Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

ΣYΓΧΡONOI ΡΑΓΙΑΔΕΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΙ…


(Δυο κείμενα του Κώστα Βάρναλη γραμμένα δεκαετίες πριν, αλλά τόσο επίκαιρα και σήμερα στην Ελλάδα των μνημονίων, της οικονομικής εξαθλίωσης, της φτώχειας, της ανεργίας και εν γένει της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Είμαστε άραγε οι σύγχρονοι ραγιάδες ή και δούλοι που δεν τολμούμε να σηκώσουμε κεφάλι και να αντιπαρατεθούμε στη σύγχρονη βαρβαρότητα που μας συνθλίβει! Θα μείνουμε υποταγμένοι ραγιάδες ή θα ορθώσουμε πύργο αντίστασης με «αρετήν και τόλμην» καθώς μας είπε ο μεγάλος μας ποιητής, Ανδρέας Κάλβος: «Όσοι το χάλκεον χέρι/ βαρύ του φόβου αισθάνονται,/ ζυγόν δουλείας ας έχωσι·/ θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία»)
         
Κώστας Βάρναλης,  ”Το φως που καίει”
«-Έλα δω, ραγιά, που σε διατάζω.
- Και ποιος είσαι του λόγου σου, που λες ραγιά. Έλα συ εδώ.
- Κύριός σου είμαι. Ομολογιούχος. Πέσε!

– Και για ποιόνε με πήρες; Για Ελληνικό Κράτος;
- Πού το βρήκες το Ελληνικό Κράτος; Εμείς οι ξένοι είμαστε κράτος.
Κράτη εν κράτει, ομολογιούχοι, Ούλεν, Πάουερ, διομολογήσεις, ετεροδικίες, “σύμβουλοι”…
- Κι από μένα τι ζητάς;
- Να πλερώσεις!
- Τι να πλερώσω; Δεν ξέρω τίποτα.
- Ξέραν οι πρόγονοί σου πριν από εκατόν τριάντα χρόνια… Εθνικοί άνδρες ήσαν, εθνικά δάνεια κάνανε χάρις σ’ εμάς τους… φιλέλληνες!
- Ποια δάνεια; Τα πλερώσαμε δέκα φορές ως τώρα. Μας χρεώνατε χίλιες λίρες και μας δίνατε στο χέρι εκατό. Όχι μονάχα μια φορά. Πάντα! Τρεις το λάδι τρεις το ξύδι κι έξι το λαδόξυδο. Η προμήθεια, τ’ ασφάλιστρα, τα χρεώλυτρα, οι μεσιτείες, οι προκαταβολές των τόκων τρώγανε τη μάννα. Μ’ αυτά τα πρώτα δυο “εθνικά δάνεια” φέρατε την Ελλάδα στα “πρόθυρα της καταστροφής”.
- Δε σηκώνω κουβέντες. Πλέρω και βιάζομαι…
- Να κάνεις τι;

- Αμ’ το ξέρεις από άλλοτες και συ κι οι όμοιοί σου… Η τιμή είναι ανώτερη από κάθε αδυναμία… Μπορείς δε μπορείς, πρέπει να μείνεις τίμιος… Υπόγραψες, νεαρέ μου, και θα τα “κυλίσεις”!
- Και το αίμα που εμείς χύσαμε για σας; Είναι φτηνότερο από το δικό σας το χρυσάφι, που δε μας το δίνατε κιόλας; Για τη δικιά σας την αυτοκρατορία και τα δικά σας τα πετρέλαια και για τα δικά σας τα κεφάλαια χύσαμε το αίμα μας, στην Ουκρανία, στη Μικρά Ασία, στην Αφρική… Και στον τόπο μας! Τι ζητάτε τώρα από τους πεθαμένους;
- Πλέρω!
- Δεν έχω!
- Εχεις και παραέχεις. Οταν μπορείς να πετάς τα λεφτά σου από το παράθυρο, θα πει πως έχεις!
- Δε μούμεινε λάδι.
- Θα σφίξουμε λιγάκι το μάγγανο και θα βγάλεις. Θα βγάζεις, όσο και να σε στίβουμε. Κι όσο περισσότερο σε στίβουμε και βγάζεις, τόσο περισσότερο γίνεσαι άγγελος της ελευθερίας, διότι δεν σου μένει… κουκούτσι να νογάς τι σου γίνεται και τι σου μέλλεται…
- “Ουκ, αν λάβεις παρά του μη έχοντος”.
- Θ’ αγοράζεις ψωμί και θα το τρώω εγώ με τους εμμέσους φόρους. Πού θα μου πας; Και άκουσ’ εδώ ένα πράγμα. Αν δεν βάζαμ’ εμείς όλα μας τα δυνατά η δικιά σας η ολιγαρχία θα είχε εξαφανιστεί. Αυτή μας χρωστάει και την ύπαρξή σου!
- Τη δικιά μου;
- Και βέβαια! Από σένα θα πάρει για να δώσει σ’ εμάς. Η μια ολιγαρχία στην άλλη… Έτσι γίνεται πάντα. Οι λαοί δίνουν και το αίμα και το χρήμα κι οι ολιγαρχίες παχαίνουν…
- Φεύγεις ή δε φεύγεις;
- Κουτέ. Όσο μακρύτερα φύγω, τόσο περισσότερο θα τρέχεις για να με πλερώσεις. Δούλε!…»

Κώστας Βάρναλης, “Τα 4 Λάθη «ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ»”

Πρώτο σου λάθος: από κούνια νά σαι δούλος.
Δέφτερο, δούλος σε κατάδουλη εποχή.
Τρίτο, δεν είσουν μόνο δέρμα, αλλά ψυχή.
Τέταρτο, δεν πουλήθηκες στον ξένο μούλος.
Αν είσουν ως τα κόκκαλα ραγιάς και σάπιος,
δεν θά σουν τώρα σκοτωμένος, αλλά «κάποιος».
Κι ο τελεφταίος δε θα σουν «άγνωστος» μπατίρης,
μα πρώτος και γνωστός, ακόμα και βεζίρης!
Μηδέ θα σε κορόιδεβαν οι λαοπλάνοι,
ντόπιοι και ξένοι, μ’ ένα ψέφτικο στεφάνι·
μα δήμιος του λαού και μάβρος με τους μάβρους,
θα κολυμπούσες τώρα στους μεγαλοστάβρους!
(Κώστας Βάρναλης, Πρόλογος, από τον «Ελεύθερο Κόσμο»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου