Ξαναδιαβάζω τη Βραδύτητα του Κούντερα. Μυθιστορηματικό δοκίμιο, γραμμένο 20 χρόνια πριν, που κινείται απλά και βαθυστόχαστα ανάμεσα στην αφήγηση μιας ανάμνησης κάποιας υπέροχης ερωτικής νύχτας το 18ο αιώνα, σε αντιπαράθεση με μια τραγελαφική ερωτική συνεύρεση που συμβαίνει στις μέρες μας. Ο θεματικός άξονας παρόλο που είναι ο ίδιος, εκτιμάται αλλιώς και διαφοροποιείται πλήρως σ’ αυτές τις δυο τόσο μακρινές μεταξύ τους εποχές, σε επίπεδο προσώπων, διαθέσεων και ρυθμού.
Είμαι ακόμα στις 10 πρώτες σελίδες του βιβλίου και δε θυμάμαι τίποτα από την περίοδο που το είχα διαβάσει για πρώτη φορά. Ίσως γιατί η ταχύτητα και η ένταση της ηλικίας στην οποία βρισκόμουν τότε, δε μου επέτρεπε την αβρότητα της ανάλυσης.
Είναι μάλλον από εκείνα τα βιβλία που το μέγεθος της εκτίμησής τους είναι αντιστρόφως ανάλογο με την ηλικία που τα διαβάζεις. Κάτι σαν την ωρίμανση που συμβαίνει στα κρασιά όταν μένουν πολύ καιρό σφραγισμένα στο κελάρι.
Στις σελίδες του διαποτισμένη η επικούρεια-ηδονιστική στάση απέναντι στη ζωή, μας κάνει ν’ αναρωτιόμαστε για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη χαρά και την απόλαυση του έρωτα με τη γενικότερη έννοια του όρου, την αντίληψη της ευτυχίας κι όχι το κυνήγι της κατάκτησής της.
Η βραδύτητα εν τέλει έχει να κάνει με τη φυσική ανάγκη να στρέψουμε το βλέμμα βαθιά μέσα μας για να δούμε τον εαυτό μας και τους άλλους, αφημένοι στη γλυκύτητα μιας συγκροτημένης απραξίας, ν’ ακούσουμε, να αισθανθούμε, να νιώσουμε τον αργό ρυθμό της μελαγχολίας της ύπαρξής μας.
Να κοιτάξουμε, όπως λέει κι ο συγγραφέας του έργου (σύμφωνα με μια τσέχικη παροιμία), τα παράθυρα του καλού Θεού.
S.
Είναι μάλλον από εκείνα τα βιβλία που το μέγεθος της εκτίμησής τους είναι αντιστρόφως ανάλογο με την ηλικία που τα διαβάζεις. Κάτι σαν την ωρίμανση που συμβαίνει στα κρασιά όταν μένουν πολύ καιρό σφραγισμένα στο κελάρι.
Στις σελίδες του διαποτισμένη η επικούρεια-ηδονιστική στάση απέναντι στη ζωή, μας κάνει ν’ αναρωτιόμαστε για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη χαρά και την απόλαυση του έρωτα με τη γενικότερη έννοια του όρου, την αντίληψη της ευτυχίας κι όχι το κυνήγι της κατάκτησής της.
Η βραδύτητα εν τέλει έχει να κάνει με τη φυσική ανάγκη να στρέψουμε το βλέμμα βαθιά μέσα μας για να δούμε τον εαυτό μας και τους άλλους, αφημένοι στη γλυκύτητα μιας συγκροτημένης απραξίας, ν’ ακούσουμε, να αισθανθούμε, να νιώσουμε τον αργό ρυθμό της μελαγχολίας της ύπαρξής μας.
Να κοιτάξουμε, όπως λέει κι ο συγγραφέας του έργου (σύμφωνα με μια τσέχικη παροιμία), τα παράθυρα του καλού Θεού.
S.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου