Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ, «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΚΑΡΤΕΣ»

Και πάλι λες δεν είναι δυνατό                                                  
όλες αυτές οι ευχές να ψεύδονται
και πάλι λες δεν είναι δυνατή
τέτοια πανταχόθεν σύμπτωση,
δεν είναι δυνατή τέτοια πανταχόθεν συμπαιγνία.



(ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΚΑΙ ΤΟΤ "ΕΝ ΕΙΝΑΛΕΙΗ ΚΥΠΡΩ",1974)

ΠΗΓΗ: antonispetrides.wordpress.com Λωτοφάγοι


ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΕΣ

(ΛΟΓΩ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΠΤΩ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ. 
ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΣΥΛΛΗΦΘΩ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ 10 ΓΕΝΑΡΗ 2015 ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ ΚΑΙ Ο ΤΙ ΠΩ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΕΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΟΥ...)

S.

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΦΩΣ

Με το παγερό φως του Δεκέμβρη η Κυριακή. Μας ξυπνάει αργά.Καταφτάνει με επίσημο ένδυμα.
Χορτασμένη απ’ τα νυχτερινά χάδια του Σαββάτου. Ή απ’ την έλλειψή τους. Μόνο οι ενάρετοι τη συναντούν στην εκκλησία νωρίς. Σε ουράνιες ευχαριστίες. Κάτω απ’ το χλωμό φως των κεριών στα μανουάλια. 
Οι άθεοι κι οι αποσυνάγωγοι στο δικό τους ναό. Ξέρουν ότι αμαρτία ίσον αστοχία. Έχουν το δικό τους αλάνθαστο λεξικό αυτοί.
Ύστερα πρωινός καφές. Ξεδιπλώνει σε κάθε γουλιά τις χτεσινές συναντήσεις με τους άλλους ή με τη μοναξιά. Και τα δυο καλοδεχούμενα αν μπορείς να τα ξηλώσεις και να τα ξαναράψεις με το νου και την καρδιά. Ούτως ή άλλως συρραφές των ημερών είναι η ζωή μας. Βελονιές από συμβάντα και λέξεις. Μόνο το ύφασμα του θανάτου δεν έχει ούτε ένα μπάλωμα. Ούτε γιορτές και σχόλες. Γι’ αυτό αγαπάμε τον κυριακάτικο ήλιο.
Ιδιαίτερα όταν κρύβει πολύ χειμώνα ακόμα στο μανίκι του…

S.

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Nicanor Parra: Γράμματα του ποιητή που κοιμάται σε μία καρέκλα

I                                                                                      

Λέω τα πράγματα όπως είναι                                
Ή ξέρουμε τα πάντα από πριν
Ή τίποτε ποτέ μας δεν θα ξέρουμε.
Το μόνο που μας επιτρέπεται
Είναι να μάθουμε σωστά να μιλάμε.

ΙΙ

Όλη τη νύχτα ονειρεύομαι γυναίκες
Κάποιες με κοροϊδεύουν απροκάλυπτα
Άλλες, μου δίνουνε του κουνελιού το χτύπημα.
Δεν με αφήνουν σε ησυχία.
Βρίσκονται αδιάκοπα σε πόλεμο μαζί μου.
Ξυπνώ σαν κεραυνόπληκτος.
Εξ ου και συμπεραίνεται ότ' είμαι παλαβός
Ή τουλάχιστον νεκρός από τον φόβο μου.

V

Οι νέοι
Γράφουν ό,τι θέλουν
Στο ύφος που τους φαίνεται καλύτερο
Πάρα πολύ κύλησε αίμα κάτω απ' τις γέφυρες
Για να εμμένουμε στην πίστη -έτσι πιστεύω-
Πως μία μόνον είναι η σωστή οδός:
Στην ποίηση τα πάντα επιτρέπονται.

VII

Είναι αρκετά σαφές
Πως δεν υπάρχουν στη σελήνη κάτοικοι
Πως οι καρέκλες είναι τραπέζια
Πως οι πεταλούδες είναι άνθη σε αέναη κίνηση
Πως η αλήθεια είν' ένα λάθος συλλογικό
Πως το πνεύμα πεθαίνει μαζί με το κορμί
Είναι αρκετά σαφές
Πως οι ρυτίδες δεν είναι ουλές.

ΧΙ

Από τα νέφη καταιγίδας του προγεύματος
Στις βροντές της ώρας του γεύματος
Κι από 'κει στις αστραπές του δείπνου.

ΧΙΙΙ

Καθήκον του ποιητή
Είναι να υπερνικήσει τη λευκή σελίδα
Αμφιβάλλω αν αυτό είναι δυνατό.

XV

Για τελευταία φορά το ξαναλέω
Οι προνύμφες είναι θεές
Οι πεταλούδες είναι άνθη σε αέναη κίνηση
Χαλασμένα δόντια
δόντια που θρύβουν
Στην εποχή ανήκω του βωβού σινεμά.

Το γαμήσι είναι πράξη λογοτεχνική.

XVII

Αναλύοντας αποποείσαι τον εαυτό σου
Μόνο κυκλικά μπορεί κανείς να διαλογιστεί
Βλέπει κανείς μόνον αυτό που επιθυμεί να δει
Μια γέννηση δεν επιλύει τίποτε
Αναγνωρίζω ότι τρέχουνε τα δάκρυά μου.
Μια γέννηση δεν επιλύει τίποτε
Μόνον ο θάνατος λέει την αλήθεια
Ακόμη και η ποίηση δεν πείθει.
Διδασκόμεθα ότι ο χώρος δεν υπάρχει
Διδασκόμεθα ότι ο χρόνος δεν υπάρχει
Όπως και να 'χει όμως το πράγμα
Το γήρας είναι τετελεσμένο γεγονός.
Ας λέει η επιστήμη ό,τι θέλει.
Μου φέρνει ύπνο η ανάγνωση των ποιημάτων μου
Κι ωστόσο έχουνε γραφτεί με αίμα.

Από το 29ο τεύχος της Ποίησης
Νικάνορ Πάρρα, Ποιήματα επείγουσας ανάγκης -μία επιλογή-
Μετάφραση: Αργύρης Χιόνη


ΠΗΓΗ:  γράμμα σε χαρτί

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΦΟΒΟΣ ΦΥΛΑΕΙ ΤΑ ΕΡΜΑ;

Ο φόβος όταν ακινητοποιεί την αντίληψη, καθηλώνει το χρόνο μέσα μας. Χάνει το ρόλο του καλού συμβούλου, -γιατί αυτή είναι θέση του ανάμεσα στ’ άλλα εθελούσια ή μη συναισθήματα- και γίνεται ασήκωτη αλυσίδα για το επόμενο βήμα. Δεν είναι η φοβία για κάτι ομιχλώδες, ακαθόριστο ή εξωπραγματικό ούτε πανικός που δημιουργεί μια σειρά από ανεξέλεγκτες αντιδράσεις, στην περίπτωση που το σώμα μπορεί να λειτουργήσει έστω κι έτσι.
Είναι εκείνη η διαπιστωμένη αντίφαση που κάνει την ως χτες κυρίαρχη βεβαιότητα ότι η ζωή με τα σημεία και τα τέρατά της προχωράει, αδιάψευστη αβεβαιότητα ότι μπορεί κι όχι.
Οι αυθαιρεσίες της εξουσίας και το ξεχαρβάλωμα του κοινωνικού ιστού αφορούσαν καταστάσεις που και στο παρελθόν -ίσως όχι σε τέτοια έκταση και με τόση ένταση- με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνέβαιναν. 

Τώρα ζούμε σ’ ένα σύστημα που μοιάζει με αυτοάνοσο νόσημα. Στρέφεται ενάντια στον εαυτό του και τον κατατρώει. Με και άνευ της δικής μας συνδρομής.
Είναι ένα παιχνίδι που παίζεται αλλιώς, χωρίς καθορισμένους κανόνες και παίχτες που κινούν και κινούνται από μη ορατά νήματα -πάντως όχι αόρατα- ενός παγκόσμιου αφανισμού.
Χωρίς στρατηγική. Χωρίς καν την προσδοκώμενη χαρά της νίκης. Σ’ αυτή την παρτίδα-πατρίδα μόνο ο φόβος κάνει ρουά ματ. Και δε φυλάει τα έρμα. Ίσα ίσα τότε τα τρώει και τα χωνεύει θαυμάσια. Οπότε καλύτερη είναι η έξοδος απ’ το μαντρί. Χωρίς φόβο αλλά με πάθος…

S.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

XΡΩΜΑ ΝΕΚΡΟΥ ΠΑΓΟΥ

Zαλισμένα σύννεφα στο φόντο του βουνού. Χειμωνιάτικος ουρανός. Όσο ψηλότερα, τόσο καλύτερα. Ανάμεσα στο ανοιγμένο βαμβάκι του ορίζοντα τινάζεις την ανεμόσκαλα του νου κι όπου πάει. Αρκεί να μην επιστρέψει κάτω στα επίγεια που δεν υποθάλπεται ούτε μια ασθμαίνουσα ελπίδα ανατροπής. Εκτός απ' το μουχλιασμένο τοπίο της καθημερινότητας.
Όχι, δεν είναι όλα μαύρα, υπάρχουν πάντα πολλές αποχρώσεις του γκρι για όσους επιμένουν να διατηρούν επιμελώς στον πάτο του δοχείου της ψυχής λίγο άσπρο.
Ανάμεσα στους ληγμένους μύθους της σκουπιδόμαζας που συνεχώς γιγαντώνεται, κάποιοι συντηρούν πίσω απ’ το βλέμμα κάτι από την αθωότητα και τη φρεσκάδα μιας άλλης εποχής, που ακόμα κι αν δεν υπήρξε ποτέ με τη μορφή αυτή στο παρελθόν, θα μπορούσε να επινοηθεί, όντας ανθρώπινη και εφικτή.
Tο σκεφτόμουν ξανά σήμερα, μετά από τόσες μουτζουρωμένες μέρες βροχής και σκοτεινιάς, έτσι όπως έσμιγαν και χώριζαν τα σύννεφα.
Υπήρχε μια επίφαση χαράς ενώ κοιτούσα τις καθαρές αποχρώσεις του μπλε, ένας άλλος αέρας διαπερνούσε την ατμόσφαιρα, υπέροχα κρύος, μια σωτήρια αφύπνιση για τις ναρκωμένες αισθήσεις.
Ύστερα ο μηχανισμός του σκοταδιού επανήλθε αλλά η οσμή του αρώματος εκείνης της παγωμένης ομορφιάς παρέμεινε.
Τώρα μπροστά απ’ το κλειστό παράθυρο αναβοσβήνουν τα led φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Aπαστράπτοντες αμφιφανείς αστέρες. Τ' άλλα πράγματα γύρω σε χρώμα νεκρού πάγου. Για να λιώσει χρειάζεται δουλειά και χρόνος...


S.

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Μένης Κουμανταρέας: «Το πορτραίτο ενός ωραίου λοχαγού»


Ένα μικρό σημείωμα… του Νίκου Κουρμουλή

Ο ξαφνικός θάνατος του Μένη Κουμανταρέα, υπογράφει τους τίτλους τέλους για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, όπως εκείνη μορφοποιήθηκε μέσα στην πολυπλοκότητά της, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και εντεύθεν.
Ένα πέρασμα από την υλικότητα των μετεμφυλιακών χρόνων, στην Ελλάδα του πρόσκαιρου διαλείμματος της καταναλωτικής ευθυμίας, στην κρίση υπόστασης που περνάμε τα τελευταία χρόνια.
Η όραση του Κουμανταρέα περιείχε την χαρμολύπη για την ελλειμματική αστική διαμόρφωση μιας χώρας σε αντιπαροχή. Ο λόγος του σκιαγραφούσε μια ευρεία γεωγραφία χαρακτήρων, που περιείχαν την υποβλητικότητα μιας αιωρούμενης μα απτής απώλειας.
Ένας συγγραφέας απολύτως βιωματικός, που μπορούσε να μεταπλάσει το υλικό του σε μια αλληγορική δραματουργία γλώσσα. Ένας σπάνιος αφηγητής με την έξαψη του ευπατρίδη των λαϊκών συνοικιών.
Οι αντιθέσεις έθρεψαν το έργο το Μένη Κουμανταρέα. Αντιθέσεις παρμένες από τις ρωγμές της καθημερινότητας. Από το περβάζι ενός υπερυψωμένου ισογείου, ο συγγραφέας παρατηρούσε το χθαμαλό και το υψηλό της περιπέτειας του νεοέλληνα. 
Ένα διαφορικό καταφύγιο πάσης φύσεως αστέγων της πνευματικής κατάπτωσης, χτισμένο τα χρόνια της οντολογικής αντιπαροχής, που ανορθώθηκε ήδη πριν τη Χούντα, παρ’ όλες τις λαμπρές με επιμέρους εξαιρέσεις. 
Το έργο του Μένη Κουμανταρέα, αποτελεί το γράφημα των ανθρώπων που ουδείς δεν έβαζε στο χαρτί, τουλάχιστον στην εποχή του. Η μεσοαστική ασφυξία που χανόταν κάτω από κίτρινες λάμπες και στενά συναισθήματα.
Εκεί που το φαντασιακό διέβαλλε τα πάθη. Εκεί που η υπαρξιακή μετάλλαξη γινόταν στα κρυφά, με ένα καράβι ενοχών παρέα.
Εκεί που ο έρωτας παράκουγε τη συνείδησή του και γινόταν γλυκιά μέγγενη. Από όλους εμάς που γαλουχηθήκαμε με τα σαγηνευτικά κείμενα του Μένη, με την αυτοσαρκαστική πάστρα, απευθύνουμε ένα μεγάλο χαίρε!

Νίκος Κουρμουλής

Νίκος Κουρμουλής

at: http://stokokkino.gr/article/1000000000001344/Menis-Koumantareas-To-portraito-enos-oraiou-loxagou#sthash.Io6pRSC3.dpuf

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

ΧΑΟΣ OΠΩΣ ΕΛΛΑΔΑ

Το απόλυτο χάος
Χωρίς αρχή και τέλος
Έχει τόπο καταγωγής
Στα λεξικά του μέλλοντος
Θα oνομάζεται Ελλάδα


S.

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

ΔΥΣΚΟΛΙΑ/ ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΠΑΥΛΕΑΣ


Πριν φτάσει στην κορυφή της αυτή η νύχτα                                         απάνθρωπη καθώς την καταλήξαμε,
καλό θα'ταν ν'αφήναμε τις μάσκες μας
φεύγοντας απ' αυτό το βιωτικό χορό των μεταμφιεσμένων,
για πάντα και για πάντα ΄
γιατί κάναμε τις ημέρες πολύ απάνθρωπες,
δύσκολα ν' αναπνέουν και να στολίζονται
με τα κυνικά και τα παράδοξα τα γυάλινα
τα χρωματιστά και τα πλαστά δαιμονιώδη τους ψεύδη

ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΠΑΥΛΕΑΣ/ 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΜΕΓΙΣΤΑ ΚΑΙ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΣΥΜΠΑΝΤΑ 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1988

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

ΘΡΥΨΑΛΑ

Περιμένει στο κατώφλι ο χειμώνας      
Σαν προτομή άγνωστου ευεργέτη
Ανέκφραστος και σοβαρός
Μ΄ένα ανεξιχνίαστο χαμόγελο

Και αρκετή δόση ειρωνείας
Να κάνει τον απολογισμό της βροχής
Όταν πέφτει σε άνυδρα βλέμματα
Μ’ εκείνον τον μονότονο ξύλινο ήχο
Στο απολιθωμένο δάσος του καιρού
Τα άσματα του μέλλοντος, χαλάσματα
Η φωνή μας θα γεμίσει θρύψαλα


S.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ ΜΕ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΠΟΝΖΑΪ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗ

Γι­ῶρ­γος Πα­να­γι­ω­τί­δης

Ση­μει­ώ­μα­τα στὸ Θα­νά­ση

04-KappaΥΡΙΕ ΘΑΝΑΣΗ, σᾶς ἀ­να­ζή­τη­σα ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να. Ἔ­χε­τε φρά­ξει τὴν εἴ­σο­δο τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας μὲ ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ πα­λιὰ πράγ­μα­τα. Ἂν με­τα­κο­μί­ζε­τε, νὰ τὸ κά­νε­τε γρή­γο­ρα. Ἂν κά­να­τε ἀ­να­καί­νι­ση, κα­νο­νί­στε νὰ φύ­γουν ἀ­πὸ τὴν εἴ­σο­δο τὰ πα­λιὰ πράγ­μα­τά σας. Εἰ­δάλ­λως θὰ ἀ­ναγ­κα­στῶ νὰ σᾶς κά­νω ἀ­γω­γή.

Ἡ δι­α­χει­ρί­στρια


Θα­νά­ση μου, ἦρ­θα ὣς ἐ­δῶ καὶ δὲν σὲ βρῆ­κα παι­δί μου. Τὸ κι­νη­τό σου εἶ­ναι ἀ­πε­νερ­γο­ποι­η­μέ­νο ἐ­δῶ καὶ δύ­ο ἑ­βδο­μά­δες. Ξέ­ρεις πὼς εἶ­μαι με­γά­λη γυ­ναί­κα. Παι­δί μου, ἂν δὲν θὲς νὰ πά­ω ἀ­πὸ καρ­διά, τη­λε­φώ­νη­σέ μου τὸ γρη­γο­ρό­τε­ρο.

Μα­μά


Ρὲ μα­λά­κα, Θα­νά­ση, ποῦ εἶ­σαι; Ἢ θὰ πά­ρεις τὸ σκύ­λο σου ὣς αὔ­ριο ἢ θὰ τὸν πά­ω στὴ φι­λο­ζω­ϊ­κή. Τρεῖς μέ­ρες μοῦ εἶ­πες.

Νί­κος


Ἀ­γά­πη μου, τρί­α χρό­νια! Ἀ­πί­στευ­το! Ὅ­ταν σὲ γνώ­ρι­σα, φο­βό­μουν πὼς θὰ μ’ ἄ­φη­νες σὲ κα­νέ­να ἑ­ξά­μη­νο. Οἱ φί­λες μου, ἔ­λε­γαν νὰ προ­σέ­χω, για­τὶ ἄν­θρω­πος τῆς νύ­χτας δὲν ἔ­χει μπέ­σα. Μὰ ἐ­σύ, μω­ρά­κι μου, ἐ­σὺ εἶ­σαι καλ­λι­τέ­χνης. Εἶ­σαι ὁ τρα­γου­δι­στής μου! Μὴ μ’ ἀ­φή­νεις, Θα­να­σά­κο μου, στὸ σκο­τά­δι. Ποῦ εἶ­σαι; Τί νὰ κά­νω; Νὰ τολ­μή­σω νὰ πά­ρω τὴ μα­μά σου; Σὲ φι­λῶ γλυ­κά.

Ἡ Μα­ρί­α σου


Θα­νά­ση, δυ­στυ­χῶς δὲν ἔ­χω τὰ χρή­μα­τα. Δὲν ξέ­ρω, ρὲ φί­λε, ποῦ χά­θη­κες. Νὰ τὸ ξέ­ρεις μοῦ τὰ πῆ­ρε ὅ­λα ἡ τρά­πε­ζα. Χαν­τα­κώ­θη­κα. Θὰ φύ­γω γιὰ τὴν Ἀρ­γεν­τι­νή. Ἔ­χω μιὰ θεί­α ἐ­κεῖ. Θὰ φτια­χτῶ καὶ θὰ σὲ πλη­ρώ­σω. Τὸ μα­γα­ζὶ μοῦ τὸ πή­ρα­νε. Μὴ μὲ ἀ­να­ζη­τή­σεις ἐ­κεῖ.

Νό­της


Ἔ­χω νὰ σὲ δῶ ἀ­π’ τὴ μέ­ρα ποὺ ἔ­κλει­σε τὸ μα­γα­ζὶ ποὺ τρα­γού­δα­γες. Για­τί Θα­νά­ση; Ἐ­σὺ μοῦ ἔ­λε­γες πὼς θὰ τὰ πεῖς ὅ­λα στὴ Μα­ρί­α καὶ πὼς θὰ χω­ρί­σεις καὶ πὼς θὰ ζού­σα­με μα­ζί. Δὲν τὸ κα­τα­λα­βαί­νεις πὼς εἴ­μα­στε πλα­σμέ­νοι ὁ ἕ­νας γιὰ τὸν ἄλ­λο; Θα­νά­ση μὴ φέ­ρε­σαι σὰν παι­δί. Σὲ πε­ρι­μέ­νω πάν­τα.

Γιά­ννα


Κύ­ρι­ε Ἀ­θα­νά­σι­ε Ἀ­θα­να­σιά­δη, εἴ­χα­με συμ­φω­νή­σει στὸ πάρ­τι τῶν γε­νε­θλί­ων μου θὰ τρα­γου­δού­σα­τε τρί­α τέ­ταρ­τα καὶ θὰ κλεί­να­τε μὲ ἕ­να στρὶπ σό­ου. Δὲν μὲ νοιά­ζει ποὺ δὲν ἐμ­φα­νι­στή­κα­τε. Μὲ νοιά­ζει ποὺ ἐ­ξα­φα­νι­στή­κα­τε μὲ τὴν προ­κα­τα­βο­λὴ τῶν 500 εὐ­ρώ. Ἂν νο­μί­ζε­τε θὰ μοῦ φᾶ­τε αὐ­τὰ τὰ λε­φτά, πλα­νά­στε πλά­νη οἰ­κτρά! Ὁ ἄν­τρας μου εἶ­ναι ἔ­ξαλ­λος!

Κα Ζω­ζὼ Μωϋ­σιά­δου


Ποῦ ’­σαι, ρὲ Θα­νά­ση; Κο­νό­μη­σα ἕ­να κάμ­πριο αὐ­το­κι­νη­τά­κι. Ὅ,­τι πρέ­πει γιὰ τὴν πάρ­τη σου. Ἀ­πὸ Βουλ­γα­ρί­α. Κά­νε γρή­γο­ρα, για­τὶ θὰ μοῦ τὸ πά­ρει κα­νέ­νας ἄλ­λος. Εἶ­ναι πε­ρί­πτω­ση, δι­κέ μου. Ξύ­πνα! Τὸ σα­ρα­βα­λά­κι σου εἶ­ναι γιὰ πα­λι­ο­σί­δε­ρα. Δὲν θὰ νοι­ά­ζο­μαι ἐ­γὼ γιὰ σέ­να πιὸ πο­λὺ ἀ­πὸ σέ­να στὴν τε­λι­κή!

Μα­νώ­λης


Μω­ρέ, μοῦ λεί­πεις! Ἐν­τά­ξει τὸ ξέ­ρω, δὲν ἔ­χεις ξα­να­πά­ει μὲ ἄν­τρα, ἀλ­λὰ μα­ζί μου ἤ­σουν θε­ός. Δὲν μπο­ρῶ νὰ σὲ ξε­χά­σω! Ἔ­χεις σφη­νώ­σει στὴ σκέ­ψη μου, στὶς μέ­ρες καὶ στὶς νύ­χτες μου. Πό­τε νὰ σὲ πε­ρι­μέ­νω;

Στέ­λιος


Ἄν­τε νὰ χα­θεῖς, ρέ ξεφ­τί­λα! Τὸ σκύ­λο σου τὸν πα­ρέ­δω­σα στὴ φι­λο­ζω­ι­κή! Ἔ­τσι γιὰ νὰ μά­θεις νὰ ἐκ­με­ταλ­λεύ­ε­σαι τοὺς φί­λους! Καὶ νὰ μὴ σὲ ξα­να­δῶ μπρο­στά μου! Οὔ­στ!

Νί­κος


Θα­να­σά­κη μου, ἡ μα­νού­λα εἶ­μαι. Φο­βᾶ­μαι, παι­δί μου. Αὔ­ριο θὰ μπῶ στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Γιὰ ’­κεί­νη τὴ λι­πο­α­ναρ­ρό­φη­ση. Δὲν θὰ ἔρ­θεις; Ἂχ, βρὲ παι­δί μου, πά­λι θὰ μ’ ἀ­φή­σεις μό­νη μου τὴ δύ­σκο­λη ὥ­ρα!

Μα­μὰ


Κύ­ρι­ε Θα­νά­ση, ἡ πο­λυ­κα­τοι­κί­α ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ με­τα­φέ­ρει τὰ πράγ­μα­τά σας σὲ μιὰν ἀ­πο­θή­κη στὸ Αἰ­γά­λε­ω. Νὰ μὲ εὐ­γνω­μο­νεῖ­τε ποὺ γλι­τώ­σα­τε τὴν ἀ­γω­γή. Νὰ κα­θα­ρί­σε­τε ἄ­με­σα τὸ δι­α­μέ­ρι­σμά σας, για­τὶ ἡ δυ­σω­δί­α ἔ­χει γί­νει ἀ­φό­ρη­τη. Τί ἔ­χε­τε κά­νει, κύ­ρι­ε Θα­νά­ση; Ἀ­φή­σα­τε τὸ σκύ­λο σας καὶ ψό­φη­σε τὸ κα­η­μέ­νο τὸ ζων­τα­νό; Θ’ ἀ­νοί­ξου­με τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα μὲ εἰ­σαγ­γε­λι­κὴ ἐν­το­λή.

Ἡ δι­α­χει­ρί­στρια


Κύ­ρι­ε Ἀ­θα­νά­σι­ε Ἀ­θα­να­σιά­δη, ξε­χά­στε αὐ­τὰ ποὺ σᾶς ἔ­γρα­ψα. Συμ­φώ­νη­σε κι ὁ ἄν­τρας μου, νὰ μᾶς κά­νε­τε ἐ­κεῖ­νο τὸ στρὶπ σό­ου τὴν ἡ­μέ­ρα τῶν γε­νε­θλί­ων του. Εὐ­και­ρί­α νὰ ἐ­πα­νορ­θώ­σε­τε. Ἀλ­λὰ μό­νο μὲ τὰ 500 εὐ­ρὼ τῆς προ­κα­τα­βο­λῆς. Οὔ­τε εὐ­ρὼ πα­ρα­πά­νω.

Κα Ζω­ζὼ Μω­ϋ­σιά­δου


Μᾶλ­λον δὲν θέ­λεις νὰ μὲ ξα­να­δεῖς. Νὰ τὸ ξέ­ρεις. Θ’ αὐ­το­κτο­νή­σω καὶ θὰ τὸ ἔ­χεις κρί­μα. Ὑ­πο­χω­ρῶ Θα­νά­ση μου. Θὰ μεί­νω αἰ­ω­νί­ως τὸ τρί­το πρό­σω­πο. Ἀ­δι­α­μαρ­τύ­ρη­τα. Ἦ­ταν λά­θος μου νὰ ἐ­πι­μέ­νω νὰ χω­ρί­σεις μὲ τὴ Μα­ρία. Τί ἄ­μυα­λη ποὺ ἤ­μουν!

Γιά­ννα


Θα­νά­ση, τε­λει­ώ­σα­με! Εἶ­σαι ἴ­διος μὲ ὅ­λους τους ἄλ­λους! Γα­ϊ­δού­ρι! Τί νο­μί­ζες πῶς εἶ­μαι; Ἡ Πη­νε­λό­πη; Θα­νά­ση, πῆ­γα μὲ ἄλ­λον! Νὰ μὲ ξε­γρά­ψεις! Ἡ Μα­ρί­α σου ἔ­χει πε­θά­νει. Δὲν ἔ­χεις μπέ­σα τε­λι­κά, ρὲ Θα­νά­ση! Σὲ λυ­πᾶ­μαι!

Μα­ρί­α


Ἂχ βρὲ ἀ­γο­ρά­κι μου, ἐγ­χει­ρι­σμέ­νη καὶ μ’ ἀ­ναγ­κά­ζεις νὰ ἔρ­χο­μαι ὣς ἐ­δῶ κου­κου­λω­μέ­νη γιὰ νὰ μὴ μὲ κα­τα­λα­βαί­νουν ποι­ά εἶ­μαι. Πο­νά­ει τὸ κω­λα­ρά­κι μου ἀ­π’ τὴ λι­πο­α­ναρ­ρό­φη­ση. Νὰ τὸ ξέ­ρεις. Δὲν θὰ ἔρ­θω ξα­νά. Τὸ δι­α­μέ­ρι­σμά σου βρω­μά­ει! Μὲ πιά­νει λι­πο­θυ­μί­α μό­νο ποὺ πλη­σιά­ζω τὴν ἐ­ξώ­πορ­τα. Σὲ φι­λῶ γλυ­κά.

Μα­μά


Σοῦ ὑ­πό­σχο­μαι ἄν­τρα μου πὼς θὰ κά­νω μιὰ ξε­γυ­ρι­σμέ­νη φα­σί­να στὸ σπί­τι σου μό­λις ἐ­πι­κοι­νω­νή­σεις μα­ζί μου. Μό­νο νὰ σὲ βλέ­πω καὶ τί στὸν κό­σμο. Συγ­γνώ­μη δη­λα­δή, δὲν τὸ λέ­ω γιὰ νὰ σὲ προ­σβά­λω, ἀλ­λὰ τὸ δι­α­μέ­ρι­σμά σου, βρω­μά­ει ψο­φί­μι.

Στέ­λιος  



ΠΗΓΗ: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/Πλανόδιον/Ιστορίες Μπονζάι                                                                                                                    

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

[Πως να απαγγέλεις ποίηση] του Λέοναρντ Κοέν

Πάρε τη λέξη πεταλούδα. Για να πεις αυτή τη λέξη δεν χρειάζεται να κάνεις τη φωνή σου πιο ελαφριά από ένα γραμμάριο, ούτε χρειάζεται να την εφοδιάσεις με μικρά σκονισμένα φτερά. Δεν χρειάζεται να φανταστείς μιαν ηλιόλουστη ημέρα ή ένα χωράφι με ασφοδέλους. Δεν είναι απαραίτητο να είσαι ερωτευμένη, ή να έχεις ερωτευτεί τις πεταλούδες. Η λέξη πεταλούδα δεν είναι η πραγματική πεταλούδα. Υπάρχει η λέξη μα υπάρχει και η πεταλούδα. Αν μπερδέψεις αυτά τα δυο, οι άνθρωποι θα έχουν κάθε δικαίωμα να σε κοροϊδεύουν. Μην το παρακάνεις με τη λέξη.
Μήπως προσπαθείς να υπονοήσεις ότι αγαπάς τις πεταλούδες τελειότερα από οποιονδήποτε άλλον, ή ότι πραγματικά αντιλαμβάνεσαι τη φύση τους; Η λέξη πεταλούδα είναι απλά ένα δεδομένο. Δεν είναι μια ευκαιρία για να πλανιέσαι στον αέρα, να πετάξεις ψηλά, να πιάσεις φιλία με τα λουλούδια, να συμβολίσεις την ομορφιά και το εύθραυστο, ή να υποδυθείς την πεταλούδα με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. 
Μην υποδύεσαι τις λέξεις. Ποτέ μην προσπαθήσεις να υψωθείς από το πάτωμα, όταν μιλάς για πέταγμα. Ποτέ μην κλείνεις τα μάτια, μην τινάζεις απότομα το κεφάλι σου στο πλάι, όταν μιλάς για θάνατο. Μην καρφώνεις τα φλογισμένα σου μάτια πάνω μου όταν μιλάς για έρωτα. Αν θέλεις να με εντυπωσιάσεις όταν μιλάς για έρωτα βάλε το χέρι σου στην τσέπη ή κάτω από το φόρεμά σου και χαϊδέψου. Αν η φιλοδοξία σου και η πείνα σου για χειροκρότημα σε έκαναν να μου μιλήσεις για έρωτα, θα ‘πρεπε να μάθεις πώς να το κάνεις χωρίς να ξεφτιλίζεις τον εαυτό σου ή το κείμενο.
Ποια είναι η έκφραση που απαιτούν οι καιροί; Οι καιροί απαιτούν μη έκφραση έτσι κι αλλιώς. Η εποχή δεν ζητάει καμιά απολύτως έκφραση. Έχουμε δει φωτογραφίες με χαροκαμένες Ασιάτισσες μητέρες. Δεν μας αφορά η αγωνία των οργάνων σου που πασπατεύεις. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να εκφράσεις με το πρόσωπό σου, που να μπορεί να συναγωνιστεί με τη φρίκη αυτής της εποχής. Μην προσπαθήσεις καν. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να φέρεις τον εαυτό σου αντιμέτωπο με τη χλεύη εκείνων που έχουν νιώσει αυτά τα πράγματα βαθιά.
Έχουμε δει στις ειδήσεις ανθρώπους στο έπακρο του πόνου και του ξεριζωμού. Όλοι ξέρουν ότι τρως καλά κι ότι πληρώνεσαι κιόλας για να σταθείς εδώ. Κάνεις αυτό που κάνεις μπροστά σε ανθρώπους που βίωσαν την καταστροφή. Αυτό θα έπρεπε να σε κάνει πολύ μετρημένη. 
Πες τις λέξεις δώσε το δεδομένο, κάνε στην άκρη. Όλοι ξέρουν ότι υποφέρεις. Δεν μπορείς να πεις στο ακροατήριο όλα όσα ξέρεις για τον έρωτα με κάθε γραμμή που θα απαγγέλεις για τον έρωτα. Παραμέρησε και θα ξέρουν ό,τι ξέρεις γιατί ήδη το ξέρουν. Δεν έχεις να τους μάθεις τίποτα. Δεν είσαι πιο όμορφη απ’ αυτούς. Ούτε πιο σοφή. Μην τους βάζεις τις φωνές. Μην τους βιάζεις στην ψύχρα. Αυτό είναι κακό σεξ. Αν τους δείξεις το περίγραμμα των γεννητικών σου οργάνων, τότε δώσε τους κι αυτό που τάζεις. Να θυμάσαι ότι πραγματικά, οι άνθρωποι δεν θέλουν έναν ακροβάτη στο κρεβάτι τους. 
Ποιά είναι η ανάγκη μας; Να είμαστε κοντά στον φυσικό άντρα, να είμαστε κοντά στη φυσική γυναίκα. 
Μην παριστάνεις ότι είσαι μια λατρεμένη τραγουδίστρια μ’ ένα τεράστιο πιστό ακροατήριο που σε ακολούθησε στα πάνω και στα κάτω της ζωής σου μέχρι τούτη εδώ τη στιγμή. Οι βόμβες, τα φλογοβόλα κι όλα τα σκατά κατέστρεψαν πολλά περισσότερα από δέντρα και χωριά. κατέστρεψαν και τη σκηνή. Νόμισες ότι το επάγγελμά σου θα γλίτωνε από τη γενική καταστροφή; 
Δεν υπάρχει πια σκηνή. Δεν υπάρχουν πια φώτα της ράμπας και προβολείς. Στέκεσαι μέσα στον κόσμο. Γι αυτό να είσαι σεμνή. Πες τις λέξεις, δώσε τα δεδομένα, παραμέρισε. Στάσου μόνη. σαν να είσαι στο δωμάτιό σου. Μην το παίζεις.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΕΓΡΑΦΕ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1973 Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ                        

Πώς του σπαθιού σου στόμωσεν η κόψη
και πώς μετράς τη γης με ανύπαρχτη όψη;
Κλεισμένη στων Ελλήνων τα ιερά
τα κόκαλά μας, σκούζε, Λευτεριά.

Αιώνες σε κρατάνε φυλακή
οι αφεντάδες σου ξένοι και δικοί.
Και σ’ αμολάνε λίγο, αν είναι χρεία
να πνίξεις αλλωνών ελευθερία!


28.11.1973


Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

ΠΟΣΟΥΣ ΘΑΝΑΤΟΥΣ ΑΚΟΜΑ ΚΡΥΒΕΙ Η ΒΕΝΕΤΙΑ;

Διάβαζα πρόσφατα την αριστουργηματική νουβέλα του Τόμας Μαν "Θάνατος στη Βενετία".
Μια ιστορία ενός παραληρηματικού ύμνου για την τέχνη και την αισθητική τελειότητα όταν η τελευταία ενσαρκώνεται στην αψεγάδιαστη ομορφιά ενός νεαρού αγοριού, ενώ ταυτόχρονα ένας υφέρπων θάνατος απλώνεται αργά και σκεπάζει την πόλη από μια επιδημία χολέρας, η οποία εσκεμμένα αποκρύπτεται από τις επίσημες αρχές.
Δε θα σταθώ στον άκρατο ερωτισμό -πλατωνικό μόνο- που βιώνει ο φημισμένος -σε κρίση- μεσήλικας συγγραφέας για το νεαρό, αλαβάστρινο αγόρι και τον κάνει να αναθεωρεί την αποστειρωμένη ζωή του, η οποία υπήρξε απαρέγκλιτα και αυστηρά ταγμένη στη δημιουργία του έργου του ούτε στις άρτιες περιγραφές της νοσηρής πόλης, στους συμβολισμούς και στην ποίηση που ξεπηδά σχεδόν από κάθε φράση του βιβλίου και μυεί τον αναγνώστη στην ουσία της σκέψης του Μαν για την τέχνη, αλλά κάνοντας έναν παραλληλισμό της ιστορίας της νουβέλας σε σχέση με την κατάσταση που βιώνουμε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, έχω την αίσθηση ότι ακριβώς αυτό μας συμβαίνει.
Μια αποφορά μούχλας και σαπίλας φτάνει ως τα ρουθούνια μας, ένα άλλο είδος χολέρας περνάει στο D.N.A μας, ηθικής και πνευματικής που αργά αλλά σταθερά μάς αποστεώνει από κάθε τι αληθινό και ανθρώπινο. Ταυτόχρονα με τις διαβεβαιώσεις και τις πιστοποιήσεις των κατ’ εξοχήν υπεύθυνων ότι όλα πάνε κατ’ ευχήν. Δεν ξέρω από ποιο υφάδι αισιοδοξίας πιάνεται ο καθένας για να φέρει σε πέρας την καθημερινότητά του, αλλά αν δεν ανατραπεί αυτή η κωματώδης κατάσταση του νου κι η ψυχή δε στραφεί προς το δικό της φανταστικό φως για ν' αποκαλύψει το Νέο άνθρωπο, τον ευγενή και στοχαστικό, η παρακμή θα γίνει από δεύτερη, πρώτη φύση μας. Η Βενετία κρύβει ακόμα πολλούς θανάτους στα κανάλια της. Οι γονδολιέρηδες το ξέρουν καλά.


