 , 3η έκδοση οριστική

Ο Οδυσσέας Ελύτης ταξίδεψε για τον Παράδεισο μια μέρα σαν και τη σημερινή, το 1996


Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

ΣΟΡΟΚΑΔΑ

Πρωί Κυριακής και γύρισε ο καιρός. Οι ανέλπιστες λιακάδες των δύο ημερών που προηγήθηκαν έχουν χάσει τη λάμψη τους  κάτω από μια ανάρια συννεφιά, ομοιόμορφη σ’ όλο το εύρος του ορίζοντα…
Φυσάει. Όχι τίποτα ιδιαίτερο, ένα πέρασμα, μια κάποια σάρωση πάνω απ’ τη θάλασσα,  ίσα για ν’ αλλάξει  δέρμα  το νερό, ν’ ανατριχιάσει κάπως απ’ το ξύπνημα της παλάμης του αέρα.
"Σορόκος ή σιρόκος", ή και τα δυο μαζί, πάντως νοτιάς, έτσι ονομάζεται αυτός ο άνεμος που κάνει αισθητή -αλλά με σεμνότητα και διακριτικότητα- την εμφάνισή του υποθέτω απ’ την άνοιξη κι ύστερα -τόσα χρόνια στο νησί ακόμα  μαθαίνω τους ανέμους, συνήθως τους βρίσκω, αλλά δεν είναι και λίγες οι φορές που τους χάνω.
Παρακολουθώ  έξω απ’ το παράθυρό μου τα ψαροκάικα που ανοίγονται, εμφανίζονται και εξαφανίζονται πίσω απ’ το φάρο, αναρωτιέμαι πώς να είναι η αίσθηση αυτών των ανθρώπων που με τα πλεούμενά τους διασχίζουν τη θάλασσα, ζηλεύω τη δυνατότητά τους να απομονώνονται στα δικά της στοιχεία, να συνυπάρχουν στη σιωπή και την απεραντοσύνη της.
Σκέφτομαι πόσο μεγάλη τύχη είναι να ζεις κοντά της, να μεταφράζεις ανάλογα με τα ψυχικά φαινόμενα της διάθεσής σου τα πολλαπλά της πρόσωπα και να νιώθεις καθημερινά αυτόν τον αλλόκοτο ερεθισμό να σου γαργαλάει το νου στην ίδια θέση, εκεί που κάθε πρωί κοιταζόσαστε.
Όπως και να το κάνεις είναι ένα είδος απόδρασης, ένα φευγιό χωρίς αποσκευές, το σημείο που ο άνθρωπος ξαναβρίσκει τα κρυμμένα υλικά της προσφοράς και της ελευθερίας ενός παραγκωνισμένου παράδεισου…

Καλημέρα με σοροκάδα...

Stavronia

Γούντι Άλεν για την επόμενη ζωή ...

"Την επόμενη ζωή μου θέλω να τη ζήσω ανάποδα. Ξεκινάς από νεκρός κι έτσι το γλιτώνεις αυτό.
Μετά ξυπνάς σε ένα γηροκομείο κι αισθάνεσαι κάθε μέρα και καλύτερα. Σε πετάνε έξω από το γηροκομείο, γιατί δεν είσαι πλέον τόσο γέρος. Πηγαίνεις και εισπράττεις τη σύνταξή σου και μετά όταν αρχίζεις να δουλεύεις σου δίνουν δώρο ένα χρυσό ρολόι και κάνουν πάρτι για σένα την πρώτη μέρα στη δουλειά. Δουλεύεις τα επόμενα 40 χρόνια μέχρι να γίνεις αρκετά νέος για να χαρείς την ζωή. Κάνεις πάρτι, πίνεις αλκοόλ και γενικά είσαι 'ατακτούλης'. Μετά είσαι έτοιμος για το γυμνάσιο. Στη συνέχεια πας στο δημοτικό, γίνεσαι παιδί, παίζεις. Δεν έχεις ευθύνες, γίνεσαι βρέφος μέχρι την στιγμή που γεννιέσαι. Μετά περνάς 9 μήνες κολυμπώντας σε ένα πολυτελές σπα με όλα τα κομφόρ, κεντρική θέρμανση και πλήρη εξυπηρέτηση, κάθε μέρα και μεγαλύτερο χώρο και νάτο !!! Τελειώνεις σαν...ένας οργασμός..."

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ / «Ελευθερία έκφρασης»

«Την πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα…

Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.

Ώσπου μια μέρα
-την πιο διάφανη απ’ όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.

Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα»

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

JOSE SARAMAGO / ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ

Η λειτουργία του κόσμου έπαψε να είναι το απόλυτο 
μυστήριο που ήταν, οι μοχλοί του κακού βρίσκονται 
μπροστά στα μάτια... όλων, για τα χέρια πο τους
χειρίζονται δεν υπάρχουν πια γάντια ικανά να κρύψουν τις κηλίδες του αίματος. Θα έπρεπε, επομένως, να είναι εύκολο για τον καθένα να επιλέξει ανάμεσα στην πλευρά της αλήθειας και στην πλευρά του ψεύδους, ανάμεσα στον ανθρώπινο σεβασμό και στην ασέβεια προς τον άλλον, ανάμεσα σε αυτούς που είναι με τη ζωή και αυτούς που είναι εναντίον της. Δυστυχώς, τα πράγματα δε συμβαίνουν πάντα έτσι. Ο προσωπικός εγωισμός, το βόλεμα, η έλλειψη γενναιοδωρίας, οι μικρές δειλίες της καθημερινότητας, όλα αυτά συνεισφέρουν σε μια ολέθρια μορφή πνευματικής τυφλότητας, να βρισκόμαστε δηλαδή στον κόσμο και να μη βλέπουμε τον κόσμο, ή να βλέπουμε από αυτόν ότι, ανά πάσα στιγμή, τείνει να εξυπηρετεί τα συμφέροντά μας. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορούμε να ευχηθούμε παρά να έρθει η συνείδηση και να μας ταρακουνήσει επειγόντως από το μπράτσο και να μας ρωτήσει εξ επαφής: “Πού πας; Τι κάνεις; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;”. Μια εξέγερση ελεύθερων συνειδήσεων θα χρειαζόμασταν. Είναι άραγε εφικτό;

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Η ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΝΟ

Υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση ότι δε συμβαίνει τίποτα. Μόνο δική μου, απασχολεί
κι άλλους, δεν ξέρω. Μια εικόνα επικαιρότητας διαδικτυακή, τηλεοπτική, ραδιοφωνική αλλά και -για τον καθένα ατομικά- επικοινωνιακή ενός κενού, όχι σιωπηλού ή τουλάχιστον αθόρυβου, τουναντίον φλύαρου και ηχηρού. Δε συμβαίνει τίποτα επί της ουσίας ή συμβαίνει κάπου αλλού;

Ο αφρός των ημερών ούτε αφρίζει ούτε ανάλαφρος είναι όσο κι αν οι εικόνες φοράνε ένα παχύ στρώμα πούδρας. Ο αφρός των ημερών είναι το δια ζώσης κατακάθι. Μια κεντρομόλος δύναμη πληροφοριών έχει γίνει η καθημερινότητά μας, τέτοια που ο καθένας έχει πρόσβαση παντού αλλά αυτό το παντού φοράει δέρμα από αληθοφάνειες και ψευδαισθήσεις, πολλαπλασιάζει τα είδωλα κι ύστερα τα καταβαραθρώνει για να φτιάξει νέα με ημερομηνία λήξης.

H σχέση γνώσης-πληροφορίας αποδεικνύεται σήμερα παρά ποτέ αντιστρόφως ανάλογη: Όσο βαθαίνει η δεύτερη τόσο στερεύει η πρώτη. Κι όσο στερεύει η πρώτη τόσο φυραίνει η έννοια και το περιεχόμενο της ανθρώπινης αξίας.

Βράζουμε στο δηλητηριώδες ζουμί μιας πραγματικότητας στην οποία τίποτα δε μοιάζει πραγματικό κι όλα συμβαίνουν ερήμην, ένας κυριαρχικός αχταρμάς πολιτικών και πολιτιστικών δρώμενων, εφιαλτικός και διάχυτος από έλλειψη αυθεντικότητας και ιστορικής συνέχειας. Το αποτέλεσμα του πώς φτάσαμε ως εδώ υποσκελίζει τα αίτια, ή θα 'πρεπε να τα υποσκελίζει, γιατί τα αίτια ερμηνεύονται ποικιλοτρόπως και συγκρούονται με εκ διαμέτρου αντίθετες αναλύσεις άμεσα εξαρτώμενες από την πυτιά της ιδεολογίας και της καλλιέργειας του εκάστοτε. Όμως πριν το ερώτημα γίνει σε α' πληθυντικό πρόσωπο είναι απαραίτητο να τεθεί σε α' ενικό πρόσωπο: Πώς έφτασα ως εδώ;

Το ζητούμενο παραμένει μετέωρο και ζητάει διακαώς δρόμο μέσα σ’ ένα συνολικό αδιέξοδο: Υπάρχει ένα τεράστιο κενό σ’ όλες τις συνιστώσες της ζωής: Κενό επικοινωνίας, κενό νοημάτων, κενό υπαρξιακό, κενό ανθρωπιστικό. Δεν ξέρω πόσα ουσιαστικά και επίθετα χωράνε ακόμα σ' αυτή τη μικρή λέξη, πάντως αυτό το καταραμένο και πολυσυζητημένο κενό μόνο ανύπαρκτο δεν είναι.

Το πώς θα το αντιμετωπίσει κανείς -αν και εφόσον το αντιληφθεί, όχι στιγμιαία και επιφανειακά, αλλά συνειδητά- εναπόκειται στη σχέση του με την εξερεύνηση, την ανακάλυψη, την αφύπνιση, την αναθεώρηση του εαυτού του -το πιο δύσκολο βήμα- μέσω της Γνώσης, με προσωπικό κόπο και πόνο, γιατί η αληθινή Γνώση εμπεριέχει αυτά τα δύο.

Και δεδομένου ότι Το κενό υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του (Ελύτης), τότε, Αυτός που θέλει να ταρακουνήσει τον κόσμο ας ταρακουνήσει πρώτα τον εαυτό του (Σωκράτης)...


Stavronia

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

«Η δική μου αριστερά»…

-Τάσος Λειβαδίτης, «Η δική μου Αριστερά»…

«Η δική μου αριστερά, είναι η στρατιά των διπλά ηττημένων ευγενών ηρώων που για ένα πουκάμισο
αδειανό, για ένα διαψευσμένο όνειρο, για μια ματαιωμένη ελπίδα έδωσαν τη ζωή τους.

Η δική μου αριστερά διακρινόταν πάντα για την ευγένειά της.

Η δική μου αριστερά ξεχώριζε πάντα για την επιμονή της στις ιδέες της.

Η δική μου αριστερά οριοθετήθηκε για την ανιδιοτελή της προσφορά.

Η δική μου αριστερά φημιζόταν για την ανεκτικότητα της στο διαφορετικό, δίχως αποκλεισμούς, δίχως χαρακτηρισμούς, δίχως «επαγρυπνητές» της ιδεολογικής καθαρότητας, δίχως «στρατόπεδα συγκέντρωσης» για τους «αντιφρονούντες».

Η δική μου αριστερά σταυρώθηκε στα Μακρονήσια της πατρίδας μου και τα μακρινά γκουλάγκ της Σιβηρίας. Βασανίστηκε στο Μπούλγκες, στην Μπουμπουλίνας και σε όλα τα κολαστήρια όπου γης.
Η δική μου αριστερά υμνήθηκε για την ουτοπική της προσμονή στα όρια της μεταφυσικής εσχατολογίας.

Η δική μου αριστερά τραγουδήθηκε για την ομορφιά των στίχων της.

Η δική μου αριστερά απεικόνισε το κάλλος του ήθους των απλών ανθρώπων που πίστεψαν σ’ αυτήν και θυσιάστηκαν για τα ευγενικά ιδανικά της.
Η δική μου αριστερά αγαπούσε τον τόπο μου και μοχθούσε γι’ αυτόν. Για ένα καλύτερο μέλλον.

Η δική μου αριστερά ήταν ρηξικέλευθη, ανατρεπτική, αιρετική, μα πάνω απ’ όλα δημιουργική, ακόμη κι όταν αστοχούσε.

Η δική μου αριστερά διαιωνίστηκε στην ιστορία για την ομορφιά των ίδιων των ανθρώπων της.

Η δική μου αριστερά ποτέ δεν πίστεψε σε δόγματα, ποτέ δεν αναγνώρισε ιερατεία, ποτέ δεν ενθάρρυνε την Ιερά Εξέταση της ιδεολογικής καθαρότητας.

Η δική μου αριστερά δεν είχε ποτέ σωτηριολογικό, εσχατολογικό, τελεολογικό χαρακτήρα.

Η δική μου αριστερά δεν δίστασε ποτέ να αυτoαναιρεθεί. Να συγκρουστεί μετωπικά με τον εαυτό της, να υπονομεύσει την αλήθεια της και να αναζητήσει την αλήθεια του Άλλου, σε μια προσπάθεια υπονόμευσης και ανατροπής της αδικίας.

Η δική μου αριστερά δεν φορούσε ποτέ κουκούλες, δεν ήταν τρακαδόρικη, δεν ήταν λαϊκίστικη, δεν ήταν ολοκληρωτική, δηλαδή αντι-αισθητική, δεν ήταν τραμπούκικη.

Η δική μου αριστερά δεν ήταν προβοκατόρικη, δεν ήταν αρνητική, δεν ήταν εξ επαγγέλματος καταγγελτική.

Η δική μου αριστερά ποτέ δεν ήταν «μεταπράτης» του ανθρώπινου πόνου, «μεσάζοντας» των συνθημάτων και των στερεοτύπων, «αλληλέγγυα» της συντήρησης και της οπισθοδρόμησης.

Η δική μου αριστερά δεν πέταξε ποτέ γιαούρτια, απεναντίας, έφαγε σφαίρες.

Η δική μου αριστερά δεν «χάιδεψε» ποτέ αυτιά τεμπέληδων, λουφαδόρων και βολεμένων.

Η δική μου αριστερά δεν θέλησε τις θέσεις και τα αξιώματα. Προτίμησε το είναι από το έχειν. Γι’ αυτό και είναι ταπεινά υπερήφανη για την ανιδιοτελή προσφορά της.

Η δική μου αριστερά διώχθηκε και από τους πολιτικούς της αντιπάλους και από τους «συντρόφους» της. Γι’ αυτό και είναι μια διπλά ηττημένη μα και διπλά δοξασμένη αριστερά.

Η δική μου αριστερά είναι αειφόρως αναστάσιμη γιατί γι’ αυτή το πρόσωπο είναι υπεράνω του όχλου.

Η μοναδική, ανεπανάληπτη, αναντικατάστατη αυταξία του προσώπου είναι το καθοδηγητικό νήμα της πορείας της. Μιας πορείας που ξεκινάει από το ταπεινό σπήλαιο της γέννησης του ανθρώπου, συνεχίζει στον Κήπο της Γεσθημανής, αποκορυφώνεται στο Γολγοθά και ολοκληρώνεται στην Ανάσταση του κάθε ταπεινού και καταφρονημένου τούτης της Γης.

Η δική μου αριστερά, ίσως, να είναι ουτοπική. Μ’ αρέσει όμως η ουτοπία. Είναι σαν τον ορίζοντα, όσο τον πλησιάζεις τόσο απομακρύνεται. Σε κάνει, παρόλα αυτά, να προχωράς πάντα μπροστά.

Εν τέλει, η δική μου αριστερά είναι μια πολύ μοναχική υπόθεση.»

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ

[...]Το καρναβάλι είναι δάνειο από την ιταλική λέξη carnevale, η οποία ανάγεται στο υστερολατινικό carnem (το κρέας) levare (σηκώνω, αφαιρώ)· από εκεί έχουμε από τον 13ο αιώνα και μετά το παλαιό πιζάνικο carnelevare, το παλαιό βενετσάνικο carlevar, οπότε είναι λογικό να υποθέσουμε ότι έγινε αφομοίωση και φτάσαμε σε έναν (αμάρτυρο) τύπο carnelevale και μετά carnevale. Από τα ιταλικά η λέξη διεθνοποιήθηκε και πέρασε σε πολλές ακόμα ευρωπαϊκές γλώσσες μεταξύ των οποίων και στα ελληνικά.
Δηλαδή, το καρναβάλι, που μας μπάζει στην Σαρακοστή, είναι ο αποχαιρετισμός στο κρέας, στην κατανάλωση κρέατος. Ανάλογη άλλωστε είναι και η ελληνική ονομασία: από-κρεω.
Η λέξη καρναβάλι δεν εμφανίζεται σε βυζαντινά και μεσαιωνικά κείμενα· ακόμα και ο Σομαβέρας, αν και Ιταλός, στο λεξικό του (18ος αιώνας) αποδίδει Αποκριαίς το carnevale. Τολμώ να υποθέσω πως είναι δάνειο του 19ου αιώνα -πάντως ο Βυζάντιος, στα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ δεν έχει λήμμα «καρναβάλι» στο ελληνογαλλικό λεξικό του, αποδίδει «καρναβάλια» το γαλλ. carnaval στο γαλλοελληνικό λεξικό.
Έλεγα πιο πάνω ότι στο Διαδίκτυο βλέπει κανείς και άλλες απόψεις, κυρίως από όσους τονίζουν την αρχαιοελληνική αρχή των αποκριάτικων εθίμων. Ωστόσο, ενώ είναι σίγουρο πως τα αποκριάτικα έθιμα απηχούν παγανιστικές γιορτές, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει υποχρεωτικά και το όνομα να είναι ελληνικό.
Για παράδειγμα, κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Καρναβάλι, η αρχαιότερη ελληνική γιορτή» του Μ. Βερέττα, που δεν το παραθέτω γιατί είναι μεγάλο, που προτείνει διαφορετικές σημασίες για το «καρνάβαλε» και για το «καρναβαλίζω» χωρίς να υποψιάζεται πόσο αστείο είναι αυτό που υποστηρίζει.

Ένα άλλο δημοσίευμα, που το βρίσκω να αναδημοσιεύεται και σε σοβαρούς ιστότοπους, παραθέτει τη σωστή εκδοχή χύμα μαζί με τις άλλες, και υποστηρίζει ότι: Η λέξη καρναβάλι δεν έχει αποδεκτή ετυμολογία από όλους, είναι μια λέξη άγνωστη, υπάρχουν ωστόσο πιθανές ετυμολογίες που δίνουν διάφοροι λαογράφοι.

Οι λαογράφοι ας δίνουν ό,τι θέλουν, αλλά τα ετυμολογικά λεξικά, όσα κυκλοφορούν, θεωρούν σχεδόν ομόφωνα ότι η ετυμολογία είναι αυτή που παρέθεσα παραπάνω, και κανένα δεν κάνει λόγο για ελληνική αρχή. Ο ιστότοπος αυτός μάλιστα φαίνεται να θεωρεί πιο πιθανή την εξής πορτοκαλική ετυμολογία:

* Η λέξη σχετίζεται με τον χοροπηδηχτό χορό των Σατύρων που είναι μεταμφιεσμένοι ως τράγοι. Έτσι το καρναβάλι μπορεί να σημαίνει βαλλισμός των κάρνων. Κάρνος κατά τον λεξικογράφο Ησύχιο είναι κάρνος· φθείρ. βόσκημα, πρόβατον. Έτσι οι τράγοι που είναι τα βοσκήματα, βαλλίζουν δλδ χοροπηδάνε. Ίσως αυτή η ετυμολογία είναι πιο σωστή από τις άλλες και να συμβαδίζει και με τα αρχαία έθιμα.

Η θεωρία βασίζεται σε ένα άπαξ λεγόμενο του Ησύχιου, που μπορεί να σημαίνει πρόβατο αλλά μπορεί να σημαίνει και ψείρα! Τώρα, το πώς αυτή η σπανιότατη λέξη έφτασε και διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη ενώ ταυτόχρονα δεν μαρτυρείται στην υποτιθέμενη γενέτειρά της, αυτό δεν μας το ξεκαθαρίζει!

Στις απόκριες όσοι έχουν όρεξη μεταμφιέζονται, ντύνονται μασκαράδες, φοράνε μάσκες. Η λέξη “μάσκα” σε μας είναι δάνειο από τα ιταλικά (αν και στα σύγχρονα ιταλικά η λέξη είναι maschera, θυμηθείτε το Un ballo in maschera του Βέρντι), και η ιταλική λέξη ανάγεται σε ένα υστερολατινικό masca, που σήμαινε “προσωπίδα”, όμως για την ετυμολογία της λατινικής λέξης δεν υπάρχει μια ευρέως αποδεκτή άποψη. Ίσως να είναι δάνειο από το αραβικό maskharah, γελωτοποιός, από το οποίο μπορεί να προέρχεται το δικό μας “μασκαράς”, ιδίως αν σκεφτούμε τη λέξη “μασκαραλίκι” που σημαίνει γελοία πράξη. Δηλαδή, τα λεξικά αναγνωρίζουν δύο ελληνικές λέξεις “μασκαράς”, τη μία με τη σημασία “μεταμφιεσμένος”, που ετυμολογείται από το βενετικό mascara και αυτό από το υστερολατινικό masca, με άγνωστη την απώτερη προέλευση, και μία με τη σημασία “γελωτοποιός”, που προέρχεται από τα αραβικά μέσω τουρκικών. Μπορεί βέβαια τελικά η αραβική λέξη να είναι απώτερη αρχή και στις δύο περιπτώσεις. Από την ίδια ρίζα έχουμε και τη μασκότ, καθώς και τη μάσκαρα.

Κι ένα υστερόγραφο, αποκριάτικο. Τον 19ο αιώνα συνηθιζόταν στις αποκριάτικες γιορτές της καλής κοινωνίας μεγάλες παρέες να ντύνονται με τρόπο που να παρουσιάζουν ένα θέμα, σαν ταμπλό βιβάν. Η παρέα του Ροΐδη είχε αποφασίσει να παρουσιάσει το σουλτάνο με την ακολουθία του και με το χαρέμι του, και ο Ροΐδης θα έκανε τον Κισλάραγα, δηλαδή τον αρχιευνούχο. Ο επικεφαλής της ομάδας έκανε τον τελευταίο έλεγχο πριν φύγουν, αν έχουν όλοι μαζί τους τις στολές, τα αξεσουάρ και όλα τα αναγκαία.

- Έχετε όλοι ό,τι σας χρειάζεται για το ρόλο σας; ρώτησε
- Και κάτι παραπάνω! απάντησε ο Ροΐδης.

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΚΙ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ

Χτες βράδυ στη δημόσια τηλεόραση ξαναείδα την καταπληκτική, γερμανική, κινηματογραφική ταινία του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Φλόριαν Χένκελ Φον Ντόνερσμαρκ Οι ζωές των άλλων .Όσες φορές και να δει κανείς αυτό το φιλμ πάντα γοητεύεται από την αμεσότητα και τη λιτότητα της καταγραφής μέσα από τα πρόσωπα και τις αλληλεπιδράσεις τους στο ανελεύθερο πολιτικό πεδίο της Α. Γερμανίας τη δεκαετία του ’80, όταν τα πάντα εκεί καθορίζονταν από τη μυστική αστυνομία της Στάζι, βάση ενός απίστευτου δικτύου κατασκόπων και χαφιεδισμού, όπου οι μισοί πολίτες παρακολουθούσαν και ρουφιάνευαν τους άλλους μισούς με αποτέλεσμα κανείς να μη νιώθει ασφαλής είτε ήταν υπέρμαχος είτε -μυστικά βέβαια- κατήγορος αυτού του ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Υποδειγματικές όλες οι ερμηνείες των ηθοποιών με προεξέχουσα αυτή του κεντρικού πρωταγωνιστή -τον υποδυόταν ο Ούρλιχ Μούε- ο οποίος από αδίστακτος και ψυχρός πράκτορας, αφοσιωμένος αποκλειστικά στο καθήκον του, μετατρέπεται σε προστάτη και σωτήρα εκείνων που καταδιώκει. Είναι απίστευτο το πώς συμβαίνει σταδιακά αυτή η αλλαγή στην αντίληψη και στον τρόπο σκέψης του ήρωα, μόνο στο βλέμμα και στην έκφραση του προσώπου διακρίνει κανείς τις συναισθηματικές διακυμάνσεις, χωρίς άλλου είδους εντάσεις ή δραματικές μεταπτώσεις, τέτοιες που θα έκαναν αυτό το αριστουργηματικό έργο, μελό και άνισο.
Τώρα το πόσο μεγάλη ή μικρή δόση αλήθειας ή αντικειμενικότητας πραγματεύεται η συγκεκριμένη ταινία, όσον αφορά την πολιτική διάσταση των γεγονότων με τα οποία καταπιάνεται, έχω την πεποίθηση ότι φωτογραφίζει και αποτυπώνει με ανατριχιαστική ακρίβεια την κατάχρηση και τις αυθαιρεσίες της εξουσίας.

Διαβάζοντας πρόσφατα μάλιστα το βιβλίο του Σ. Κούλογλου Μην πας ποτέ μόνος στο

ταχυδρομείο, ένα πολιτικό θρίλερ που πραγματεύεται αντίστοιχα -όπως και η ταινία- από την ανθρώπινη πλευρά, το ρόλο και τη σημασία της κατασκοπείας στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, ανακαλύπτω τεράστιες ομοιότητες. Ένα πυκνό και αδιαπέραστο δίκτυο παρακολουθήσεων με πρόσωπα που κινούνται μέσα σ’ ένα καφκικό εφιάλτη χωρίς την παραμικρή γνώση για το τι μέλλει γενέσθαι στη ζωή τους.
Δυνατό βιβλίο με άριστη πλοκή και ολοκληρωμένους χαρακτήρες, διάσπαρτο από τσιτάτα για τον κομμουνισμό και τον έρωτα, όπως εκείνο που παρομοιάζει τον κομμουνισμό με τον ορίζοντα,  

όσο περισσότερο τον πλησιάζεις τόσο  περισσότερο  απομακρύνεται.
Εκεί πάντως που συναντιούνται και συμφωνούν απόλυτα τόσο η ταινία όσο και το βιβλίο είναι στο ότι ο έρωτας θα είναι τελικά η πιο ακραία ανθρώπινη πράξη, η απόλυτη επανάσταση που θα εξακολουθεί να φωτίζει κρυφά και σιωπηλά την αθέατη πλευρά της ιστορίας.


Stavronia