Γιῶργος Παναγιωτίδης
Ἡ διαχειρίστρια
Θανάση μου, ἦρθα ὣς ἐδῶ καὶ δὲν σὲ βρῆκα παιδί μου. Τὸ κινητό σου εἶναι ἀπενεργοποιημένο ἐδῶ καὶ δύο ἑβδομάδες. Ξέρεις πὼς εἶμαι μεγάλη γυναίκα. Παιδί μου, ἂν δὲν θὲς νὰ πάω ἀπὸ καρδιά, τηλεφώνησέ μου τὸ γρηγορότερο.
Μαμά
Ρὲ μαλάκα, Θανάση, ποῦ εἶσαι; Ἢ θὰ πάρεις τὸ σκύλο σου ὣς αὔριο ἢ θὰ τὸν πάω στὴ φιλοζωϊκή. Τρεῖς μέρες μοῦ εἶπες.
Νίκος
Ἀγάπη μου, τρία χρόνια! Ἀπίστευτο! Ὅταν σὲ γνώρισα, φοβόμουν πὼς θὰ μ’ ἄφηνες σὲ κανένα ἑξάμηνο. Οἱ φίλες μου, ἔλεγαν νὰ προσέχω, γιατὶ ἄνθρωπος τῆς νύχτας δὲν ἔχει μπέσα. Μὰ ἐσύ, μωράκι μου, ἐσὺ εἶσαι καλλιτέχνης. Εἶσαι ὁ τραγουδιστής μου! Μὴ μ’ ἀφήνεις, Θανασάκο μου, στὸ σκοτάδι. Ποῦ εἶσαι; Τί νὰ κάνω; Νὰ τολμήσω νὰ πάρω τὴ μαμά σου; Σὲ φιλῶ γλυκά.
Ἡ Μαρία σου
Θανάση, δυστυχῶς δὲν ἔχω τὰ χρήματα. Δὲν ξέρω, ρὲ φίλε, ποῦ χάθηκες. Νὰ τὸ ξέρεις μοῦ τὰ πῆρε ὅλα ἡ τράπεζα. Χαντακώθηκα. Θὰ φύγω γιὰ τὴν Ἀργεντινή. Ἔχω μιὰ θεία ἐκεῖ. Θὰ φτιαχτῶ καὶ θὰ σὲ πληρώσω. Τὸ μαγαζὶ μοῦ τὸ πήρανε. Μὴ μὲ ἀναζητήσεις ἐκεῖ.
Νότης
Ἔχω νὰ σὲ δῶ ἀπ’ τὴ μέρα ποὺ ἔκλεισε τὸ μαγαζὶ ποὺ τραγούδαγες. Γιατί Θανάση; Ἐσὺ μοῦ ἔλεγες πὼς θὰ τὰ πεῖς ὅλα στὴ Μαρία καὶ πὼς θὰ χωρίσεις καὶ πὼς θὰ ζούσαμε μαζί. Δὲν τὸ καταλαβαίνεις πὼς εἴμαστε πλασμένοι ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο; Θανάση μὴ φέρεσαι σὰν παιδί. Σὲ περιμένω πάντα.
Γιάννα
Κύριε Ἀθανάσιε Ἀθανασιάδη, εἴχαμε συμφωνήσει στὸ πάρτι τῶν γενεθλίων μου θὰ τραγουδούσατε τρία τέταρτα καὶ θὰ κλείνατε μὲ ἕνα στρὶπ σόου. Δὲν μὲ νοιάζει ποὺ δὲν ἐμφανιστήκατε. Μὲ νοιάζει ποὺ ἐξαφανιστήκατε μὲ τὴν προκαταβολὴ τῶν 500 εὐρώ. Ἂν νομίζετε θὰ μοῦ φᾶτε αὐτὰ τὰ λεφτά, πλανάστε πλάνη οἰκτρά! Ὁ ἄντρας μου εἶναι ἔξαλλος!
Κα Ζωζὼ Μωϋσιάδου
Ποῦ ’σαι, ρὲ Θανάση; Κονόμησα ἕνα κάμπριο αὐτοκινητάκι. Ὅ,τι πρέπει γιὰ τὴν πάρτη σου. Ἀπὸ Βουλγαρία. Κάνε γρήγορα, γιατὶ θὰ μοῦ τὸ πάρει κανένας ἄλλος. Εἶναι περίπτωση, δικέ μου. Ξύπνα! Τὸ σαραβαλάκι σου εἶναι γιὰ παλιοσίδερα. Δὲν θὰ νοιάζομαι ἐγὼ γιὰ σένα πιὸ πολὺ ἀπὸ σένα στὴν τελική!
Μανώλης
Μωρέ, μοῦ λείπεις! Ἐντάξει τὸ ξέρω, δὲν ἔχεις ξαναπάει μὲ ἄντρα, ἀλλὰ μαζί μου ἤσουν θεός. Δὲν μπορῶ νὰ σὲ ξεχάσω! Ἔχεις σφηνώσει στὴ σκέψη μου, στὶς μέρες καὶ στὶς νύχτες μου. Πότε νὰ σὲ περιμένω;
Στέλιος
Ἄντε νὰ χαθεῖς, ρέ ξεφτίλα! Τὸ σκύλο σου τὸν παρέδωσα στὴ φιλοζωική! Ἔτσι γιὰ νὰ μάθεις νὰ ἐκμεταλλεύεσαι τοὺς φίλους! Καὶ νὰ μὴ σὲ ξαναδῶ μπροστά μου! Οὔστ!
Νίκος
Θανασάκη μου, ἡ μανούλα εἶμαι. Φοβᾶμαι, παιδί μου. Αὔριο θὰ μπῶ στὸ νοσοκομεῖο. Γιὰ ’κείνη τὴ λιποαναρρόφηση. Δὲν θὰ ἔρθεις; Ἂχ, βρὲ παιδί μου, πάλι θὰ μ’ ἀφήσεις μόνη μου τὴ δύσκολη ὥρα!
Μαμὰ
Κύριε Θανάση, ἡ πολυκατοικία ἀποφάσισε νὰ μεταφέρει τὰ πράγματά σας σὲ μιὰν ἀποθήκη στὸ Αἰγάλεω. Νὰ μὲ εὐγνωμονεῖτε ποὺ γλιτώσατε τὴν ἀγωγή. Νὰ καθαρίσετε ἄμεσα τὸ διαμέρισμά σας, γιατὶ ἡ δυσωδία ἔχει γίνει ἀφόρητη. Τί ἔχετε κάνει, κύριε Θανάση; Ἀφήσατε τὸ σκύλο σας καὶ ψόφησε τὸ καημένο τὸ ζωντανό; Θ’ ἀνοίξουμε τὸ διαμέρισμα μὲ εἰσαγγελικὴ ἐντολή.
Ἡ διαχειρίστρια
Κύριε Ἀθανάσιε Ἀθανασιάδη, ξεχάστε αὐτὰ ποὺ σᾶς ἔγραψα. Συμφώνησε κι ὁ ἄντρας μου, νὰ μᾶς κάνετε ἐκεῖνο τὸ στρὶπ σόου τὴν ἡμέρα τῶν γενεθλίων του. Εὐκαιρία νὰ ἐπανορθώσετε. Ἀλλὰ μόνο μὲ τὰ 500 εὐρὼ τῆς προκαταβολῆς. Οὔτε εὐρὼ παραπάνω.
Κα Ζωζὼ Μωϋσιάδου
Μᾶλλον δὲν θέλεις νὰ μὲ ξαναδεῖς. Νὰ τὸ ξέρεις. Θ’ αὐτοκτονήσω καὶ θὰ τὸ ἔχεις κρίμα. Ὑποχωρῶ Θανάση μου. Θὰ μείνω αἰωνίως τὸ τρίτο πρόσωπο. Ἀδιαμαρτύρητα. Ἦταν λάθος μου νὰ ἐπιμένω νὰ χωρίσεις μὲ τὴ Μαρία. Τί ἄμυαλη ποὺ ἤμουν!
Γιάννα
Θανάση, τελειώσαμε! Εἶσαι ἴδιος μὲ ὅλους τους ἄλλους! Γαϊδούρι! Τί νομίζες πῶς εἶμαι; Ἡ Πηνελόπη; Θανάση, πῆγα μὲ ἄλλον! Νὰ μὲ ξεγράψεις! Ἡ Μαρία σου ἔχει πεθάνει. Δὲν ἔχεις μπέσα τελικά, ρὲ Θανάση! Σὲ λυπᾶμαι!
Μαρία
Ἂχ βρὲ ἀγοράκι μου, ἐγχειρισμένη καὶ μ’ ἀναγκάζεις νὰ ἔρχομαι ὣς ἐδῶ κουκουλωμένη γιὰ νὰ μὴ μὲ καταλαβαίνουν ποιά εἶμαι. Πονάει τὸ κωλαράκι μου ἀπ’ τὴ λιποαναρρόφηση. Νὰ τὸ ξέρεις. Δὲν θὰ ἔρθω ξανά. Τὸ διαμέρισμά σου βρωμάει! Μὲ πιάνει λιποθυμία μόνο ποὺ πλησιάζω τὴν ἐξώπορτα. Σὲ φιλῶ γλυκά.
Μαμά
Σοῦ ὑπόσχομαι ἄντρα μου πὼς θὰ κάνω μιὰ ξεγυρισμένη φασίνα στὸ σπίτι σου μόλις ἐπικοινωνήσεις μαζί μου. Μόνο νὰ σὲ βλέπω καὶ τί στὸν κόσμο. Συγγνώμη δηλαδή, δὲν τὸ λέω γιὰ νὰ σὲ προσβάλω, ἀλλὰ τὸ διαμέρισμά σου, βρωμάει ψοφίμι.
Στέλιος
ΠΗΓΗ: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/Πλανόδιον/Ιστορίες Μπονζάι
Σημειώματα στὸ Θανάση
ΥΡΙΕ ΘΑΝΑΣΗ, σᾶς ἀναζήτησα ἐπανειλημμένα. Ἔχετε φράξει τὴν εἴσοδο τῆς πολυκατοικίας μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ παλιὰ πράγματα. Ἂν μετακομίζετε, νὰ τὸ κάνετε γρήγορα. Ἂν κάνατε ἀνακαίνιση, κανονίστε νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν εἴσοδο τὰ παλιὰ πράγματά σας. Εἰδάλλως θὰ ἀναγκαστῶ νὰ σᾶς κάνω ἀγωγή.Ἡ διαχειρίστρια
Θανάση μου, ἦρθα ὣς ἐδῶ καὶ δὲν σὲ βρῆκα παιδί μου. Τὸ κινητό σου εἶναι ἀπενεργοποιημένο ἐδῶ καὶ δύο ἑβδομάδες. Ξέρεις πὼς εἶμαι μεγάλη γυναίκα. Παιδί μου, ἂν δὲν θὲς νὰ πάω ἀπὸ καρδιά, τηλεφώνησέ μου τὸ γρηγορότερο.
Μαμά
Ρὲ μαλάκα, Θανάση, ποῦ εἶσαι; Ἢ θὰ πάρεις τὸ σκύλο σου ὣς αὔριο ἢ θὰ τὸν πάω στὴ φιλοζωϊκή. Τρεῖς μέρες μοῦ εἶπες.
Νίκος
Ἀγάπη μου, τρία χρόνια! Ἀπίστευτο! Ὅταν σὲ γνώρισα, φοβόμουν πὼς θὰ μ’ ἄφηνες σὲ κανένα ἑξάμηνο. Οἱ φίλες μου, ἔλεγαν νὰ προσέχω, γιατὶ ἄνθρωπος τῆς νύχτας δὲν ἔχει μπέσα. Μὰ ἐσύ, μωράκι μου, ἐσὺ εἶσαι καλλιτέχνης. Εἶσαι ὁ τραγουδιστής μου! Μὴ μ’ ἀφήνεις, Θανασάκο μου, στὸ σκοτάδι. Ποῦ εἶσαι; Τί νὰ κάνω; Νὰ τολμήσω νὰ πάρω τὴ μαμά σου; Σὲ φιλῶ γλυκά.
Ἡ Μαρία σου
Θανάση, δυστυχῶς δὲν ἔχω τὰ χρήματα. Δὲν ξέρω, ρὲ φίλε, ποῦ χάθηκες. Νὰ τὸ ξέρεις μοῦ τὰ πῆρε ὅλα ἡ τράπεζα. Χαντακώθηκα. Θὰ φύγω γιὰ τὴν Ἀργεντινή. Ἔχω μιὰ θεία ἐκεῖ. Θὰ φτιαχτῶ καὶ θὰ σὲ πληρώσω. Τὸ μαγαζὶ μοῦ τὸ πήρανε. Μὴ μὲ ἀναζητήσεις ἐκεῖ.
Νότης
Ἔχω νὰ σὲ δῶ ἀπ’ τὴ μέρα ποὺ ἔκλεισε τὸ μαγαζὶ ποὺ τραγούδαγες. Γιατί Θανάση; Ἐσὺ μοῦ ἔλεγες πὼς θὰ τὰ πεῖς ὅλα στὴ Μαρία καὶ πὼς θὰ χωρίσεις καὶ πὼς θὰ ζούσαμε μαζί. Δὲν τὸ καταλαβαίνεις πὼς εἴμαστε πλασμένοι ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο; Θανάση μὴ φέρεσαι σὰν παιδί. Σὲ περιμένω πάντα.
Γιάννα
Κύριε Ἀθανάσιε Ἀθανασιάδη, εἴχαμε συμφωνήσει στὸ πάρτι τῶν γενεθλίων μου θὰ τραγουδούσατε τρία τέταρτα καὶ θὰ κλείνατε μὲ ἕνα στρὶπ σόου. Δὲν μὲ νοιάζει ποὺ δὲν ἐμφανιστήκατε. Μὲ νοιάζει ποὺ ἐξαφανιστήκατε μὲ τὴν προκαταβολὴ τῶν 500 εὐρώ. Ἂν νομίζετε θὰ μοῦ φᾶτε αὐτὰ τὰ λεφτά, πλανάστε πλάνη οἰκτρά! Ὁ ἄντρας μου εἶναι ἔξαλλος!
Κα Ζωζὼ Μωϋσιάδου
Ποῦ ’σαι, ρὲ Θανάση; Κονόμησα ἕνα κάμπριο αὐτοκινητάκι. Ὅ,τι πρέπει γιὰ τὴν πάρτη σου. Ἀπὸ Βουλγαρία. Κάνε γρήγορα, γιατὶ θὰ μοῦ τὸ πάρει κανένας ἄλλος. Εἶναι περίπτωση, δικέ μου. Ξύπνα! Τὸ σαραβαλάκι σου εἶναι γιὰ παλιοσίδερα. Δὲν θὰ νοιάζομαι ἐγὼ γιὰ σένα πιὸ πολὺ ἀπὸ σένα στὴν τελική!
Μανώλης
Μωρέ, μοῦ λείπεις! Ἐντάξει τὸ ξέρω, δὲν ἔχεις ξαναπάει μὲ ἄντρα, ἀλλὰ μαζί μου ἤσουν θεός. Δὲν μπορῶ νὰ σὲ ξεχάσω! Ἔχεις σφηνώσει στὴ σκέψη μου, στὶς μέρες καὶ στὶς νύχτες μου. Πότε νὰ σὲ περιμένω;
Στέλιος
Ἄντε νὰ χαθεῖς, ρέ ξεφτίλα! Τὸ σκύλο σου τὸν παρέδωσα στὴ φιλοζωική! Ἔτσι γιὰ νὰ μάθεις νὰ ἐκμεταλλεύεσαι τοὺς φίλους! Καὶ νὰ μὴ σὲ ξαναδῶ μπροστά μου! Οὔστ!
Νίκος
Θανασάκη μου, ἡ μανούλα εἶμαι. Φοβᾶμαι, παιδί μου. Αὔριο θὰ μπῶ στὸ νοσοκομεῖο. Γιὰ ’κείνη τὴ λιποαναρρόφηση. Δὲν θὰ ἔρθεις; Ἂχ, βρὲ παιδί μου, πάλι θὰ μ’ ἀφήσεις μόνη μου τὴ δύσκολη ὥρα!
Μαμὰ
Κύριε Θανάση, ἡ πολυκατοικία ἀποφάσισε νὰ μεταφέρει τὰ πράγματά σας σὲ μιὰν ἀποθήκη στὸ Αἰγάλεω. Νὰ μὲ εὐγνωμονεῖτε ποὺ γλιτώσατε τὴν ἀγωγή. Νὰ καθαρίσετε ἄμεσα τὸ διαμέρισμά σας, γιατὶ ἡ δυσωδία ἔχει γίνει ἀφόρητη. Τί ἔχετε κάνει, κύριε Θανάση; Ἀφήσατε τὸ σκύλο σας καὶ ψόφησε τὸ καημένο τὸ ζωντανό; Θ’ ἀνοίξουμε τὸ διαμέρισμα μὲ εἰσαγγελικὴ ἐντολή.
Ἡ διαχειρίστρια
Κύριε Ἀθανάσιε Ἀθανασιάδη, ξεχάστε αὐτὰ ποὺ σᾶς ἔγραψα. Συμφώνησε κι ὁ ἄντρας μου, νὰ μᾶς κάνετε ἐκεῖνο τὸ στρὶπ σόου τὴν ἡμέρα τῶν γενεθλίων του. Εὐκαιρία νὰ ἐπανορθώσετε. Ἀλλὰ μόνο μὲ τὰ 500 εὐρὼ τῆς προκαταβολῆς. Οὔτε εὐρὼ παραπάνω.
Κα Ζωζὼ Μωϋσιάδου
Μᾶλλον δὲν θέλεις νὰ μὲ ξαναδεῖς. Νὰ τὸ ξέρεις. Θ’ αὐτοκτονήσω καὶ θὰ τὸ ἔχεις κρίμα. Ὑποχωρῶ Θανάση μου. Θὰ μείνω αἰωνίως τὸ τρίτο πρόσωπο. Ἀδιαμαρτύρητα. Ἦταν λάθος μου νὰ ἐπιμένω νὰ χωρίσεις μὲ τὴ Μαρία. Τί ἄμυαλη ποὺ ἤμουν!
Γιάννα
Θανάση, τελειώσαμε! Εἶσαι ἴδιος μὲ ὅλους τους ἄλλους! Γαϊδούρι! Τί νομίζες πῶς εἶμαι; Ἡ Πηνελόπη; Θανάση, πῆγα μὲ ἄλλον! Νὰ μὲ ξεγράψεις! Ἡ Μαρία σου ἔχει πεθάνει. Δὲν ἔχεις μπέσα τελικά, ρὲ Θανάση! Σὲ λυπᾶμαι!
Μαρία
Ἂχ βρὲ ἀγοράκι μου, ἐγχειρισμένη καὶ μ’ ἀναγκάζεις νὰ ἔρχομαι ὣς ἐδῶ κουκουλωμένη γιὰ νὰ μὴ μὲ καταλαβαίνουν ποιά εἶμαι. Πονάει τὸ κωλαράκι μου ἀπ’ τὴ λιποαναρρόφηση. Νὰ τὸ ξέρεις. Δὲν θὰ ἔρθω ξανά. Τὸ διαμέρισμά σου βρωμάει! Μὲ πιάνει λιποθυμία μόνο ποὺ πλησιάζω τὴν ἐξώπορτα. Σὲ φιλῶ γλυκά.
Μαμά
Σοῦ ὑπόσχομαι ἄντρα μου πὼς θὰ κάνω μιὰ ξεγυρισμένη φασίνα στὸ σπίτι σου μόλις ἐπικοινωνήσεις μαζί μου. Μόνο νὰ σὲ βλέπω καὶ τί στὸν κόσμο. Συγγνώμη δηλαδή, δὲν τὸ λέω γιὰ νὰ σὲ προσβάλω, ἀλλὰ τὸ διαμέρισμά σου, βρωμάει ψοφίμι.
Στέλιος
ΠΗΓΗ: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/Πλανόδιον/Ιστορίες Μπονζάι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου