Η εξυπνάδα ορισμένων ανθρώπων φαίνεται πως δυσκολεύει, γι' αυτούς, τα πράγματα, οδηγώντας τους σε αδιέξοδα που χρονίζουν και στα οποία τους καθηλώνει η επιμονή να ενστερνίζονται ιδέες πρόχειρα εγγυημένες από το πνεύμα του μάγου. Αυτό έχει μεν την ικανότητα να διακρίνει τα αόρατα, όμως μ' έναν τρόπο που κάνει την προσέγγιση του βάθους να μοιάζει με άγκυρα. Οι έξυπνοι κολλάνε στην άμμο. Δηλαδή στις αντιξοότητες, που τις αναγνωρίζουν αμέσως ως θεωρητικές δομές απαραίτητες για την επίτευξη των ρεκόρ της σκέψης και, έτσι, απαιτητικές μεγάλων χρονικών παύσεων της δράσης. Δυσκολεύονται να προχωρήσουν. Δυσκολεύονται να αποχωριστούν τη σκιά του ιδανικού που η σπιρτάδα αντιλαμβάνεται σαν αντάξιό της και αρπάζουν, ως αποζημίωση γι' αυτή τη δυσκολία, το δικαίωμα να είναι ματαιόδοξοι.
Παρατηρώ, κατά καιρούς, τις περιπτώσεις ανθρώπων με πολύ υψηλό I.Q., καθώς το ονομάζουν, που η εξυπνάδα τους πάει κόντρα σε κάθε ψυχική εξέλιξη. Οι άμυνές τους είναι τόσο ισχυρές, τόσο καλά δεμένες με τα στριφογυρίσματα της οξυδέρκειας, ώστε δεν τις διαπερνάει ούτε μία αχτίδα. Προφυλαγμένοι από το δαίμονα που τους παρέχει προστασία σε κάθε απόπειρα του κόσμου να τους αλλάξει μυαλά, ζουν κλεισμένοι, αεροστεγώς, στην τελειότητα του εκάστοτε επιχειρήματος, το οποίο, ενώ αναδύεται ταχύτατα προκειμένου ν' αφήσει τους άλλους άναυδους, τελικά αφήνει το ίδιο το υποκείμενο δεμένο χειροπόδαρα. Ο έξυπνος σκέφτεται τόσο έξυπνα, ώστε δεν προλαβαίνει να ανασάνει σύμφωνα με το ρυθμό των εξελίξεων, παρά χτυπάει κεραυνοβόλα και βυθίζεται στην αναμονή μιας δυνητικής επαλήθευσης, ήδη συντελεσμένης φαντασιωσικά. Μελετώντας τόσο επίμονα, εκεί, στη φαντασίωση, τη μωρία του κόσμου, η εξυπνάδα δανείζεται πολλά από το ύφος της ξεροκεφαλιάς.
Αυτό το τραύμα της διάψευσης, που τον κάνει συχνά να τρεκλίζει σε ό,τι αφορά τις συναισθηματικές υποθέσεις, είναι περιέργως κάτι του οποίου τον πόνο ο ίδιος δεν συνειδητοποιεί. Όπως όλες οι οπτικές γωνίες, έτσι και η υπερβολική οξύνοια έχει το δικό της τυφλό σημείο, όπου η πρόσβαση παραμένει αδύνατη: η εξυπνάδα δεν μπορεί να δει την πλάτη της καλύτερα απ' ό,τι η ανοησία και, ως προς αυτό, λίγο μετράει αν η ανοησία είναι συνολικά τυφλή. Αφού εδώ, δηλαδή πίσω από την πλάτη του ευφυούς, τα χρόνια περνάνε το ίδιο γρήγορα όσο και πίσω από την πλάτη του βλάκα.
Συναντάει κανείς έξυπνους ανθρώπους για τα καλά παγιδευμένους σ' ένα σχήμα τόσο αιθέριο στη σύλληψή του, ώστε εντέλει περνάει για αιώνιο. Δε γίνεται να το εγκαταλείψει κανείς, δεν μπορεί ο καθένας να 'χει τη μοίρα του Οπενχάιμερ. Απλώς ο έξυπνος επινοεί άλλα ανάλογα σχήματα, όλα γεννημένα από την ομολογημένη αποτελεσματικότητα της ίδιας εφηβικής ευστροφίας που σωρεύονται στο αρχικό θεμέλιο σχηματίζοντας, συν τω χρόνω, πλήρη οχυρωματικά έργα. Κάτω από το βάρος όλου αυτού του τσιμέντου, ο έξυπνος ασφυκτιά.
Και πάλι, η απειλή ασφυξίας όχι μόνο δεν τον συντρίβει, αλλά γίνεται μια ακόμη πρόκληση για την εξυπνάδα του.
Στερημένος από την αφέλεια, από την πρόωρα εγκαταλελειμμένη παιδικότητα που κυβερνούσε το βλέμμα του όταν ζητούσε αγάπη χωρίς η ανάγκη του να απαντηθεί, αποφεύγει τις κακοτοπιές της κατανόησης του προφανούς και επιστρατεύει τις πάντα ετοιμοπόλεμες εφεδρίες του νου, μέσω των οποίων εξασφαλίζει τη λειτουργία μηχανισμών κατά κανόνα απορριπτικών. Το να πριονίζεις το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεσαι καταντάει, τότε, ίδιον του καρτεσιανού υποκειμένου.
Το ενδεχόμενο να δεχθεί μιαν άλλη γνώμη αιωρείται μπροστά του ως απειλή διάψευσης της εξυπνάδας του, την οποία πλέον έφτασε να υπηρετεί με όρους αφοσίωσης στον αυτοσκοπό. Εκλαμβάνει σωστά τη δυσαρμονία στη σχέση του με τους άλλους ως συνέπεια της ανοησίας των άλλων, όμως αυτή η ευθυκρισία απωθεί το θαυμασμό αφού της λείπει η γλύκα των ματιών, το άνοιγμα στη θέρμη των χρωμάτων.
Τα μάτια δεν βλέπουνε, τώρα, παρά εκείνο που είναι κρυμμένο μέσα στην εξίσωση εξυπνάδα =
καχυποψία. Η συμφιλίωση δεν τα αφορά. Η πρόοδος της επαφής τους με την επικρατούσα ανθρώπινη συνθήκη, που είναι ο συμβιβασμός, τα αφήνει αδιάφορα.
Έτσι ο έξυπνος δεν επιτρέπει να μπει μέσα στο κάστρο του τίποτα, όλες οι εικόνες του φαίνονται μολυσμένες από ηλιθιότητα και απάτη. Οπότε, μαζί με τις φωταψίες του όντως μηδαμινού, αποκλείει και τις στιγμές που το βλέμμα θα λικνιζόταν στην αμφιλύκη. Από μέσα, από κει όπου βρίσκεται ο ίδιος, το οχυρωματικό έργο μοιάζει μ' ένα υπερβολικά πολύπλοκο και ιδιαίτερα κομψό αρχιτεκτόνημα, μ' ένα σπάνιο δίκτυο λεπτοδουλεμένων αρθρώσεων, όμως, εν προκειμένω δεν βλέπει ότι η τέλεια συναρμολόγηση του Ταζ Μαχάλ έχει συντελεστεί για να εμποδίσει την αποκοπή από την ταριχευμένη νιότη.
Το είδος αυτό του ευφυούς, για το οποίο μιλάω, αρνείται να ενηλικιωθεί, διότι, για να το κάνει, πρέπει να εγκαταλειφθεί στη λειτουργία των αισθήσεων, πάντοτε έτοιμων να εξαπατήσουν, κυρίως δε των συναισθημάτων, τα οποία υποπτεύεται σταθερά σαν προξένους σύγχυσης. Ακόμη και όταν της επιτρέπεις μια διακριτική παρουσία, η συμπόνια βάζει τρικλοποδιές στα μεγάλα ακροβατικά εγχειρήματα.
Από το να καταλαβαίνει τόσα πολλά, ο έξυπνος σκληραίνει μέχρι την απογοήτευση. Προκειμένου να επιβάλλει το Νόμο του Πατέρα, ξεχνάει να διαισθάνεται. Πεισματικά αρνείται να εκπαιδευτεί στη ζυγισμένη υποδοχή της Μητρότητας, η οποία έρχεται, ακροποδητί, από την πίσω πόρτα, με λίγο γλυκό του κουταλιού για χαζούς.
Δεν δέχεται να τον χαϊδέψει η ποίηση των πραγμάτων, λες και αυτό θα τορπίλιζε κάποιο σταθερό και απαρασάλευτο υπόδειγμα ζωής, ελάχιστα αληθινής κατά τα άλλα, απλώς κατάλληλης για τεχνητή αναπαραγωγή μεταξύ εκείνων που πιάνουν πουλιά στον αέρα.
Κοντολογίς, ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η υπερβολική αυτή οξυδέρκεια είναι η λησμονιά του πως επιβιώνει κανείς ανάμεσα στο ρέον πλήθος, η έμφυτη αντιπάθειά της για τη λαϊκή αγορά και τις εκπτώσεις.
Ο Μπόρχες έγραψε πως ο πατέρας του, "όπως όλοι οι ευφυείς άνθρωποι, ήταν καλόκαρδος". Προφανώς, αυτό ισχύει μόνον θεωρητικά. Δεν είναι όλοι οι ευφυείς αγαθοί στην καρδιά, απεναντίας οι περισσότεροι έχουν αντιληφθεί από νωρίς, χάρη στο πλεονέκτημά τους, ότι οι πάντες πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνοι για το έγκλημα της ύπαρξης, κι αυτό τους γεμίζει οργή.
Στη συνέχεια μένουν μ' αυτή την οργή παγιδευμένη στο υπογάστριο, δεδομένου, ακριβώς, ότι η ευγλωττία του νου, έστω και όταν δεν κατοικεί στην ομιλία, τους στερεί από τη σκέψη ότι θα μπορούσαν να τη σωματοποιήσουν. Η ασύγκριτη επιχειρηματολογία τους ταξιδεύει μεταφέροντας όλες τις παρενέργειες της απώθησης του αληθινού ζητήματος, που είναι ο έρως όχι του δώρου αλλά του δωρίζειν. Γι' αυτό η εξυπνάδα, από μόνη της, ουδέποτε γαλήνεψε κανέναν Κέρβερο.
Παρατηρώ, κατά καιρούς, τις περιπτώσεις ανθρώπων με πολύ υψηλό I.Q., καθώς το ονομάζουν, που η εξυπνάδα τους πάει κόντρα σε κάθε ψυχική εξέλιξη. Οι άμυνές τους είναι τόσο ισχυρές, τόσο καλά δεμένες με τα στριφογυρίσματα της οξυδέρκειας, ώστε δεν τις διαπερνάει ούτε μία αχτίδα. Προφυλαγμένοι από το δαίμονα που τους παρέχει προστασία σε κάθε απόπειρα του κόσμου να τους αλλάξει μυαλά, ζουν κλεισμένοι, αεροστεγώς, στην τελειότητα του εκάστοτε επιχειρήματος, το οποίο, ενώ αναδύεται ταχύτατα προκειμένου ν' αφήσει τους άλλους άναυδους, τελικά αφήνει το ίδιο το υποκείμενο δεμένο χειροπόδαρα. Ο έξυπνος σκέφτεται τόσο έξυπνα, ώστε δεν προλαβαίνει να ανασάνει σύμφωνα με το ρυθμό των εξελίξεων, παρά χτυπάει κεραυνοβόλα και βυθίζεται στην αναμονή μιας δυνητικής επαλήθευσης, ήδη συντελεσμένης φαντασιωσικά. Μελετώντας τόσο επίμονα, εκεί, στη φαντασίωση, τη μωρία του κόσμου, η εξυπνάδα δανείζεται πολλά από το ύφος της ξεροκεφαλιάς.
Αυτό το τραύμα της διάψευσης, που τον κάνει συχνά να τρεκλίζει σε ό,τι αφορά τις συναισθηματικές υποθέσεις, είναι περιέργως κάτι του οποίου τον πόνο ο ίδιος δεν συνειδητοποιεί. Όπως όλες οι οπτικές γωνίες, έτσι και η υπερβολική οξύνοια έχει το δικό της τυφλό σημείο, όπου η πρόσβαση παραμένει αδύνατη: η εξυπνάδα δεν μπορεί να δει την πλάτη της καλύτερα απ' ό,τι η ανοησία και, ως προς αυτό, λίγο μετράει αν η ανοησία είναι συνολικά τυφλή. Αφού εδώ, δηλαδή πίσω από την πλάτη του ευφυούς, τα χρόνια περνάνε το ίδιο γρήγορα όσο και πίσω από την πλάτη του βλάκα.
Συναντάει κανείς έξυπνους ανθρώπους για τα καλά παγιδευμένους σ' ένα σχήμα τόσο αιθέριο στη σύλληψή του, ώστε εντέλει περνάει για αιώνιο. Δε γίνεται να το εγκαταλείψει κανείς, δεν μπορεί ο καθένας να 'χει τη μοίρα του Οπενχάιμερ. Απλώς ο έξυπνος επινοεί άλλα ανάλογα σχήματα, όλα γεννημένα από την ομολογημένη αποτελεσματικότητα της ίδιας εφηβικής ευστροφίας που σωρεύονται στο αρχικό θεμέλιο σχηματίζοντας, συν τω χρόνω, πλήρη οχυρωματικά έργα. Κάτω από το βάρος όλου αυτού του τσιμέντου, ο έξυπνος ασφυκτιά.
Και πάλι, η απειλή ασφυξίας όχι μόνο δεν τον συντρίβει, αλλά γίνεται μια ακόμη πρόκληση για την εξυπνάδα του.
Στερημένος από την αφέλεια, από την πρόωρα εγκαταλελειμμένη παιδικότητα που κυβερνούσε το βλέμμα του όταν ζητούσε αγάπη χωρίς η ανάγκη του να απαντηθεί, αποφεύγει τις κακοτοπιές της κατανόησης του προφανούς και επιστρατεύει τις πάντα ετοιμοπόλεμες εφεδρίες του νου, μέσω των οποίων εξασφαλίζει τη λειτουργία μηχανισμών κατά κανόνα απορριπτικών. Το να πριονίζεις το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεσαι καταντάει, τότε, ίδιον του καρτεσιανού υποκειμένου.
Το ενδεχόμενο να δεχθεί μιαν άλλη γνώμη αιωρείται μπροστά του ως απειλή διάψευσης της εξυπνάδας του, την οποία πλέον έφτασε να υπηρετεί με όρους αφοσίωσης στον αυτοσκοπό. Εκλαμβάνει σωστά τη δυσαρμονία στη σχέση του με τους άλλους ως συνέπεια της ανοησίας των άλλων, όμως αυτή η ευθυκρισία απωθεί το θαυμασμό αφού της λείπει η γλύκα των ματιών, το άνοιγμα στη θέρμη των χρωμάτων.
Τα μάτια δεν βλέπουνε, τώρα, παρά εκείνο που είναι κρυμμένο μέσα στην εξίσωση εξυπνάδα =
καχυποψία. Η συμφιλίωση δεν τα αφορά. Η πρόοδος της επαφής τους με την επικρατούσα ανθρώπινη συνθήκη, που είναι ο συμβιβασμός, τα αφήνει αδιάφορα.
Έτσι ο έξυπνος δεν επιτρέπει να μπει μέσα στο κάστρο του τίποτα, όλες οι εικόνες του φαίνονται μολυσμένες από ηλιθιότητα και απάτη. Οπότε, μαζί με τις φωταψίες του όντως μηδαμινού, αποκλείει και τις στιγμές που το βλέμμα θα λικνιζόταν στην αμφιλύκη. Από μέσα, από κει όπου βρίσκεται ο ίδιος, το οχυρωματικό έργο μοιάζει μ' ένα υπερβολικά πολύπλοκο και ιδιαίτερα κομψό αρχιτεκτόνημα, μ' ένα σπάνιο δίκτυο λεπτοδουλεμένων αρθρώσεων, όμως, εν προκειμένω δεν βλέπει ότι η τέλεια συναρμολόγηση του Ταζ Μαχάλ έχει συντελεστεί για να εμποδίσει την αποκοπή από την ταριχευμένη νιότη.
Το είδος αυτό του ευφυούς, για το οποίο μιλάω, αρνείται να ενηλικιωθεί, διότι, για να το κάνει, πρέπει να εγκαταλειφθεί στη λειτουργία των αισθήσεων, πάντοτε έτοιμων να εξαπατήσουν, κυρίως δε των συναισθημάτων, τα οποία υποπτεύεται σταθερά σαν προξένους σύγχυσης. Ακόμη και όταν της επιτρέπεις μια διακριτική παρουσία, η συμπόνια βάζει τρικλοποδιές στα μεγάλα ακροβατικά εγχειρήματα.
Από το να καταλαβαίνει τόσα πολλά, ο έξυπνος σκληραίνει μέχρι την απογοήτευση. Προκειμένου να επιβάλλει το Νόμο του Πατέρα, ξεχνάει να διαισθάνεται. Πεισματικά αρνείται να εκπαιδευτεί στη ζυγισμένη υποδοχή της Μητρότητας, η οποία έρχεται, ακροποδητί, από την πίσω πόρτα, με λίγο γλυκό του κουταλιού για χαζούς.
Δεν δέχεται να τον χαϊδέψει η ποίηση των πραγμάτων, λες και αυτό θα τορπίλιζε κάποιο σταθερό και απαρασάλευτο υπόδειγμα ζωής, ελάχιστα αληθινής κατά τα άλλα, απλώς κατάλληλης για τεχνητή αναπαραγωγή μεταξύ εκείνων που πιάνουν πουλιά στον αέρα.
Κοντολογίς, ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η υπερβολική αυτή οξυδέρκεια είναι η λησμονιά του πως επιβιώνει κανείς ανάμεσα στο ρέον πλήθος, η έμφυτη αντιπάθειά της για τη λαϊκή αγορά και τις εκπτώσεις.
Ο Μπόρχες έγραψε πως ο πατέρας του, "όπως όλοι οι ευφυείς άνθρωποι, ήταν καλόκαρδος". Προφανώς, αυτό ισχύει μόνον θεωρητικά. Δεν είναι όλοι οι ευφυείς αγαθοί στην καρδιά, απεναντίας οι περισσότεροι έχουν αντιληφθεί από νωρίς, χάρη στο πλεονέκτημά τους, ότι οι πάντες πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνοι για το έγκλημα της ύπαρξης, κι αυτό τους γεμίζει οργή.
Στη συνέχεια μένουν μ' αυτή την οργή παγιδευμένη στο υπογάστριο, δεδομένου, ακριβώς, ότι η ευγλωττία του νου, έστω και όταν δεν κατοικεί στην ομιλία, τους στερεί από τη σκέψη ότι θα μπορούσαν να τη σωματοποιήσουν. Η ασύγκριτη επιχειρηματολογία τους ταξιδεύει μεταφέροντας όλες τις παρενέργειες της απώθησης του αληθινού ζητήματος, που είναι ο έρως όχι του δώρου αλλά του δωρίζειν. Γι' αυτό η εξυπνάδα, από μόνη της, ουδέποτε γαλήνεψε κανέναν Κέρβερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου