Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Τίτος Πατρίκιος «Μεγάλο Γράμμα»,VΙ, 17 (1952) /Απόσπασμα


Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
Όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
Τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σωρεύουν οι καιροί.
Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θέλεις να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ’ το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.

Το γέλιο σου άξαφνα ν’ αρπάζει από το μπράτσο
ένα άλλο γέλιο
και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά
σα μαθητές που σπαν τα καλαμάρια τους στην πόρτα του
σχολείου...

Ένα κεφάλι ν’ ακουμπάει στον ώμο σου
και ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο και να φεύγει
αφήνοντας τη μέρα μες τα χέρια μας
άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες σημειώσεις

Μα έπειτα
κι αυτό δε φτάνει.
Θες πιο πολλά.
Κ’ ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται
Ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος
ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα
κ’ εύκολα δε χορταίνει δε γελιέται
όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκκαλα
όλο γυρεύοντας.
Και ξέρεις πως η δίψα του
είναι η δική σου δίψα.

Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα.
Δε γινόταν αλλιώς.
‘Ο,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
‘Ο,τι μας γέμιζε χτες
Ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.

Ναι, μα ένας άνθρωπος
δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις
δεν είναι πράγμα
να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα.
Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι.
Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα
δεν το’ κανα για να πονάς.
Ήθελα να σ’ αγαπώ
μα ήταν πολλά τα όσα ξέραμε
ήταν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα.

Κι αν ήμουν άντρας
κ’ έπρεπε να’ μαι δυνατός
(έπρεπε...)
να το ξέρεις:
Όπου μ’ άγγιζες πονούσα.
Όπου δε μ’ άγγιζες
πονούσα.


Και μέσα μου φουσκώναν ολόκλειστα
τα δικά μου ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια.

ΛΥΣΙΜΕΛΗΣ ΠΟΘΟΣ/ ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

ΨΑΡΙΑ ΑΣΥΛΛΗΠΤΑ

Άυπνα χέρια κρέμονται
Στην κουπαστή της νύχτας
Κι η μνήμη πυροφάνι
Για ψάρια ασύλληπτα
Καθώς τρυπούν τα δίχτυα
Αφανισμένου χρόνου
Όλα γλιστρούν στο μαύρο νερό
Παραπλανητικές λάμψεις
Πριν μαρτυρήσει το φως
Ένα μουδιασμένο φτερό
Στην πλάτη του βράχου
Ακαριαία για ν' ανοίξει
Τον κρυμμένο ορίζοντα
Μπροστά σου


S

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

ΖΗΣΑΜΕ, ΕΝΝΟΟΥΝ ΓΛΕΝΤΗΣΑΜΕ/ ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ

ΚΛΑΟΥΣ ΝΟΜΙ
Ένα στάδιο πριν τη σιωπή είναι το επίγραμμα.
Το έκανε ο Αναγνωστάκης στο Υ.Γ.
Δριμύτατος, χωρίς ψευδαισθήσεις, ασήκωτος σα πέτρα, σα να μην έχει αντοχή (ή νόημα) να πει πάνω από δυο λέξεις.
Βέβαια, με αυτές τις πέτρες χτίζεις άνετα το σπίτι σου.
Και κλείνεσαι μέσα. Η απόφαση να πάνε όλοι να γαμηθούν.
Τον σκέφτομαι όταν επιβεβαιώνω (συχνά) ότι η φύση του ανθρώπου είναι από σκατά.
Με θεϊκή άχνη.
Όπως οι κουραμπιέδες.


Η φοβερή εξυπνάδα του, χωρίς ίχνος ευαισθησίας.

Τα φτωχόπαιδα που έγιναν αφεντικά.

Την αγάπησε γιατί έπρεπε κάποτε να αγαπήσει.

Όλοι κομπλεξικοί με το ήθος.

Ερημιά γύρω του σιγά σιγά.

Δεν πίστευες πως θα ξεχάσεις, κι όμως ξέχασες.

Δεν έφταιγε ο ίδιος.

Τόσος ήτανε.

Να βλέπεις τα ίδια πράγματα να γίνονται και να ξαναγίνονται.

Κάπου ανάμεσα στο αξιοπρεπές μελό και το φτηνό πάθος.

Δυό κατηγορίες πάντα: οι δρώντες και οι θεατές.

Άνθρωποι χωρίς λεβεντιά.

Ζήσαμε, εννοούν γλεντήσαμε. 


Το δήθεν χαμένο παρελθόν.

Έλα εδώ —δε θα μας βρούν

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

ΧΡΥΣΟΨΑΡΟ



Eίπε φεύγοντας                                       

Πάω γι’ άλλα

Στη γυάλα της μόνο ένιωθε ασφαλής

Απόφαση οριστική και τελεσίδικη

Η μοναξιά της χρυσόψαρο


Έλαμψε αυτόφωτη

S.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

O άγνωστος

Στα σκοτεινά έγκατά μας                            κατοικεί κάποιος που το κλειδί κρατάει 
της ύπαρξής μας, χαμένος πάντα,
μοναχός κι ανεξιχνίαστος,
με μνήμη πιο παλιά απ' τον κόσμο, φορτωμένος
με τις πληγές μας όλες 
και τις τύψεις μας.
Θλιμμένος περιπαιχτικός ή και χαρούμενος,
αόρατος μας κυβερνά·
δέχεται απ' έξω τον αντίχτυπο
και δίνει την απάντηση.
Τα παρελθόντα μάς θυμίζει
και τα μέλλοντα μας προμυνά.
Κάποτε, ωστόσο, μας αφήνει ανυποψίαστους.
Κι εκεί που ανίδεοι σχεδιάζουμε νέες εξορμήσεις,
εκείνος γέρνει πια κατάκοπος, έχει νυστάξει
κι είν' έτοιμος ν' αποδημήσει, αδιαφορώντας
για τα δικά μας τα εφήμερα επίγεια σχέδια.

Κώστας Στεργιόπουλος
(1926 - 2016)

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

ONEIΡΑ ΚΙ ΟΝΕΙΡΑ


Όνειρα κι όνειρα ήρθανε                

Στα γενέθλια των γιασεμιών

Νύχτες και νύχτες στις λευκές

Αϋπνίες των κύκνων



Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα

Όπως μες στον απέραντο ουρανό

Το ξάστερο συναίσθημα



Οδυσσέας Ελύτης/ Προσανατολισμοί, Ίκαρος)


(Για την κόρη μου που είχε χτες τα γενέθλιά της )
S.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΑΠΟ ΚΑΛΗ

Ακόμα ο απόηχος της λάμψης των γιορτών. Με αποτυπωμένη φανερά πια την κούραση στα πρόσωπα για το μετά του χρόνου. Στο τελευταίο ψηφίο του τετραψήφιου αριθμού του, η ίδια ελπίδα, σε εμβρυακή μορφή. Αυτή που πεθαίνει πάντα τελευταία. Το ξέρουν οι απανταχού δικοί μας, όσοι ήρθαν να δηλώσουν για λίγο την παρουσία τους πριν επιστρέψουν στον τόπο διαμονής τους. Με εντιμότητα και παρρησία.
Το ξέρουν κι οι άλλοι, οι σχεδόν φίλοι ή έρωτες, που φώτισαν με την απουσία τους ένα άλλο τέλος. Αυτό των ψευδαισθήσεων, όταν κάποτε οι αισθήσεις παίρνουν έστω και καθυστερημένα την εκδίκησή τους για την απάτη που υποχρεώθηκαν να υποστούν. Από εθελοτυφλία ή βλακώδη αδυναμία.
Στο παρακάτω ενεδρεύει η αλήθεια. Όποιος αντέχει ανοίγει τα μάτια και βουτάει στο κρύο αλλά καθαρό νερό της. Με το φωτοστέφανο των παθών στο κεφάλι. Προς την ακτή άλλων ονείρων. Και με άφεση…
Καλύτερη από καλή, αυτή η χρονιά…


S.