κι ας μην τους ξέρει πια κανείς
αυτούς τους ποιητές της μειονότητας
αυτά τα γύψινα αγάλματα στο πάρκο που φυλλοροεί
Επιμένει να τους διαβάζει γιατί του δίνουν παρηγοριά
με το Απαρηγόρητο
αυτοί οι κρίνοι κι οι νάρκισσοι
στις βραγιές της φιλολογίας
(ποιητές που θυμίζουν χαρτιά κομμένα
σε σχήματα δαντέλας χλωμής)
Επιμένει να τους διαβάζει
από πλακέτες συλλογών κοιμισμένες βαθιά πλάι στον Τσέχωφ
και το Γιάννη Μαρή
σ’ ένα ράφι γεμάτο σαράκι
(ποιητές που έγραψαν μόνο για να καταλήξουν σε μια
λειψανοθήκη ξερών λουλουδιών)
Αφού είναι ντεμοντέ πια η ευαισθησία
κι ακόμα πιο ντεμοντέ η συγκίνηση
κι αυτοί οι στίχοι δε διαφέρουν-κατ’εμέ-από ένα
τραγουδάκι
στα μαραμένα χείλη του Αττίκ
Γηροκομεία ποιητών θυμίζουν οι Ανθολογίες
ακόμα και των πιο διάσημων μεγάλων αισθαντικών
κι εσύ επιμένεις να μου τους διαβάζεις
Κάποιες βραδιές στο τηλέφωνο
μα εγώ δε θέλω πια ν’ακούω
εγώ, χίλιες φορές σου το’πα,είμαι της εποχής
είμαι αντι-λυρικός, σου λέω
προοδευτικός οπαδός αντιποίνων ενάντια στο παλιό
Για μια υγεία της ζωής για τη ζωή
για ένα νέο Καθεστώς Σκληρότητας
εγώ, χίλιες φορές σου το’πα,
και μόνο η λέξη φεγγάρι μ’αναγουλιάζει
και μόνο η λέξη όνειρο με κάνει ν’αναριγώ
Επιμένει να μου τους διαβάζει από το τηλέφωνο
ενώ εγώ στέλνω μηνύματα με το κινητό…»
Από το 17ο τεύχος του περιοδικού ποιητική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου