Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Η ΖΩΗ ΣΕ ΕΙΚΟΝΕΣ

Εικόνες από συμβάντα του κόσμου. Ένας πλανήτης σε εξέλιξη. Χωρίς τοπικά ή χρονικά επιρρήματα. Αφού κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να πει… Μπροστά, πίσω, σε μια άλλη μορφή ζωής, στο διάστημα, στις υπερσύγχρονες σπηλιές της τεχνολογίας, στην ψηφιακή βαρβαρότητα του αύριο… Ρευστά όλα, άνθρωποι, αξίες, πολιτισμός, συνέχεια…
Κάθε εικόνα γράφει την ιστορία. Με το δικό της λεξιλόγιο. Δε διαβάζεται από όλους.
Ακόμα κι αν διαβαζόταν ο καθένας θα την ερμήνευε διαφορετικά. Αστερόσκονη ο άνθρωπος. Αν εξαφανιστεί θα μείνει μόνο σκόνη; Λάμψη; Ή τίποτα;



Μαθητές γύρω από κεριά σε σχήμα αεροπλάνου σε ολονυκτία για τα θύματα της πτήσης MH17 της Malaysia Airlines.



Ισραηλινός στρατιώτης σε άρμα μάχης στο βόρειο άκρο της Λωρίδας της Γάζας.


   Ινδουϊστρια βυθίζεται στα νερά του ποταμού Μπαγκμάτι κατά τη διάρκεια του προσκυνήματος Bol Bom.




Κωπηλάτης στην ακτή Φράνκστον της Μελβούρνης στην Αυστραλία, λίγο πριν ο ήλιος δύσει πίσω από σύννεφο ομίχλης.



Συγγενείς θυμάτων θρηνούν στο σημείο της σύγκρουσης τρένου με σχολικό λεωφορείο στην πόλη Μεντάκ της Ινδίας.



Ένα μεγαλύτερο φλαμίνγκο ξεχωρίζει ανάμεσα σε νεοσσούς σε καταφύγιο στη Φουέντε ντε Πιέδρα, στη Μάλαγα της Ισπανίας.



Ο Ολλανδός Λεκ βαν Ζεβενμπέργκεν παίρνει μέρος στην κούρσα των 400 μέτρων για το αγώνισμα του δεκάθλου στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου Εφήβων, στο Γιουτζίν του Όρεγκον των ΗΠΑ.




Ο Γερμανός πιανίστας Στέφαν Άαρον παίζει πάνω σε ένα 'ιπτάμενο χαλί' που κρέμεται από ελικόπτερο.
ΠΗΓΗ : http://news.gr.msn.com/ (Η εβδομάδα σε εικόνες: 25 Ιουλίου 2014)

ΑΤΑΚΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ

Πλοία υπερπλήρη προσδοκιών
Επιβιβάσεις, αποβιβάσεις, οχλοβοή
Φλυαρίες επί παντός επιστητού
Προτιμώ τη γλώσσα της θάλασσας
Διαρκής, ακατάπαυστη, σιγανή
Ένα νανούρισμα αιώνιας μάνας
Να φροντίζει τόσα άτακτα καλοκαίρια
Που δε μεγαλώνουν ποτέ...


Stavronia                                                                                                                                                                                                                                                   

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ

Κουβαλάω ένα βαρύ φορτίο. Βαραίνει όλο και περισσότερο κάθε φορά που ένα φύλλο πέφτει από το πλακέ ημερολόγιο του τοίχου. Με στροβιλισμό πούπουλου. (Μαζί με το ποιηματάκι που ΄χει από πίσω. Όλο ρίμες κι επιφωνήματα. Του έρωτα και της σκοπιάς. Παράλογα πράγματα. Και τα δυο. )
Συμβαίνει κάθε μέρα. Όσο πέφτει. Χωρίς διακοπή... Κι η πλάτη μου καμπουριάζει επικίνδυνα. Απ’ το βάρος. Κι ας μην είναι φανερό στους άλλους. Προσπαθώ να το κρύψω. Κρατώντας ίσια μια νοητή γραμμή μέσα μου. Αστείο πράγμα!
Ο καθρέφτης μου δεν διαψεύδεται. Ο καθρέφτης μου είμαι εγώ. Ακόμα και χωρίς καθρέφτη ένα κατασκοπευτικό μάτι με παρακολουθεί. Με το αλφάδι του με ζυγίζει. Είναι το δικό μου μάτι. Το άγρυπνο, αυτό που κρατάει ένα τετράδιο συμβάντων. Κρίνει και επικρίνει. Σπάνια εγκρίνει. Ποτέ δεν υποκρίνεται. Γιατί είναι ο τέλειος υποκριτής μιας παράστασης που αρχίζει με την έξοδο από ένα άλλο σώμα και τερματίζει σε μια άγνωστη είσοδο χωρίς σώμα. Ενδιάμεσα συλλέγουμε αυταπάτες. Αυτό είναι το φορτίο. Κι εδώ όλοι καταλαβαινόμαστε. Χωρίς λόγια.


Stavronia

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

περί ποιείν

Η οδυνηρή αποκάλυψη του ψεύδους δυο βήματα μακριά απ’ την αλήθεια είναι λόγος ποίησης.
Η συγχώνευση της αβύσσου μεταξύ ουτοπίας και χειροπιαστού εγκυμονεί, ωσαύτως, ποίηση.
Στο χείλος του φοβερού, μα και στη σιγουριά της νηνεμίας, ένας ανεξιχνίαστος ίσκιος πορεύεται αντάμα στον ποιητή. Έτοιμος να βυθιστεί στη φρίκη, έτοιμος να λάμψει ως διάττων στο στερέωμα. Φωνακλάς και κρυψίνους, -αναλόγως της περίστασης και του πάθους.
Ετούτη η βολική σκιά, κάτω από την οποία μπορούμε να κρεμάσουμε με ασφάλεια το προσφάι μας, μα κι η εκκρεμότητα της απαντοχής σ’ απόσταση ανάσας απ’ τον χαμό ή τον σωσμό,  είναι η ποίηση.

Είναι τα φοβερά ή μηδαμινά γεγονότα που ωριμάζουν μέσα στον ντορβά της αβεβαιότητας πριν γίνουν μελετημένη έκρηξη που εκτινάσσει στα χάη, απίστευτα βίαια, την τρυφεράδα με την οποία εκκολάπτηκαν, απίστευτα τρυφερά τη βία που τα κλώσησε.

Είναι οι φαντασματικές αγάπες, τ’ αγερικά του πόθου μας, οι ασαφείς σκιαγραφίες της ελπίδας και κάποιος πεταμένος σπόρος σε χρόνια χέρσο τόπο που πάει να μπουμπουκιάσει, είναι ποίηση.
Είναι η σιωπή των αυθεντικών ρεμαλιών, τα τελώνια που κατεβαίνουν αποβραδίς στις πλατείες και στα πάρκα και στερούν στις δεκοχτούρες τα πεταμένα ψίχουλα και τ’ απομεινάρια της καλοσύνης ημών των περαστικών.
Είναι η ποίηση.

Συμβαίνει να στοχάζονται πολλοί: αργόμισθοι, αργόσχολοι και πολυάσχολοι, τεμπέληδες, βαρεμένοι, δοκησίσοφοι, πνευματιστές, γιάπηδες ...-ο καθένας για τον δικό του λόγο. Ο στοχασμός τους είναι εν πολλοίς ο σαρκασμός στην ποίηση, ο χλευασμός της, η αποσάρκωση της ποιητικής ουσίας κι ο χαλασμός της: η σκέψη  τους δεν ποιεί, αλλά φτιάχνει. Φτιάχνει σχέδια για το σαββατοκύριακο, φτιάχνει όνειρα για τους δύστυχους και παράδες για τους αετονύχηδες, φτιάχνει εκμεταλλευτές, φτιάχνει  ¨ψώνια¨ και θύματα.

Ο ποιητής δεν συλλογιέται, γιατί  δεν προκάνει: ρίχνεται ευθύς  κι ασυλλόγιστα στο άγριο μακελειό των φωνηέντων και με τη θεομηνία του εξευγενίζει τα φαντάσματα του νου, ακρωτηριάζει τις εκφραστικές ευκολίες, ανοίγει χαρακώματα, θάφτει ό,τι άσχημο περισσεύει. Και την όποια ομορφιά την αποθέτει ξόδι στη θανή αυτής της ίδιας της ασκήμιας.
Δημιουργεί λόγο κι αφορμή, χαμό, ζωή. Ποιεί.

Ποίηση είναι η εμμονή του γραφιά στο τίποτα, στην αποθέωση του ελάχιστου: όχι της λεπτομέρειας, μα του μηδενικού. Επειδή γνωρίζει ο ποιητής πως η μεταμόρφωση του μεγαλείου απ’ το μηδαμινό σ’ αυτό που είναι έχει ως αφετηρία το περιφρονημένο λίγο.
Ποίηση είναι να τρομοκρατείς τις εταιρείες επένδυσης συναισθημάτων και να κινητοποιείς σύμπασες τις υπηρεσίες ασφαλείας προκειμένου να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στις μπαρμπουτιέρες και τη διακριτική τους μεταμφίεση ως μανταλάκι στην απλώστρα με τα κυλοτάκια της ξανθιάς κυρίας του τρίτου ορόφου επί της οδού και υπ’ αριθμ. και τα λοιπά.
Να τινάζεις στον αέρα την ηδονή και να φυλάς στον κόρφο την οδύνη της.
Να ’σαι η γης και τα πηγάδια της και να ’σαι το άπνοο φιλί στην άμμο της ερήμου. Ο παράλληλος και ο μεσημβρινός που οδηγούν εσαεί στο στίγμα του σκοτωμένου σου έρωτα.
Είναι η ποίηση το φιλί και το νερό και οι απίθανες μηχανές του νου που σε τραβούν μακριά από τούτα τ’ ανύσταχτα μάτια της ζωής για να σου δώκουν ύπνο. Είναι ο χαλασμένος δραπέτης έξω από την πόρτα μας που ζητάει, νυχτιάτικα, δικαιοσύνη.

Είναι ποίηση η μυρωδιά των πεθαμενατζίδικων που αναδίδουν κάτι από Χριστό, από κρίνους κι από πάθη. Το λιγάκι περισσότερο απ’ τη μπόχα των σκοτεινών συρταριών του ληξιαρχείου που χρειαζόμαστε  για να επιβεβαιώσουμε γέννηση και θάνατο ενός εαυτού που δεν πρόλαβε καλά-καλά να δαγκώσει από το μήλο της συνείδησης -κι ένα ¨τις¨ από τα αυτοφυή κρίνα στην όχθη του παλιόλακου είναι η ποίηση. Και είναι εκεί για να ημερεύει ως αποτέλεσμα ετούτων των δοκιμασιών την αγριότη μας κάθε που μας κακοφαίνεται το έσχατο ‘χαίρε’. Μέσα από την προσκαιρότητα του θανάτου, μια πελώρια χαρά προβάλει και φωτίζει τον βαρύ ίσκιο της απώλειας: η ελπίδα,  ποιητική θυγατέρα.
Είναι εκεί για να γεννάει τη ζωή απ’ το τελείωμά της, για να βγάνει άσπρο αετό από τον μαύρο βράχο.

Είναι οι νυσταγμένες γάτες στ’ απομεινάρια της ευμάρειάς μας που χορταίνουν τη νύστα και την πείνα τους με νιαουρίστικα στιχάκια. Προκύπτουν και καλή γραφή τ’ ανομολόγητα ονείρατά τους για ένα επιτραπέζιο, ατιμώρητο γιουρούσι στον πασχαλινό σκασμό μας.
Είναι ποίηση να καταφέρεις να τουμπάρεις την ηρεμία όσων τολμήσουν -ή ατυχήσουν- να σε διαβάσουν.
Και να ’σαι ο από ραφιού εφιάλτης όσων αρκέστηκαν στο φυλλομέτρημά σου.
Να ’σαι οι απανωτές εκρήξεις στο σώμα της ήμερης συνείδησης και να ’σαι το καρφί που εισβάλει οδυνηρά στον κώλο της οξυζεναρισμένης γκόμενας κάθε που χρησιμοποιεί το χειρόγραφο που της χάρισες για ν’ ανακουφίσει τον ευαίσθητο πισινό της στις παγωμένες κερκίδες των ερωτικών της γηπέδων.

Ποίηση είναι να....
Και με τα χέρια στις τσέπες.  



Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Στη μέση της σκάλας                    
Στέκεται ο Ιούλης
Κατεβαίνει ως τα νύχια
Του βράχου σπαρμένος
Βλάστηση ανθρώπων
Όστρακα ανοιγμένα
Τα παράθυρα τρίζουν
Φωνές, γέλια παιδιών
Εκεί το φως με το καλό του ρούχο
Συναντάει αλλιώς την ανατολή
Αποχαιρετάει αλλιώς το δειλινό
Το καλοκαίρι ξέρει η θάλασσα
Πώς να πλέκει βλέμματα
Μα πιο καλά ξέρει πώς να τα ξηλώνει
Ο καιρός διαλέγει το ρόλο του
Φίλος κι εχθρός
Ενώ κοιμάσαι ανύποπτος
Αύγουστος με τ’ ασήμι του
Στοιχειώνει τ’ όνειρό σου
Δε θυμάσαι το πρωί
Πόσο μακριά ταξίδεψες
Μόνο μετράς ακόμα
Μία πανσέληνο ή δύο
Κι ύστερα φύλλα και πουλιά
Θα ξεκλειδώσουν το φθινόπωρο
To δικό σου και της εποχής

Stavronia



Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

ΦΥΛΛΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Γεγονότα. Δεν παρακολουθώ. Εικόνες μόνες. Σκόρπιοι τίτλοι. Τέλος του Μουντιάλ.
Σύλληψη Μαζιώτη. Τα μπάνια των σταρς. Οι διακοπές των πολιτικών προσώπων. Η πανσέληνος του Ιουλίου. Εκδηλώσεις. Παντού. Στην καρδιά του καλοκαιριού. Φως. Άπλετο. Εκτυφλωτικό. Γαλάζια ραψωδία. Νησιά. Γέλια. Φωνές. Βοή. Εδώ.
Πρίμα. Δεν πάει τίποτα. Μόνο το χρήμα. Όπως πάντα. Όμως. Αλλού σκοτάδι. Εξόντωση. Μαύρο. Αν ο θάνατος έχει χρώμα. Κρίμα. Όπως. Η φωτογραφία του νεκρού παιδιού στη Γάζα. Ενός απ’ τα πολλά. Χωρίς ντροπή. Δεν είναι το δικό σου. Ούτε το δικό μου. Αλλού. Στ’ αζήτητα η ζωή. Και το ποίημα στ’ αζήτητα. Καληνύχτα. Πόσο καλή;


Stavronia

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

ΜΥΚΟΝΟΣ ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ

Αλλοιωμένο ως το κόκαλο αλλά και παρεξηγημένο νησί. Αντιπαθές έως άθλιο αν θες ντε και καλά να το κρίνεις, πριν πας, από τον τρόπο που προβάλλεται στα ΜΜΕ και στα έντυπα των κομμωτηρίων. Δικαίως και αδίκως. Με μια βδελυγματική ιστορία, παρελθούσα αλλά και παροντική, γραμμένη από τους πάλαι ποτέ greek hot lovers, τις αμερικάνικες χλιαρές αισθηματικές ταινίες της δεκαετίας του ’70 και του ’80, το glamorous, την επιδειξιομανία, τα γιωτ, τις μυθικές βίλες, τους νεόπλουτους, τους ζάπλουτους, τους μαϊντανούς, τις τηλεπερσόνες, τις οργανωμένες-οργιαστικές παραλίες που για να ξαπλώσεις το κορμάκι σου και να πιεις έναν καφέ πρέπει να πληρώσεις ένα μηνιάτικο, το αδιάκοπο ξεπούλημα και πάει λέγοντας.

Είναι κρίμα αυτό το υπέροχο νησί να έχει ισοπεδωθεί τόσο και για τόσα πολλά χρόνια από την εμπορευματοποίηση, με τις ορδές των μεθυσμένων να τρέχουν ανεξέλεγκτα νυχθημερόν σε δρόμους και διασταυρώσεις χωρίς σήμανση, να κινδυνεύεις ως πεζός εξαιτίας της έλλειψης πεζοδρομίων, να περνάς από τους μόνιμα ξεχειλισμένους κάδους σκουπιδιών, να ανακαλύπτεις την ανυπαρξία αυθεντικών μυκονιάτικων προϊόντων εκτός από τα γνωστά αμυγδαλωτά που οι τιμές τους είναι απαγορευτικές και το χειρότερο να έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε ξένη χώρα με το ν’ ακούς όλες τις άλλες γλώσσες εκτός από τη δική σου. Κι όμως είναι τόσο υπέροχη η διαδρομή με τα πόδια από τον Τούρλο προς το παλιό λιμάνι και τη Χώρα αρκεί να αφεθείς στη μαγεία από τις μικρές νησίδες κάτω απ’ το δρόμο και στο κάτασπρο φως των σπιτιών.
Κι όμως η λάμψη στα πεντακάθαρα, πλακόστρωτα σοκάκια θολώνει μέσα σου όταν νιώθεις ότι όλο αυτό το ιλλουστρασιόν σκηνικό γίνεται για εμπορικούς λόγους και αφορά άλλους επίσης ιλλουστρασιόν.

Παρόλο που αυτά που είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα παντού, η Μύκονος δεν είναι μόνο και αποκλειστικά έτσι. Είναι ένα πανέμορφο νησί με πολλές μικρές - μη οργανωμένες παραλίες, με καταγάλανα κρυστάλλινα νερά, με γραφικές, καθαρές πανσιόν που τις λειτουργούν κάποιες παλιές, μυκονιάτικες οικογένειες -έστω λίγες αλλά υπάρχουν ακόμα και μέσα στο κατακαλόκαιρο- με φυσιολογικές τιμές και μέρη για να φας χωρίς να είσαι συγγενής της Πάρις Χίλτον, αρκεί να τα ψάξεις επί τόπου ή να έχεις πάει μιλημένος από άλλους, τουτέστιν διαβασμένος.
Εκτός από τα πάρτι και τους κοσμικούς έχει πολλά άλλα πράγματα να σου δώσει.

Και φυσικά τη δυνατότητα να επισκεφτείς τη γενέτειρα του Απόλλωνα, τη Δήλο, αν
είσαι αποφασισμένος να πάρεις μια μικρή γεύση από τα κομμάτια ενός πολιτισμού που έλαμψε πριν πέντε χιλιάδες χρόνια, όταν η αυθεντική δύναμη, το μέτρο, η αρμονία, η χάρη και η ομορφιά πήγαζαν από την εύθραστη επικράτεια της αυθεντικής δημοκρατίας.

Stavronia

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Henry Charles Bukowski/πετώντας το ξυπνητήρι

ο πατέρας μου έλεγε πάντα: «νωρίς στο κρεβάτι και    
νωρίς στο πόδι, ο άντρας γίνεται υγιής, πλούσιος
και σοφός».

τα φώτα στο σπίτι μας έσβηναν στις οχτώ
σηκωνόμασταν χαράματα απʼ τη μυρωδιά του
καφέ, του τηγανιτού μπέικον και των χτυπητών
αυγών.

Σʼ όλη του τη ζωή, ο πατέρας μου έμεινε πιστός στο
πρόγραμμα
Αυτό.
πέθανε νέος, απένταρος,
κι όχι ιδιαίτερα
σοφός, νομίζω.

Μετά απʼ αυτή τη διαπίστωση, απέρριψα τις συμβουλές του
κι έτσι
αργά έπεφτα στο κρεβάτι κι αργά ξυπνούσα: το μεσημέρι.

δεν ισχυρίζομαι ότι κατέκτησα
τον κόσμο αλλʼ απέφυγα τουλάχιστον
τα πρωινά μποτιλιαρίσματα, γλίτωσα από κάμποσες παγίδες
γνώρισα παράξενους, υπέροχους
ανθρώπους

ένας απʼ τους οποίους
ήταν
ο εαυτός μου – κάποιος που ο πατέρας μου
δεν γνώρισε
ποτέ.

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Bρίσκομαι στο λευκό τοπίο της οθόνης. Χιόνι παντού. Μέσα στο κεφάλι μου ένας αμείλικτος κέρσορας αναβοσβήνει τις σκέψεις μου. Γράφει διάσπαρτες λέξεις, φωτίζει σκιές χωρίς υπόσταση, χτες ήμουν για λίγο μια άλλη, σήμερα θα ’μαι πάλι για λίγο εγώ. Το δύσκολο είναι να γίνω ελάχιστα εσύ. Γι’ αυτό προσπαθώ να αντλήσω από τα γεγονότα το απτό, αυτό που αδιαμφισβήτητα συνέβη.
Και ο κέρσορας συνεχίζει να γράφει ανεπιτυχώς. Ύστερα επιτυχώς διαγράφει. Καλύτερα έτσι. Οι αφαιρέσεις πολλές φορές προσθέτουν περισσότερα απ’ τις προσθέσεις. Καθαρίζουν το δρόμο από τις κατολισθήσεις, σαρώνουν τις πέτρες και τα χώματα της μνήμης, της συνήθειας, της καθημερινότητας. Έτσι κι αλλιώς η αυλαία της ζωής, όσο αναπνέει κανείς, είναι σταθερά σηκωμένη. Κάποιος, κάποιοι σε παρακολουθούν. Κι εκεί πάντα ανάμεσά τους στέκεται βουβός και απρόσιτος ο εαυτός σου. Απ’ αυτόν τον απαιτητικό θεατή ποτέ δε γλιτώνεις. Ιδίως όταν μερικές φορές κάνει ότι αποστρέφει το βλέμμα από πάνω σου, όταν σου δίνει την ψευδή αίσθηση ότι δεν ασχολείται πια μαζί σου. Την πάτησες αν τον πιστέψεις! Ίσα ίσα τότε σε περνάει από ψιλό κόσκινο, μια επίφαση ελευθερίας προσφέρει στιγμιαία για να λειτουργήσεις δήθεν χωρίς αναστολές.

Σήμερα τελειώνει η παράσταση. Αυτή που λαμβάνει χώρα ενώπιον κοινού. Τελευταίο
χειροκρότημα μέχρι να ξαναπαίξουμε. Αλλά δε θα’ μαστε ίδιοι. Ούτε εμείς ούτε ο ρόλος μας. Κι ο ίδιος κέρσορας σε μια λευκή οθόνη, κρυμμένη πίσω από άλλες που αλλάζουν αστραπιαία τα γεγονότα των ημερών θα διαγράφει το ημιτελές και το ευτελές ακατάπαυστα μέχρι να πλησιάσει το ολοκληρωμένο και το ατόφιο. Τότε θα κρατήσει μόνο μια λέξη που δε θα μπορεί να πει παρά μόνο την αλήθεια. Δεν έχει σημασία ποια (ποιανού) την αλήθεια. Σημασία έχει ότι αυτή η λέξη θα κλείνει μέσα της εντιμότητα και παρρησία.
Ευτυχώς. Αυτό αν μας σώσει θα έρθει απροειδοποίητα…

Stavronia

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Θάλασσα. Ποια θάλασσα;

Υπεύθυνος: ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΙΑΦΑΚΑΣ

Του ΧΑΡΗ ΒΛΑΒΙΑΝΟΥ

"Ο ΛΕΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ'' (ΚΟΛΑΖ ΤΟΥ Ο. ΕΛΥΤΗ, 1987)
΄Οταν σκεφτόμαστε τη «θάλασσα» στην ελληνική ποίηση, το μυαλό των περισσοτέρων αυτομάτως ανακαλεί τον Ελύτη και το περίφημο Αιγαίο του, που τόσο αγάπησε και ύμνησε με τους φωτεινούς αλλά ταυτόχρονα αινιγματικούς του στίχους.

Δυστυχώς, όμως, τις περισσότερες φορές στρέφεται στην πλέον επίπεδη, προβλέψιμη και φολκλορική εκδοχή του, που θυμίζει εκείνες τις κακόγουστες αφίσες του ΕΟΤ της δεκαετίας του 70', οι οποίες κοσμούσαν τους τοίχους και τις βιτρίνες ταξιδιωτικών γραφείων και δημοσίων υπηρεσιών. Όπως, βέβαια, σωστά έχει παρατηρήσει ο Αρανίτσης, δεν πρέπει να ξεγελιέται κανείς από την επιδερμική πρόσληψη του έργου του Ελύτη ως φυσιολατρικού ή τουριστικού χρονικού.

Στην πραγματικότητα ο Ελύτης «ήταν ένας "μυστικός" ποιητής, δημιουργός ενός περίπλοκου κοσμοειδώλου, του οποίου οι ρίζες ανιχνεύονται κυρίως στον νεοπλατωνισμό αλλά και σε διάφορα μεταφυσικά δόγματα της Ανατολής. Με στοιχεία των συστημάτων αυτών συνέθεσε ένα σύμπαν μαγικών αντιστοιχιών, αναλογιών, μεταφορών, συσχετίσεων κάθε λογής, στο κέντρο του οποίου σκηνοθέτησε μια νέου τύπου συνάντηση του υποκειμένου με τον ελληνικό φυσικό κόσμο.

Η πρωτοφανούς ομορφιάς αυτή συνάντηση ήταν, ωστόσο, και παραμένει, ένα παράδοξο τόλμημα». Πρόκειται, καταλήγει ο Αρανίτσης, «για έναν τύπο λυρικής κρυπτογραφίας -όχι άμεσα προσιτό βεβαίως στον αμύητο αναγνώστη, που επιμένει μέχρι σήμερα να ταυτίζει τη σημαίνουσα εικονοποιία του Ελύτη με τρεχαντήρια, όστρακα και γοργόνες» (Θα μπορούσε, βέβαια, να υποστηρίξει κανείς ως αντίλογο ότι σ' αυτή την πρόσληψη του έργου του συνέβαλε και ο ίδιος ο Ελύτης, αφού τα σχετικά κολάζ, για παράδειγμα, τα οποία φιλοτέχνησε και κατ' επανάληψη εξέθεσε, επιμένουν σε μία μάλλον μονοδιάστατη, κοινότοπη και προβλέψιμη ανάγνωση του Αιγαίου).

Η κουλτούρα, όπως καλά γνωρίζουμε, είναι το θέατρο αντιμαχόμενων πολιτικών και ιδεολογικών τάσεων -ένα πεδίο μάχης όπου συχνά συντελούνται οι πιο ακραίες, αλλά και οι πιο κοινές αντιπαραθέσεις. Δεν είναι τόπος Απολλώνιας ευγένειας ή διονυσιακής έκστασης -κάθε άλλο. Το ίδιο ισχύει και για τους τόπους που διαλέγουν οι ποιητές για να εγκαταστήσουν το ποιητικό τους σύμπαν: ακόμη κι όταν είναι κοινοί, μπορεί να διαφέρουν απόλυτα ως προς το περιεχόμενο, μπορεί να φορτίζονται με ολότελα διαφορετικές, συχνά αντικρουόμενες σημασίες.

Επιστρέφοντας στο προσφιλές μας Αιγαίο βλέπουμε ότι για τον Ελύτη δεν είναι μόνο ένα σταθερό σημείο αναφοράς στην ποίησή του αλλά και ένας αγνός τόπος, μια Κιβωτός όπου η Ρωμιοσύνη εναπόθεσε τους θησαυρούς της ώστε να επιζήσουν αιώνια.

Για μένα, ωστόσο, (φαντάζομαι και για άλλους) που δεν ψάχνω να εντοπίσω το χαμένο κέντρο των πραγμάτων, ούτε τη σταθερή, αναλλοίωτη ουσία τους, γιατί απλούστατα μια τέτοια ουσία δεν υφίσταται, η θάλασσα αυτή είναι ένα «πέρασμα», ένα «σύνορο», ένα «γλωσσικό όριο», που ο κάθε ποιητής καλείται να διασχίσει· όχι μόνο το σύνορο ανάμεσα στην εμπειρία και τη γλώσσα που ο ίδιος μιλάει, αλλά κυρίως αυτό που τον χωρίζει από άλλες γλώσσες, παραδόσεις και ποιητικές συμβάσεις· σύνορο, που, κατά μία έννοια, πρέπει να διασχίσει αν θέλει να κατανοήσει και ν' ανταποκριθεί στη νέα συνθήκη που μας καθορίζει-πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική, αλλά και ηθική.

Όσο για την Ιστορία, γι' αυτήν το Αιγαίο μπορεί να αποτελεί ένα σύμπλεγμα νησιών που επί αιώνες βίωσε την ειρηνική συνύπαρξη καθολικών και ορθόδοξων, εβραίων και μουσουλμάνων ακόμη, αλλά ταυτόχρονα, και ένα πεδίο πολέμου. Μια θάλασσα όπου καράβια με διάφορες σημαίες μάχονται λυσσαλέα για επικράτηση. Εν ολίγοις, ένα πέλαγος σπαραγμού και όχι μόνο άσπιλης ομορφιάς.

Είναι ζήτημα θέασης, λοιπόν, που σχετίζεται με τους στοχαστικούς προσανατολισμούς και αναζητήσεις (αλλά και ιδεοληψίες) του συγγραφέα αλλά και με τις συναισθηματικές και ψυχικές του ανάγκες ή τραύματα.

Ο Θεοτοκάς είχε κάποτε γράψει ότι προτιμά να παρατηρεί ένα τρεχαντήρι που αρμενίζει ανάμεσα στην Πάρο και τη Νάξο, παρά τις ζυμώσεις και τις εξελίξεις στα νέα κινήματα που είχαν μόλις ξεσπάσει στο Παρίσι -εννοούσε, προφανώς, τον ντανταϊσμό και τον υπερρεαλισμό.

Είναι γνωστό ότι σε μας η αναζήτηση της ταυτότητας πήρε κατά καιρούς, στρεβλές μορφές. Σήμαινε, με δυο λόγια, τη δοξολόγηση κάθε πράγματος που ήταν «αμιγώς ελληνικό» και ταυτόχρονα την απόρριψη και κατακεραύνωση κάθε «δυτικού», τουτέστιν «ξένου» (Αυτό που ο Ελύτης αποκαλούσε απαξιωτικά «πίσσα της Ευρώπης... δηλαδή τους Καρτέσιους και τους Καλβίνους, τους Καντ και τους Μαρξ»). Σήμαινε την περιχαράκωση σε έναν κόσμο κλειστό, τον βαυκαλισμό ότι έτσι περιφρουρείται η όποια ελληνική «ιδιαιτερότητα».

