On 12 January, 2015 by BIBLIOTHEQUE
'Οσες γλώσσες κι αν τυχαίνει να κατέχουμε, κι όση κι αν είναι η φιλομάθεια και η αναγνωστική μας όρεξη αλλά και ο χρόνος που μπορεί να τους αφιερωθεί, η γνώση μας για την παγκόσμια λογοτεχνία δεν γίνεται να είναι παρά μερική και αποσπασματική και να παρακολουθεί, ώς ένα βαθμό, τους εκάστοτε συρμούς. Φυσικό μοιάζει κατόπιν αυτού το ότι η λογοτεχνία κάθε χώρας εκπροσωπείται στη μνήμη μας από δυο-τρία ηχηρά ονόματα (ενίοτε και ένα μόνο), ενώ γύρω τους κυκλοφορούν σαν «άδοξοι» δορυφόροι λιγοστοί «ελάσσονες» που μπορεί και να είναι μείζονες, απλώς η μετάφραση, πράξη δημοκρατική ούτως ή άλλως, δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το δικό τους έργο.
Αίφνης, η ποίηση της Χιλής, που αποτελεί λαμπρό κεφάλαιο της πλούσιας λατινοαμερικανικής ποίησης (μια καλή γεύση της οποίας αποκτήσαμε πολλά χρόνια πριν με την ανθολογία του Ρήγα Καππάτου «Δεκαέξι Λατινοαμερικανοί ποιητές», εκδ. Καραβία, 1980) αντιπροσωπεύεται στην ουσία διεθνώς από ένα και μόνο όνομα, επιβλητικό βέβαια: τον Πάμπλο Νερούδα. Κι όμως, δίπλα στον δικό του όγκο, και κάποτε υπό τη σκιά του ή και σε εκλογοτεχνισμένη αντιδικία μαζί του, υπήρξαν κι άλλοι άξιοι ποιητές. Περισσότερο γνωστός ανάμεσα σε αυτούς τους λιγότερο φημισμένους είναι ο Νικάνορ Πάρα, με το αρχαιοελληνικής καταγωγής μικρό του όνομα, κατά την αρκετά διαδεδομένη στη Λατινική Αμερική συνήθεια, όπως ξερουμε και από το ποδόσφαιρο, από τον Σώκρατες λ.χ. αν τώρα το «Νικάνωρ» κρατάει από τον Μακεδόνα ναύαρχο, γαμπρό του Αριστοτέλη και συμμαθητή του Μεγαλέξανδρου, ή από τον Αλεξανδρινό γραμματικό του 2ου αιώνα μ.Χ. που έγραψε για τον Ομηρο και τον Καλλίμαχο, δεν το ξέρω, προκρίνω πάντως το δεύτερο, αφού μιλάμε για άνθρωπο των γραμμάτων κι όχι των αρμάτων. Γλωσσικά απελευθερωμένος (στα όρια της βωμολογίας θα έλεγαν κάποιοι υπερευαίσθητοι), ένας ασεβής χλευαστής του λογοτεχνικού καθωσπρεπισμού και της «ποίησης δωματίου» που πνίγεται από το άγχος του εντυπωσιακού ευρήματος, ο «αντιποιητής» Πάρα, πιστός στην άποψή του ότι «στην ποίηση όλα επιτρέπονται» ειρωνεύεται και στηλιτεύει, αποκαθηλώνει ή στιχουργεί μ’ εκείνο τον ψυχρό, σχεδόν μαθηματικό τρόπο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, αποκηρύσσει («την ποίηση του σαλονιού») και επιλέγει («την ποίηση της δημόσιας πλατείας / την ποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας»), θεολογεί σαν άθεος (αυτή δεν είναι η γονιμότερη εκδοχή θεολογίας;) και, κατά τη ρητή του πίστη, «αλλάζει τα ονόματα των πραγμάτων», ίσως επειδή η αλλαγή των ίδιων των πραγμάτων αποδεικνύεται πάντοτε πολύ δυσκολότερη απ’ όσο ορίζουν οι μετασχηματιστικές του κόσμου επιθυμίες μας. Στο δικό μου αυτί δεν είναι λίγες και ασήμαντες οι στιγμές που διακρίνω μια συγγένεια μεθόδου και στόχου με την ποίηση του 'Αρη Αλεξάνδρου και του Μανόλη Αναγνωστάκη, συγγένεια που (πιθανότατα χωρίς να είναι σε γνώση κανενός από τους τυχαίως «συμβαλλομένους», όπως συχνά συμβαίνει στη λογοτεχνία) αποκαλύπτεται στον τρόπο του σαρκασμού, της παρρησίας και της αποτελεσματικά οικονομημένης φράσης, αλλά και στην άσκηση κριτικής σε άλλους ποιητές ή ποιητικούς τρόπους δια της ίδιας της ποιήσεως. Σαφέστερο ποίημα ως προς όλα τούτα είναι το εναρκτήριο της συλλογής, το «Manifiesto», η «Διακήρυξη», όπως επιλέγει να αποδώσει τον τίτλο ο Χιόνης. Λίγοι στίχοι του ποιήματος αυτού πολύ μιλούν καλύτερα από οποιονδήποτε «εξηγητή» τους: «Κυρίες και κύριοι / αυτή είναι η τελευταία λέξη μας / -η πρώτη και τελευταία λέξη μας- / Οι ποιητές κατεβήκανε απ’ τον Όλυμπο // Για τους παλιότερους / η ποίηση ήταν ένα είδος πολυτέλειας / Για μας ωστόσο πρώτης ανάγκης είδος είναι: / αδύνατο χωρίς αυτή να ζήσουμε. // Σ’ αντίθεση με τους παλιότερους / -κι αυτό το λέω με σέβας- / εμείς υποστηρίζουμε / ότι ο ποιητής δεν είναι αλχημιστής / Ο ποιητής είν’ ένας άνθρωπος κι αυτός / ένας χτίστης που χτίζει τον τοίχο του: / ένας κατασκευαστής θυρών και παραθύρων. // Εμείς κουβεντιάζουμε / σε γλώσσα καθημερινή / Σύμβολα καβαλιστικά δεν θέλουμε. // […] Δεν πιστεύουμε σε νύμφες ή τρίτωνες. / Η ποίηση πρέπει να είν’ αυτό: / μια κοπελιά ανάμεσα στα στάχυα / ή να μην είναι τίποτε». Για την ποίηση σαν τον «καλύτερο τοίχο να κρύψουμε το πρόσωπό μας» μιλάει ο Αναγνωστάκης. Σαν «χτίστη που χτίζει τον τοίχο του» βλέπει τον ποιητή ο Πάρα αλλά και σαν κατασκευαστή θυρών και παραθύρων, σαν δημιουργό πόρων δηλαδή. [από τη Καθημερινή / 13-1-2009] ΠΗΓΗ: http://www.bibliotheque.gr/article/39452
'Οσες γλώσσες κι αν τυχαίνει να κατέχουμε, κι όση κι αν είναι η φιλομάθεια και η αναγνωστική μας όρεξη αλλά και ο χρόνος που μπορεί να τους αφιερωθεί, η γνώση μας για την παγκόσμια λογοτεχνία δεν γίνεται να είναι παρά μερική και αποσπασματική και να παρακολουθεί, ώς ένα βαθμό, τους εκάστοτε συρμούς. Φυσικό μοιάζει κατόπιν αυτού το ότι η λογοτεχνία κάθε χώρας εκπροσωπείται στη μνήμη μας από δυο-τρία ηχηρά ονόματα (ενίοτε και ένα μόνο), ενώ γύρω τους κυκλοφορούν σαν «άδοξοι» δορυφόροι λιγοστοί «ελάσσονες» που μπορεί και να είναι μείζονες, απλώς η μετάφραση, πράξη δημοκρατική ούτως ή άλλως, δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το δικό τους έργο.
Αίφνης, η ποίηση της Χιλής, που αποτελεί λαμπρό κεφάλαιο της πλούσιας λατινοαμερικανικής ποίησης (μια καλή γεύση της οποίας αποκτήσαμε πολλά χρόνια πριν με την ανθολογία του Ρήγα Καππάτου «Δεκαέξι Λατινοαμερικανοί ποιητές», εκδ. Καραβία, 1980) αντιπροσωπεύεται στην ουσία διεθνώς από ένα και μόνο όνομα, επιβλητικό βέβαια: τον Πάμπλο Νερούδα. Κι όμως, δίπλα στον δικό του όγκο, και κάποτε υπό τη σκιά του ή και σε εκλογοτεχνισμένη αντιδικία μαζί του, υπήρξαν κι άλλοι άξιοι ποιητές. Περισσότερο γνωστός ανάμεσα σε αυτούς τους λιγότερο φημισμένους είναι ο Νικάνορ Πάρα, με το αρχαιοελληνικής καταγωγής μικρό του όνομα, κατά την αρκετά διαδεδομένη στη Λατινική Αμερική συνήθεια, όπως ξερουμε και από το ποδόσφαιρο, από τον Σώκρατες λ.χ. αν τώρα το «Νικάνωρ» κρατάει από τον Μακεδόνα ναύαρχο, γαμπρό του Αριστοτέλη και συμμαθητή του Μεγαλέξανδρου, ή από τον Αλεξανδρινό γραμματικό του 2ου αιώνα μ.Χ. που έγραψε για τον Ομηρο και τον Καλλίμαχο, δεν το ξέρω, προκρίνω πάντως το δεύτερο, αφού μιλάμε για άνθρωπο των γραμμάτων κι όχι των αρμάτων. Γλωσσικά απελευθερωμένος (στα όρια της βωμολογίας θα έλεγαν κάποιοι υπερευαίσθητοι), ένας ασεβής χλευαστής του λογοτεχνικού καθωσπρεπισμού και της «ποίησης δωματίου» που πνίγεται από το άγχος του εντυπωσιακού ευρήματος, ο «αντιποιητής» Πάρα, πιστός στην άποψή του ότι «στην ποίηση όλα επιτρέπονται» ειρωνεύεται και στηλιτεύει, αποκαθηλώνει ή στιχουργεί μ’ εκείνο τον ψυχρό, σχεδόν μαθηματικό τρόπο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, αποκηρύσσει («την ποίηση του σαλονιού») και επιλέγει («την ποίηση της δημόσιας πλατείας / την ποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας»), θεολογεί σαν άθεος (αυτή δεν είναι η γονιμότερη εκδοχή θεολογίας;) και, κατά τη ρητή του πίστη, «αλλάζει τα ονόματα των πραγμάτων», ίσως επειδή η αλλαγή των ίδιων των πραγμάτων αποδεικνύεται πάντοτε πολύ δυσκολότερη απ’ όσο ορίζουν οι μετασχηματιστικές του κόσμου επιθυμίες μας. Στο δικό μου αυτί δεν είναι λίγες και ασήμαντες οι στιγμές που διακρίνω μια συγγένεια μεθόδου και στόχου με την ποίηση του 'Αρη Αλεξάνδρου και του Μανόλη Αναγνωστάκη, συγγένεια που (πιθανότατα χωρίς να είναι σε γνώση κανενός από τους τυχαίως «συμβαλλομένους», όπως συχνά συμβαίνει στη λογοτεχνία) αποκαλύπτεται στον τρόπο του σαρκασμού, της παρρησίας και της αποτελεσματικά οικονομημένης φράσης, αλλά και στην άσκηση κριτικής σε άλλους ποιητές ή ποιητικούς τρόπους δια της ίδιας της ποιήσεως. Σαφέστερο ποίημα ως προς όλα τούτα είναι το εναρκτήριο της συλλογής, το «Manifiesto», η «Διακήρυξη», όπως επιλέγει να αποδώσει τον τίτλο ο Χιόνης. Λίγοι στίχοι του ποιήματος αυτού πολύ μιλούν καλύτερα από οποιονδήποτε «εξηγητή» τους: «Κυρίες και κύριοι / αυτή είναι η τελευταία λέξη μας / -η πρώτη και τελευταία λέξη μας- / Οι ποιητές κατεβήκανε απ’ τον Όλυμπο // Για τους παλιότερους / η ποίηση ήταν ένα είδος πολυτέλειας / Για μας ωστόσο πρώτης ανάγκης είδος είναι: / αδύνατο χωρίς αυτή να ζήσουμε. // Σ’ αντίθεση με τους παλιότερους / -κι αυτό το λέω με σέβας- / εμείς υποστηρίζουμε / ότι ο ποιητής δεν είναι αλχημιστής / Ο ποιητής είν’ ένας άνθρωπος κι αυτός / ένας χτίστης που χτίζει τον τοίχο του: / ένας κατασκευαστής θυρών και παραθύρων. // Εμείς κουβεντιάζουμε / σε γλώσσα καθημερινή / Σύμβολα καβαλιστικά δεν θέλουμε. // […] Δεν πιστεύουμε σε νύμφες ή τρίτωνες. / Η ποίηση πρέπει να είν’ αυτό: / μια κοπελιά ανάμεσα στα στάχυα / ή να μην είναι τίποτε». Για την ποίηση σαν τον «καλύτερο τοίχο να κρύψουμε το πρόσωπό μας» μιλάει ο Αναγνωστάκης. Σαν «χτίστη που χτίζει τον τοίχο του» βλέπει τον ποιητή ο Πάρα αλλά και σαν κατασκευαστή θυρών και παραθύρων, σαν δημιουργό πόρων δηλαδή. [από τη Καθημερινή / 13-1-2009] ΠΗΓΗ: http://www.bibliotheque.gr/article/39452
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου