Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

ΠΑΛΙΟ ΦΑΛΗΡΟ

Παλιό Φάληρο. Βράδυ Κυριακής. Διασχίζω κάθετα την Ποσειδώνος. Αρχικός προορισμός η παραλία του Μπάτη κι η γειτονική της Έδεμ. Θα κάνω την κλασική περατζάδα ως το Φλοίσβο. Ένα παζλ ανθρώπων όλων των ηλικιών, εθνοτήτων, χρωμάτων. Όλων των ειδών τα μηχανοκίνητα, στο πλακόστρωτο και τη λεωφόρο. Κίνηση και βοή αλλά δίπλα η θάλασσα ξεδιπλώνει τα κοκκινωπά της μαντίλια, τα μαβιά και τα σκουρόχρωμα, εκθέτει ακόμα τα λάφυρα στα εναπομείναντα οχυρά της ομορφιάς της.

Κι εσύ σα να βιάζεσαι να προλάβεις το αναπότρεπτο, έχουν πάρει φωτιά τα πόδια σου μέσα στα αθλητικά παπούτσια, πιο γρήγορα μου λες, όλο πιο γρήγορα, έχω ένταση, σ’ ακολουθώ καθώς περνάς σφαίρα τους μικροπωλητές, τη σκακιέρα 1 και 2 και 3, τους παππούδες με τα σορτσάκια, τις κυρίες με τον πασατέμπο, τα ερωτευμένα ζευγαράκια, τα παιδάκια που τρέχουν, τα γλυπτά και τ’ αγάλματα, την Ολυμπιακή Φλόγα του Γιώργου Γιάννακα, τους Γλάρους της Ρόζας Ηλιού, την Εικαστική παρέμβαση, το Ηρώον, το Χρυσαλλίς/ Κύπελλο του 2004 της Πολυξένης Κλαδά, το Πολύκυκλο του Ν. Γ. Παπουτσίδη, την προτομή του Μανώλη Ανδρόνικου, βιάζομαι κι εγώ μαζί σου, με κόλλησες την αρρώστια σου, δαιμονίζομαι, αλλά μια κεντρομόλος δύναμη με περιστρέφει στο ίδιο νιρβάνα, έχασα τη φυγόκεντρο, όλοι τη χάσαμε, όμως το χειρότερο:

Δεν αντέχουμε πλέον την ομορφιά, αφού πρώτα δεν αντέξαμε την αλήθεια, έτερον εκάτερον, το μέτρο της αίσθησης και της αισθητικής των πραγμάτων αποτυπώνει την πιο αποκρουστική όψη της ζωής. Αυτή ζούμε.

Κι η τέχνη αφορά την πίστη σε μια χαμένη υπόθεση.


Στην Μ.

S.