Ενώ η ιδιαιτερότητα δοκιμάζεται, κρίνεται και ελέγχεται ως προς την αντοχή και την ουσία της μόνο όταν συνδιαλέγεται γόνιμα με την ετερότητα.

Η θάλασσα του Αιγαίου (και, επομένως, τα ποιήματα που πλατσουρίζουν σ' αυτό) αποκτά το όποιο νόημά της μόνο σε σχέση με άλλες θάλασσες, γαλήνιες ή φουρτουνιασμένες, απόμακρες ή κοντινές. Ένας πολιτισμός, και κατ' επέκταση μια λογοτεχνία, δικαιώνει την ουσία της όταν δεν ταυτίζεται με τον εαυτό της. Το πνεύμα είναι όντως «ελεύθερο» (για να επιστρέψω στον Θεοτοκά) όταν έχει το σθένος να αντιπαρατεθεί με το ανοίκειο, όχι να πιπιλάει την καραμέλα της «γνησιότητας» και της «υπεροχής».

Κλείνοντας, παραθέτω ως παράδειγμα ποιήματος που ανοίγεται σ' αυτήν την ετερότητα, διεκδικώντας για την ποίηση έναν τόπο οικουμενικό (έχοντας απεμπολήσει, δηλαδή, κάθε αίτημα «ιδιοκτησίας» και «κυριότητάς» του), ένα απόσπασμα ποιήματος του Γουάλας Στίβενς, από τα πλέον γνωστά, που τιτλοφορείται «Η ιδέα της τάξης στο Κη Γουέστ», μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά:

«Τραγουδούσε πέρα απ' την ευφυΐα της θάλασσας./ Το νερό ποτέ δεν έπαιρνε σχήμα στο μυαλό ή τη φωνή./ Σαν ένα ολότελα σωμάτινο σώμα, που ανεμίζει/ τα άδεια του μανίκια· κι ωστόσο η μιμική του κίνηση/ αποτελούσε επίμονη κραυγή, προκαλούσε επίμονα μια κραυγή/ που δεν ήταν δική μας, αν και την εννοούσαμε./ Κραυγή εξωανθρώπινη, του αληθινού ωκεανού.// Η θάλασσα δεν ήταν μάσκα./ Ούτε κι εκείνη./ Το νερό και το τραγούδι δεν ήταν σύμφυρμα ήχων/ ακόμη κι αν ό, τι τραγουδούσε ήταν ό, τι άκουγε/ μια και ό, τι τραγουδούσε αρθρωνόταν λέξη τη λέξη./ Ισως γιατί σε όλες της τις φράσεις αναδευόταν/ το λίκνισμα του νερού και το αγκομαχητό του ανέμου./ Ομως ακούγαμε εκείνην, όχι τη θάλασσα.// Γιατί εκείνη ήταν η δημιουργός του τραγουδιού που τραγουδούσε./ Η θάλασσα, πάντα μαντιλοδεμένη, στο φέρσιμό της τραγική/ ήταν μονάχα ένας τόπος που πλάι του βάδισε για να τραγουδήσει».

Για να παραφράσω τίτλο βιβλίου του Αρανίτση και να τον συνδέσω με σχετική ποιητική του σύνθεση, «σε ποιον ανήκει, λοιπόν, η θάλασσα»;

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

KAΛΟ ΜΗΝΑ ΜΕ TANITA TIKARAM/TWIST IN MY SOBRIETY

Ένα παλιό, αγαπημένο μου τραγούδι που μου θυμίζει -ανεξήγητα- καλοκαίρι

 

Twist in My Sobriety

All God's children need travelling shoes,
Drive your problems from here.

All good people read good books,
Now your conscience is clear.
I hear you talk, girl,
Now your conscience is clear.

In the morning I wipe my brow,
Wipe the miles away,
I like to think I can be so willed
And never do what you say,
I'll never hear you,
And never do what you say.

[R:]
Look my eyes are just holograms
Look your love has drawn red from my hands
From my hands you know you'll never be
More than twist in my sobriety (x2)

We just poked a little empty pie,
For that fun people had at night
Late at night don't need hostility
Timid smile and pause to free

I don't care about their different thoughts
Different thoughts are good for me
Up in arms, and chaste, and whole,
All God's children took their toll.

[R: ...]
Cup of tea, take time to think, yeah,
Time to risk a life, a life, a life,
Sweet and handsome,
Soft and porky,
You pig out till you've seen the light,
Pig out till you've seen the light

[Half the people read the papers,
Read them good and well,
Pretty people, nervous people,
People have got to sell,
News you have to sell.