Ο Ρεμπώ υπήρξε μια από τις πιο αμφισβητούμενες και αντιφατικές μορφές της ποίησης εξαιτίας του τρόπου ζωής του παρόλο που αποθεώθηκε για τους στίχους του στις ελάχιστες ποιητικές συλλογές που φέρουν την υπογραφή του, στίχοι που μοιάζουν με παραλήρημα μιας διαρκώς επαναστατημένης ψυχής.
Ακροβατώντας στην κόψη του αυτοσαρκασμού και της τρέλας, καταδίκασε μέσω του ποιητικού του λόγου την ομορφιά, την εξουσία, τη δικαιοσύνη, τη θρησκεία, την πατρίδα.
Ταξίδεψε στο μεγαλύτερο μέρος της σύντομης ζωής του σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, με τελευταίο μακρινό προορισμό πριν το θάνατό του την Αφρική, αναζητώντας διακαώς ''τον άλλο του εαυτό'' έξω από κοινωνικές συμβάσεις και αποδοχές προτύπων. Λίγα χρόνια πριν, σε ηλικία δεκαεπτά ετών (1871) είχε γράψει το Μεθυσμένο καράβι που τον καθιέρωσε στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και μετάλλαξε τη βαριά και σκοτεινή τροχιά της ποίησης αλλά και του πεζού λόγου, απελευθερώνοντας και οδηγώντας τη συγγραφική πορεία με εκρηκτικό τρόπο σε οραματισμούς και παραισθήσεις φαντασιώσεων.
Θεωρείται από τον Αλμπέρ Καμύ ως ο σημαντικότερος ποιητής της εξέγερσης και αυτή την αίσθηση αφήνει το μοναδικό έργο που εξέδωσε ο ίδιος με τίτλο Μια εποχή στην κόλαση.
Ο Πωλ Βαλερύ εύστοχα είπε γι',αυτόν ότι όλη η γνωστή λογοτεχνία είναι γραμμένη στη γλώσσα της κοινής λογικής εκτός απ' αυτήν που έχει γράψει ο Ρεμπώ.
Και σήμερα όμως, παρότι όχι ιδιαίτερα γνωστός και μεταφρασμένος στη χώρα μας, αποτέλεσε και αποτελεί πηγή έμπνευσης για συγραφείς, ζωγράφους, μουσικούς.
Ο Πάμπλο Πικάσο, ο Αντρέας Μπρετόν, ο Ζαν Κοκτό αλλά και ο Τζιμ Μόρισσον, ο Κουρτ Κομπέιν,
ο Μπομπ Ντύλαν, επηρρεάστηκαν απ' τη λάμψη του μύθου του.
Για την απόλυτη ροκ σταρ Πάτυ Σμιθ ήταν ο πρώτος πανκ ποιητής που μίλησε σε εποχές συντηρητισμού και πουριτανισμού, όταν η θέση της γυναίκας δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα που γνωρίζουμε σήμερα, για απελευθέρωσή της από τη μακροχρόνια δουλεία των αντρών.
Άλλωστε ποιος μπορεί να διαφωνήσει ότι όλοι οι μπήτνικ καλλιτέχνες της δεκαετίας του 60, όπως ο Τζακ Κέρουακ, ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ή ο Γουίλλιαμ Μπάροουζ δεν επηρεάστηκαν στη συγγραφή αλλά και στη ζωή τους από τον πρωτοπόρο Ρεμπώ;
Ένα από τα πιο ελεύθερα πνεύματα όλων των εποχών ο Αρθρούρος Ρεμπώ χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως τέρας ανηθικότητας εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του, της αθυροστομίας του, του αλκοολισμού και της αντικοινωνικότητάς του, ο ίδιος όμως τελικά έζησε έτσι όπως ήθελε γιατί ελευθερία για κείνον δε σήμαινε δικαίωμα στην επιλογή μιας ζωής σύμφωνα με κοινωνικά status, αλλά σύμφωνα με τα δικά του προσωπικά κριτήρια ακόμα κι αν αυτό σήμαινε αυτοκαταστροφή και θάνατο.
Ήταν μάλλον μοιραίο λοιπόν να υποφέρει λίγο πριν φύγει οριστικά, μετά τη διάγνωση των γιατρών για καρκίνο στα οστά και ακρωτηριασμό του ποδιού του, όπως υπέφερε και κατά τη διάρκεια της ζωής του ακολουθώντας αποκλειστικά το δικό του καταραμένο άστρο και αφήνοντας πολλά ερωτηματικά όχι για το μέγεθος και την αξία του έργου του -αυτό ανήκει στο Πάνθεο της λογοτεχνικής σφαίρας- ούτε, μιλώντας βέβαια σε παρόντα χρόνο,για την εκρηκτικότητα και την ιδιαιτερότητα του τρόπου ζωής του -ακόμα και σήμερα φαντάζει πιο αιρετικός και πιο επαναστάτης από πολλούς σύγχρονους αιρετικούς και επαναστάτες- όσο για κάποιες επιλογές του, όπως το ότι εγκατέλειψε σε νεαρή ηλικία την ποίηση ή ότι έγινε λαθρέμπορος όπλων σε μια καλύβα στην Αφρική .
Στην επιτύμβια πλάκα στον τάφο του στη Σαρβίλ αναγράφεται η φράση: "Προσευχηθείτε γι' αυτόν''.
Πώς ερμηνεύεται όμως αυτή η φράση, όταν αναφερόμαστε σε έναν ύψιστης αξίας καλλιτέχνη και μάλιστα άθεο;
ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Σε Ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
μ’ αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι ανθρώποι:
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι.
Έγνοια καμμιά για πλήρωμα δεν είχα εγώ, γεννήματα
φλαμανδικά κι εγγλέζικα μπαμπάκια είχα φορτίο.
Μια και με τους ανθρώπους μου τελειώσαν τα καθέκαστα,
όπου ’θελα κι οι Ποταμοί μ’ αφήκανε να φύγω.
Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσυ το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερρσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.
Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.
Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.
Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,
όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!
Οι ξεσκισμένοι απ’ αστραπές γνωστοί μού είν’ ουρανόθολοι
τα ρέματα κι οι σίφουνες, γνωστό μου και το βράδι
κι η αυγή που σα φτερούγισμα περιστερών είν έξαλλη,
κι είδα όσα νόμισε γνωστά τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
Την πράσινη ονειρεύτηκα νυχτιά, τα έκθαμβα χιόνια της,
στα μάτια του νερού φιλιών μετάδοση αργοπόρων,
τον κυκλισμό των άρρητων χυμών και την εγρήγορση
τη γαλανή και κίτρινη των ωδικών φωσφόρων.
Τον ήλιο είδα κατάστιχτο με φρίκες υπερκόσμιες
ν’ αλλάζει νέφη δυσμικά σε πάγους ιοχρόους,
τα κύματα να στέλνουνε κατάμακρα τα ρίγη τους
καθώς οι αρχαίοι ερμηνευτές της τραγωδίας τους γόους.
Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.
Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.
Βρώμικα είδα βαλτόνερα, τεράστια καλαμόκλουβα,
μέσα τους ένα ολάκερο Λεβιάθαν να σαπίζουν,
σφοδρά νεροποντίσματα μέσα σε αγέλες βόνασων,
σ’ αβύσσους καταρραχτικά τα μάκρη να γκρεμίζουν.
Ήλιους θαμπούς, πάγους, νερά μαργάρινα, διάπυρους
ουρανούς και ξεβράσματα σε μυχούς κόλπων όπου
τ’ αφανισμένα από κοριούς γιγάντια φίδια πέφτουνε
δυσώδη πάν’ απ’ τα ραιβά ξερόδεντρα του τόπου.
Θ’ αποθυμούσα νά ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι κάποτες μού εδώσαν τα φτερά τους.
Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.
Χερσόνησος λικνίζοντας στις όχθες μου τις έριδες,
την κόπρο κιτρινόφθαλμων πουλιών που εθορυβούσαν,
κι έλαμνα ενώ κατέβαιναν απ’ τα σχοινιά μου ανάμεσα
πνιγμένοι που το λίκνο τους στα βάθη αποζητούσαν...
Λοιπόν, ναυάγιο τέτοιο εγώ, κάτ’ απ’ ορμίσκων πλόκαμους,
σε μοναξιές που εχάθηκεν άπτερου αιθέρα ερήμου,
εγώ που των Χανσεατών τα πλοία κι οι Μονίτορες
το μεθυσμένο από νερό θ’ απόφευγαν σκαρί μου,
λεύτερο πια, μενεξελιά φορώντας ομιχλώματα,
εγώ που τους πλινθόχρωμους τρυπούσα ουρανοθόλους,
ήλιου λειχήνες έμπλεο και βλέννες κυανότητας,
είδη πολύ επιθυμητά στους ποιητές σας όλους,
πού ’φευγα με μηνοειδείς ηλεχτρικές κατάστιχτο,
τρελή σανίδα ιππόκαμποι που την ακολουθούσαν,
ενώ τους πόντιους ουρανούς, χοάνες φλογερότατες,
οι Ιούλιοι με χτυπήματα ροπάλων εγκρεμούσαν,
εγώ, πού ’τρεμα ακούοντας μίλια μακριά να οργάζουνε
τ’ αβυσσαλέα Μάελστρομ κι οι Βεεμώθ κατόπι,
εγώ, ο πολύς ταξιδευτής των γαλανών εκτάσεων,
κατάβαθά μου λαχταρώ τη γηραιάν Ευρώπη.
Είδα αστρικά αρχιπέλαγα, νησιά με στερεώματα
παροξυσμών που είν’ ανοιχτοί για κάθε ναύτη δρόμοι:
Σ’ απύθμενες τέτοιες νυχτιές κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
ω σμάρι από χρυσά πουλιά, μελλοντική εσύ ρώμη;
Μ’ αλήθεια, εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!
Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα
θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει,
με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του,
τόσο λεπτό, που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει.
Δεν το μπορώ πιά, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα
και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω το σκώμμα!
Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας.
Από το βιβλίο: Καίσαρ Εμμανουήλ, «Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση», Πρόσπερος, Αθήνα 1986, σελ. 55-58.
Πρώτη δημοσίευση: Στο αθηναϊκό περιοδικό «Νέα Εστία», έτος ΚΒ, 1 Ιουλίου 1948, τχ. 504, σελ. 825-827.
Ακροβατώντας στην κόψη του αυτοσαρκασμού και της τρέλας, καταδίκασε μέσω του ποιητικού του λόγου την ομορφιά, την εξουσία, τη δικαιοσύνη, τη θρησκεία, την πατρίδα.
Ταξίδεψε στο μεγαλύτερο μέρος της σύντομης ζωής του σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, με τελευταίο μακρινό προορισμό πριν το θάνατό του την Αφρική, αναζητώντας διακαώς ''τον άλλο του εαυτό'' έξω από κοινωνικές συμβάσεις και αποδοχές προτύπων. Λίγα χρόνια πριν, σε ηλικία δεκαεπτά ετών (1871) είχε γράψει το Μεθυσμένο καράβι που τον καθιέρωσε στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και μετάλλαξε τη βαριά και σκοτεινή τροχιά της ποίησης αλλά και του πεζού λόγου, απελευθερώνοντας και οδηγώντας τη συγγραφική πορεία με εκρηκτικό τρόπο σε οραματισμούς και παραισθήσεις φαντασιώσεων.
Θεωρείται από τον Αλμπέρ Καμύ ως ο σημαντικότερος ποιητής της εξέγερσης και αυτή την αίσθηση αφήνει το μοναδικό έργο που εξέδωσε ο ίδιος με τίτλο Μια εποχή στην κόλαση.
Ο Πωλ Βαλερύ εύστοχα είπε γι',αυτόν ότι όλη η γνωστή λογοτεχνία είναι γραμμένη στη γλώσσα της κοινής λογικής εκτός απ' αυτήν που έχει γράψει ο Ρεμπώ.
Και σήμερα όμως, παρότι όχι ιδιαίτερα γνωστός και μεταφρασμένος στη χώρα μας, αποτέλεσε και αποτελεί πηγή έμπνευσης για συγραφείς, ζωγράφους, μουσικούς.
Ο Πάμπλο Πικάσο, ο Αντρέας Μπρετόν, ο Ζαν Κοκτό αλλά και ο Τζιμ Μόρισσον, ο Κουρτ Κομπέιν,
ο Μπομπ Ντύλαν, επηρρεάστηκαν απ' τη λάμψη του μύθου του.
Για την απόλυτη ροκ σταρ Πάτυ Σμιθ ήταν ο πρώτος πανκ ποιητής που μίλησε σε εποχές συντηρητισμού και πουριτανισμού, όταν η θέση της γυναίκας δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα που γνωρίζουμε σήμερα, για απελευθέρωσή της από τη μακροχρόνια δουλεία των αντρών.
Άλλωστε ποιος μπορεί να διαφωνήσει ότι όλοι οι μπήτνικ καλλιτέχνες της δεκαετίας του 60, όπως ο Τζακ Κέρουακ, ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ή ο Γουίλλιαμ Μπάροουζ δεν επηρεάστηκαν στη συγγραφή αλλά και στη ζωή τους από τον πρωτοπόρο Ρεμπώ;
Ένα από τα πιο ελεύθερα πνεύματα όλων των εποχών ο Αρθρούρος Ρεμπώ χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως τέρας ανηθικότητας εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του, της αθυροστομίας του, του αλκοολισμού και της αντικοινωνικότητάς του, ο ίδιος όμως τελικά έζησε έτσι όπως ήθελε γιατί ελευθερία για κείνον δε σήμαινε δικαίωμα στην επιλογή μιας ζωής σύμφωνα με κοινωνικά status, αλλά σύμφωνα με τα δικά του προσωπικά κριτήρια ακόμα κι αν αυτό σήμαινε αυτοκαταστροφή και θάνατο.
Ήταν μάλλον μοιραίο λοιπόν να υποφέρει λίγο πριν φύγει οριστικά, μετά τη διάγνωση των γιατρών για καρκίνο στα οστά και ακρωτηριασμό του ποδιού του, όπως υπέφερε και κατά τη διάρκεια της ζωής του ακολουθώντας αποκλειστικά το δικό του καταραμένο άστρο και αφήνοντας πολλά ερωτηματικά όχι για το μέγεθος και την αξία του έργου του -αυτό ανήκει στο Πάνθεο της λογοτεχνικής σφαίρας- ούτε, μιλώντας βέβαια σε παρόντα χρόνο,για την εκρηκτικότητα και την ιδιαιτερότητα του τρόπου ζωής του -ακόμα και σήμερα φαντάζει πιο αιρετικός και πιο επαναστάτης από πολλούς σύγχρονους αιρετικούς και επαναστάτες- όσο για κάποιες επιλογές του, όπως το ότι εγκατέλειψε σε νεαρή ηλικία την ποίηση ή ότι έγινε λαθρέμπορος όπλων σε μια καλύβα στην Αφρική .
Στην επιτύμβια πλάκα στον τάφο του στη Σαρβίλ αναγράφεται η φράση: "Προσευχηθείτε γι' αυτόν''.
Πώς ερμηνεύεται όμως αυτή η φράση, όταν αναφερόμαστε σε έναν ύψιστης αξίας καλλιτέχνη και μάλιστα άθεο;
ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Σε Ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
μ’ αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι ανθρώποι:
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι.
Έγνοια καμμιά για πλήρωμα δεν είχα εγώ, γεννήματα
φλαμανδικά κι εγγλέζικα μπαμπάκια είχα φορτίο.
Μια και με τους ανθρώπους μου τελειώσαν τα καθέκαστα,
όπου ’θελα κι οι Ποταμοί μ’ αφήκανε να φύγω.
Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσυ το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερρσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.
Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.
Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.
Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,
όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!
Οι ξεσκισμένοι απ’ αστραπές γνωστοί μού είν’ ουρανόθολοι
τα ρέματα κι οι σίφουνες, γνωστό μου και το βράδι
κι η αυγή που σα φτερούγισμα περιστερών είν έξαλλη,
κι είδα όσα νόμισε γνωστά τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
Την πράσινη ονειρεύτηκα νυχτιά, τα έκθαμβα χιόνια της,
στα μάτια του νερού φιλιών μετάδοση αργοπόρων,
τον κυκλισμό των άρρητων χυμών και την εγρήγορση
τη γαλανή και κίτρινη των ωδικών φωσφόρων.
Τον ήλιο είδα κατάστιχτο με φρίκες υπερκόσμιες
ν’ αλλάζει νέφη δυσμικά σε πάγους ιοχρόους,
τα κύματα να στέλνουνε κατάμακρα τα ρίγη τους
καθώς οι αρχαίοι ερμηνευτές της τραγωδίας τους γόους.
Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.
Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.
Βρώμικα είδα βαλτόνερα, τεράστια καλαμόκλουβα,
μέσα τους ένα ολάκερο Λεβιάθαν να σαπίζουν,
σφοδρά νεροποντίσματα μέσα σε αγέλες βόνασων,
σ’ αβύσσους καταρραχτικά τα μάκρη να γκρεμίζουν.
Ήλιους θαμπούς, πάγους, νερά μαργάρινα, διάπυρους
ουρανούς και ξεβράσματα σε μυχούς κόλπων όπου
τ’ αφανισμένα από κοριούς γιγάντια φίδια πέφτουνε
δυσώδη πάν’ απ’ τα ραιβά ξερόδεντρα του τόπου.
Θ’ αποθυμούσα νά ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι κάποτες μού εδώσαν τα φτερά τους.
Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.
Χερσόνησος λικνίζοντας στις όχθες μου τις έριδες,
την κόπρο κιτρινόφθαλμων πουλιών που εθορυβούσαν,
κι έλαμνα ενώ κατέβαιναν απ’ τα σχοινιά μου ανάμεσα
πνιγμένοι που το λίκνο τους στα βάθη αποζητούσαν...
Λοιπόν, ναυάγιο τέτοιο εγώ, κάτ’ απ’ ορμίσκων πλόκαμους,
σε μοναξιές που εχάθηκεν άπτερου αιθέρα ερήμου,
εγώ που των Χανσεατών τα πλοία κι οι Μονίτορες
το μεθυσμένο από νερό θ’ απόφευγαν σκαρί μου,
λεύτερο πια, μενεξελιά φορώντας ομιχλώματα,
εγώ που τους πλινθόχρωμους τρυπούσα ουρανοθόλους,
ήλιου λειχήνες έμπλεο και βλέννες κυανότητας,
είδη πολύ επιθυμητά στους ποιητές σας όλους,
πού ’φευγα με μηνοειδείς ηλεχτρικές κατάστιχτο,
τρελή σανίδα ιππόκαμποι που την ακολουθούσαν,
ενώ τους πόντιους ουρανούς, χοάνες φλογερότατες,
οι Ιούλιοι με χτυπήματα ροπάλων εγκρεμούσαν,
εγώ, πού ’τρεμα ακούοντας μίλια μακριά να οργάζουνε
τ’ αβυσσαλέα Μάελστρομ κι οι Βεεμώθ κατόπι,
εγώ, ο πολύς ταξιδευτής των γαλανών εκτάσεων,
κατάβαθά μου λαχταρώ τη γηραιάν Ευρώπη.
Είδα αστρικά αρχιπέλαγα, νησιά με στερεώματα
παροξυσμών που είν’ ανοιχτοί για κάθε ναύτη δρόμοι:
Σ’ απύθμενες τέτοιες νυχτιές κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
ω σμάρι από χρυσά πουλιά, μελλοντική εσύ ρώμη;
Μ’ αλήθεια, εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!
Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα
θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει,
με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του,
τόσο λεπτό, που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει.
Δεν το μπορώ πιά, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα
και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω το σκώμμα!
Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας.
Από το βιβλίο: Καίσαρ Εμμανουήλ, «Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση», Πρόσπερος, Αθήνα 1986, σελ. 55-58.
Πρώτη δημοσίευση: Στο αθηναϊκό περιοδικό «Νέα Εστία», έτος ΚΒ, 1 Ιουλίου 1948, τχ. 504, σελ. 825-827.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου