Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ, «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΚΑΡΤΕΣ»

Και πάλι λες δεν είναι δυνατό                                                  
όλες αυτές οι ευχές να ψεύδονται
και πάλι λες δεν είναι δυνατή
τέτοια πανταχόθεν σύμπτωση,
δεν είναι δυνατή τέτοια πανταχόθεν συμπαιγνία.



(ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΚΑΙ ΤΟΤ "ΕΝ ΕΙΝΑΛΕΙΗ ΚΥΠΡΩ",1974)

ΠΗΓΗ: antonispetrides.wordpress.com Λωτοφάγοι


ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΕΣ

(ΛΟΓΩ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΠΤΩ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ. 
ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΣΥΛΛΗΦΘΩ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ 10 ΓΕΝΑΡΗ 2015 ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ ΚΑΙ Ο ΤΙ ΠΩ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΕΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΟΥ...)

S.

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΦΩΣ

Με το παγερό φως του Δεκέμβρη η Κυριακή. Μας ξυπνάει αργά.Καταφτάνει με επίσημο ένδυμα.
Χορτασμένη απ’ τα νυχτερινά χάδια του Σαββάτου. Ή απ’ την έλλειψή τους. Μόνο οι ενάρετοι τη συναντούν στην εκκλησία νωρίς. Σε ουράνιες ευχαριστίες. Κάτω απ’ το χλωμό φως των κεριών στα μανουάλια. 
Οι άθεοι κι οι αποσυνάγωγοι στο δικό τους ναό. Ξέρουν ότι αμαρτία ίσον αστοχία. Έχουν το δικό τους αλάνθαστο λεξικό αυτοί.
Ύστερα πρωινός καφές. Ξεδιπλώνει σε κάθε γουλιά τις χτεσινές συναντήσεις με τους άλλους ή με τη μοναξιά. Και τα δυο καλοδεχούμενα αν μπορείς να τα ξηλώσεις και να τα ξαναράψεις με το νου και την καρδιά. Ούτως ή άλλως συρραφές των ημερών είναι η ζωή μας. Βελονιές από συμβάντα και λέξεις. Μόνο το ύφασμα του θανάτου δεν έχει ούτε ένα μπάλωμα. Ούτε γιορτές και σχόλες. Γι’ αυτό αγαπάμε τον κυριακάτικο ήλιο.
Ιδιαίτερα όταν κρύβει πολύ χειμώνα ακόμα στο μανίκι του…

S.

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Nicanor Parra: Γράμματα του ποιητή που κοιμάται σε μία καρέκλα

I                                                                                      

Λέω τα πράγματα όπως είναι                                
Ή ξέρουμε τα πάντα από πριν
Ή τίποτε ποτέ μας δεν θα ξέρουμε.
Το μόνο που μας επιτρέπεται
Είναι να μάθουμε σωστά να μιλάμε.

ΙΙ

Όλη τη νύχτα ονειρεύομαι γυναίκες
Κάποιες με κοροϊδεύουν απροκάλυπτα
Άλλες, μου δίνουνε του κουνελιού το χτύπημα.
Δεν με αφήνουν σε ησυχία.
Βρίσκονται αδιάκοπα σε πόλεμο μαζί μου.
Ξυπνώ σαν κεραυνόπληκτος.
Εξ ου και συμπεραίνεται ότ' είμαι παλαβός
Ή τουλάχιστον νεκρός από τον φόβο μου.

V

Οι νέοι
Γράφουν ό,τι θέλουν
Στο ύφος που τους φαίνεται καλύτερο
Πάρα πολύ κύλησε αίμα κάτω απ' τις γέφυρες
Για να εμμένουμε στην πίστη -έτσι πιστεύω-
Πως μία μόνον είναι η σωστή οδός:
Στην ποίηση τα πάντα επιτρέπονται.

VII

Είναι αρκετά σαφές
Πως δεν υπάρχουν στη σελήνη κάτοικοι
Πως οι καρέκλες είναι τραπέζια
Πως οι πεταλούδες είναι άνθη σε αέναη κίνηση
Πως η αλήθεια είν' ένα λάθος συλλογικό
Πως το πνεύμα πεθαίνει μαζί με το κορμί
Είναι αρκετά σαφές
Πως οι ρυτίδες δεν είναι ουλές.

ΧΙ

Από τα νέφη καταιγίδας του προγεύματος
Στις βροντές της ώρας του γεύματος
Κι από 'κει στις αστραπές του δείπνου.

ΧΙΙΙ

Καθήκον του ποιητή
Είναι να υπερνικήσει τη λευκή σελίδα
Αμφιβάλλω αν αυτό είναι δυνατό.

XV

Για τελευταία φορά το ξαναλέω
Οι προνύμφες είναι θεές
Οι πεταλούδες είναι άνθη σε αέναη κίνηση
Χαλασμένα δόντια
δόντια που θρύβουν
Στην εποχή ανήκω του βωβού σινεμά.

Το γαμήσι είναι πράξη λογοτεχνική.

XVII

Αναλύοντας αποποείσαι τον εαυτό σου
Μόνο κυκλικά μπορεί κανείς να διαλογιστεί
Βλέπει κανείς μόνον αυτό που επιθυμεί να δει
Μια γέννηση δεν επιλύει τίποτε
Αναγνωρίζω ότι τρέχουνε τα δάκρυά μου.
Μια γέννηση δεν επιλύει τίποτε
Μόνον ο θάνατος λέει την αλήθεια
Ακόμη και η ποίηση δεν πείθει.
Διδασκόμεθα ότι ο χώρος δεν υπάρχει
Διδασκόμεθα ότι ο χρόνος δεν υπάρχει
Όπως και να 'χει όμως το πράγμα
Το γήρας είναι τετελεσμένο γεγονός.
Ας λέει η επιστήμη ό,τι θέλει.
Μου φέρνει ύπνο η ανάγνωση των ποιημάτων μου
Κι ωστόσο έχουνε γραφτεί με αίμα.

Από το 29ο τεύχος της Ποίησης
Νικάνορ Πάρρα, Ποιήματα επείγουσας ανάγκης -μία επιλογή-
Μετάφραση: Αργύρης Χιόνη


ΠΗΓΗ:  γράμμα σε χαρτί

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΦΟΒΟΣ ΦΥΛΑΕΙ ΤΑ ΕΡΜΑ;

Ο φόβος όταν ακινητοποιεί την αντίληψη, καθηλώνει το χρόνο μέσα μας. Χάνει το ρόλο του καλού συμβούλου, -γιατί αυτή είναι θέση του ανάμεσα στ’ άλλα εθελούσια ή μη συναισθήματα- και γίνεται ασήκωτη αλυσίδα για το επόμενο βήμα. Δεν είναι η φοβία για κάτι ομιχλώδες, ακαθόριστο ή εξωπραγματικό ούτε πανικός που δημιουργεί μια σειρά από ανεξέλεγκτες αντιδράσεις, στην περίπτωση που το σώμα μπορεί να λειτουργήσει έστω κι έτσι.
Είναι εκείνη η διαπιστωμένη αντίφαση που κάνει την ως χτες κυρίαρχη βεβαιότητα ότι η ζωή με τα σημεία και τα τέρατά της προχωράει, αδιάψευστη αβεβαιότητα ότι μπορεί κι όχι.
Οι αυθαιρεσίες της εξουσίας και το ξεχαρβάλωμα του κοινωνικού ιστού αφορούσαν καταστάσεις που και στο παρελθόν -ίσως όχι σε τέτοια έκταση και με τόση ένταση- με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνέβαιναν. 

Τώρα ζούμε σ’ ένα σύστημα που μοιάζει με αυτοάνοσο νόσημα. Στρέφεται ενάντια στον εαυτό του και τον κατατρώει. Με και άνευ της δικής μας συνδρομής.
Είναι ένα παιχνίδι που παίζεται αλλιώς, χωρίς καθορισμένους κανόνες και παίχτες που κινούν και κινούνται από μη ορατά νήματα -πάντως όχι αόρατα- ενός παγκόσμιου αφανισμού.
Χωρίς στρατηγική. Χωρίς καν την προσδοκώμενη χαρά της νίκης. Σ’ αυτή την παρτίδα-πατρίδα μόνο ο φόβος κάνει ρουά ματ. Και δε φυλάει τα έρμα. Ίσα ίσα τότε τα τρώει και τα χωνεύει θαυμάσια. Οπότε καλύτερη είναι η έξοδος απ’ το μαντρί. Χωρίς φόβο αλλά με πάθος…

S.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

XΡΩΜΑ ΝΕΚΡΟΥ ΠΑΓΟΥ

Zαλισμένα σύννεφα στο φόντο του βουνού. Χειμωνιάτικος ουρανός. Όσο ψηλότερα, τόσο καλύτερα. Ανάμεσα στο ανοιγμένο βαμβάκι του ορίζοντα τινάζεις την ανεμόσκαλα του νου κι όπου πάει. Αρκεί να μην επιστρέψει κάτω στα επίγεια που δεν υποθάλπεται ούτε μια ασθμαίνουσα ελπίδα ανατροπής. Εκτός απ' το μουχλιασμένο τοπίο της καθημερινότητας.
Όχι, δεν είναι όλα μαύρα, υπάρχουν πάντα πολλές αποχρώσεις του γκρι για όσους επιμένουν να διατηρούν επιμελώς στον πάτο του δοχείου της ψυχής λίγο άσπρο.
Ανάμεσα στους ληγμένους μύθους της σκουπιδόμαζας που συνεχώς γιγαντώνεται, κάποιοι συντηρούν πίσω απ’ το βλέμμα κάτι από την αθωότητα και τη φρεσκάδα μιας άλλης εποχής, που ακόμα κι αν δεν υπήρξε ποτέ με τη μορφή αυτή στο παρελθόν, θα μπορούσε να επινοηθεί, όντας ανθρώπινη και εφικτή.
Tο σκεφτόμουν ξανά σήμερα, μετά από τόσες μουτζουρωμένες μέρες βροχής και σκοτεινιάς, έτσι όπως έσμιγαν και χώριζαν τα σύννεφα.
Υπήρχε μια επίφαση χαράς ενώ κοιτούσα τις καθαρές αποχρώσεις του μπλε, ένας άλλος αέρας διαπερνούσε την ατμόσφαιρα, υπέροχα κρύος, μια σωτήρια αφύπνιση για τις ναρκωμένες αισθήσεις.
Ύστερα ο μηχανισμός του σκοταδιού επανήλθε αλλά η οσμή του αρώματος εκείνης της παγωμένης ομορφιάς παρέμεινε.
Τώρα μπροστά απ’ το κλειστό παράθυρο αναβοσβήνουν τα led φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Aπαστράπτοντες αμφιφανείς αστέρες. Τ' άλλα πράγματα γύρω σε χρώμα νεκρού πάγου. Για να λιώσει χρειάζεται δουλειά και χρόνος...


S.

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Μένης Κουμανταρέας: «Το πορτραίτο ενός ωραίου λοχαγού»


Ένα μικρό σημείωμα… του Νίκου Κουρμουλή

Ο ξαφνικός θάνατος του Μένη Κουμανταρέα, υπογράφει τους τίτλους τέλους για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, όπως εκείνη μορφοποιήθηκε μέσα στην πολυπλοκότητά της, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και εντεύθεν.
Ένα πέρασμα από την υλικότητα των μετεμφυλιακών χρόνων, στην Ελλάδα του πρόσκαιρου διαλείμματος της καταναλωτικής ευθυμίας, στην κρίση υπόστασης που περνάμε τα τελευταία χρόνια.
Η όραση του Κουμανταρέα περιείχε την χαρμολύπη για την ελλειμματική αστική διαμόρφωση μιας χώρας σε αντιπαροχή. Ο λόγος του σκιαγραφούσε μια ευρεία γεωγραφία χαρακτήρων, που περιείχαν την υποβλητικότητα μιας αιωρούμενης μα απτής απώλειας.
Ένας συγγραφέας απολύτως βιωματικός, που μπορούσε να μεταπλάσει το υλικό του σε μια αλληγορική δραματουργία γλώσσα. Ένας σπάνιος αφηγητής με την έξαψη του ευπατρίδη των λαϊκών συνοικιών.
Οι αντιθέσεις έθρεψαν το έργο το Μένη Κουμανταρέα. Αντιθέσεις παρμένες από τις ρωγμές της καθημερινότητας. Από το περβάζι ενός υπερυψωμένου ισογείου, ο συγγραφέας παρατηρούσε το χθαμαλό και το υψηλό της περιπέτειας του νεοέλληνα. 
Ένα διαφορικό καταφύγιο πάσης φύσεως αστέγων της πνευματικής κατάπτωσης, χτισμένο τα χρόνια της οντολογικής αντιπαροχής, που ανορθώθηκε ήδη πριν τη Χούντα, παρ’ όλες τις λαμπρές με επιμέρους εξαιρέσεις. 
Το έργο του Μένη Κουμανταρέα, αποτελεί το γράφημα των ανθρώπων που ουδείς δεν έβαζε στο χαρτί, τουλάχιστον στην εποχή του. Η μεσοαστική ασφυξία που χανόταν κάτω από κίτρινες λάμπες και στενά συναισθήματα.
Εκεί που το φαντασιακό διέβαλλε τα πάθη. Εκεί που η υπαρξιακή μετάλλαξη γινόταν στα κρυφά, με ένα καράβι ενοχών παρέα.
Εκεί που ο έρωτας παράκουγε τη συνείδησή του και γινόταν γλυκιά μέγγενη. Από όλους εμάς που γαλουχηθήκαμε με τα σαγηνευτικά κείμενα του Μένη, με την αυτοσαρκαστική πάστρα, απευθύνουμε ένα μεγάλο χαίρε!

Νίκος Κουρμουλής

Νίκος Κουρμουλής

at: http://stokokkino.gr/article/1000000000001344/Menis-Koumantareas-To-portraito-enos-oraiou-loxagou#sthash.Io6pRSC3.dpuf

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

ΧΑΟΣ OΠΩΣ ΕΛΛΑΔΑ

Το απόλυτο χάος
Χωρίς αρχή και τέλος
Έχει τόπο καταγωγής
Στα λεξικά του μέλλοντος
Θα oνομάζεται Ελλάδα


S.

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

ΔΥΣΚΟΛΙΑ/ ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΠΑΥΛΕΑΣ


Πριν φτάσει στην κορυφή της αυτή η νύχτα                                         απάνθρωπη καθώς την καταλήξαμε,
καλό θα'ταν ν'αφήναμε τις μάσκες μας
φεύγοντας απ' αυτό το βιωτικό χορό των μεταμφιεσμένων,
για πάντα και για πάντα ΄
γιατί κάναμε τις ημέρες πολύ απάνθρωπες,
δύσκολα ν' αναπνέουν και να στολίζονται
με τα κυνικά και τα παράδοξα τα γυάλινα
τα χρωματιστά και τα πλαστά δαιμονιώδη τους ψεύδη

ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΠΑΥΛΕΑΣ/ 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΜΕΓΙΣΤΑ ΚΑΙ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΣΥΜΠΑΝΤΑ 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1988

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

ΘΡΥΨΑΛΑ

Περιμένει στο κατώφλι ο χειμώνας      
Σαν προτομή άγνωστου ευεργέτη
Ανέκφραστος και σοβαρός
Μ΄ένα ανεξιχνίαστο χαμόγελο

Και αρκετή δόση ειρωνείας
Να κάνει τον απολογισμό της βροχής
Όταν πέφτει σε άνυδρα βλέμματα
Μ’ εκείνον τον μονότονο ξύλινο ήχο
Στο απολιθωμένο δάσος του καιρού
Τα άσματα του μέλλοντος, χαλάσματα
Η φωνή μας θα γεμίσει θρύψαλα


S.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ ΜΕ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΠΟΝΖΑΪ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗ

Γι­ῶρ­γος Πα­να­γι­ω­τί­δης

Ση­μει­ώ­μα­τα στὸ Θα­νά­ση

04-KappaΥΡΙΕ ΘΑΝΑΣΗ, σᾶς ἀ­να­ζή­τη­σα ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να. Ἔ­χε­τε φρά­ξει τὴν εἴ­σο­δο τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας μὲ ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ πα­λιὰ πράγ­μα­τα. Ἂν με­τα­κο­μί­ζε­τε, νὰ τὸ κά­νε­τε γρή­γο­ρα. Ἂν κά­να­τε ἀ­να­καί­νι­ση, κα­νο­νί­στε νὰ φύ­γουν ἀ­πὸ τὴν εἴ­σο­δο τὰ πα­λιὰ πράγ­μα­τά σας. Εἰ­δάλ­λως θὰ ἀ­ναγ­κα­στῶ νὰ σᾶς κά­νω ἀ­γω­γή.

Ἡ δι­α­χει­ρί­στρια


Θα­νά­ση μου, ἦρ­θα ὣς ἐ­δῶ καὶ δὲν σὲ βρῆ­κα παι­δί μου. Τὸ κι­νη­τό σου εἶ­ναι ἀ­πε­νερ­γο­ποι­η­μέ­νο ἐ­δῶ καὶ δύ­ο ἑ­βδο­μά­δες. Ξέ­ρεις πὼς εἶ­μαι με­γά­λη γυ­ναί­κα. Παι­δί μου, ἂν δὲν θὲς νὰ πά­ω ἀ­πὸ καρ­διά, τη­λε­φώ­νη­σέ μου τὸ γρη­γο­ρό­τε­ρο.

Μα­μά


Ρὲ μα­λά­κα, Θα­νά­ση, ποῦ εἶ­σαι; Ἢ θὰ πά­ρεις τὸ σκύ­λο σου ὣς αὔ­ριο ἢ θὰ τὸν πά­ω στὴ φι­λο­ζω­ϊ­κή. Τρεῖς μέ­ρες μοῦ εἶ­πες.

Νί­κος


Ἀ­γά­πη μου, τρί­α χρό­νια! Ἀ­πί­στευ­το! Ὅ­ταν σὲ γνώ­ρι­σα, φο­βό­μουν πὼς θὰ μ’ ἄ­φη­νες σὲ κα­νέ­να ἑ­ξά­μη­νο. Οἱ φί­λες μου, ἔ­λε­γαν νὰ προ­σέ­χω, για­τὶ ἄν­θρω­πος τῆς νύ­χτας δὲν ἔ­χει μπέ­σα. Μὰ ἐ­σύ, μω­ρά­κι μου, ἐ­σὺ εἶ­σαι καλ­λι­τέ­χνης. Εἶ­σαι ὁ τρα­γου­δι­στής μου! Μὴ μ’ ἀ­φή­νεις, Θα­να­σά­κο μου, στὸ σκο­τά­δι. Ποῦ εἶ­σαι; Τί νὰ κά­νω; Νὰ τολ­μή­σω νὰ πά­ρω τὴ μα­μά σου; Σὲ φι­λῶ γλυ­κά.

Ἡ Μα­ρί­α σου


Θα­νά­ση, δυ­στυ­χῶς δὲν ἔ­χω τὰ χρή­μα­τα. Δὲν ξέ­ρω, ρὲ φί­λε, ποῦ χά­θη­κες. Νὰ τὸ ξέ­ρεις μοῦ τὰ πῆ­ρε ὅ­λα ἡ τρά­πε­ζα. Χαν­τα­κώ­θη­κα. Θὰ φύ­γω γιὰ τὴν Ἀρ­γεν­τι­νή. Ἔ­χω μιὰ θεί­α ἐ­κεῖ. Θὰ φτια­χτῶ καὶ θὰ σὲ πλη­ρώ­σω. Τὸ μα­γα­ζὶ μοῦ τὸ πή­ρα­νε. Μὴ μὲ ἀ­να­ζη­τή­σεις ἐ­κεῖ.

Νό­της


Ἔ­χω νὰ σὲ δῶ ἀ­π’ τὴ μέ­ρα ποὺ ἔ­κλει­σε τὸ μα­γα­ζὶ ποὺ τρα­γού­δα­γες. Για­τί Θα­νά­ση; Ἐ­σὺ μοῦ ἔ­λε­γες πὼς θὰ τὰ πεῖς ὅ­λα στὴ Μα­ρί­α καὶ πὼς θὰ χω­ρί­σεις καὶ πὼς θὰ ζού­σα­με μα­ζί. Δὲν τὸ κα­τα­λα­βαί­νεις πὼς εἴ­μα­στε πλα­σμέ­νοι ὁ ἕ­νας γιὰ τὸν ἄλ­λο; Θα­νά­ση μὴ φέ­ρε­σαι σὰν παι­δί. Σὲ πε­ρι­μέ­νω πάν­τα.

Γιά­ννα


Κύ­ρι­ε Ἀ­θα­νά­σι­ε Ἀ­θα­να­σιά­δη, εἴ­χα­με συμ­φω­νή­σει στὸ πάρ­τι τῶν γε­νε­θλί­ων μου θὰ τρα­γου­δού­σα­τε τρί­α τέ­ταρ­τα καὶ θὰ κλεί­να­τε μὲ ἕ­να στρὶπ σό­ου. Δὲν μὲ νοιά­ζει ποὺ δὲν ἐμ­φα­νι­στή­κα­τε. Μὲ νοιά­ζει ποὺ ἐ­ξα­φα­νι­στή­κα­τε μὲ τὴν προ­κα­τα­βο­λὴ τῶν 500 εὐ­ρώ. Ἂν νο­μί­ζε­τε θὰ μοῦ φᾶ­τε αὐ­τὰ τὰ λε­φτά, πλα­νά­στε πλά­νη οἰ­κτρά! Ὁ ἄν­τρας μου εἶ­ναι ἔ­ξαλ­λος!

Κα Ζω­ζὼ Μωϋ­σιά­δου


Ποῦ ’­σαι, ρὲ Θα­νά­ση; Κο­νό­μη­σα ἕ­να κάμ­πριο αὐ­το­κι­νη­τά­κι. Ὅ,­τι πρέ­πει γιὰ τὴν πάρ­τη σου. Ἀ­πὸ Βουλ­γα­ρί­α. Κά­νε γρή­γο­ρα, για­τὶ θὰ μοῦ τὸ πά­ρει κα­νέ­νας ἄλ­λος. Εἶ­ναι πε­ρί­πτω­ση, δι­κέ μου. Ξύ­πνα! Τὸ σα­ρα­βα­λά­κι σου εἶ­ναι γιὰ πα­λι­ο­σί­δε­ρα. Δὲν θὰ νοι­ά­ζο­μαι ἐ­γὼ γιὰ σέ­να πιὸ πο­λὺ ἀ­πὸ σέ­να στὴν τε­λι­κή!

Μα­νώ­λης


Μω­ρέ, μοῦ λεί­πεις! Ἐν­τά­ξει τὸ ξέ­ρω, δὲν ἔ­χεις ξα­να­πά­ει μὲ ἄν­τρα, ἀλ­λὰ μα­ζί μου ἤ­σουν θε­ός. Δὲν μπο­ρῶ νὰ σὲ ξε­χά­σω! Ἔ­χεις σφη­νώ­σει στὴ σκέ­ψη μου, στὶς μέ­ρες καὶ στὶς νύ­χτες μου. Πό­τε νὰ σὲ πε­ρι­μέ­νω;

Στέ­λιος


Ἄν­τε νὰ χα­θεῖς, ρέ ξεφ­τί­λα! Τὸ σκύ­λο σου τὸν πα­ρέ­δω­σα στὴ φι­λο­ζω­ι­κή! Ἔ­τσι γιὰ νὰ μά­θεις νὰ ἐκ­με­ταλ­λεύ­ε­σαι τοὺς φί­λους! Καὶ νὰ μὴ σὲ ξα­να­δῶ μπρο­στά μου! Οὔ­στ!

Νί­κος


Θα­να­σά­κη μου, ἡ μα­νού­λα εἶ­μαι. Φο­βᾶ­μαι, παι­δί μου. Αὔ­ριο θὰ μπῶ στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Γιὰ ’­κεί­νη τὴ λι­πο­α­ναρ­ρό­φη­ση. Δὲν θὰ ἔρ­θεις; Ἂχ, βρὲ παι­δί μου, πά­λι θὰ μ’ ἀ­φή­σεις μό­νη μου τὴ δύ­σκο­λη ὥ­ρα!

Μα­μὰ


Κύ­ρι­ε Θα­νά­ση, ἡ πο­λυ­κα­τοι­κί­α ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ με­τα­φέ­ρει τὰ πράγ­μα­τά σας σὲ μιὰν ἀ­πο­θή­κη στὸ Αἰ­γά­λε­ω. Νὰ μὲ εὐ­γνω­μο­νεῖ­τε ποὺ γλι­τώ­σα­τε τὴν ἀ­γω­γή. Νὰ κα­θα­ρί­σε­τε ἄ­με­σα τὸ δι­α­μέ­ρι­σμά σας, για­τὶ ἡ δυ­σω­δί­α ἔ­χει γί­νει ἀ­φό­ρη­τη. Τί ἔ­χε­τε κά­νει, κύ­ρι­ε Θα­νά­ση; Ἀ­φή­σα­τε τὸ σκύ­λο σας καὶ ψό­φη­σε τὸ κα­η­μέ­νο τὸ ζων­τα­νό; Θ’ ἀ­νοί­ξου­με τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα μὲ εἰ­σαγ­γε­λι­κὴ ἐν­το­λή.

Ἡ δι­α­χει­ρί­στρια


Κύ­ρι­ε Ἀ­θα­νά­σι­ε Ἀ­θα­να­σιά­δη, ξε­χά­στε αὐ­τὰ ποὺ σᾶς ἔ­γρα­ψα. Συμ­φώ­νη­σε κι ὁ ἄν­τρας μου, νὰ μᾶς κά­νε­τε ἐ­κεῖ­νο τὸ στρὶπ σό­ου τὴν ἡ­μέ­ρα τῶν γε­νε­θλί­ων του. Εὐ­και­ρί­α νὰ ἐ­πα­νορ­θώ­σε­τε. Ἀλ­λὰ μό­νο μὲ τὰ 500 εὐ­ρὼ τῆς προ­κα­τα­βο­λῆς. Οὔ­τε εὐ­ρὼ πα­ρα­πά­νω.

Κα Ζω­ζὼ Μω­ϋ­σιά­δου


Μᾶλ­λον δὲν θέ­λεις νὰ μὲ ξα­να­δεῖς. Νὰ τὸ ξέ­ρεις. Θ’ αὐ­το­κτο­νή­σω καὶ θὰ τὸ ἔ­χεις κρί­μα. Ὑ­πο­χω­ρῶ Θα­νά­ση μου. Θὰ μεί­νω αἰ­ω­νί­ως τὸ τρί­το πρό­σω­πο. Ἀ­δι­α­μαρ­τύ­ρη­τα. Ἦ­ταν λά­θος μου νὰ ἐ­πι­μέ­νω νὰ χω­ρί­σεις μὲ τὴ Μα­ρία. Τί ἄ­μυα­λη ποὺ ἤ­μουν!

Γιά­ννα


Θα­νά­ση, τε­λει­ώ­σα­με! Εἶ­σαι ἴ­διος μὲ ὅ­λους τους ἄλ­λους! Γα­ϊ­δού­ρι! Τί νο­μί­ζες πῶς εἶ­μαι; Ἡ Πη­νε­λό­πη; Θα­νά­ση, πῆ­γα μὲ ἄλ­λον! Νὰ μὲ ξε­γρά­ψεις! Ἡ Μα­ρί­α σου ἔ­χει πε­θά­νει. Δὲν ἔ­χεις μπέ­σα τε­λι­κά, ρὲ Θα­νά­ση! Σὲ λυ­πᾶ­μαι!

Μα­ρί­α


Ἂχ βρὲ ἀ­γο­ρά­κι μου, ἐγ­χει­ρι­σμέ­νη καὶ μ’ ἀ­ναγ­κά­ζεις νὰ ἔρ­χο­μαι ὣς ἐ­δῶ κου­κου­λω­μέ­νη γιὰ νὰ μὴ μὲ κα­τα­λα­βαί­νουν ποι­ά εἶ­μαι. Πο­νά­ει τὸ κω­λα­ρά­κι μου ἀ­π’ τὴ λι­πο­α­ναρ­ρό­φη­ση. Νὰ τὸ ξέ­ρεις. Δὲν θὰ ἔρ­θω ξα­νά. Τὸ δι­α­μέ­ρι­σμά σου βρω­μά­ει! Μὲ πιά­νει λι­πο­θυ­μί­α μό­νο ποὺ πλη­σιά­ζω τὴν ἐ­ξώ­πορ­τα. Σὲ φι­λῶ γλυ­κά.

Μα­μά


Σοῦ ὑ­πό­σχο­μαι ἄν­τρα μου πὼς θὰ κά­νω μιὰ ξε­γυ­ρι­σμέ­νη φα­σί­να στὸ σπί­τι σου μό­λις ἐ­πι­κοι­νω­νή­σεις μα­ζί μου. Μό­νο νὰ σὲ βλέ­πω καὶ τί στὸν κό­σμο. Συγ­γνώ­μη δη­λα­δή, δὲν τὸ λέ­ω γιὰ νὰ σὲ προ­σβά­λω, ἀλ­λὰ τὸ δι­α­μέ­ρι­σμά σου, βρω­μά­ει ψο­φί­μι.

Στέ­λιος  



ΠΗΓΗ: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/Πλανόδιον/Ιστορίες Μπονζάι