Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

O ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑΝ ΠΟΕ



Γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1809 και ορφάνεψε πριν κλείσει τα δυο του χρόνια (και απ’ τους δυο γονείς οι οποίοι ήταν θεατρίνοι). Τον μεγάλωσε ένας πλούσιος έμπορος με το όνομα Τζων Άλλαν –εξ΄ου και το μεσαίο όνομα Άλλαν πριν το Πόε- με τον οποίο βρισκόταν σε μόνιμη διαμάχη. Στην αρχή ο μικρός Έντγκαρ έζησε στη Βιρτζίνια με την οικογένεια Άλλαν ενώ τα επόμενα πέντε χρόνια μετακόμισε μαζί τους στη Σκωτία και Αγγλία.
Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων φοίτησε σε δύο αγγλικά σχολεία ενώ το 1826 φοίτησε μόνο για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. Το 1827 γράφτηκε στη στρατιωτική ακαδημία του Γουέστ Πόιντ ενώ οι σχέσεις με το πατριό του πήγαιναν απ΄το κακό στο χειρότερο. Απ’ την ακαδημία διώχθηκε τον επόμενο χρόνο εξαιτίας ενός σκανδάλου που δημιούργησε και τελικά το 1830 εγκατέλειψε οριστικά την οικογένεια Άλλαν.
Η πρώτη του δημοσίευση εκείνη την περίοδο ήταν μια ποιητική συλλογή με τίτλο Ταμερλάνος και άλλα ποιήματα ενώ το δεύτερο ποιητικό του βιβλίο είχε τίτλο Al Aaraaf. Την ίδια περίοδο μετακόμισε στο σπίτι της θείας του και της πρώτης του ξαδέλφης στη Βαλτιμόρη και ήρθε σε επαφή με το έργο άλλων ρομαντικών ποιητών ενώ ταυτόχρονα έγραφε πεζά κείμενα και διηγήματα. Δούλεψε ως συντάκτης σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, καταξιώθηκε ως κριτικός όμως η στενή σχέση του με το αλκοόλ καθώς και τα δυσβάσταχτα οικονομικά του χρέη δημιουργούσαν διαρκώς προβλήματα στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή.
Γύρω στα 1835 παντρεύτηκε τη δεκατριάχρονη πρώτη του ξαδέλφη στο σπίτι της οποίας ζούσε και έμειναν μαζί περίπου δώδεκα χρόνια ως το 1847 που εκείνη πέθανε από φυματίωση. 
Το 1845 εκδίδει Το κοράκι με το οποίο ενώ αναγνωρίζεται και καθιερώνεται λογοτεχνικά ελάχιστα οικονομικά οφέλη έχει ο ίδιος. Ένας αποτυχημένος αρραβώνας έχει καταγραφεί επίσης στο ενεργητικό του με την ποιήτρια Σάρα Έλεν Ουίτμαν και ένας παρ΄ολίγον γάμος που δεν έγινε λόγω του περίεργου θανάτου του το 1849 από ανεπιβεβαίωτη αιτία με πιο πιθανή εκδοχή τον αλκοολισμό. Τα στοιχεία σχετικά με τη ζωή του Πόε δεν έχουν επαληθευτεί από επίσημα έγγραφα ή πηγές. Οι βιογραφίες που γράφηκαν γι΄αυτόν τον παρουσιάζουν ως ανάξιόπιστο, μισάνθρωπο, διεφθαρμένο και αλκοολικό.
Ωστόσο ο Πόε επηρέασε με το έργο του το παρόν και το μέλλον της αμερικάνικης λογοτεχνίας και έθεσε τις λογοτεχνικές βάσεις για το αστυνομικό μυθιστόρημα και τη συγγραφή ιστοριών τρόμου και φαντασίας. Ο Έλλιοτ εκτίμησε κυρίως το κριτικό του έργο ενώ ο Μαρκ Τουαίην τον έκρινε αυστηρά. Απέκτησε αξιοσημείωτη φήμη στην Ευρώπη και κυρίως στη Γαλλία όπου εκεί άσκησε μεγάλη επίδραση στο συμβολισμό.
                                                                                                                                                 stavronia
Το Κοράκι

Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
"Κανένας ξένος", σκέφτηκα "οπού χτυπά τη πόρτα,
                           τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ' άλλο
".

Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη την κόρη
όπως οι αγγέλοι την καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
                                                       για πάντα ούτε όνομα.

Και τ' αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ' άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: "Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου
                          αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι
".

Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
"Κύριε" είπα, "ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα
"
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη την πόρτα
                       σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ' άλλο.

Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι "Ελεονόρα" μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που 'βγαινε απ' τα ανοιχτά μου χείλη.
                              Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ' άλλο.

Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
"Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω,
                             θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ' άλλο.

'Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν' αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
                           Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ' άλλο.

Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
"Χωρίς λοφίο", ρώτησα, "κι αν είν' η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ' όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ' όνομά σου
!"
                Και το κοράκι απάντησε: "Ποτέ από 'δω και πια".

Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν' ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση που μου 'δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
                                                                         "Ποτέ πια".

Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να 'ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: "Ποτέ πια", γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
"Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να 'ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις".
                   Μα το πουλί απάντησε: "Ποτέ από δω και πια".

Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου 'πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
"Σίγουρα" σκέφτηκα, "αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ' το τραγούδι
που θα 'λεγεν ολημερίς και του 'καμε να λέει
λυπητερά το
"Ποτέ πια" για τη χαμένη ελπίδα".

Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ' έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ' όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ' απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
                                                                        "Ποτέ Πια!".

Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου δε θ' ακουμπήσει
                                                                                    πια!

Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να 'ταν μυρωμένος
από 'να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
και Σεραφείμ το κούναγαν και τ' αλαφρά τους πόδια
ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
"Ναυαγισμένε" φώναξα, "αναβολή σου στέλνει
με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα.
Πιες απ' το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
εκείνην όπου χάθηκε
". Και το Κοράκι είπε:
                                                       "Ποτέ από δω και πια!".

Είπα: "Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ
είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
αλλ' άφοβε, στον κόσμο αυτό που κατοικεί ο Τρόμος,
πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!
", μα κείνο απάντησε:
                                                       "Ποτέ από δω και πια!".

"Προφήτη", είπα, "δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ' ορκίζω,
που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
πες μου αν στον Παράδεισο θε ν' αγκαλιάσω κείνη,
εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα
";
Και το κοράκι απάντησε:
                                                       "Ποτέ από δω και πια!".

"Ας γίν' η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις",
εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του.
"Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
ούτ' ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν' αφήσεις
ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
βγάλ' απ' τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που 'χεις μπήξει
και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια
!"
Και το Κοράκι απάντησε:
                                                       "Ποτέ από δω και πια!".

Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
στης Αθηνάς την προτομή απάνω από την πόρτα
και τ' αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
να βγει απ' τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
που φαίνεται στο πάτωμα.
                                                       Ποτέ από δω και πια!
                                                                       

Μετάφραση: Κώστας Ουράνης

ΠΗΓΗ: Περί...γραφής
                                                                                                                                      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου