Ό,τι γίνεται γύρω μου γίνεται ξαφνικά, ό,τι γίνεται μέσα
μου γίνεται ξαφνικά: Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση. Ήρθαν ένα σωρό πρόσωπα κι έρχονταν κι άλλα φάτσες γνωστές κι άγνωστες κι εγώ όλους τους αγαπούσα και περισσότερους ακόμα τόσο πολύ άνοιξε η καρδιά μου και χωρούσαν κι άλλοι πολλοί ακόμα.Ένα πλήθος κρεμάστηκε απ’ τη σπάνια κλωστή που έκλωθε εκείνη την ώρα η ψυχή μου κι αυτή άντεχε δεν έσπαγε.
μου γίνεται ξαφνικά: Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση. Ήρθαν ένα σωρό πρόσωπα κι έρχονταν κι άλλα φάτσες γνωστές κι άγνωστες κι εγώ όλους τους αγαπούσα και περισσότερους ακόμα τόσο πολύ άνοιξε η καρδιά μου και χωρούσαν κι άλλοι πολλοί ακόμα.Ένα πλήθος κρεμάστηκε απ’ τη σπάνια κλωστή που έκλωθε εκείνη την ώρα η ψυχή μου κι αυτή άντεχε δεν έσπαγε.
(Γιώργος Χειμωνάς, Γράφω ένα βιβλίο που με αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω «Πεισίστρατο»)
Όλα ήταν μια ευτυχία πόσο σας αγαπώ φώναξα θα πεθάνω για σας. Αγαπούσα την κάθε μια μορφή χωριστά και μαζί όλες η αγάπη μου ήταν ένα σύννεφο που το σκόρπιζε ο αέρας το χώριζε σε χίλια κομμάτια κι ύστερα πάλι τα ένωνε η αγάπη μου ήταν ένα σύννεφο που σκέπαζε όλον τον ουρανό λευκό και μεγάλο σας αγαπώ.
Ξαφνικά κατάλαβα πως εγώ τους αγαπούσα κι εκείνοι με κοίταζαν μ’ ένα μικρό χαμόγελο. Στεκόμουν μ’ ανοιχτά χέρια κι εκείνοι μάκραιναν και τους είπα θα ’ρθω μαζί σας. Με κοίταζαν με άδειο χαμόγελο και προχωρούσαν κι εγώ στεκόμουν κι έβλεπα να με προσερνάν και να μακραίνουν. Δεν μπορούσα να κάνω βήμα ήμουν σαν φυτό που πάλευε να ξεκολλήσει τις ρίζες του από το χώμα κι ήθελα να τους πάρω από πίσω. Στεκόμουν κι εκείνοι φεύγαν δεν έλεγαν έλα χαμογελούσαν.
Έμεινα από τότε μονάχος κι έπαψα να κλαίω η αγάπη στέρεψε κι έπαψε να τρέχει. Ο δρόμος γεμίζει κόσμο κάθε φορά που έχει ματς κι όταν είναι η Έκθεση κι όταν περνάν οι κηδείες γιατί είναι κοντά στο νεκροταφείο. Η μάνα λέει να κλείνουμε τα παράθυρα όταν περνάν οι κηδείες. Τα κλείνω κι ακούω από μέσα το χαρχάλεμα της πομπής καθώς τα ποδάρια της σέρνονται στις πέτρες. Πριν από μέρες καθώς γυρνούσα είδα στον δρόμο έναν άνθρωπο που έμοιαζε με μύγα μόλις τον είδα είπα να μια μύγα. Το παλτό του ήταν μακρύ κι ανέμιζε.
(γράφω ένα βιβλίο που μ' αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω «Πεισίστρατος»)
[Ο Πεισίστρατος είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα. Το «υπερβολικό διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από τον ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ του]
Όλα ήταν μια ευτυχία πόσο σας αγαπώ φώναξα θα πεθάνω για σας. Αγαπούσα την κάθε μια μορφή χωριστά και μαζί όλες η αγάπη μου ήταν ένα σύννεφο που το σκόρπιζε ο αέρας το χώριζε σε χίλια κομμάτια κι ύστερα πάλι τα ένωνε η αγάπη μου ήταν ένα σύννεφο που σκέπαζε όλον τον ουρανό λευκό και μεγάλο σας αγαπώ.
Ξαφνικά κατάλαβα πως εγώ τους αγαπούσα κι εκείνοι με κοίταζαν μ’ ένα μικρό χαμόγελο. Στεκόμουν μ’ ανοιχτά χέρια κι εκείνοι μάκραιναν και τους είπα θα ’ρθω μαζί σας. Με κοίταζαν με άδειο χαμόγελο και προχωρούσαν κι εγώ στεκόμουν κι έβλεπα να με προσερνάν και να μακραίνουν. Δεν μπορούσα να κάνω βήμα ήμουν σαν φυτό που πάλευε να ξεκολλήσει τις ρίζες του από το χώμα κι ήθελα να τους πάρω από πίσω. Στεκόμουν κι εκείνοι φεύγαν δεν έλεγαν έλα χαμογελούσαν.
Έμεινα από τότε μονάχος κι έπαψα να κλαίω η αγάπη στέρεψε κι έπαψε να τρέχει. Ο δρόμος γεμίζει κόσμο κάθε φορά που έχει ματς κι όταν είναι η Έκθεση κι όταν περνάν οι κηδείες γιατί είναι κοντά στο νεκροταφείο. Η μάνα λέει να κλείνουμε τα παράθυρα όταν περνάν οι κηδείες. Τα κλείνω κι ακούω από μέσα το χαρχάλεμα της πομπής καθώς τα ποδάρια της σέρνονται στις πέτρες. Πριν από μέρες καθώς γυρνούσα είδα στον δρόμο έναν άνθρωπο που έμοιαζε με μύγα μόλις τον είδα είπα να μια μύγα. Το παλτό του ήταν μακρύ κι ανέμιζε.
(γράφω ένα βιβλίο που μ' αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω «Πεισίστρατος»)
[Ο Πεισίστρατος είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα. Το «υπερβολικό διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από τον ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ του]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου