Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018
Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018
Οδυσσέας Ελύτης/''Ο χαρταετός''

Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη
και όταν έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη ώρες και ώρες.
ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
-δεν ονειρευόμουν- ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση τον μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε-
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες
σαν όρχεις και να χάνομαι. . .
Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελουσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι:
«δεσποινίς» φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·είχανε γενειάδες
και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια
«μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι » Ή Άννέτα με τα σάνταλα»
«Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν αίφνης εκείνο
το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα»
Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
ύστερα τράβηξε τον σπάγκο
κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε το δωμάτιο μου
ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη καί
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες
όπως ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση αείποτε μ’ έθρεψε
και αυτό εναπόκειται σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν.
Κάποτε η φωνή της σάλπιγγας
από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίναο
και όλοι γύρω μου χειροκροτούσαν
-απίστευτων χρόνων θραύσματα μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό
πού με πιτσίλιζαν·τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.
ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
-δεν ονειρευόμουν- ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση τον μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε-
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες
σαν όρχεις και να χάνομαι. . .
Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελουσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι:
«δεσποινίς» φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·είχανε γενειάδες
και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια
«μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι » Ή Άννέτα με τα σάνταλα»
«Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν αίφνης εκείνο
το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα»
Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
ύστερα τράβηξε τον σπάγκο
κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε το δωμάτιο μου
ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη καί
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες
όπως ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση αείποτε μ’ έθρεψε
και αυτό εναπόκειται σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν.
Κάποτε η φωνή της σάλπιγγας
από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίναο
και όλοι γύρω μου χειροκροτούσαν
-απίστευτων χρόνων θραύσματα μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό
πού με πιτσίλιζαν·τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.
Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018
[Η Δύσκολη Κυριακή] Του Μίλτου Σαχτούρη

απ’ το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου Σπασμένα φλυτζάνια στα χαλιά
πορφυρά λουλούδια τα μάγουλα της μάντισσας
όταν ανασηκώνει της μοίρας το φουστάνι
κάτι θα φυτρώσει απ’ αυτή τη χαρά
ένα νέο δέντρο χωρίς ανθούς
ή ένα αγνό νέο βλέφαρο
ή ένας λατρεμένος λόγος
που να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά
Έξω αλαλάζουν οι καμπάνες έξω με περιμένουν αφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μιά χαραυγή
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ένας αετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τα μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
η ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναίκες
τί έρωτες τί φωνές τί έρωτες
φίλε αγάπη αίμα φίλε
φίλε δώσ’ μου το χέρι σου τί κρύο
Ήτανε παγωνιά
δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι
κι έμεινα μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο
και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά
[από τη συλλογή Η Λησμονημένη]
Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018
ΠΡΩΙΝΟ ΓΕΥΜΑ / ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ
Έβαλε τον καφέ
Έβαλε το γάλα
Στο φλιτζάνι με τον καφέ
Έβαλε τη ζάχαρη
Στον καφέ με το γάλα
Με το κουταλάκι
Γύρισε
Ήπιε τον καφέ με το γάλα
Και ξανάφησε το φλιτζάνι
Χωρίς να μου μιλήσει
Άναψε
Ένα τσιγάρο
Έκανε δαχτυλίδια
Με τον καπνό
Έβαλε τις στάχτες
Στο τασάκι
Χωρίς να μου μιλήσει
Χωρίς να με κοιτάξει
Σηκώθηκε
Έβαλε
Το καπέλο του στο κεφάλι του
Έβαλε
Το αδιάβροχό του
Γιατί έβρεχε
Κι έφυγε
Μέσα στη βροχή
Χωρίς μια κουβέντα
Χωρίς να με κοιτάξει
Και ’γω πήρα
Το κεφάλι μου μέσα στα χέρια
Κι έκλαψα.
Μετάφραση: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
[Αναδημοσίευση από τα Τετράμηνα, τχ. 76-81, Άνοιξη 2007, σ. 5947-5956]
Έβαλε το γάλα
Στο φλιτζάνι με τον καφέ
Έβαλε τη ζάχαρη
Στον καφέ με το γάλα
Με το κουταλάκι
Γύρισε
Ήπιε τον καφέ με το γάλα
Και ξανάφησε το φλιτζάνι
Χωρίς να μου μιλήσει
Άναψε
Ένα τσιγάρο
Έκανε δαχτυλίδια
Με τον καπνό
Έβαλε τις στάχτες
Στο τασάκι
Χωρίς να μου μιλήσει
Χωρίς να με κοιτάξει
Σηκώθηκε
Έβαλε
Το καπέλο του στο κεφάλι του
Έβαλε
Το αδιάβροχό του
Γιατί έβρεχε
Κι έφυγε
Μέσα στη βροχή
Χωρίς μια κουβέντα
Χωρίς να με κοιτάξει
Και ’γω πήρα
Το κεφάλι μου μέσα στα χέρια
Κι έκλαψα.
Μετάφραση: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018
ΑΣΥΝΕΙΔΑ

Mπορούμε να εθελοτυφλούμε στην καταδίκη
Να λέμε είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι
Για τον προσανατολισμό της δυστυχίας
Για τον αποπροσανατολισμό της ελπίδας
Για κάθε τι που δικαιώνει το τίποτα
ΙΙ
Τα σύμβολα μετατρέπονται σε βότσαλα
Αναταράζουν για λίγο τα στάσιμα νερά
Αναβιώνουν τετελεσμένες επαναστάσεις
Πριν επιστρέψουν στην παραδοχή
Ότι υποδαυλίζουν τη παρανόηση
ΙΙΙ
Οι ζώντες άνθρωποι διαρκώς λιγοστεύουν
Μόνο τις σκιές τους βλέπεις αποτυπωμένες
Στην βίαιη εκδοχή των δρόμων της πόλης
Επικαλούνται ονόματα βαριά αντί για πράξεις
Με οχλοβοή παρακμάζουν πριν χαθούν ασύνειδα
S.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)