Το βρήκα στο μαγαζί επιστήθιας φίλης και το αγόρασα μια δύσκολη νύχτα. Το ίδιο δύσκολη όπως και οι μέρες που προηγήθηκαν.
«Πάρ’το μου είπε. Θα σε βοηθήσει. Το γαλάζιο κατευνάζει την ταραχή του νου και βοηθά στη συγκέντρωση».
Ήταν μια ευκαιρία σκέφτηκα. Το υφαντό της ψυχής μου κουβάρι, πάλευα μέρες να ισορροπήσω.
Το λάτρεψα...
Ήταν μια ευκαιρία σκέφτηκα. Το υφαντό της ψυχής μου κουβάρι, πάλευα μέρες να ισορροπήσω.
Το λάτρεψα...
Η λεία υφή της σάρκας του, η στρογγυλάδα που άφηνε κάτι ανεπαίσθητα τρυφερό στα δάχτυλά μου. Πιο πολύ με μάγεψαν τα ραγίσματα στις χάντρες του. Σαν σπασμένες και ξανακολλημένες. Αντανακλούσε πλήρως τον εσωτερικό μου κόσμο.
Έλεγα στον εαυτό μου ότι παίζοντάς το, ίσως κατάφερνα να συμμαζέψω κάπως τη μικρή αλλά υπαρκτή παρεκτροπή μου με τον καπνό. Αντί να στρίβω κάθε τρεις και λίγο, μ’ αυτό θ’ απασχολούσα τουλάχιστον τα χέρια μου.
Την επομένη βρέθηκα μ’ ένα φίλο και του το’ δειξα.
«Μπα», μου είπε, «δεν τα συμπαθώ αυτά τα ψεύτικα. Κάνουν κούφιο ήχο. Μόνο όσα είναι από σκόνη κεχριμπαριού».
Εμένα πάλι ο ήχος του μ’ άρεσε. Ακριβώς αυτό το ξερό τικ τακ, καθώς έπεφτε η μια χάντρα πάνω στην άλλη, έφτανε στ’ αυτιά μου σαν απόηχος από μυθικό καλπασμό.
Λίγες μέρες μετά το τοπίο άρχισε να ξαναστήνεται μέσα μου. Όμως το κάπνισμα δεν το’ κοψα.
Ένα βράδυ βρήκα ένα μήνυμα στο κινητό μου απ’ τη φίλη που μου το πούλησε:
«Δουλεύει το μπεγλέρι;»
«Έτσι κι έτσι », της απάντησα.
«Πάντως η ψυχολογία μου ανέβηκε λίγο».
Ανέβηκε είπα και στον εαυτό μου κι ας μην έγινε κεχριμαπρένια. Δεν πειράζει. Σημασία έχει να πηγαίνεις παρακάτω. Να κατανοείς όταν χρειάζεται, να συγχωρείς όταν πρέπει. Πρώτα τον εαυτό σου και μετά τους άλλους. Να πηγαίνεις παρακάτω, δηλαδή μπροστά, όπως αυτό το τικ τακ της πτώσης, να γίνεσαι χάντρα που κυλάει.
Είναι ένας δρόμος κι αυτός, ίσως ο πιο ανθρώπινος. Έστω κι αν υπάρχουν ραγίσματα. Άλλωστε ποιος μπορεί να διεκδικήσει το μονοπώλιο της ακεραιότητας;
Έλεγα στον εαυτό μου ότι παίζοντάς το, ίσως κατάφερνα να συμμαζέψω κάπως τη μικρή αλλά υπαρκτή παρεκτροπή μου με τον καπνό. Αντί να στρίβω κάθε τρεις και λίγο, μ’ αυτό θ’ απασχολούσα τουλάχιστον τα χέρια μου.
Την επομένη βρέθηκα μ’ ένα φίλο και του το’ δειξα.
«Μπα», μου είπε, «δεν τα συμπαθώ αυτά τα ψεύτικα. Κάνουν κούφιο ήχο. Μόνο όσα είναι από σκόνη κεχριμπαριού».
Εμένα πάλι ο ήχος του μ’ άρεσε. Ακριβώς αυτό το ξερό τικ τακ, καθώς έπεφτε η μια χάντρα πάνω στην άλλη, έφτανε στ’ αυτιά μου σαν απόηχος από μυθικό καλπασμό.
Λίγες μέρες μετά το τοπίο άρχισε να ξαναστήνεται μέσα μου. Όμως το κάπνισμα δεν το’ κοψα.
Ένα βράδυ βρήκα ένα μήνυμα στο κινητό μου απ’ τη φίλη που μου το πούλησε:
«Δουλεύει το μπεγλέρι;»
«Έτσι κι έτσι », της απάντησα.
«Πάντως η ψυχολογία μου ανέβηκε λίγο».
Ανέβηκε είπα και στον εαυτό μου κι ας μην έγινε κεχριμαπρένια. Δεν πειράζει. Σημασία έχει να πηγαίνεις παρακάτω. Να κατανοείς όταν χρειάζεται, να συγχωρείς όταν πρέπει. Πρώτα τον εαυτό σου και μετά τους άλλους. Να πηγαίνεις παρακάτω, δηλαδή μπροστά, όπως αυτό το τικ τακ της πτώσης, να γίνεσαι χάντρα που κυλάει.
Είναι ένας δρόμος κι αυτός, ίσως ο πιο ανθρώπινος. Έστω κι αν υπάρχουν ραγίσματα. Άλλωστε ποιος μπορεί να διεκδικήσει το μονοπώλιο της ακεραιότητας;
S.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου