Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

FERNANDO PESSOA

                                    ΠΗΓΗ: Ποίηση και λογοτεχνία

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ / Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ

            Θερινό ηλιοστάσι                                   
                                Η' 

Τ' άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης                               
επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.

Τ' άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,

τη δική σου φωνή
όχι εκείνη που σ'αρέσει'
μουσική σου είναι η ζωή
αυτή που σπατάλησες.
Μπορείς να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις
αν καρφωθείς σε τούτο τ' αδιάφορο πράγμα
που σε ρίχνει πίσω εκεί που ξεκίνησες.                                        

Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια και πολλούς ήλιους

άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
ένιωσες τον πόνο του παλικαριού 
και το βογκητό της γυναίκας
την πίκρα του άγουρου παιδιού-
ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
Ίσως να βρεις εκεί ότι νόμιζες χαμένο'
τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.

Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες

τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
το άσπρο χαρτί.

Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ / Τρία κρυφά ποιήματα

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΣΠΙΤΙ

Τελευταία Κυριακή του Αυγούστου. Το νησί απο-φορτίζεται σιγά σιγά. Αποσυμπιέζεται από το βάρος των σωμάτων, των φωνών, των μετακινήσεων, των λεηλασιών. Αδηφάγα ακόμα τα μάτια στο λιμάνι αχνίζουν κάτω από πολύχρωμα καπέλα όσες εικόνες διέσωσαν, ακρογιαλιές, δειλινά με μια πινελιά θλίψης, έτσι, γιατί  ό,τι αρχίζει ωραία τελειώνει με πόνο -ισχύει άραγε και το αντίστροφο;-, γιατί η ζωγραφιά της ζωής και του ταξιδιού αν δεν περιέχει αυτή την πινελιά δε λέγεται ζωή και ταξίδι, γιατί η oμορφιά τελικά δεν είναι λάφυρο του βλέμματος αλλά αποθησαύρισμα των παθών της ψυχής.
Βγαίνω έξω από το σπίτι και βλέπω στα σκαλιά ένα κοριτσάκι, εφτά- οχτώ χρονών, καστανόξανθο νεραϊδάκι, να παίζει με τις γάτες. Με κοιτάει ανιχνευτικά και φοβισμένα. Της πιάνω κουβέντα:
-Εσύ είσαι που ξαναβάφτισες τις γάτες; της λέω τάχα μου αυστηρά.
Σμίγει τα φρύδια της για δυο δευτερόλεπτα κι ύστερα ξεθαρρεύει, σκάει στα γέλια και μου μιλάει:
-Αυτός είναι ο Ντιέγκο (πρώην Τζίντζερ λέω μέσα μου) αυτή η...(πρώην...ξαναλέω)  και πάει γατολέγοντας.
Να μια αληθινή αλλαγή σκέφτομαι: Τα παιδιά μπορούν να ξαναβαφτίσουν τις γάτες, τους σκύλους, τους ανθρώπους, τα στοιχειά, τα τέρατα, τους φόβους τους, τον ξύλινο δάσκαλο, το άθλιο σχολείο τους...
Κι αν όλα ξαναβαπτιστούν -πού ξέρεις;- μπορεί και ν' αλλάξουν.
Βυθίζομαι στα δικά μου, τη χαιρετάω και κάνω να φύγω. Ξαφνικά την ακούω να μου φωνάζει:
-Εμείς θα φύγουμε αύριο με το καράβι και θα πάμε στο πραγματικό μας σπίτι στην Αθήνα.
 Εσένα πού είναι το πραγματικό σου σπίτι;
-Εδώ, της απαντάω αστόχαστα.
-Όχι, το πραγματικό, πραγματικό σου σπίτι, επιμένει.
Σκέφτομαι ότι δεν  πιστεύει ότι μένω εδώ, για εκείνη το καλοκαιρινό σπίτι δεν είναι ένα πραγματικό σπίτι.
-Δεν είμαι σίγουρη πού ακριβώς είναι αλλά του χρόνου που θα ξανάρθεις μπορεί να ξέρω και τότε θα σου πω.
Με κοιτάει σα να βλέπει κάτι παράξενο πάνω μου, συνέρχεται γρήγορα, με αγνοεί  και σοφά ξαναπιάνει την κουβέντα με τα γατιά.
Βγαίνω στο πλακόστρωτο και χαμογελάω χωρίς λόγο...

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

AKOYΣ ΠΑΛΑΜΑ;

Νιώθω τις σκέψεις σου Κωστή Παλαμά, άμυαλε γεροξεφαντωτή καθώς έμπαινες μέσα στο μπαρ γλυκοκοιτάζοντας τις πουτάνες και πίνοντας ένα διπλό ουίσκι.

Σ’ ακολούθησα μέσα από ομίχλες, από τσιγάρα και χάχανα λόγω των γυναικείων μαλλιών μου.

Κάθισα να με κεράσεις πάνω στο σανιδένιο πάγκο δίπλα σε μια σειρά καθισμένα αγάλματα.

Είμαστε οι ζωντανότεροι τούτης της νύχτας. Οι χαφιέδες μας κοιτάζουν καχύποπτα και τα φώτα σβήνουν σε μια ώρα.

Ποιος θα μας κουβαλήσει στο σπίτι; Κωστή Παλαμά, έρημε, φωνακλά, άσωτη κλήρα μου.

Τη Ρωμιοσύνη δασκάλευες με φωτιά και βουή, ανεβασμένος στην κορφή της ελπίδας, όταν ξαφνικά η νύχτα πετάχτηκε σα μαχαίρι απ’ τη θήκη.

Κι απόμεινες στην καρέκλα παράλυτος με τ’ όραμα μιας αυγούλας που άχνιζε.

Νιώθω σχολιαρόπαιδο που του ’λαχε στραβόξυλο δάσκαλος. Καιρό λογάριαζα μαζί σου πως θα τα πάω.

Φρικτό γερασμένο σκυλί πάμε να ξεράσουμε τ’ αποψινό μας μεθύσι, σ’ όλες τις πόρτες των κλειστών βιβλιοπωλείων.

Πάμε να κατουρήσουμε όλα τα αγάλματα της Αθήνας, προσκυνώντας μονάχα του Ρήγα.

Και να χωρίσουμε ο καθένας στο δρόμο του σαν παππούς κι εγγονός που βιαστήκανε.

Φυλάξου καλά απ’ την τρέλα μου γέρο. Όποτε μου τη δώσει, θα σε σκοτώσω.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ, Αμέρικαν μπαρ στην Αθήνα

ΠΗΓΗ: Σταύρος Σταυρόπουλος

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Ο ΛΥΧΝΟΣ ΤΟΥ ΑΛΛΑΔΙΝΟΥ

                                          ΣΥΝΘΕΣΗ:    Θ. Μικρούτσικος
                                          ΠΟΙΗΣΗ:      Ν. Καββαδίας
                                          ΕΡΜΗΝΕΙΑ :  Χ. Θηβαίος

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

ΠΑΜΕ ΞΑΝΑ ΣΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ


ΜΟΥΣΙΚΗ:     Δημήτρης Παπαδημητρίου
ΣΤΙΧΟΙ:           Μιχάλης Γκανάς
ΕΡΜΗΝΕΙΑ:  Ελευθερία Αρβανιτάκη

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

AΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ: ΕΞΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΠΡΟΑΓΩΓΗ

Όλα ήταν έξοχα χτες βράδυ
τόσο που κρυσταλλώθηκε η θάλασσα στους βράχους
κ' έγινε αλάτι
τόσο που κρυσταλλώθηκαν τα σύννεφα ψηλά στον ουρανό
κ' έγιναν αστέρια
τόσο που κρυσταλλώθηκε δω κάτω η σιωπή μας
κ' έγινε φιλί.
Όλα ήταν έξοχα χτες βράδυ
μόνο που ήρθαν ίσως με κάποια καθυστέρηση
όπως φτάνει στον πεσόντα
η διαταγή προαγωγής του σε υποδεκανέα.

ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Τα σύννεφα διαβαίνουν χαμηλά
τόσο που κ' ένα κάγκελο νάτανε σπασμένο
θα μπορούσες να άπλωνες το χέρι και ν' αγγίξεις
τη διαβατική
θηλύτητά τους.

ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ

Δοκίμασε, συνέχισε τα γυμνάσματά σου.
Κοίτα που κι η θάλασσα ανακατεύει συνεχώς
ουρανό και φύκια
πασχίζοντας να βρει το σωστό της χρώμα.

ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ

Όπως αργεί τ' ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν οι λέξεις ν' ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
μην ξιπαστείς
απ' τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.

ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ

Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ' αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ

Φίλε ή αντίπαλε μην τ' αναγγείλεις πουθενά.
Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος

Ποιήματα (1941-1974) εκδόσεις Καστανιώτη

ΠΗΓΗ: MΠΟΥΚΑΛΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

ΟΙ ΤΣΙΜΕΝΤΟΒΛΑΧΟΙ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Διανύοντας τις πρώτες μέρες του Αυγούστου και παραφράζοντας τον Έλλιοτ λέω πως αυτός είναι ο σκληρότερος μήνας. Τουλάχιστον για όσους από εμάς ζούμε στην περιφέρεια, έχοντας εγκαταλείψει εκουσίως το κλεινόν άστυ κι ας χαρακτηριζόμαστε από κάποιους, ιθαγενείς και μη Αθηναίους -τους τσιμεντόβλαχους όπως μου είπε πολύ εύστοχα ένας φίλος που ζει εδώ- υπανάπτυκτοι και παρίες μιας και δεν συμμετέχουμε στο ρυθμό και τα δρώμενα των πολυπληθών πόλεων. Του ''πολιτισμού'' έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες με όλα τα συμπαρομαρτούντα: βία, εγκληματικότητα, αποξένωση, life style, ανέχεια και περιβαλλοντική υποβάθμιση.
Σαφώς η Αθήνα ή οποιαδήποτε μεγάλη πόλη εξακολουθεί να προσφέρει και σ' αυτούς τους χαλεπούς καιρούς τις συνθήκες και τη δυνατότητα για ενεργό δράση και συμμετοχή σε ομάδες και πράγματα, τουλάχιστον σε μεγάλο εύρος και με το πλεονέκτημα να μπορείς να διαφυλάξεις  μακριά από κοντόφθαλμα βλέμματα τις προσωπικές σου επιλογές  αλλά οι περισσότεροι -σαφώς εξαιρούνται  οι μετρίως και οι πάνω του μετρίου εύποροι- ακόμα κι αν θέλουν μπορούν να καταφέρουν κάτι τέτοιο; Η απάντηση νομίζω εξυπακούεται.
Παρατηρώ λοιπόν κατά μήκος του δρόμου, του ίδιου δρόμου που διέσχιζα το χειμώνα άπειρες φορές, πεταμένα πλαστικά μπουκάλια, σακουλάκια από εδέσματα περιπτέρου, κουτάκια αναψυκτικών και τσιγάρων κ.ο.κ., βιαστικούς οδηγούς να σε λούζουν πατόκορφα με μαλακα -ο τόνος κατά βούληση- σαμπουάν, να νομίζουν ότι περνούν την Εγνατία, άδεια από κίνηση κι όλη δικιά τους, άλλους να ρημάζουν κήπους και αυλές αν ανακαλύψουν εκεί οτιδήποτε φαγώσιμο, να κραυγάζουν τις νύχτες το θαύμα και το τραύμα  της ολιγοήμερης ελευθερίας τους, χωρίς ν' αφήνουν κανένα να κοιμηθεί και μου 'ρχεται στο νου αυτό το σύνθημα που διάβαζα κάποτε σ' ένα τοίχο της Αθήνας (περίπου έτσι):
''Οι διακοπές είναι η χαλάρωση του εργαζόμενου για ένα μήνα μετά από έναν εντεκάμηνο βιασμό.''
Οι άνθρωποι των πόλεων όπως αυτής που ο Παλαμάς πριν εκατόν πενήντα χρόνια τη χαρακτήριζε σε έναν στίχο του ζαφειρόπετρα, της γης το δακτυλίδι και σήμερα παραφράστηκε σε χαβουζόπετρα της γης το καζανάκι έρχονται κατά ορδές, μαζικά για να δουν, ν' ακούσουν, να μυρίσουν το βουνό, τη θάλασσα,να απολαύσουν το εξοχικό φαγητό, τα νυχτερινά μπαρ, το ξεσάλωμα και ό,τι  άλλο προλάβουν πριν επανέλθουν στην πρότερη κατάσταση του πετυχημένου συνθήματος.
Κι όσο η κρίση και το κρίνειν χάσκει κάτω απ' τα πόδια μας τόσο οι Οστρογότθοι, οι Βησιγότθοι και οι άλλοι Γότθοι -Έλληνες και μη- βγάζουν τον άθλιο πρωτογονισμό τους στις συναλλαγές τους με εμάς τους έτερους πρωτόγονους. Κάποιες φορές δικαίως, όταν νιώθουν ότι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης σε μυαλά και χέρια επιτήδειων. Αλλά αυτό είναι μια άλλη περίπτωση και άλλο θέμα ανάρτησης.
Τώρα αναφέρομαι στις διακοπές όσων -ευτυχώς όχι όλων- έχουν μόνιμη εγκεφαλική διακοπή, στους ακατοίκητους. Άλλωστε, για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δε συμπάθησα την εννοιολογική σημασία της λέξης διακοπές σε σχέση με το καλοκαίρι. Μου φαίνεται πιο πολιτισμένη και φευγάτη η λέξη ταξίδι γιατί κάνοντας ένα ταξίδι δε διακόπτεις τίποτα -κυρίως τη λειτουργία του νου σου- ενώ ταυτόχρονα εμπλουτίζεις το μυαλό και την ψυχή σου.
''Υπομονή'', λοιπόν, λέμε εμείς οι επαρχιώτες..''Θα' ρθει το φθινόπωρο και θ' αρχίσουμε να γνωριζόμαστε πάλι''.
Γι' αυτό λέω ότι ο Αύγουστος είναι μήνας σκληρός...