S.


Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

"Φόβος" - Δημήτριος Γκόγκας

Λέω πως ζω                                                                                                              
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά - σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;


Το παραπάνω ποίημα έλαβε το Α΄Βραβείο στην κατηγορία: (ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ) ΠΟΙΗΣΗ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
του ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ "ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014"


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Για το Πολυτεχνείο

Από τον Μάνο Χατζιδάκι   

Οι εθνικές γιορτές έχουν καταλήξει να είναι τελετουργίες χωρίς αντίκρισμα και 
με αμφιλεγόμενο περιεχόμενο. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου είναι πρόσφατα –γιορτάζουμε μόλις τη 12η επέτειο– κι όμως μοιάζει η γιορτή σαν τον χρυσό σταυρό που κοσμεί τους λαιμούς νεαρών ερωτιδέων ή ηλιοκαμένων καμακιών. Καμιά επαφή με το ουσιαστικό περιεχόμενο του σταυρού. Στολίδι, ένταση του αισθησιασμού. Έτσι και οι γιορτές του Πολυτεχνείου κατέληξαν σε εκτόνωση, σε κομματικό σφετερισμό και σε συνθήματα άσχετα από το ιδεολογικό περιεχόμενο των γεγονότων που η μνήμη τους συνέθεσε τους επί «εθνικού» επιπέδου εορτασμούς της επετείου (...)

12η σήμερα, 30ή αύριο, 50ή και θα χαθεί μες στην ανυποληψία των μελλοντικών στολών και επετείων με μερικά λογύδρια στα σχολεία και παρελάσεις στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους των ενόπλων δυνάμεων, διαλοστέλνοντας οι στρατιώτες τη γιορτή και την ταλαιπωρία των παρελάσεων (...)

Όμως το τραγικό δεν είναι αυτό. Το τραγικό είναι που κάθε κυβέρνηση βρίσκει τον τρόπο να συνδεθεί κατευθείαν με τις επετείους αυτές, αγνοώντας τα αληθινά μηνύματα των γεγονότων που τις συνέθεσαν (...)

Τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου μας παρέχονται με περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτούς που επέζησαν παρά γι’ αυτούς που χάθηκαν οριστικά. Οι εναπομείναντες παρελαύνουν επικεφαλής, βγάζουν λόγους, πραγματοποιούν τηλεοπτικές συνεντεύξεις και δεν τους άκουσα ούτε μια φορά να μνημονεύουν αυτούς που χάθηκαν οριστικά, που δεν είναι σε θέση να μιλήσουν σήμερα.

Έτσι, έρχεται η σειρά να δούμε από κοντά το τραπέζι ενός Ινδιάνου που αμέριμνος με την παραδοσιακή τεχνική αμύνης, υπερασπιζόταν το σπιτικό του και τον τόπο του από τους εισβολείς, ήσυχος για το δίκαιό του και για τον Θεό του. Όμως οι πιονέροι με τον δικό τους Θεό κατασκευάσανε ένα δικό τους δίκαιο και κατέκτησαν τους Ινδιάνους. Κι αφού τους εξαφάνισαν, άρχισαν να γυρίζουν ταινίες με το δίκαιο αμφίρροπο ανάμεσα στους Ινδιάνους και τους Αμερικανούς στρατιώτες. Όμως η κατάληψη είχε επιτελεστεί. Η Αμερική στους Αμερικανούς. Και η 17η Νοεμβρίου στους επιζήσαντες. Αύριο –καθόλου απίθανο– μια μελλοντική δικτατορία να οικειοποιηθεί την επέτειο του Πολυτεχνείου ως σύμβολο αντιστάσεως εναντίον των αντιπάλων της. Μήπως δεν έγινε παρόμοια πλαστοπροσωπία στα ανατολικά «σοσιαλιστικά» κράτη; Αγώνες νέων παιδιών μήπως δεν έγιναν σύμβολο εορτασμού τυραννικών καθεστώτων; Τα ’χουμε δει αυτά και τα ’χουμε -αλίμονο- συνηθίσει (...)

Δεν είχα καλά, καλά τελειώσει το σχόλιο αυτό και ήλθε η είδηση. Ένας αστυνομικός, σκότωσε τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτέζα. Κατασκευάζεται ήδη σενάριο με βάση το κατά πόσον ο νεαρός δεκαπεντάχρονος ήταν ή δεν ήταν «επικίνδυνος» αναρχικός. Ώστε η κτηνωδία του αστυνομικού να γίνει νόμιμη άμυνα... 


Μάνος Χατζιδάκις
 ___________
Αποσπάσματα από άρθρο με τίτλο ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ή ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΙΝΔΙΑΝΟΥ, που δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό «Τέταρτο», τευχ. 8, Δεκέμβριος 1985, και συμπεριλήφθηκε αργότερα στη συλλογή κειμένων του Μάνου Χατζιδάκι «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι» από τις Εκδόσεις Ίκαρος.


ΠΗΓΗ: http://www.lifo.gr/team/readersdigest/53089



Οι εθνικές γιορτές έχουν καταλήξει να είναι τελετουργίες χωρίς αντίκρισμα και με αμφιλεγόμενο περιεχόμενο. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου είναι πρόσφατα –γιορτάζουμε μόλις τη 12η επέτειο– κι όμως μοιάζει η γιορτή σαν τον χρυσό σταυρό που κοσμεί τους λαιμούς νεαρών ερωτιδέων ή ηλιοκαμένων καμακιών. Καμιά επαφή με το ουσιαστικό περιεχόμενο του σταυρού. Στολίδι, ένταση του αισθησιασμού. Έτσι και οι γιορτές του Πολυτεχνείου κατέληξαν σε εκτόνωση, σε κομματικό σφετερισμό και σε συνθήματα άσχετα από το ιδεολογικό περιεχόμενο των γεγονότων που η μνήμη τους συνέθεσε τους επί «εθνικού» επιπέδου εορτασμούς της επετείου (...) 12η σήμερα, 30ή αύριο, 50ή και θα χαθεί μες στην ανυποληψία των μελλοντικών στολών και επετείων με μερικά λογύδρια στα σχολεία και παρελάσεις στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους των ενόπλων δυνάμεων, διαλοστέλνοντας οι στρατιώτες τη γιορτή και την ταλαιπωρία των παρελάσεων (...) Όμως το τραγικό δεν είναι αυτό. Το τραγικό είναι που κάθε κυβέρνηση βρίσκει τον τρόπο να συνδεθεί κατευθείαν με τις επετείους αυτές, αγνοώντας τα αληθινά μηνύματα των γεγονότων που τις συνέθεσαν (...) Τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου μας παρέχονται με περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτούς που επέζησαν παρά γι’ αυτούς που χάθηκαν οριστικά. Οι εναπομείναντες παρελαύνουν επικεφαλής, βγάζουν λόγους, πραγματοποιούν τηλεοπτικές συνεντεύξεις και δεν τους άκουσα ούτε μια φορά να μνημονεύουν αυτούς που χάθηκαν οριστικά, που δεν είναι σε θέση να μιλήσουν σήμερα. Έτσι, έρχεται η σειρά να δούμε από κοντά το τραπέζι ενός Ινδιάνου που αμέριμνος με την παραδοσιακή τεχνική αμύνης, υπερασπιζόταν το σπιτικό του και τον τόπο του από τους εισβολείς, ήσυχος για το δίκαιό του και για τον Θεό του. Όμως οι πιονέροι με τον δικό τους Θεό κατασκευάσανε ένα δικό τους δίκαιο και κατέκτησαν τους Ινδιάνους. Κι αφού τους εξαφάνισαν, άρχισαν να γυρίζουν ταινίες με το δίκαιο αμφίρροπο ανάμεσα στους Ινδιάνους και τους Αμερικανούς στρατιώτες. Όμως η κατάληψη είχε επιτελεστεί. Η Αμερική στους Αμερικανούς. Και η 17η Νοεμβρίου στους επιζήσαντες. Αύριο –καθόλου απίθανο– μια μελλοντική δικτατορία να οικειοποιηθεί την επέτειο του Πολυτεχνείου ως σύμβολο αντιστάσεως εναντίον των αντιπάλων της. Μήπως δεν έγινε παρόμοια πλαστοπροσωπία στα ανατολικά «σοσιαλιστικά» κράτη; Αγώνες νέων παιδιών μήπως δεν έγιναν σύμβολο εορτασμού τυραννικών καθεστώτων; Τα ’χουμε δει αυτά και τα ’χουμε -αλίμονο- συνηθίσει (...) Δεν είχα καλά, καλά τελειώσει το σχόλιο αυτό και ήλθε η είδηση. Ένας αστυνομικός, σκότωσε τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτέζα. Κατασκευάζεται ήδη σενάριο με βάση το κατα πόσον ο νεαρός δεκαπεντάχρονος ήταν ή δεν ήταν «επικινδύνος» αναρχικός. Ώστε η κτηνωδία του αστυνομικού να γίνει νόμιμη άμυνα... Μάνος Χατζιδάκις ___________ Αποσπάσματα από άρθρο με τίτλο ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ή ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΙΝΔΙΑΝΟΥ, που δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό «Τέταρτο», τευχ. 8, Δεκέμβριος 1985, και συμπεριλήφθηκε αργότερα στη συλλογή κειμένων του Μάνου Χατζιδάκι «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι» από τις Εκδόσεις Ίκαρος. Πηγή: www.lifo.gr
Οι εθνικές γιορτές έχουν καταλήξει να είναι τελετουργίες χωρίς αντίκρισμα και με αμφιλεγόμενο περιεχόμενο. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου είναι πρόσφατα –γιορτάζουμε μόλις τη 12η επέτειο– κι όμως μοιάζει η γιορτή σαν τον χρυσό σταυρό που κοσμεί τους λαιμούς νεαρών ερωτιδέων ή ηλιοκαμένων καμακιών. Καμιά επαφή με το ουσιαστικό περιεχόμενο του σταυρού. Στολίδι, ένταση του αισθησιασμού. Έτσι και οι γιορτές του Πολυτεχνείου κατέληξαν σε εκτόνωση, σε κομματικό σφετερισμό και σε συνθήματα άσχετα από το ιδεολογικό περιεχόμενο των γεγονότων που η μνήμη τους συνέθεσε τους επί «εθνικού» επιπέδου εορτασμούς της επετείου (...) 12η σήμερα, 30ή αύριο, 50ή και θα χαθεί μες στην ανυποληψία των μελλοντικών στολών και επετείων με μερικά λογύδρια στα σχολεία και παρελάσεις στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους των ενόπλων δυνάμεων, διαλοστέλνοντας οι στρατιώτες τη γιορτή και την ταλαιπωρία των παρελάσεων (...) Όμως το τραγικό δεν είναι αυτό. Το τραγικό είναι που κάθε κυβέρνηση βρίσκει τον τρόπο να συνδεθεί κατευθείαν με τις επετείους αυτές, αγνοώντας τα αληθινά μηνύματα των γεγονότων που τις συνέθεσαν (...) Τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου μας παρέχονται με περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτούς που επέζησαν παρά γι’ αυτούς που χάθηκαν οριστικά. Οι εναπομείναντες παρελαύνουν επικεφαλής, βγάζουν λόγους, πραγματοποιούν τηλεοπτικές συνεντεύξεις και δεν τους άκουσα ούτε μια φορά να μνημονεύουν αυτούς που χάθηκαν οριστικά, που δεν είναι σε θέση να μιλήσουν σήμερα. Έτσι, έρχεται η σειρά να δούμε από κοντά το τραπέζι ενός Ινδιάνου που αμέριμνος με την παραδοσιακή τεχνική αμύνης, υπερασπιζόταν το σπιτικό του και τον τόπο του από τους εισβολείς, ήσυχος για το δίκαιό του και για τον Θεό του. Όμως οι πιονέροι με τον δικό τους Θεό κατασκευάσανε ένα δικό τους δίκαιο και κατέκτησαν τους Ινδιάνους. Κι αφού τους εξαφάνισαν, άρχισαν να γυρίζουν ταινίες με το δίκαιο αμφίρροπο ανάμεσα στους Ινδιάνους και τους Αμερικανούς στρατιώτες. Όμως η κατάληψη είχε επιτελεστεί. Η Αμερική στους Αμερικανούς. Και η 17η Νοεμβρίου στους επιζήσαντες. Αύριο –καθόλου απίθανο– μια μελλοντική δικτατορία να οικειοποιηθεί την επέτειο του Πολυτεχνείου ως σύμβολο αντιστάσεως εναντίον των αντιπάλων της. Μήπως δεν έγινε παρόμοια πλαστοπροσωπία στα ανατολικά «σοσιαλιστικά» κράτη; Αγώνες νέων παιδιών μήπως δεν έγιναν σύμβολο εορτασμού τυραννικών καθεστώτων; Τα ’χουμε δει αυτά και τα ’χουμε -αλίμονο- συνηθίσει (...) Δεν είχα καλά, καλά τελειώσει το σχόλιο αυτό και ήλθε η είδηση. Ένας αστυνομικός, σκότωσε τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτέζα. Κατασκευάζεται ήδη σενάριο με βάση το κατα πόσον ο νεαρός δεκαπεντάχρονος ήταν ή δεν ήταν «επικινδύνος» αναρχικός. Ώστε η κτηνωδία του αστυνομικού να γίνει νόμιμη άμυνα... Μάνος Χατζιδάκις ___________ Αποσπάσματα από άρθρο με τίτλο ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ή ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΙΝΔΙΑΝΟΥ, που δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό «Τέταρτο», τευχ. 8, Δεκέμβριος 1985, και συμπεριλήφθηκε αργότερα στη συλλογή κειμένων του Μάνου Χατζιδάκι «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι» από τις Εκδόσεις Ίκαρος. Πηγή: www.lifo.gr
Οι εθνικές γιορτές έχουν καταλήξει να είναι τελετουργίες χωρίς αντίκρισμα και με αμφιλεγόμενο περιεχόμενο. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου είναι πρόσφατα –γιορτάζουμε μόλις τη 12η επέτειο– κι όμως μοιάζει η γιορτή σαν τον χρυσό σταυρό που κοσμεί τους λαιμούς νεαρών ερωτιδέων ή ηλιοκαμένων καμακιών. Καμιά επαφή με το ουσιαστικό περιεχόμενο του σταυρού. Στολίδι, ένταση του αισθησιασμού. Έτσι και οι γιορτές του Πολυτεχνείου κατέληξαν σε εκτόνωση, σε κομματικό σφετερισμό και σε συνθήματα άσχετα από το ιδεολογικό περιεχόμενο των γεγονότων που η μνήμη τους συνέθεσε τους επί «εθνικού» επιπέδου εορτασμούς της επετείου (...) 12η σήμερα, 30ή αύριο, 50ή και θα χαθεί μες στην ανυποληψία των μελλοντικών στολών και επετείων με μερικά λογύδρια στα σχολεία και παρελάσεις στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους των ενόπλων δυνάμεων, διαλοστέλνοντας οι στρατιώτες τη γιορτή και την ταλαιπωρία των παρελάσεων (...) Όμως το τραγικό δεν είναι αυτό. Το τραγικό είναι που κάθε κυβέρνηση βρίσκει τον τρόπο να συνδεθεί κατευθείαν με τις επετείους αυτές, αγνοώντας τα αληθινά μηνύματα των γεγονότων που τις συνέθεσαν (...) Τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου μας παρέχονται με περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτούς που επέζησαν παρά γι’ αυτούς που χάθηκαν οριστικά. Οι εναπομείναντες παρελαύνουν επικεφαλής, βγάζουν λόγους, πραγματοποιούν τηλεοπτικές συνεντεύξεις και δεν τους άκουσα ούτε μια φορά να μνημονεύουν αυτούς που χάθηκαν οριστικά, που δεν είναι σε θέση να μιλήσουν σήμερα. Έτσι, έρχεται η σειρά να δούμε από κοντά το τραπέζι ενός Ινδιάνου που αμέριμνος με την παραδοσιακή τεχνική αμύνης, υπερασπιζόταν το σπιτικό του και τον τόπο του από τους εισβολείς, ήσυχος για το δίκαιό του και για τον Θεό του. Όμως οι πιονέροι με τον δικό τους Θεό κατασκευάσανε ένα δικό τους δίκαιο και κατέκτησαν τους Ινδιάνους. Κι αφού τους εξαφάνισαν, άρχισαν να γυρίζουν ταινίες με το δίκαιο αμφίρροπο ανάμεσα στους Ινδιάνους και τους Αμερικανούς στρατιώτες. Όμως η κατάληψη είχε επιτελεστεί. Η Αμερική στους Αμερικανούς. Και η 17η Νοεμβρίου στους επιζήσαντες. Αύριο –καθόλου απίθανο– μια μελλοντική δικτατορία να οικειοποιηθεί την επέτειο του Πολυτεχνείου ως σύμβολο αντιστάσεως εναντίον των αντιπάλων της. Μήπως δεν έγινε παρόμοια πλαστοπροσωπία στα ανατολικά «σοσιαλιστικά» κράτη; Αγώνες νέων παιδιών μήπως δεν έγιναν σύμβολο εορτασμού τυραννικών καθεστώτων; Τα ’χουμε δει αυτά και τα ’χουμε -αλίμονο- συνηθίσει (...) Δεν είχα καλά, καλά τελειώσει το σχόλιο αυτό και ήλθε η είδηση. Ένας αστυνομικός, σκότωσε τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτέζα. Κατασκευάζεται ήδη σενάριο με βάση το κατα πόσον ο νεαρός δεκαπεντάχρονος ήταν ή δεν ήταν «επικινδύνος» αναρχικός. Ώστε η κτηνωδία του αστυνομικού να γίνει νόμιμη άμυνα... Μάνος Χατζιδάκις ___________ Αποσπάσματα από άρθρο με τίτλο ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ή ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΙΝΔΙΑΝΟΥ, που δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό «Τέταρτο», τευχ. 8, Δεκέμβριος 1985, και συμπεριλήφθηκε αργότερα στη συλλογή κειμένων του Μάνου Χατζιδάκι «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι» από τις Εκδόσεις Ίκαρος. Πηγή: www.lifo.gr
Οι εθνικές γιορτές έχουν καταλήξει να είναι τελετουργίες χωρίς αντίκρισμα και με αμφιλεγόμενο περιεχόμενο. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου είναι πρόσφατα –γιορτάζουμε μόλις τη 12η επέτειο– κι όμως μοιάζει η γιορτή σαν τον χρυσό σταυρό που κοσμεί τους λαιμούς νεαρών ερωτιδέων ή ηλιοκαμένων καμακιών. Καμιά επαφή με το ουσιαστικό περιεχόμενο του σταυρού. Στολίδι, ένταση του αισθησιασμού. Έτσι και οι γιορτές του Πολυτεχνείου κατέληξαν σε εκτόνωση, σε κομματικό σφετερισμό και σε συνθήματα άσχετα από το ιδεολογικό περιεχόμενο των γεγονότων που η μνήμη τους συνέθεσε τους επί «εθνικού» επιπέδου εορτασμούς της επετείου (...) 12η σήμερα, 30ή αύριο, 50ή και θα χαθεί μες στην ανυποληψία των μελλοντικών στολών και επετείων με μερικά λογύδρια στα σχολεία και παρελάσεις στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους των ενόπλων δυνάμεων, διαλοστέλνοντας οι στρατιώτες τη γιορτή και την ταλαιπωρία των παρελάσεων (...) Όμως το τραγικό δεν είναι αυτό. Το τραγικό είναι που κάθε κυβέρνηση βρίσκει τον τρόπο να συνδεθεί κατευθείαν με τις επετείους αυτές, αγνοώντας τα αληθινά μηνύματα των γεγονότων που τις συνέθεσαν (...) Τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου μας παρέχονται με περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτούς που επέζησαν παρά γι’ αυτούς που χάθηκαν οριστικά. Οι εναπομείναντες παρελαύνουν επικεφαλής, βγάζουν λόγους, πραγματοποιούν τηλεοπτικές συνεντεύξεις και δεν τους άκουσα ούτε μια φορά να μνημονεύουν αυτούς που χάθηκαν οριστικά, που δεν είναι σε θέση να μιλήσουν σήμερα. Έτσι, έρχεται η σειρά να δούμε από κοντά το τραπέζι ενός Ινδιάνου που αμέριμνος με την παραδοσιακή τεχνική αμύνης, υπερασπιζόταν το σπιτικό του και τον τόπο του από τους εισβολείς, ήσυχος για το δίκαιό του και για τον Θεό του. Όμως οι πιονέροι με τον δικό τους Θεό κατασκευάσανε ένα δικό τους δίκαιο και κατέκτησαν τους Ινδιάνους. Κι αφού τους εξαφάνισαν, άρχισαν να γυρίζουν ταινίες με το δίκαιο αμφίρροπο ανάμεσα στους Ινδιάνους και τους Αμερικανούς στρατιώτες. Όμως η κατάληψη είχε επιτελεστεί. Η Αμερική στους Αμερικανούς. Και η 17η Νοεμβρίου στους επιζήσαντες. Αύριο –καθόλου απίθανο– μια μελλοντική δικτατορία να οικειοποιηθεί την επέτειο του Πολυτεχνείου ως σύμβολο αντιστάσεως εναντίον των αντιπάλων της. Μήπως δεν έγινε παρόμοια πλαστοπροσωπία στα ανατολικά «σοσιαλιστικά» κράτη; Αγώνες νέων παιδιών μήπως δεν έγιναν σύμβολο εορτασμού τυραννικών καθεστώτων; Τα ’χουμε δει αυτά και τα ’χουμε -αλίμονο- συνηθίσει (...) Δεν είχα καλά, καλά τελειώσει το σχόλιο αυτό και ήλθε η είδηση. Ένας αστυνομικός, σκότωσε τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτέζα. Κατασκευάζεται ήδη σενάριο με βάση το κατα πόσον ο νεαρός δεκαπεντάχρονος ήταν ή δεν ήταν «επικινδύνος» αναρχικός. Ώστε η κτηνωδία του αστυνομικού να γίνει νόμιμη άμυνα... Μάνος Χατζιδάκις ___________ Αποσπάσματα από άρθρο με τίτλο ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ή ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΙΝΔΙΑΝΟΥ, που δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό «Τέταρτο», τευχ. 8, Δεκέμβριος 1985, και συμπεριλήφθηκε αργότερα στη συλλογή κειμένων του Μάνου Χατζιδάκι «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι» από τις Εκδόσεις Ίκαρος. Πηγή: www.lifo.gr

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Λιγοστεύουν

 γράφει ο Μετέωρος
"Εφημερίδα των Συντακτών", 11.11.2014



ΚΑΤΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ 
Κάτι επικίνδυνα κομμάτια/ 
χάος/ 
είν’ η ψυχή μου/ 
που έκοψε με τα δόντια του/
ο Θεός./ 
Αλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια/ 
τα δείχνουν/ τα πουλάνε/ τ’ αγοράζουν./ 
Εγώ δεν τα πουλώ./ Οι άνθρωποι/ 
τα κοιτάζουν/ με ρωτάνε/ άλλοι γελάνε/ άλλοι προσπερνάνε./ Εγώ δεν τα πουλώ.

ΠΡΩΤΟΓΡΑΨΕ το 1941, στα είκοσι δύο του. Το ’44 έσκισε τα ακαδημαϊκά του βιβλία και εγκατέλειψε τη Νομική για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ποίηση.

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ Δεν έχω γράψει ποιήματα/ μέσα σε κρότους/ μέσα σε κρότους/ κύλησε η ζωή μου./ Τη μιαν ημέρα έτρεμα/ την άλλην ανατρίχιαζα/ μέσα στο φόβο/ μέσα στο φόβο/ πέρασε η ζωή μου./ Δεν έχω γράψει ποιήματα/ δεν έχω γράψει ποιήματα/ μόνο σταυρούς/ σε μνήματα/ καρφώνω.

ΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ Ομως υπάρχουν ακόμα/ λίγοι άνθρωποι/ που δεν είναι κόλαση/ η ζωή τους/ υπάρχει το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης/ η Fraülein Ramser/ και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες/ οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι/ ψάξε καλά/ βρες τους, Ποιητή!/ κατάγραψέ τους προσεχτικά/ γιατί όσο παν και λιγοστεύουν/ λιγοστεύουν.

ΣΥΝΔΕΘΗΚΕ με στενή φιλία με τον Ελύτη και τον Εγγονόπουλο. Ο Μίλτος Σαχτούρης, διότι περί του Σαχτούρη πρόκειται, επηρεάστηκε απ’ τον σουρεαλισμό αλλά χαρακτηρίζεται ποιητής του συμβολισμού και του παράλογου.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ Καημένε Νίκο/ τι ζωή ήταν κι αυτή/ κατατρεγμένος από τους Κατσιμπαλήδες/ οι πλούσιοι φτύναν πάνω στη φτώχεια σου/ όμως εσύ καλά έκανες/ έπινες τα ουζάκια σου/ κι όλους αυτούς τους μούντζωνες/ και πριν να φύγεις/ πρόφτασες κι αρπάχτηκες/ από ένα κάτασπρο σύννεφο/ από ψηλά τώρα από το σύννεφο αυτό/ κοιτάζεις/ την αθανασία σου.

ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΛΙΡΕΣ Στο καφενείο/ έρχεται ο χοντρός νονός μου/ με τις λίρες/ Ούτε μια δεν είναι για σένα, λέει/ γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου/ που περίμενα./ Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι, πλάι μου/ - Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.

Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ Ολοι κοιμούνται/ κι εγώ ξαγρυπνώ/ περνώ σε χρυσή κλωστή/ ασημένια φεγγάρια/ και περιμένω να ξημερώσει/ για να γεννηθεί/ ένας νέος θεός/ μες στην καρδιά μου/ την παγωμένη/ από άγρια φαντάσματα/ και τη μαύρη πίκρα.

ΤΙΜΗΘΗΚΕ με τρία κρατικά βραβεία και μετα-φράστηκε σε πολλές γλώσσες. Είναι ποιητής του κλειστού χώρου. Το έργο του απηχεί με εφιαλτικές εικόνες τον απόηχο του άγχους μιας ολόκληρης εποχής.

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ Και να που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος/ στον Πόρο/ τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα/ τσιγάρα να καίνε σαν κεριά/ γύρω γύρω στα τραπέζια/ τσιγάρα πάνω στις καρέκλες/ τσιγάρα παντού/ κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε./ Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος/ τα μάτια του να καίνε./ - Πώς απ’ τον Πόρο, Αντρέα;/ εσύ πάντα πήγαινες στην Ανδρο./ - Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα/ στην Υδρα, γιατί στον Πόρο;/ Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο/ το φοβερό γέλιο του·/ πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια/ ένα σύννεφο σπουργίτια/ πέρα απ’ το θάνατό του.


Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

KYΡΙΑΚΗ ΒΡΑΔΥ

Την Κυριακή το βράδυ                      
Η συνωμοσία της νύχτας
Τακτικό ραντεβού
Γύρω στις αρχές Νοέμβρη
Τότε το νησί σφραγίζει
Ερμητικά τις πόρτες του
Ανακυκλώνει εκφράσεις
Χροιές φωνών στα ίδια πρόσωπα
Καρτ ποστάλ ασπρόμαυρη
Μιας άγνωστης εποχής
Ούτε στο χτες 

Ούτε στο σήμερα
Έξω απ’ το χρόνο
Ένας αλλού τόπος
Το σοκάκι κακοφωτισμένο κι έρημο
Ντοστογιεφσκικοί οι ήρωές του χάνονται
Πίσω από μισογκρεμισμένα κτίρια
Ο καθένας με το οικείο σκοτάδι του
Κι εγώ με το δικό μου
Μόνο η θάλασσα σταθερά
Αναδεύει τις σκέψεις
Όταν έρχονται και παρέρχονται
Κύματα που θα καταλήξουν
Αδημονώντας για ένα άλλο
Αφτιασίδωτο φως
Σε απροσδιόριστη ακτή

Πόσο καλό κολύμπι ξέρετε;

S.

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

ME ΣΕΜΝΟΤΗΤΑ

Όσοι ζουν με σεμνότητα         
Αθόρυβοι και διάφανοι
Ξέρουν ερήμην των άλλων
Ότι οι χαρές είναι ανώνυμες
Πάντα οι λύπες επώνυμες
Και τις συγχωρούν όλες

S.

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Ευγένιος Αρανίτσης - Σχετικά Με Τους Ιδιοφυείς

Η εξυπνάδα ορισμένων ανθρώπων φαίνεται πως δυσκολεύει, γι' αυτούς, τα πράγματα, οδηγώντας τους σε αδιέξοδα που χρονίζουν και στα οποία τους καθηλώνει η επιμονή να ενστερνίζονται ιδέες πρόχειρα εγγυημένες από το πνεύμα του μάγου. Αυτό έχει μεν την ικανότητα να διακρίνει τα αόρατα, όμως μ' έναν τρόπο που κάνει την προσέγγιση του βάθους να μοιάζει με άγκυρα. Οι έξυπνοι κολλάνε στην άμμο. Δηλαδή στις αντιξοότητες, που τις αναγνωρίζουν αμέσως ως θεωρητικές δομές απαραίτητες για την επίτευξη των ρεκόρ της σκέψης και, έτσι, απαιτητικές μεγάλων χρονικών παύσεων της δράσης. Δυσκολεύονται να προχωρήσουν. Δυσκολεύονται να αποχωριστούν τη σκιά του ιδανικού που η σπιρτάδα αντιλαμβάνεται σαν αντάξιό της και αρπάζουν, ως αποζημίωση γι' αυτή τη δυσκολία, το δικαίωμα να είναι ματαιόδοξοι.
Παρατηρώ, κατά καιρούς, τις περιπτώσεις ανθρώπων με πολύ υψηλό I.Q., καθώς το ονομάζουν, που η εξυπνάδα τους πάει κόντρα σε κάθε ψυχική εξέλιξη. Οι άμυνές τους είναι τόσο ισχυρές, τόσο καλά δεμένες με τα στριφογυρίσματα της οξυδέρκειας, ώστε δεν τις διαπερνάει ούτε μία αχτίδα. Προφυλαγμένοι από το δαίμονα που τους παρέχει προστασία σε κάθε απόπειρα του κόσμου να τους αλλάξει μυαλά, ζουν κλεισμένοι, αεροστεγώς, στην τελειότητα του εκάστοτε επιχειρήματος, το οποίο, ενώ αναδύεται ταχύτατα προκειμένου ν' αφήσει τους άλλους άναυδους, τελικά αφήνει το ίδιο το υποκείμενο δεμένο χειροπόδαρα. Ο έξυπνος σκέφτεται τόσο έξυπνα, ώστε δεν προλαβαίνει να ανασάνει σύμφωνα με το ρυθμό των εξελίξεων, παρά χτυπάει κεραυνοβόλα και βυθίζεται στην αναμονή μιας δυνητικής επαλήθευσης, ήδη συντελεσμένης φαντασιωσικά. Μελετώντας τόσο επίμονα, εκεί, στη φαντασίωση, τη μωρία του κόσμου, η εξυπνάδα δανείζεται πολλά από το ύφος της ξεροκεφαλιάς.
Αυτό το τραύμα της διάψευσης, που τον κάνει συχνά να τρεκλίζει σε ό,τι αφορά τις συναισθηματικές υποθέσεις, είναι περιέργως κάτι του οποίου τον πόνο ο ίδιος δεν συνειδητοποιεί. Όπως όλες οι οπτικές γωνίες, έτσι και η υπερβολική οξύνοια έχει το δικό της τυφλό σημείο, όπου η πρόσβαση παραμένει αδύνατη: η εξυπνάδα δεν μπορεί να δει την πλάτη της καλύτερα απ' ό,τι η ανοησία και, ως προς αυτό, λίγο μετράει αν η ανοησία είναι συνολικά τυφλή. Αφού εδώ, δηλαδή πίσω από την πλάτη του ευφυούς, τα χρόνια περνάνε το ίδιο γρήγορα όσο και πίσω από την πλάτη του βλάκα.
Συναντάει κανείς έξυπνους ανθρώπους για τα καλά παγιδευμένους σ' ένα σχήμα τόσο αιθέριο στη σύλληψή του, ώστε εντέλει περνάει για αιώνιο. Δε γίνεται να το εγκαταλείψει κανείς, δεν μπορεί ο καθένας να 'χει τη μοίρα του Οπενχάιμερ. Απλώς ο έξυπνος επινοεί άλλα ανάλογα σχήματα, όλα γεννημένα από την ομολογημένη αποτελεσματικότητα της ίδιας εφηβικής ευστροφίας που σωρεύονται στο αρχικό θεμέλιο σχηματίζοντας, συν τω χρόνω, πλήρη οχυρωματικά έργα. Κάτω από το βάρος όλου αυτού του τσιμέντου, ο έξυπνος ασφυκτιά.
Και πάλι, η απειλή ασφυξίας όχι μόνο δεν τον συντρίβει, αλλά γίνεται μια ακόμη πρόκληση για την εξυπνάδα του.
Στερημένος από την αφέλεια, από την πρόωρα εγκαταλελειμμένη παιδικότητα που κυβερνούσε το βλέμμα του όταν ζητούσε αγάπη χωρίς η ανάγκη του να απαντηθεί, αποφεύγει τις κακοτοπιές της κατανόησης του προφανούς και επιστρατεύει τις πάντα ετοιμοπόλεμες εφεδρίες του νου, μέσω των οποίων εξασφαλίζει τη λειτουργία μηχανισμών κατά κανόνα απορριπτικών. Το να πριονίζεις το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεσαι καταντάει, τότε, ίδιον του καρτεσιανού υποκειμένου.
Το ενδεχόμενο να δεχθεί μιαν άλλη γνώμη αιωρείται μπροστά του ως απειλή διάψευσης της εξυπνάδας του, την οποία πλέον έφτασε να υπηρετεί με όρους αφοσίωσης στον αυτοσκοπό. Εκλαμβάνει σωστά τη δυσαρμονία στη σχέση του με τους άλλους ως συνέπεια της ανοησίας των άλλων, όμως αυτή η ευθυκρισία απωθεί το θαυμασμό αφού της λείπει η γλύκα των ματιών, το άνοιγμα στη θέρμη των χρωμάτων.
Τα μάτια δεν βλέπουνε, τώρα, παρά εκείνο που είναι κρυμμένο μέσα στην εξίσωση εξυπνάδα =
καχυποψία. Η συμφιλίωση δεν τα αφορά. Η πρόοδος της επαφής τους με την επικρατούσα ανθρώπινη συνθήκη, που είναι ο συμβιβασμός, τα αφήνει αδιάφορα.
Έτσι ο έξυπνος δεν επιτρέπει να μπει μέσα στο κάστρο του τίποτα, όλες οι εικόνες του φαίνονται μολυσμένες από ηλιθιότητα και απάτη. Οπότε, μαζί με τις φωταψίες του όντως μηδαμινού, αποκλείει και τις στιγμές που το βλέμμα θα λικνιζόταν στην αμφιλύκη. Από μέσα, από κει όπου βρίσκεται ο ίδιος, το οχυρωματικό έργο μοιάζει μ' ένα υπερβολικά πολύπλοκο και ιδιαίτερα κομψό αρχιτεκτόνημα, μ' ένα σπάνιο δίκτυο λεπτοδουλεμένων αρθρώσεων, όμως, εν προκειμένω δεν βλέπει ότι η τέλεια συναρμολόγηση του Ταζ Μαχάλ έχει συντελεστεί για να εμποδίσει την αποκοπή από την ταριχευμένη νιότη.
Το είδος αυτό του ευφυούς, για το οποίο μιλάω, αρνείται να ενηλικιωθεί, διότι, για να το κάνει, πρέπει να εγκαταλειφθεί στη λειτουργία των αισθήσεων, πάντοτε έτοιμων να εξαπατήσουν, κυρίως δε των συναισθημάτων, τα οποία υποπτεύεται σταθερά σαν προξένους σύγχυσης. Ακόμη και όταν της επιτρέπεις μια διακριτική παρουσία, η συμπόνια βάζει τρικλοποδιές στα μεγάλα ακροβατικά εγχειρήματα.
Από το να καταλαβαίνει τόσα πολλά, ο έξυπνος σκληραίνει μέχρι την απογοήτευση. Προκειμένου να επιβάλλει το Νόμο του Πατέρα, ξεχνάει να διαισθάνεται. Πεισματικά αρνείται να εκπαιδευτεί στη ζυγισμένη υποδοχή της Μητρότητας, η οποία έρχεται, ακροποδητί, από την πίσω πόρτα, με λίγο γλυκό του κουταλιού για χαζούς.
Δεν δέχεται να τον χαϊδέψει η ποίηση των πραγμάτων, λες και αυτό θα τορπίλιζε κάποιο σταθερό και απαρασάλευτο υπόδειγμα ζωής, ελάχιστα αληθινής κατά τα άλλα, απλώς κατάλληλης για τεχνητή αναπαραγωγή μεταξύ εκείνων που πιάνουν πουλιά στον αέρα.
Κοντολογίς, ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η υπερβολική αυτή οξυδέρκεια είναι η λησμονιά του πως επιβιώνει κανείς ανάμεσα στο ρέον πλήθος, η έμφυτη αντιπάθειά της για τη λαϊκή αγορά και τις εκπτώσεις.
Ο Μπόρχες έγραψε πως ο πατέρας του, "όπως όλοι οι ευφυείς άνθρωποι, ήταν καλόκαρδος". Προφανώς, αυτό ισχύει μόνον θεωρητικά. Δεν είναι όλοι οι ευφυείς αγαθοί στην καρδιά, απεναντίας οι περισσότεροι έχουν αντιληφθεί από νωρίς, χάρη στο πλεονέκτημά τους, ότι οι πάντες πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνοι για το έγκλημα της ύπαρξης, κι αυτό τους γεμίζει οργή.
Στη συνέχεια μένουν μ' αυτή την οργή παγιδευμένη στο υπογάστριο, δεδομένου, ακριβώς, ότι η ευγλωττία του νου, έστω και όταν δεν κατοικεί στην ομιλία, τους στερεί από τη σκέψη ότι θα μπορούσαν να τη σωματοποιήσουν. Η ασύγκριτη επιχειρηματολογία τους ταξιδεύει μεταφέροντας όλες τις παρενέργειες της απώθησης του αληθινού ζητήματος, που είναι ο έρως όχι του δώρου αλλά του δωρίζειν. Γι' αυτό η εξυπνάδα, από μόνη της, ουδέποτε γαλήνεψε κανέναν Κέρβερο.

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

Εκτιμώ και ζηλεύω τους πρακτικά αισιόδοξους και ταυτόχρονα απρόβλεπτους ανθρώπους. Αυτούς που σαν από χάρισμα λες ή μετά από σκληρή αυτοεκπαίδευση καταφέρνουν να ορίζουν στο μέτρο που θέλουν και μπορούν την καθημερινότητά τους.
Χρησιμοποιώντας όλο το εύρος των δυνατοτήτων τους. Με την επιδεξιότητα του χεριού ή του μυαλού τους. Συνήθως με το συνδυασμό και των δύο. Είναι εκείνοι που εν μέσω ανακατατάξεων και καταστροφών βρίσκουν τρόπο να σταθούν όρθιοι. Χωρίς να μεμψιμοιρούν ή να εκλογικεύουν τις καταστάσεις προκειμένου να νιώσουν καλύτερα. Ή το χειρότερο χωρίς να θέλουν να επωφεληθούν. Είναι μια σπουδαία και πολλές φορές μη αναγνωρίσιμη τέχνη της ζωής κι αυτή. Μ’ άλλα λόγια θα μπορούσε να ονομαστεί προσαρμογή σε αλλαγή δεδομένων καταστάσεων, αλλά είναι πολύ σπουδαιότερη απ’ αυτή. Ίσως γιατί δεν προέρχεται απλά από τις εκάστοτε συνθήκες, αλλά από μια ατομική ανάγκη να δοκιμάζει κανείς τα όρια του εαυτού του ακόμα κι αν κρέμεται από πάνω του ο πέλεκυς της αποτυχίας. Έχει να κάνει με θάρρος και θράσος, με μεγάλη δόση τόλμης που είναι όμως ορατή και κατά κάποιο τρόπο μετρήσιμη γιατί αλλιώς ξεπέφτει σε ανοησία και επικινδυνότητα.
Μια δύσκολη και επίμονη διαδικασία. Η εξαίρεση που ακόμα κι αν επιβεβαιώνει τον κανόνα υπάρχει, η  ανατροπή της επωδού ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει κι ότι πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι.
Ίσως τα γηρατειά κι ο μαρασμός του σώματος αλλά κυρίως της ψυχής να προέρχεται και να καταλήγει απ’ αυτή και σ’ αυτή τη μονήρη επανάληψη του ίδιου μοτίβου ζωής. Γερνάμε όταν δεν ερωτευόμαστε πια και πώς να ερωτευτούμε όταν αποφεύγουμε τον εαυτό μας; Εν τέλει αυτός ο φαύλος κύκλος ούτε κύκλος ούτε φαύλος είναι. Είναι μια διαρκής καχύποπτη  ματιά στο διαφορετικό. Είμαι μέσα του και το ξέρω…

Stavronia

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ...

"Λίγο πριν πεθάνεις…" από το κορίτσι του διπλανού portal (www.protagon.gr, 31/10/2014)



Ο παππούς μου ήταν φυσικός. Ήταν και 96 χρονών (όπως ο Μητσοτάκης). 
 Όταν τον ρωτούσαν πόσων χρονών είναι απαντούσε «χοντρικά… λίγο πριν πεθάνω». Το καλύτερο είναι ότι χαμογελούσε όταν το 'λεγε. Γνήσια, όχι μ’ αυτό το χαμόγελο-μορφασμό-κάλυμμα τρόμου. Ο παππούς μου χώρισε από τη γιαγιά μου όταν ήταν 75 χρονών. Όχι γιατί βρήκε γκόμενα αυτός. Όχι επειδή βρήκε γκόμενο η γιαγιά. Χώρισε γιατί δεν ήθελε να πηγαίνει εκδρομές σε μοναστήρια μαζί της. Σιχαινόταν επίσης τις φίλες της, που αφού γλεντοκόπησαν με συζύγους και εραστές στις Μυκόνους και τα Καζίνα της Ευρώπης, αποφάσισαν να κάνουν πλέον Πάσχα στον πανάγιο τάφο μόνο και μόνο γιατί φοβήθηκαν ότι έχουν πάρει την άγουσα για τον δικό τους τον τάφο. «Αυτές παιδί μου είναι συνηθισμένες να τα ρυθμίζουν όλα ζητώντας ρουσφέτια από τους βουλευτάδες τους», μου είπε τότε. «Ε, δεν μπορώ να τις βλέπω να μετατρέπουν και το θεό σε βουλευτή. Ανάβουν κεριά, κάνουν τάματα, φτιάχνουν φανουρόψωμα, φιλάνε οστά και κάρες αγίων, γιατί αυτή τη φορά είναι γιγάντιο το ρουσφέτι: ρετιρέ στον παράδεισο. Καλύτερα μόνος μου.»
Και πράγματι. Έζησε άλλα 20 χρόνια καλύτερα μόνος του. Ο θεός του έδωσε υγεία – ίσως επειδή δεν το ζήτησε φιλώντας στα ξεκούδουνα την κάρα του Αγίου Μηνά. Επισκεύασε και αποσύρθηκε στο σπίτι της μάνας του σ' ένα χωριό με δέκα σπίτια κάπου στη νότια Πίνδο. Το πρωί έκανε μια μεγάλη βόλτα στο βουνό και μετά διάβαζε, έφτιαχνε το φαγάκι του και έπαιρνε ένα υπνάκι. Το απόγευμα πήγαινε στο καφενείο-μπακάλικο-ταβέρνα-πρόχειρο ιατρείο και συναντούσε τους άλλους 16 κατοίκους του χωριού. Έπιναν το κρασάκι που έφερνε αυτός (είχε τρελές προμήθειες σαββατιανού που ήταν η αδυναμία του), έτρωγαν ομελέτα με αυγά απ' το κοτέτσι της κυρά Μάγδας και μανιτάρια που μαζεύει ο ανιψιός του Θωμά. Μετά το τρίτο ποτηράκι παίζανε μπιρίμπα ή τάβλι. Όταν ο παππούς ήταν στα μεγάλα κέφια του τους εξηγούσε τους νόμους που διέπουν τον κόσμο μετά παραδειγμάτων. Η αντοχή των υλικών λ.χ. εξηγήθηκε με το διαζύγιό του. «Μαλώνεις, μαλώνεις για χρόνια και νομίζεις ότι δεν πειράζει. Τα βρίσκεις και συνεχίζεις. Όμως η σχέση έχει κουραστεί. Και όταν μια μέρα ξαφνικά χωρίζεις, απορείς αφού δεν έγινε τίποτα σπουδαίο. Αλλά δεν χρειάζεται να γίνει ένα σπουδαίο. Η καταπόνηση για χρόνια κάποια στιγμή θα φέρει το σπάσιμο. Έτσι και το πανί που το βλέπει ο ήλιος καθημερινά κάποια στιγμή ξαφνικά θα διαλυθεί». Μετά γυρνούσε σπίτι του, διάβαζε λίγο ακόμα και πήγαινε για ύπνο. Ήταν ήρεμος κι ευτυχισμένος. Η μόνη με την οποία μιλούσε στην οικογένεια ήμουν εγώ.
Χτες με ειδοποίησε η κυρά Μάγδα ότι δεν είναι καλά. Πέταξα κι έφτασα δίπλα του σε μισή μέρα. Όταν μπήκα σπίτι του τον βρήκα στο κρεβάτι χάλια αλλά με καθαρές ριγέ μπυτζάμες, τριζάτα σεντόνια, μια κούπα χαμομήλι και ένα βιβλίο στο χέρι. Χαμογέλασε με όλο του το μούτρο όταν με είδε. Και μετά με μάλωσε που άφησα τις δουλειές μου και ήρθα.
-Τι κάνεις παππού; τον ρώτησα προσπαθώντας να κρύψω άτσαλα την αγωνία μου.
-Προσπαθώ να καταλάβω ποιες από τις 8 άγνωστες διαστάσεις του σύμπαντος είναι η πιο ωραία για να μετεγκατασταθώ, μου είπε και ανέμισε το βιβλίο. Το πήρα στα χέρια μου. Ήταν ένα βιβλίο που ανέλυε τη θεωρία των υπερχορδών, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της οποίας υπάρχουν, όπως μου εξήγησε, παράλληλα σύμπαντα αόρατα για μας που ζούμε στις τρεις διαστάσεις.
-Σοβαρά τώρα παππού, λες να αληθεύει αυτό; Λες να είμαστε κλεισμένοι σε μια γυάλα σαν ψάρια και να νομίζουμε ότι αυτό είναι όλο, ενώ έξω είναι το σπίτι, η πόλη, ο κόσμος, ο γαλαξίας; Λες να είμαστε κοντόφθαλμοι σαν χρυσόψαρα;
-Θα σου πω σε λίγο μετά λόγου γνώσεως, μου είπε και γέλασε περιπαικτικά. Με ξέρεις εμένα τι ψαχτήρι είμαι. Θα βρω τρόπο, θα βρω ταχυδρόμο με άδεια κυκλοφορίας μεταξύ συμπάντων και θα σε ειδοποιήσω. Υπόσχεση!
Σκάσαμε στα γέλια και αγκαλιαστήκαμε. Το βράδυ πέθανε ήσυχα στον ύπνο του. Και ξαφνικά κατάλαβα τι θα πει ακριβώς «θανάτω θάνατον πατήσας» και τον ζήλεψα.
Καλό ταξίδι παππού. Θα χω το νου μου για τον ταχυδρόμο σου…



Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

EΠΕΤΕΙΟΙ

Χρεοκόπησαν οι επέτειοι. Σαν τις επαναστάσεις. Αφού πρώτα αποσαφηνίστηκαν. Κάτι σα
νεκροψία που ακολουθεί το τετελεσμένο του θανάτου. Τα εμβατήρια ξεκλειδώθηκαν από τα μπαούλα της μνήμης. Απλά προς τέρψη των αυτιών, όπως συμβαίνει κάθε Οκτώβριο και Μάρτιο. Μου θύμισαν κάτι στιχάκια, γραμμένα στο πόδι για εύπεπτη λαϊκή κατανάλωση στις απαστράπτουσες οθόνες των πρωινών καφέδων. Με απαραίτητο αξεσουάρ την αποκάλυψη καλλίγραμμων ποδιών κάτω από κολλαρισμένες μίνι φούστες και δωδεκάποντες γόβες. Κρίμα που οι τιμημένοι νεκροί έχασαν τέτοιο θέαμα. Το εισέπραξαν πάντως ποικιλοτρόπως οι επίσημοι της εξέδρας και οι ένστολοι στους σημαιοστολισμένους δρόμους.
Η ιστορία αφήνει τα χνάρια της παντού, αλλά πιο εύκολα αποκαλύπτεται σε στρατιωτικό βηματισμό μέσα απ’ το ξεσχισμένο πρόσχημα της ειρήνης. Άλλωστε πάντα στο όνομα της ειρήνης και της αγάπης γίνονταν τα στυγερότερα εγκλήματα. Κανείς όμως δεν τα θυμάται αφού εξακολουθούν να γίνονται καθημερινά χωρίς σαλπίσματα και σιωπητήρια, χωρίς συγκεκριμένα πεδία μάχης και αναγνωρίσιμους εχθρούς.
Όταν οι παρελάσεις αντικατασταθούν από πορείες ειρήνης, όταν οι εξέδρες και τα κάγκελα γκρεμιστούν και ο πραγματικός επίσημος γίνει ο απλός καθημερινός άνθρωπος, τότε ίσως αποτίσουμε τον αληθινό φόρο τιμής σ’ αυτούς που θυσιάστηκαν και το αξίζουν. Σε εμάς τελικά.
Μόνο οξύμωρο είναι στην εποχή του ναι να γιορτάζεται ακόμα έτσι το Όχι.


Stavronia

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

[Ο παππούς πολέμησε το 1940 στα ελληνοαλβανικά σύνορα] Γκόγκας Δημήτριος

Ο παππούς πολέμησε το 1940 στα 
ελληνοαλβανικά σύνορα.        
Όπως καταλαβαίνετε,
δεν ανήκε στους τριακόσιους του Λεωνίδα,
ούτε στους Θεσπιείς
που τους τοποθέτησε εντέχνως στο περιθώριο η διάφανη ιστορία.
Ήταν μάγειρας,
μ΄ ένα καζάνι και μια κουτάλα τάιζε
πάνω από 300 στρατιώτες και αξιωματικούς.
Στις περιγραφές του, λίγο πριν πεθάνει,
μιλούσε για τους άγνωστους συναδέλφους του και δάκρυζε.
Ανέφερε βέβαια πάντα βαριά- ανασαίνοντας
και για τις σκουληκιασμένες εύγεστες φακές,
τα νερόβραστα φασόλια,
τα κουνουπίδια που σάπιζαν και μύριζε μπαρούτι το μαγειρειό
τις ψείρες που χόρευαν στις σπίθες της φωτιάς
και τα παγωμένα άκρα που μάτωναν μες στα γράμματα των ταχυδρόμων.

Όπως καταλαβαίνετε,
ο παππούς μου πολέμησε πριν από αρκετά χρόνια,
στα ελληνοαλβανικά σύνορα
για ένα μνημείο που στήθηκε στην μνήμη αυτών που θάβανε πρόχειρα
και δεν είδαν ταφικό στεφάνι να τους σκεπάζει το σώμα.

Πολεμούσε δε μέχρι το πέρας της ζωής του,
με μια κουτάλα σε ένα καζάνι.
Για την τιμή της οικογενείας
για να μην πεινάσει η οικογένεια
για να μην πέσει η οικογένεια στα γόνατα
για να μην δει να κλαίει η οικογένεια.
Πουλήθηκε ολάκερος, μα ήταν ελεύθερος.
Και δράττοντας της ευκαιρίας να πω
για την τιμή της Ελλάδας !!
(εδώ παρακαλώ το ακροατήριο ένα γλυκό μειδίαμα και ίσως ένα μικρό χειροκρότημα)

Στις παρελάσεις στο χωριό
δεν τον κάλεσε ποτέ κανείς στην εξέδρα των επισήμων.
Άλλωστε ήταν μάγειρας. Δεν υπήρχαν θέσεις για μαγείρους.
Στην ανεργία των ηρώων επιτρέπεται και τούτο.
Δεν ρώτησε ποτέ κανείς πως είναι να μαγειρεύεις για 300 στρατιώτες.
Ο Λεωνίδας θεωρώ ότι θα είχε ρωτήσει

Λίγο πριν πεθάνει
ένα καλοκαιρινό απόγευμα,
νομίζω πως μαχότανε μην φύγει η ψυχή του.
Κι όταν αγκάλιασε τον άνεμο,
το ήξερα πως μαρμάρινη πλάκα του έλαχε
αυτή του αγνώστου στρατιώτου.

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ, “Μέσα στο ποίημα σε χάνω…”

Μέσα στο ποίημα σε χάνω Έξω από μένα    
άλλη ομορφιά σε παίρνει, αγαπημένη
Τί θα γίνω και τί με περιμένει
σε άδειες αισθήσεις και χωρίς εσένα

που είσαι για μένα ό,τι είμαι και που τώρα
δεν είσαι μυστικό και πια δεν είμαι ό,τι είμαι
Τί να μου κάνουν νοσταλγίες και μνήμες
Το απτό με αρνιέται αυτή την άχρονη ώρα

το απτό που ήταν η τρέλλα μου και το άγχος
α, όλα αυτά που γίναν τώρα στίχοι . . .
Τί άδοξα που έχασα το στοίχημα
 ανάμεσα στο «υπάρχω – δεν υπάρχω»

Να χάνω όσα είχα το άντεχα· μα εσύ ήσουν
και όσα ποτέ δε γίναν και δεν είχα
Αυτά, πώς να τα χάσω αυτά που ματαιωθήκαν ;
Σε άλλη ομορφιά θ’ αγιάζουνε μαζί σου

λόγια που αρνήθηκαν να ειπωθούνε
αγγίγματα που πήραν πίσω το αίνιγμά τους
σημάδια του έρωτα και του θανάτου
γραφές που γράφτηκαν για να σβηστούνε

Μέσα στο ποίημα σε χάνω και δεν ξέρω
εσύ μου φεύγεις ή εγώ σου φεύγω ;
Πώς σκοτεινιάζω απ’ το δικό σου φέγγος . . .
Και δε με θέλω πια και δε με ξέρω

Σε άλλη ομορφιά φριχτή και δίχως έλεος
θα ’σαι για πάντα, έξω από μένα, ωραία ωραία
τόσο άδικα τόσο άσπλαχνα ωραία . . .
Και δε με ξέρω πια και δε με θέλω


Εν γη αλμυρά, 1996

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

[Τα Ποιήματα Στο Δρόμο] Του Νίκου Χουλιαρά

Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις
γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια -όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
 Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο.
 Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο. 
 Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
 Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει.
 Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία. Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. 
Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου. 
 Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση». 
 Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. 
Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη. 
 Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

O ΙΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Αδυνατώ να παρακολουθήσω τα γεγονότα. Προαισθάνομαι μόνο μια κατηφορική πορεία προς ένα τέλμα που τα συμπεριλαμβάνει όλα: Έλλειψη ατομικής συνείδησης, ιστορικής μνήμης, αγωνία και αδυναμία αγώνα για αλλαγή, αναιμική αλληλεγγύη και ανεπάρκεια ομαδικού πνεύματος για να οικοδομηθεί μια νέα αντίληψη που θα φέρει τον άνθρωπο κοντά στις πραγματικές του ανάγκες. Η ολοκληρωτική μορφή της κρίσης και η καθημερινή ματαίωση και απογοήτευση για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μάς αφόπλισε.
Η εναλλαγή των περιόδων της ακμής και της παρακμής της ιστορίας των λαών παρήλθε ανεπιστρεπτί, παρόλο που στο πέρασμα των χιλιετιών η εξέλιξη αποτυπώθηκε στην κυριαρχία και στην παντοδυναμία  κάποιων απ’ αυτούς.
Τώρα μια μόνιμη κατάσταση παρακμής μοιάζει να σκιάζει και την πλέον αισιόδοξη ελπίδα για το μέλλον, ο μισός πλανήτης πεθαίνει από διαρκή και ακατάσχετη αιμορραγία, μια ατέλειωτη νύχτα Αγ. Βαρθολομαίου, ανάμεσα σε δικτατορίες, θρησκευτικό φανατισμό, ρατσισμό, γενοκτονίες και φρικαλεότητες, ο άλλος μισός ζει με μηχανική υποστήριξη από αλμπάνηδες γιατρούς-ηγέτες που είναι φερέφωνα και διεκπεραιωτές μιας παγκόσμιας ελίτ που έχει αποφασίσει ποιοι θα αφανιστούν από προσώπου γης και ποιοι θα μείνουν, το διαίρει και βασίλευε ποτέ δεν εφαρμόστηκε πιο επιτυχημένα στο παρελθόν απ’ ότι στα σκοτεινά χρόνια αυτού του αιώνα.
Εκπαιδευόμαστε μέρα με τη μέρα σε ένα νέου είδους μεσαίωνα που δεν υπαινίσσεται ούτε κατ’ ελάχιστο ένα αμυδρό φως αναγέννησης. Ο διαφωτισμός βρίσκεται μόνιμα σε ψηφιακό black out μέσα από τα δελτία ειδήσεων και τα social media.
Κι όμως κάποιοι επιμένουν να αντιστέκονται εδώ, στις αναπτυγμένες χώρες μας, μέσα από την τέχνη, το λόγο και τη μουσική κι εκεί άλλοι, ζωσμένοι με πέτρες, ξύλα και εκρηκτικά υπερασπίζονται με το θάνατό τους εκτός απ’ τη ζωή, την τιμή, το σπίτι, την πατρίδα τους και το αναφαίρετο δικαίωμά τους να πιστεύουν σ’ όποιον θεό θέλουν ή να μην πιστεύουν πουθενά.
Η κούρδισσα γυναίκα και μάνα δε χρειάστηκε πανεπιστημιακή μόρφωση για να το μάθει αυτό, διαβάζοντας την είδηση μπορείς να κλάψεις αλλά όχι να (τη) λυπηθείς, δε θα στο επέτρεπε ούτε κατά διάνοια η αξιοπρέπειά της.
Εν τέλει ο ιός του πολιτισμού αποδεικνύεται πιο θανατηφόρος από τον επικείμενο ερχομό του΄Εμπολα, γιατί κανένας δε θα πιστοποιήσει το θάνατό μας καθώς οι περισσότεροι θα εξακολουθούμε να κινούμαστε ανάμεσα στους εναπομείναντες ζωντανούς, όντας νεκροί.

Stavronia

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

"Το σύμβολο της πίστεως" του Μάνου Χατζιδάκι

«Πιστεύω στην υγρασία της νύχτας, στα αγάλματα που ταξιδεύουν μέρα νύχτα 
μες σε δαπανηρές συσκευασίες και στα κλειστά παράθυρα εργοστασίων που απεργούν. 
Πιστεύω στη λιτανεία των αυτοκινήτων, στα νευρικά σφυρίγματα ενός εγκαταλελειμμένου αστυφύλακα και στην οσμή από σελίδες άκοπες των σχολικών βιβλίων. 
Πιστεύω στις ποιητικές ανθολογίες, στις διαφημίσεις ταυρομαχιών του 35 και στα σημάδια του κορμιού σου που φανερώνουν έρωτα. 
Τέλος, πιστεύω στον θάνατο της μνήμης και
στην ανάσταση των επιθυμιών εν μέσω
ρόδων, γιασεμιών και υακίνθων. 
Και τούτο εγένετο, Αμήν».

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

ΠΛΑΝΟΔΙΟ ΤΣΙΡΚΟ

Στη νύχτα των ανθρώπων                                  
Δεν διακρίνω τίποτα
Εκτός κι αν καταφέρω
Αλλιώς να διαφύγω
Ιπτάμενος ακροβάτης
Από σκοινί σε σκοινί ονείρων
Χωρίς δίχτυ ασφαλείας
Ή επιδέξιος ζογκλέρ
Με ταχυδακτυλουργικά κόλπα
Να μαγεύω τον εαυτό μου
Μα το καλύτερο όλων
Όταν θα μάθω να  πετάω
Δίκοπα μαχαίρια
Κόβοντας τον κόσμο
Στα μέτρα του
Για να χωράει κάπου
Άλλαξα πολλά μάτια εύκολα
Αλλά ακόμα δυσκολεύομαι
Μέχρι κάποτε να διαλέξω
Ποιο βλέμμα
και τι στολή να διαλέξω
Στο πλανόδιο τσίρκο της ζωής

Stavronia