ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΕ ΕΝΑ ΣΟΝΕΤΟ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Κώστας Καρυωτάκης: Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ελεγεία και σάτιρες. Είναι σονέτο κι έχει γραφεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παραδοσιακής ποίησης. Αν όμως το μελετήσουμε πιο προσεκτικά, υπάρχει κάποια χαλάρωση στο ρυθμικό βάδισμα του στίχου, για να εκφράσει όλα τα συναισθήματα της διάλυσης και του πόνου, που διακατέχουν την ψυχή του ποιητή.
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες.
Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Το σονέτο του Κώστα Καρυωτάκη [Είμαστε κάτι...] παρουσιάζει την ακόλουθη μορφή ομοιοκαταληξίας:
στροφή 1η: α ββ α (σταυρωτή)
στροφή 2η: α ββ α (σταυρωτή)
στροφή 3η: γ δ γ (πλεχτή)
στροφή 4η: δ γ δ (πλεχτή)
Ανάλυση ποιήματος
Ο Κώστας Καρυωτάκης ανήκει σε μια γενιά που έχει βιώσει εξαιρετικά δύσκολες κι επίπονες εμπειρίες (Βαλκανικούς πολέμους, Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, Καταστροφή της Σμύρνης, δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλoυ). Εμπειρίες που δημιούργησαν ένα αίσθημα ανασφάλειας απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα και οδήγησαν τους νέους ανθρώπους εκείνης της εποχής σε μια δυσπιστία απέναντι στην κοινωνία και στην ικανότητά της να διαμορφώσει ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον.
Το κυρίαρχα συναισθήματα της γενιάς του Καρυωτάκη είναι η ανασφάλεια, ο ψυχικός κάματος, η δυσκολία προσαρμογής στην πραγματικότητα της ζωής, το αίσθημα του ανικανοποίητου και φυσικά της παρακμής, όπως αυτή εκδηλώνεται σε κάθε έκφανση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Έτσι, στο σονέτο του ο Καρυωτάκης, επιχειρεί με μια σειρά εικόνων να αποδώσει την αίσθηση διάλυσης που χαρακτηρίζει τον ίδιο, αλλά και συνολικότερα τη γενιά του. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε πως οι τρεις πρώτες στροφές ξεκινούν με το α πληθυντικού ρήμα «είμαστε», που υποδηλώνει πως ο ποιητής εκφράζει με τα λόγια του ένα ευρύτερο πλήθος ανθρώπων. «Είμαστε κάτι», σχολιάζει ο ποιητής, αφήνοντας την αόριστη αντωνυμία «κάτι» να υπονομεύσει την υπόστασή τους και να αποδώσει το αίσθημα παρακμής και παραίτησης που έχει κυριεύσει το μεγαλύτερο μέρος της γενιάς του. Είναι εμφανής η πικρία του ποιητή και η διάθεση σαρκασμού απέναντι στον εαυτό του και στους ομηλίκους του, όταν τους περικλείει όλους στην υποτιμητική απροσδιοριστία της λέξης «κάτι».
1η στροφή
Στην πρώτη στροφή του ποιήματός του ο Καρυωτάκης παρουσιάζει τους ανθρώπους της γενιάς του ως ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, θέλοντας να τονίσει την αδυναμία τους να λειτουργήσουν αρμονικά στο εχθρικό ιστορικό περιβάλλον της εποχής τους. Κιθάρες, που όταν τις διαπερνά ο άνεμος, αντί να παράγουν μελωδικούς ήχους, δημιουργούν παράφωνους ήχους και στίχους, μιας και οι χορδές τους κρέμονται σαν καδένες (αλυσίδες). Η παραφωνία που προκύπτει από τις διαλυμένες αυτές κιθάρες, βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με την εσωτερική διάθεση τόσο του ίδιου του ποιητή όσο και των ομοτέχνων του (η αναφορά στους παράφωνους «στίχους» μας παραπέμπει ειδικότερα στους ποιητές της εποχής).
Όπως μια διαλυμένη κιθάρα δεν μπορεί να δημιουργήσει μελωδικούς και αρμονικούς ήχους, έτσι και οι ποιητές της εποχής του Καρυωτάκη αδυνατούν να λειτουργήσουν ανεπηρέαστοι από το κλίμα παρακμής και διάλυσης που χαρακτηρίζει την πολιτεία στην οποία ζουν. Όταν περνάει ο άνεμος, όταν λαμβάνουν δηλαδή τα ποιητικά τους ερεθίσματα, καταλήγουν σε «παραφωνίες», σε κακής ποιότητας ποιήματα, καθώς τους είναι αδύνατο να δώσουν έργο αρμονικό και άρτιο, τη στιγμή που το είναι τους δονείται από τόσο αρνητικά συναισθήματα.
Η εικόνα επομένως με τις διαλυμένες κιθάρες, που οι χορδές τους έχουν φύγει από τη θέση τους και κρέμονται σαν καδένες (παρομοίωση), αποδίδει την εσωτερική κατάσταση των ποιητών της εποχής του Καρυωτάκη. Αίσθηση διάλυσης, αδυναμία ανταπόκρισης στο ρόλο τους, δυσαρμονία στην ποιητική τους παραγωγή, είναι μερικές από τις αναλογίες που προκύπτουν από τη σύγκριση μιας ξεχαρβαλωμένης κιθάρας με μια γενιά ποιητών που αδυνατεί πια να ανταποκριθεί στο ποιητικό της καθήκον.
2η στροφή
Στα πλαίσια της δεύτερης στροφής ο ποιητής δίνει μια ακόμη εικόνα με την οποία επιχειρεί να αποδώσει την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι άνθρωποι και ιδιαίτερα οι ποιητές της εποχής του. Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες (κεραίες), δηλώνει ο ποιητής, αποδίδοντας έτσι τον κυρίαρχο ρόλο των ποιητών κάθε εποχής, οι οποίοι καλούνται να γίνουν αποδέκτες των μηνυμάτων του καιρού τους.
Οι ποιητές ως ευαίσθητοι δέκτες αντιλαμβάνονται τα συναισθήματα, τις διαθέσεις και τις επιθυμίες των ανθρώπων της εποχής τους, και μπορούν κατόπιν να τα εκφράσουν όλα αυτά στην ποίησή τους.
Οι απίστευτες αυτές αντένες, υψώνονται σα δάχτυλα στο χάος και στην κορυφή τους αντηχεί το άπειρο. Όπως γίνεται αντιληπτό από την αναφορά στο «χάος» και το «άπειρο», τα μηνύματα που λαμβάνουν οι ποιητές είναι καταιγιστικά, χωρίς ειρμό, αρνητικής διάθεσης και με την έντασή τους ξεπερνούν τις ψυχικές αντοχές τους. Η κατάληξη επομένως «μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες» δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς οι ποιητές αδυνατούν να διαχειριστούν όλον αυτόν το συναισθηματικό κυκεώνα που τους κατακλύζει και καταρρέουν.
Η εικόνα αυτή με τις κεραίες που πέφτουν σπασμένες υπό το βάρος και την ένταση των μηνυμάτων που λαμβάνουν, αποδίδει εξαιρετικά την κατάσταση που επικρατούσε στα χρόνια του ποιητή. Μια κοινωνία με πολλαπλά προβλήματα, ένας λαός βασανισμένος και παγιδευμένος σε μια αδιέξοδη κατάσταση, φέρνουν τους ποιητές σε απόγνωση. Η απελπισία των ανθρώπων, η απαισιοδοξία τους απέναντι στις δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν, η απουσία οποιασδήποτε ελπίδας για το μέλλον, αντηχούν και πολλαπλασιάζονται στην ψυχή των ποιητών, οδηγώντας τους σε πλήρη αδυναμία να αποδώσουν το τραγικό κλίμα της εποχής τους.
Ας μην ξεχνάμε πως πρόκειται για μια εποχή που οι ποιητές απογοητευμένοι από την κοινωνία κι από την αποτυχία της να διασφαλίσει θετικές προοπτικές για τους πολίτες της, αποποιούνται την κοινωνική διάσταση της ποίησής τους και στρέφονται προς τον εαυτό τους. Η γενιά του μεσοπολέμου μας δίνει ποίηση εσωτερική, ατομική και με έντονη την αίσθηση της απαισιοδοξίας.
3η στροφή
Οι σπασμένες αντένες, που αποδίδουν τον ψυχικό τραυματισμό και θρυμματισμό των ποιητών, ακολουθούνται από μια ευρύτερη εικόνα σ’ αυτή τη στροφή. Οι ποιητές πλέον παρουσιάζονται ως διάχυτες αισθήσεις, που δεν έχουν καμία ελπίδα να συγκεντρωθούν. Έτσι, από τη συγκεκριμένη εικόνα με τις αντένες, περνάμε σε μια πιο αφηρημένη σύλληψη, που έρχεται να αποδώσει τον κατακερματισμό και τη διάλυση της υπόστασης των ποιητών. Οι αισθήσεις τους δεν αποτελούν πια μια ολότητα, δε λειτουργούν ως συντονισμένα μέσα για την πρόσληψη και κατανόηση του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος, έχουν διαχυθεί, μη μπορώντας πια να επανέλθουν στην πρότερη αρμονική τους λειτουργία.
Ο Καρυωτάκης εδώ αποδομεί την υπόσταση των ποιητών παρουσιάζοντας τις αισθήσεις (τα μέσα αντίληψης) και τα νεύρα τους (δίοδοι μεταφοράς των μηνυμάτων που λαμβάνονται με τις αισθήσεις), σε μια κατάσταση αποσυντονισμού και διάλυσης. Στα νεύρα των ποιητών είναι μπλεγμένη όλη η φύση, υπό την έννοια πως οι ποιητές δεν γίνονται αποδέκτες μόνο των κοινωνικών μηνυμάτων, αλλά υπόκεινται και στα ποικίλα κελεύσματα της φύσης. Το κάλεσμα της φύσης για ζωή, για ευδαιμονία, για έρωτα και αγάπη, εντείνει την εσωτερική σύγχυση των ποιητών που αδυνατούν να συμβιβάσουν την ατομική τους ύπαρξη με τα συγκεχυμένα μηνύματα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος και τον ιδιαίτερο ρόλο που έχουν να επιτελέσουν ως εκφραστές της εποχής τους.
4η στροφή
Η καταληκτική στροφή μας φέρνει στα αποτελέσματα όλης αυτής της σύγχυσης και της διάλυσης που βιώνουν οι ποιητές. Η θύμηση του παρελθόντος τους προκαλεί τέτοιας έντασης πόνο, ώστε ο ποιητής τον παρουσιάζει ως σωματικό (στο σώμα), για να δείξει εναργέστερα την οξύτητά του. Είναι σαφής η ωραιοποίηση του παρελθόντος που γίνεται εδώ, καθώς -όπως συμβαίνει συχνά- οι άνθρωποι έχουν την τάση να θεωρούν τις περασμένες εποχές καλύτερες, λησμονώντας τα προβλήματα και τις δυσκολίες που πάντοτε υπάρχουν. Η αλήθεια είναι βέβαια πως στα χρόνια του Καρυωτάκη η Ελλάδα δοκιμαζόταν σκληρά, μιας και πάσχιζε να επουλώσει τις πληγές του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου.
«Μας διώχνουνε τα πράγματα», σχολιάζει ο ποιητής, αναφερόμενος φυσικά στην πραγματικότητα, η οποία πληγώνει τους ποιητές με τη σκληρότητά της και τους απωθεί. Μπροστά στην οικονομική κατάρρευση, τη διάψευση κάθε ελπίδας για το μέλλον και της παρακμής που διατρέχει κάθε κοινωνική έκφανση, η μόνη διαφυγή που υπάρχει είναι η ποίηση. Κι όμως ο ποιητής καθιστά σαφές πως η ποίηση δεν είναι γι’ αυτούς παρά το καταφύγιο που αποζητούν, αλλά παραμένει απρόσιτο και καταλήγουν να το φθονούν.
Ο φθόνος απέναντι στην Ποίηση, έρχεται να αποκαλύψει την πλήρη αδυναμία τους να εισέλθουν στον κόσμο της αρμονίας, της ουσιαστικής έκφρασης και απόδοσης των συναισθημάτων. Οι θετικές όψεις της ποίησης που μπορούν να προσεγγιστούν μόνο από εκείνους που διαθέτουν την αναγκαία ψυχική γαλήνη και συγκρότηση, διαφεύγουν επίμονα από τους ποιητές αυτής της εποχής, που βιώνουν μια τραγική αίσθηση εσωτερικής διάλυσης. Πώς θα μπορούσαν οι ποιητές αυτοί, που ζουν σε μια καταρρέουσα κοινωνία, να φτάσουν στο επίπεδο της αρμονικής έκφρασης και άρτιας δόμησης, που εκπροσωπείται από την ποίηση;
Για τον Καρυωτάκη είναι σαφές πλέον πως η εξωτερική παρακμή έχει καθρεφτιστεί στον εσωτερικό τους κόσμο, στερώντας τους τη δυνατότητα να επανέλθουν στην κατάσταση πνευματικής και ψυχικής συγκρότησης, που χαρακτήριζε τους δημιουργούς των περασμένων εποχών. Η Ποίηση, η δημιουργία, η τέχνη, είναι απρόσιτες και ανέφικτες για ανθρώπους που βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση παρακμής, παραίτησης και απελπισίας.
Η Ποίηση παραμένει, όχι μόνο απρόσιτη, αλλά και ως διαρκής υπενθύμιση πως κάποτε οι τεχνίτες του λόγου, είχαν πετύχει μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική και την ατομική τους υπόσταση.
Είναι εμφανής βέβαια η ειρωνική διάθεση του ποιητή, όταν παρουσιάζει την εσωτερική κατάρρευση των ποιητών, συνθέτοντας ένα άρτιο σονέτο, σύμφωνο με όλους τους κανόνες της παραδοσιακής ποίησης. Γιατί ακόμη κι αν ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά η ποίησή του παραπέμπει στις περασμένες εποχές, η πικρία και η αποσύνθεση του περιεχομένου, αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία πως η ποίηση του παρελθόντος στέκει πια ως ένα ανέφικτο ιδανικό.
Με τη χρήση συμβόλων ο Καρυωτάκης κατορθώνει να αποδώσει άριστα τη συναισθηματική κατάσταση των ποιητών και τον τρόπο που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους, αλλά και την ποιητική τους παραγωγή. Τα σύμβολα που αποδίδουν την κατάσταση των ποιητών είναι κατά σειρά «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», «απίστευτες αντένες», «διάχυτες αισθήσεις». Ενώ το ποιητικό τους έργο παρουσιάζεται με τους «παράφωνους στίχους και ήχους», της ξεχαρβαλωμένης κιθάρας.
ΠΗΓΗ: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Κώστας Καρυωτάκης: Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ελεγεία και σάτιρες. Είναι σονέτο κι έχει γραφεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παραδοσιακής ποίησης. Αν όμως το μελετήσουμε πιο προσεκτικά, υπάρχει κάποια χαλάρωση στο ρυθμικό βάδισμα του στίχου, για να εκφράσει όλα τα συναισθήματα της διάλυσης και του πόνου, που διακατέχουν την ψυχή του ποιητή.
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες.
Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Το σονέτο του Κώστα Καρυωτάκη [Είμαστε κάτι...] παρουσιάζει την ακόλουθη μορφή ομοιοκαταληξίας:
στροφή 1η: α ββ α (σταυρωτή)
στροφή 2η: α ββ α (σταυρωτή)
στροφή 3η: γ δ γ (πλεχτή)
στροφή 4η: δ γ δ (πλεχτή)
Ανάλυση ποιήματος
Ο Κώστας Καρυωτάκης ανήκει σε μια γενιά που έχει βιώσει εξαιρετικά δύσκολες κι επίπονες εμπειρίες (Βαλκανικούς πολέμους, Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, Καταστροφή της Σμύρνης, δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλoυ). Εμπειρίες που δημιούργησαν ένα αίσθημα ανασφάλειας απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα και οδήγησαν τους νέους ανθρώπους εκείνης της εποχής σε μια δυσπιστία απέναντι στην κοινωνία και στην ικανότητά της να διαμορφώσει ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον.
Το κυρίαρχα συναισθήματα της γενιάς του Καρυωτάκη είναι η ανασφάλεια, ο ψυχικός κάματος, η δυσκολία προσαρμογής στην πραγματικότητα της ζωής, το αίσθημα του ανικανοποίητου και φυσικά της παρακμής, όπως αυτή εκδηλώνεται σε κάθε έκφανση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Έτσι, στο σονέτο του ο Καρυωτάκης, επιχειρεί με μια σειρά εικόνων να αποδώσει την αίσθηση διάλυσης που χαρακτηρίζει τον ίδιο, αλλά και συνολικότερα τη γενιά του. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε πως οι τρεις πρώτες στροφές ξεκινούν με το α πληθυντικού ρήμα «είμαστε», που υποδηλώνει πως ο ποιητής εκφράζει με τα λόγια του ένα ευρύτερο πλήθος ανθρώπων. «Είμαστε κάτι», σχολιάζει ο ποιητής, αφήνοντας την αόριστη αντωνυμία «κάτι» να υπονομεύσει την υπόστασή τους και να αποδώσει το αίσθημα παρακμής και παραίτησης που έχει κυριεύσει το μεγαλύτερο μέρος της γενιάς του. Είναι εμφανής η πικρία του ποιητή και η διάθεση σαρκασμού απέναντι στον εαυτό του και στους ομηλίκους του, όταν τους περικλείει όλους στην υποτιμητική απροσδιοριστία της λέξης «κάτι».
1η στροφή
Στην πρώτη στροφή του ποιήματός του ο Καρυωτάκης παρουσιάζει τους ανθρώπους της γενιάς του ως ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, θέλοντας να τονίσει την αδυναμία τους να λειτουργήσουν αρμονικά στο εχθρικό ιστορικό περιβάλλον της εποχής τους. Κιθάρες, που όταν τις διαπερνά ο άνεμος, αντί να παράγουν μελωδικούς ήχους, δημιουργούν παράφωνους ήχους και στίχους, μιας και οι χορδές τους κρέμονται σαν καδένες (αλυσίδες). Η παραφωνία που προκύπτει από τις διαλυμένες αυτές κιθάρες, βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με την εσωτερική διάθεση τόσο του ίδιου του ποιητή όσο και των ομοτέχνων του (η αναφορά στους παράφωνους «στίχους» μας παραπέμπει ειδικότερα στους ποιητές της εποχής).
Όπως μια διαλυμένη κιθάρα δεν μπορεί να δημιουργήσει μελωδικούς και αρμονικούς ήχους, έτσι και οι ποιητές της εποχής του Καρυωτάκη αδυνατούν να λειτουργήσουν ανεπηρέαστοι από το κλίμα παρακμής και διάλυσης που χαρακτηρίζει την πολιτεία στην οποία ζουν. Όταν περνάει ο άνεμος, όταν λαμβάνουν δηλαδή τα ποιητικά τους ερεθίσματα, καταλήγουν σε «παραφωνίες», σε κακής ποιότητας ποιήματα, καθώς τους είναι αδύνατο να δώσουν έργο αρμονικό και άρτιο, τη στιγμή που το είναι τους δονείται από τόσο αρνητικά συναισθήματα.
Η εικόνα επομένως με τις διαλυμένες κιθάρες, που οι χορδές τους έχουν φύγει από τη θέση τους και κρέμονται σαν καδένες (παρομοίωση), αποδίδει την εσωτερική κατάσταση των ποιητών της εποχής του Καρυωτάκη. Αίσθηση διάλυσης, αδυναμία ανταπόκρισης στο ρόλο τους, δυσαρμονία στην ποιητική τους παραγωγή, είναι μερικές από τις αναλογίες που προκύπτουν από τη σύγκριση μιας ξεχαρβαλωμένης κιθάρας με μια γενιά ποιητών που αδυνατεί πια να ανταποκριθεί στο ποιητικό της καθήκον.
2η στροφή
Στα πλαίσια της δεύτερης στροφής ο ποιητής δίνει μια ακόμη εικόνα με την οποία επιχειρεί να αποδώσει την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι άνθρωποι και ιδιαίτερα οι ποιητές της εποχής του. Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες (κεραίες), δηλώνει ο ποιητής, αποδίδοντας έτσι τον κυρίαρχο ρόλο των ποιητών κάθε εποχής, οι οποίοι καλούνται να γίνουν αποδέκτες των μηνυμάτων του καιρού τους.
Οι ποιητές ως ευαίσθητοι δέκτες αντιλαμβάνονται τα συναισθήματα, τις διαθέσεις και τις επιθυμίες των ανθρώπων της εποχής τους, και μπορούν κατόπιν να τα εκφράσουν όλα αυτά στην ποίησή τους.
Οι απίστευτες αυτές αντένες, υψώνονται σα δάχτυλα στο χάος και στην κορυφή τους αντηχεί το άπειρο. Όπως γίνεται αντιληπτό από την αναφορά στο «χάος» και το «άπειρο», τα μηνύματα που λαμβάνουν οι ποιητές είναι καταιγιστικά, χωρίς ειρμό, αρνητικής διάθεσης και με την έντασή τους ξεπερνούν τις ψυχικές αντοχές τους. Η κατάληξη επομένως «μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες» δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς οι ποιητές αδυνατούν να διαχειριστούν όλον αυτόν το συναισθηματικό κυκεώνα που τους κατακλύζει και καταρρέουν.
Η εικόνα αυτή με τις κεραίες που πέφτουν σπασμένες υπό το βάρος και την ένταση των μηνυμάτων που λαμβάνουν, αποδίδει εξαιρετικά την κατάσταση που επικρατούσε στα χρόνια του ποιητή. Μια κοινωνία με πολλαπλά προβλήματα, ένας λαός βασανισμένος και παγιδευμένος σε μια αδιέξοδη κατάσταση, φέρνουν τους ποιητές σε απόγνωση. Η απελπισία των ανθρώπων, η απαισιοδοξία τους απέναντι στις δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν, η απουσία οποιασδήποτε ελπίδας για το μέλλον, αντηχούν και πολλαπλασιάζονται στην ψυχή των ποιητών, οδηγώντας τους σε πλήρη αδυναμία να αποδώσουν το τραγικό κλίμα της εποχής τους.
Ας μην ξεχνάμε πως πρόκειται για μια εποχή που οι ποιητές απογοητευμένοι από την κοινωνία κι από την αποτυχία της να διασφαλίσει θετικές προοπτικές για τους πολίτες της, αποποιούνται την κοινωνική διάσταση της ποίησής τους και στρέφονται προς τον εαυτό τους. Η γενιά του μεσοπολέμου μας δίνει ποίηση εσωτερική, ατομική και με έντονη την αίσθηση της απαισιοδοξίας.
3η στροφή
Οι σπασμένες αντένες, που αποδίδουν τον ψυχικό τραυματισμό και θρυμματισμό των ποιητών, ακολουθούνται από μια ευρύτερη εικόνα σ’ αυτή τη στροφή. Οι ποιητές πλέον παρουσιάζονται ως διάχυτες αισθήσεις, που δεν έχουν καμία ελπίδα να συγκεντρωθούν. Έτσι, από τη συγκεκριμένη εικόνα με τις αντένες, περνάμε σε μια πιο αφηρημένη σύλληψη, που έρχεται να αποδώσει τον κατακερματισμό και τη διάλυση της υπόστασης των ποιητών. Οι αισθήσεις τους δεν αποτελούν πια μια ολότητα, δε λειτουργούν ως συντονισμένα μέσα για την πρόσληψη και κατανόηση του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος, έχουν διαχυθεί, μη μπορώντας πια να επανέλθουν στην πρότερη αρμονική τους λειτουργία.
Ο Καρυωτάκης εδώ αποδομεί την υπόσταση των ποιητών παρουσιάζοντας τις αισθήσεις (τα μέσα αντίληψης) και τα νεύρα τους (δίοδοι μεταφοράς των μηνυμάτων που λαμβάνονται με τις αισθήσεις), σε μια κατάσταση αποσυντονισμού και διάλυσης. Στα νεύρα των ποιητών είναι μπλεγμένη όλη η φύση, υπό την έννοια πως οι ποιητές δεν γίνονται αποδέκτες μόνο των κοινωνικών μηνυμάτων, αλλά υπόκεινται και στα ποικίλα κελεύσματα της φύσης. Το κάλεσμα της φύσης για ζωή, για ευδαιμονία, για έρωτα και αγάπη, εντείνει την εσωτερική σύγχυση των ποιητών που αδυνατούν να συμβιβάσουν την ατομική τους ύπαρξη με τα συγκεχυμένα μηνύματα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος και τον ιδιαίτερο ρόλο που έχουν να επιτελέσουν ως εκφραστές της εποχής τους.
4η στροφή
Η καταληκτική στροφή μας φέρνει στα αποτελέσματα όλης αυτής της σύγχυσης και της διάλυσης που βιώνουν οι ποιητές. Η θύμηση του παρελθόντος τους προκαλεί τέτοιας έντασης πόνο, ώστε ο ποιητής τον παρουσιάζει ως σωματικό (στο σώμα), για να δείξει εναργέστερα την οξύτητά του. Είναι σαφής η ωραιοποίηση του παρελθόντος που γίνεται εδώ, καθώς -όπως συμβαίνει συχνά- οι άνθρωποι έχουν την τάση να θεωρούν τις περασμένες εποχές καλύτερες, λησμονώντας τα προβλήματα και τις δυσκολίες που πάντοτε υπάρχουν. Η αλήθεια είναι βέβαια πως στα χρόνια του Καρυωτάκη η Ελλάδα δοκιμαζόταν σκληρά, μιας και πάσχιζε να επουλώσει τις πληγές του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου.
«Μας διώχνουνε τα πράγματα», σχολιάζει ο ποιητής, αναφερόμενος φυσικά στην πραγματικότητα, η οποία πληγώνει τους ποιητές με τη σκληρότητά της και τους απωθεί. Μπροστά στην οικονομική κατάρρευση, τη διάψευση κάθε ελπίδας για το μέλλον και της παρακμής που διατρέχει κάθε κοινωνική έκφανση, η μόνη διαφυγή που υπάρχει είναι η ποίηση. Κι όμως ο ποιητής καθιστά σαφές πως η ποίηση δεν είναι γι’ αυτούς παρά το καταφύγιο που αποζητούν, αλλά παραμένει απρόσιτο και καταλήγουν να το φθονούν.
Ο φθόνος απέναντι στην Ποίηση, έρχεται να αποκαλύψει την πλήρη αδυναμία τους να εισέλθουν στον κόσμο της αρμονίας, της ουσιαστικής έκφρασης και απόδοσης των συναισθημάτων. Οι θετικές όψεις της ποίησης που μπορούν να προσεγγιστούν μόνο από εκείνους που διαθέτουν την αναγκαία ψυχική γαλήνη και συγκρότηση, διαφεύγουν επίμονα από τους ποιητές αυτής της εποχής, που βιώνουν μια τραγική αίσθηση εσωτερικής διάλυσης. Πώς θα μπορούσαν οι ποιητές αυτοί, που ζουν σε μια καταρρέουσα κοινωνία, να φτάσουν στο επίπεδο της αρμονικής έκφρασης και άρτιας δόμησης, που εκπροσωπείται από την ποίηση;
Για τον Καρυωτάκη είναι σαφές πλέον πως η εξωτερική παρακμή έχει καθρεφτιστεί στον εσωτερικό τους κόσμο, στερώντας τους τη δυνατότητα να επανέλθουν στην κατάσταση πνευματικής και ψυχικής συγκρότησης, που χαρακτήριζε τους δημιουργούς των περασμένων εποχών. Η Ποίηση, η δημιουργία, η τέχνη, είναι απρόσιτες και ανέφικτες για ανθρώπους που βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση παρακμής, παραίτησης και απελπισίας.
Η Ποίηση παραμένει, όχι μόνο απρόσιτη, αλλά και ως διαρκής υπενθύμιση πως κάποτε οι τεχνίτες του λόγου, είχαν πετύχει μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική και την ατομική τους υπόσταση.
Είναι εμφανής βέβαια η ειρωνική διάθεση του ποιητή, όταν παρουσιάζει την εσωτερική κατάρρευση των ποιητών, συνθέτοντας ένα άρτιο σονέτο, σύμφωνο με όλους τους κανόνες της παραδοσιακής ποίησης. Γιατί ακόμη κι αν ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά η ποίησή του παραπέμπει στις περασμένες εποχές, η πικρία και η αποσύνθεση του περιεχομένου, αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία πως η ποίηση του παρελθόντος στέκει πια ως ένα ανέφικτο ιδανικό.
Με τη χρήση συμβόλων ο Καρυωτάκης κατορθώνει να αποδώσει άριστα τη συναισθηματική κατάσταση των ποιητών και τον τρόπο που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους, αλλά και την ποιητική τους παραγωγή. Τα σύμβολα που αποδίδουν την κατάσταση των ποιητών είναι κατά σειρά «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», «απίστευτες αντένες», «διάχυτες αισθήσεις». Ενώ το ποιητικό τους έργο παρουσιάζεται με τους «παράφωνους στίχους και ήχους», της ξεχαρβαλωμένης κιθάρας.
ΠΗΓΗ: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου