Κυριακή 31 Μαρτίου 2013
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟ ΓΕΡΟ
Είναι δύσκολο να προσεγγίσει κανείς την ποίηση του Καβάφη ακολουθώντας τον εύκολο δρόμο: Αυτόν των ωραιοποιημένων αισθημάτων και των διακοσμητικών στοιχείων που μπορεί να διακρίνει κανείς στο λόγο άλλων ποιητών. Ο Σεφέρης στις Δοκιμές Α' (1936-1967) τον χαρακτηρίζει "αντι-ποιητικό'' ή "α-ποιητικό'', ακριβώς γιατί οι στίχοι του είναι στεγνοί, απογυμνωμένοι, λιτοί, συναισθηματικά ουδέτεροι. Δεν υπάρχουν επίθετα και τα ελάχιστα που υπάρχουν εξυπηρετούν τη σκέψη και τη δράση ή τη ματαίωσή της. Κι όμως αυτό ακριβώς τον κατατάσσει στους μεγαλύτερους ποιητές γιατί καταφέρνει ευθύβολα, με σχεδόν πεζολογικά μέσα να βγάζει στο φως όλη την τραγικότητα της ζωής, της δικής του αλλά και του κοινωνικού γίγνεσθαι της εποχής του χωρίς να γίνεται μελοδραματικός ή ρηχός. Αντλώντας μνήμες από το παρελθόν και χρησιμοποιώντας στοιχεία και μορφές από τις παρακμάζουσες περιόδους της αρχαίας, ελληνιστικής και Βυζαντινής περίοδου -στα ιστορικά του ποιήματα- καταφέρνει να μεταδώσει άμεσα και ξεκάθαρα την έννοια του χρέους, της ηθικής -με την ευρύτερη σημασία της- της μοίρας και των κάθε λογής ματαιώσεων που αποδυναμώνουν την ανθρώπινη φύση. Κι όλα αυτά τα επιτυγχάνει με συντομία, με εικόνες υπαινικτικές και αφαιρετικές, ασύμβατες με την ποιητική γλώσσα της εποχής του.
Πολλά επίσης έχουν γραφεί για την ερωτική του ποίηση σε συνδυασμό με την αμφιλεγόμενη σεξουαλικότητά του αν και η δεύτερη δε θα 'πρεπε να αποτελεί αντικείμενο σχολιασμού και κουτσομπολίστικης ευφυολογίας, δεδομένου ότι το έργο του κι όχι η ιδιωτική του ζωή αποτελεί αντικείμενο μελέτης και υψίστου βαθμού στοχασμό.
Άλλωστε η ψυχή του Αλεξανδινού γέρου υπάρχει ενιαία και αδιαίρετη μέσα στα ερωτικά του ποιήματα, μια ψυχή ολόφωτα σκοτεινή, μοναχική και τραγική, αλλά σφύζοντας από ζωντανό παλμό. Ο Καβάφης, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα εντελώς ιδιότυπη, άλλαξε και σηματοδότησε την πορεία του ποιητικού γίγνεσθαι παγκοσμίως. Ο καβαφικός λόγος υπήρξε και παραμένει η επιτομή της υψηλότερης μορφής των τεχνών.
Δε θα μπορούσα άστοχα και αβίαστα να ξεχωρίσω και να παραθέσω ένα μόνο από τα αποθησαυρίσματά του -έχω την εντύπωση ότι καθένα μπορεί να αποτελέσει πολυσέλιδο αντικείμενο σχολιασμού και κριτικής- επιλέγω όμως τα προφητικά και διαχρονικά Τείχη γιατί αισθάνομαι ότι σ' αυτά ο ποιητής μιλάει συνειδητά με τον πιο εναργή και υποβλητικό τρόπο για την ανελευθερία και τον εγκλωβισμό του ανθρώπου σε καταστάσεις που τον δεσμεύουν, τον περιορίζουν και τον κρατούν έξω και μακριά από εκείνα που διακαώς επιθυμεί. Γιατί τελικά αυτοί οι στίχοι περισσότερο σήμερα από ποτέ εξακολουθούν να χτίζονται εντός και εκτός μας, με τη συναίνεσή μας ή όχι.
Πολλά επίσης έχουν γραφεί για την ερωτική του ποίηση σε συνδυασμό με την αμφιλεγόμενη σεξουαλικότητά του αν και η δεύτερη δε θα 'πρεπε να αποτελεί αντικείμενο σχολιασμού και κουτσομπολίστικης ευφυολογίας, δεδομένου ότι το έργο του κι όχι η ιδιωτική του ζωή αποτελεί αντικείμενο μελέτης και υψίστου βαθμού στοχασμό.
Άλλωστε η ψυχή του Αλεξανδινού γέρου υπάρχει ενιαία και αδιαίρετη μέσα στα ερωτικά του ποιήματα, μια ψυχή ολόφωτα σκοτεινή, μοναχική και τραγική, αλλά σφύζοντας από ζωντανό παλμό. Ο Καβάφης, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα εντελώς ιδιότυπη, άλλαξε και σηματοδότησε την πορεία του ποιητικού γίγνεσθαι παγκοσμίως. Ο καβαφικός λόγος υπήρξε και παραμένει η επιτομή της υψηλότερης μορφής των τεχνών.
Δε θα μπορούσα άστοχα και αβίαστα να ξεχωρίσω και να παραθέσω ένα μόνο από τα αποθησαυρίσματά του -έχω την εντύπωση ότι καθένα μπορεί να αποτελέσει πολυσέλιδο αντικείμενο σχολιασμού και κριτικής- επιλέγω όμως τα προφητικά και διαχρονικά Τείχη γιατί αισθάνομαι ότι σ' αυτά ο ποιητής μιλάει συνειδητά με τον πιο εναργή και υποβλητικό τρόπο για την ανελευθερία και τον εγκλωβισμό του ανθρώπου σε καταστάσεις που τον δεσμεύουν, τον περιορίζουν και τον κρατούν έξω και μακριά από εκείνα που διακαώς επιθυμεί. Γιατί τελικά αυτοί οι στίχοι περισσότερο σήμερα από ποτέ εξακολουθούν να χτίζονται εντός και εκτός μας, με τη συναίνεσή μας ή όχι.
TEIXΗ
Xωρίς περίσκεψιν,
χωρίς
λύπην,
χωρίς
αιδώ
μεγάλα
κι υψηλά
τριγύρω
μου έκτισαν τείχη.
Και
κάθομαι κι απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο
δε σκέπτομαι:
Τον
νουν μου τρώγει αυτή η τύχη.
Διότι
πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α,
όταν έχτιζαν τα τείχη
πώς
να μην προσέξω.
Αλλά
δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως
μ’ έκλεισαν απ’ τον κόσμο έξω.
Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013
ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ 25ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ
Πέρασε και η επέτειος της 25ης Μαρτίου και ούτε που το πολυκαταλάβαμε. Κάθε χρόνο αυτές οι γιορτές τείνουν να εξασθενούν εξαιτίας παραπλάνησης ή έλλειψης ιστορικής μνήμης. Κάθε χρόνο η ίδια σύγχυση στα παιδιά των δημοτικών σχολείων -ίσως και σε μεγαλύτερα γυμνασίων ή λυκείων- το ίδιο ερώτημα να επανέρχεται πανομοιότυπο από γενιά σε γενιά, κάτω από το φάσμα της ίδιας μανιέρας:
''Κυρία-Κύριε, γιορτάζουμε τη νίκη μας στους Γερμανούς ή στους Τούρκους;''...
Δύσκολη η απάντηση γιατί ακόμα και τα πιο ενημερωμένα, πληροφορημένα ή με επαρκείς (;) ιστορικές γνώσεις παιδιά μαθαίνουν -όταν καταφέρνουν μέσα από τα απαρχαιωμένα και διαστρεβλωμένα βιβλία- και πιπιλάνε σαν καραμέλα γεγονότα αμφισβητούμενα, αλλοιωμένα, ανύπαρκτα ιστορικά συμβάντα που ντύνονται με τη σύμβαση της ψευδαίσθησης για να τονώσουν το πτώμα του εθνικού μας φρονήματος και να αποκρύψουν σκόπιμα την πραγματική διάσταση των συμβάντων της επανάστασης.
Ως πότε πια θα διδάσκουμε τα παιδιά μας για το λάβαρο που σηκώθηκε στις 25 Μαρτίου του 1821 στην Αγία Λαύρα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό -και μόνο αυτό το ''Γερμανός'' πάει κατευθείαν τη σκέψη των παιδιών προς την Αρεία φυλή και στα γεγονότα της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα το 1940 ή όπως εύστοχα άκουσα κάπου
ο ''καλός'' αυτός παππούλης ίσως να ήταν ένας Γερμανός που ζούσε παλιά στην Πάτρα- όταν καμιά σημαία δε σηκώθηκε εκεί τη συγκεκριμένη ημερομηνία, ούτε όπλα ευλογήθηκαν, ούτε αυτός ο παπάς ήταν υπέρ της επανάστασης, αλλά αναγκάστηκε δια της βίας αργότερα να συναινέσει.
Από το εξαιρετικό ιστολόγιο Λόγος Παράταιρος του εκπαιδευτικού κ. Γιάννη Τζήκα διάβασα:
''Την πρώτη επαναστατική σημαία λοιπόν, ένα κόκκινο πανί με μαύρο σταυρό στο κέντρο του, την ύψωσε ο Ανδρέας Λόντος, αρχικά στο Αίγιο, στις 23 Μάρτη, και δύο μέρες έπειτα, στις 25, στην Πάτρα, όπου κι έλαβε τον ευλογία του Γερμανού, ο οποίος σύρθηκε από τα επαναστατικά γεγονότα για να στηρίξει εν τέλει την εξέγερση...''
Εκτός τούτου πάντως και άλλες περιοχές της Πελοποννήσου ίσως διεκδικούν την πατρότητα της επανάστασης, όπως η Αρεόπολη της Μάνης στις 17 Μαρτίου -αν δεν απατώμαι- όπου τότε γίνονται εκεί οι γιορταστικές εκδηλώσεις-παρελάσεις σχολείων και καταθέσεις στεφάνων.
Φαντάζομαι, αν και δε χρειάζεται να διαθέτει κανείς μεγάλη φαντασία, ότι ο ξεσηκωμός των Ελλήνων έγινε άτακτα και διάσπαρτα, χωρίς κοινό αίσθημα ομοψυχίας και ανιδιοτέλειας εξ' ου και οι σφαγές, οι λεηλασίες και το πλιάτσικο που έγιναν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τριπολιτσάς από τους Έλληνες στους πολιορκημένους Τούρκους.
Θα μου πείτε ''πόλεμος ήταν και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται'', γιατί όμως πρέπει να ντύνουμε με τόση μυθοπλασία και ψεύδη τα βιβλία της ιστορίας, που διδάσκονται στο δημοτικό, δε θα ήταν ορθότερο να τα εμπλουτίσουμε και με άλλα ιστορικά κείμενα, όπως με τα σχετικά του Κορδάτου, εκτός από αυτά του Παπαρηγόπουλου, με μαρτυρίες ξένων περιηγητών -υπάρχει το βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου ''Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 21''- έτσι ώστε οι πτυχές των γεγονότων να φωτίζονται καλύτερα και αντικειμενικότερα;
Δε διεκδικώ τον τίτλο του ιστορικού ούτε του ειδήμονα όμως το να διδάσκω σε ελληνικό σχολείο μια ιστορία που ''μπάζει από παντού'' χωρίς καμιά πρόθεση και στάση αυτογνωσίας μου δημιουργεί επιφυλάξεις και αναπάντητα ερωτηματικά.
Παραθέτω απόσπασμα από την ιστοσελίδα "Ελεύθερη Έρευνα" σχετικά με το θέμα:
''...Δεν είναι μόνον η Αγία Λαύρα και τα κρυφά σχολειά. Υπάρχουν πολλοί εθνικοθρησκευτικοί μύθοι, πολλά ψέματα, που έχουν φτιαχτεί γύρω από το ’21, τις πραγματικές συνθήκες, τα πραγματικά γεγονότα του οποίου, τα μαθαίνουμε διαστρεβλωμένα από τους επίσημους θεωρητικούς της Ρωμιοσύνης, που αναγόρευσαν πλιατσικολόγους, κλέφτες και ληστές σε εθνικούς ήρωες.
Όχι με κανόνες ευνομίας, αλλά πάνω στα ψέματα αυτά εξ άλλου, από πλιατσικολόγους, κλέφτες και ληστές στήθηκε και το σύγχρονο κράτος, γι΄αυτό ένα κράτος-ψέμα πλιατσικολόγων, κλεφτών και ληστών είναι έκτοτε...
... Δεν έμεινε τίποτε για το δημόσιο ταμείο
Στην επίσημη αναφορά του προς τη βρετανική κυβέρνηση ο βρετανός υπασπιστής του Υψηλάντη, Thomas Gordon, δεν έκρυψε την απογοήτευσή του. Από τα λάφυρα της Τριπoλιτσάς, έγραψε, «δέν έφτασε τίποτε στο δημόσιο ταμείο. Μοναδική σκέψη τους η λαφυραγωγία και η άγρια εκδίκηση».
Αλλά κι ο Υψηλάντης προσδοκούσε πολλά από την κατάληψη της Τριπολιτσάς. Έλπιζε, ότι με τον πλούτο της πόλης θα μπορούσε να οργανώσει μια ισχυρή διοίκηση κι έναν ισχυρό τακτικό στρατό. Αυτό δέν μπόρεσε βέβαια να γίνει, γιατί εξ αιτίας της φιλοχρηματίας κι αρπακτικότητας καπεταναίων και απλών ρωμιών, δεν έμειναν χρήματα για το δημόσιο ταμείο.
Μεταστράφηκε το φιλελληνικό κλίμα στην Ευρώπη
Όταν έγιναν γνωστά στην Ευρώπη τα αποτρόπαια αυτά γεγονότα, πολλοί ξένοι στιγμάτισαν τους ρωμιούς για τις ωμότητες, ενώ πολλοί φιλέλληνες άλλαξαν γνώμη, όπως ο Πούσκιν, ο Γκαίτε και άλλοι στοχαστές.
Οι βιαιότητες κατά την άλωση της Τριπολιτσάς: Μια μελανή στιγμή της νεορωμέικης Ιστορίας. Eπί τρεις ημέρες λεηλατούσαν, έκαιγαν, βασάνιζαν, σκότωναν, βίαζαν... Τα θύματα υπολογίζονται σε περίπου 30.000, οι περισσότεροι τούρκοι, αλλά και εβραίοι. Σύμφωνα με τον Διονύσιο Σολωμό, το αίμα κυλούσε σαν ποτάμι στη λαγκαδιά και πότιζε το αθώο χόρτο. Το χόρτο ήταν το αθώο, όχι το αίμα των σφαζομένων χιλιάδων γυναικόπαιδων. Aυτοί ήταν οι «σκύλοι, που ολιγόστευαν». (Δ. Σολωμού: «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στ. 68-72). Αυτό το ποίημα δεν θα έπρεπε να ονομάζεται ύμνος στην ελευθερία, αλλά μάλλον ύμνος σε δολοφόνους αμάχων. Σε αυτές τις στροφές δεν υμνούνται απλά οι δολοφόνοι, αλλά καθαγιάζεται έντεχνα η ίδια η δολοφονία των αμάχων. Τέτοιες περιγραφές αποτελούν μελανό στίγμα τόσο για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, όσο και για το κράτος, που δομήθηκε με φαντασιώσεις μίσους και φρίκης και με τις πλέον σκληροπυρηνικές εθνικιστικές, θρησκευτικές και ρατσιστικές δοξασίες.
Οι βιαιότητες κατά την άλωση της Τριπολιτσάς: Μια μελανή στιγμή της νεορωμέικης Ιστορίας. Eπί τρεις ημέρες λεηλατούσαν, έκαιγαν, βασάνιζαν, σκότωναν, βίαζαν... Τα θύματα υπολογίζονται σε περίπου 30.000, οι περισσότεροι τούρκοι, αλλά και εβραίοι. Σύμφωνα με τον Διονύσιο Σολωμό, το αίμα κυλούσε σαν ποτάμι στη λαγκαδιά και πότιζε το αθώο χόρτο. Το χόρτο ήταν το αθώο, όχι το αίμα των σφαζομένων χιλιάδων γυναικόπαιδων. Aυτοί ήταν οι «σκύλοι, που ολιγόστευαν». (Δ. Σολωμού: «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στ. 68-72). Αυτό το ποίημα δεν θα έπρεπε να ονομάζεται ύμνος στην ελευθερία, αλλά μάλλον ύμνος σε δολοφόνους αμάχων. Σε αυτές τις στροφές δεν υμνούνται απλά οι δολοφόνοι, αλλά καθαγιάζεται έντεχνα η ίδια η δολοφονία των αμάχων. Τέτοιες περιγραφές αποτελούν μελανό στίγμα τόσο για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, όσο και για το κράτος, που δομήθηκε με φαντασιώσεις μίσους και φρίκης και με τις πλέον σκληροπυρηνικές εθνικιστικές, θρησκευτικές και ρατσιστικές δοξασίες
''Κυρία-Κύριε, γιορτάζουμε τη νίκη μας στους Γερμανούς ή στους Τούρκους;''...
Δύσκολη η απάντηση γιατί ακόμα και τα πιο ενημερωμένα, πληροφορημένα ή με επαρκείς (;) ιστορικές γνώσεις παιδιά μαθαίνουν -όταν καταφέρνουν μέσα από τα απαρχαιωμένα και διαστρεβλωμένα βιβλία- και πιπιλάνε σαν καραμέλα γεγονότα αμφισβητούμενα, αλλοιωμένα, ανύπαρκτα ιστορικά συμβάντα που ντύνονται με τη σύμβαση της ψευδαίσθησης για να τονώσουν το πτώμα του εθνικού μας φρονήματος και να αποκρύψουν σκόπιμα την πραγματική διάσταση των συμβάντων της επανάστασης.
Ως πότε πια θα διδάσκουμε τα παιδιά μας για το λάβαρο που σηκώθηκε στις 25 Μαρτίου του 1821 στην Αγία Λαύρα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό -και μόνο αυτό το ''Γερμανός'' πάει κατευθείαν τη σκέψη των παιδιών προς την Αρεία φυλή και στα γεγονότα της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα το 1940 ή όπως εύστοχα άκουσα κάπου
ο ''καλός'' αυτός παππούλης ίσως να ήταν ένας Γερμανός που ζούσε παλιά στην Πάτρα- όταν καμιά σημαία δε σηκώθηκε εκεί τη συγκεκριμένη ημερομηνία, ούτε όπλα ευλογήθηκαν, ούτε αυτός ο παπάς ήταν υπέρ της επανάστασης, αλλά αναγκάστηκε δια της βίας αργότερα να συναινέσει.
Από το εξαιρετικό ιστολόγιο Λόγος Παράταιρος του εκπαιδευτικού κ. Γιάννη Τζήκα διάβασα:
''Την πρώτη επαναστατική σημαία λοιπόν, ένα κόκκινο πανί με μαύρο σταυρό στο κέντρο του, την ύψωσε ο Ανδρέας Λόντος, αρχικά στο Αίγιο, στις 23 Μάρτη, και δύο μέρες έπειτα, στις 25, στην Πάτρα, όπου κι έλαβε τον ευλογία του Γερμανού, ο οποίος σύρθηκε από τα επαναστατικά γεγονότα για να στηρίξει εν τέλει την εξέγερση...''
Εκτός τούτου πάντως και άλλες περιοχές της Πελοποννήσου ίσως διεκδικούν την πατρότητα της επανάστασης, όπως η Αρεόπολη της Μάνης στις 17 Μαρτίου -αν δεν απατώμαι- όπου τότε γίνονται εκεί οι γιορταστικές εκδηλώσεις-παρελάσεις σχολείων και καταθέσεις στεφάνων.
Φαντάζομαι, αν και δε χρειάζεται να διαθέτει κανείς μεγάλη φαντασία, ότι ο ξεσηκωμός των Ελλήνων έγινε άτακτα και διάσπαρτα, χωρίς κοινό αίσθημα ομοψυχίας και ανιδιοτέλειας εξ' ου και οι σφαγές, οι λεηλασίες και το πλιάτσικο που έγιναν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τριπολιτσάς από τους Έλληνες στους πολιορκημένους Τούρκους.
Θα μου πείτε ''πόλεμος ήταν και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται'', γιατί όμως πρέπει να ντύνουμε με τόση μυθοπλασία και ψεύδη τα βιβλία της ιστορίας, που διδάσκονται στο δημοτικό, δε θα ήταν ορθότερο να τα εμπλουτίσουμε και με άλλα ιστορικά κείμενα, όπως με τα σχετικά του Κορδάτου, εκτός από αυτά του Παπαρηγόπουλου, με μαρτυρίες ξένων περιηγητών -υπάρχει το βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου ''Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 21''- έτσι ώστε οι πτυχές των γεγονότων να φωτίζονται καλύτερα και αντικειμενικότερα;
Δε διεκδικώ τον τίτλο του ιστορικού ούτε του ειδήμονα όμως το να διδάσκω σε ελληνικό σχολείο μια ιστορία που ''μπάζει από παντού'' χωρίς καμιά πρόθεση και στάση αυτογνωσίας μου δημιουργεί επιφυλάξεις και αναπάντητα ερωτηματικά.
Παραθέτω απόσπασμα από την ιστοσελίδα "Ελεύθερη Έρευνα" σχετικά με το θέμα:
''...Δεν είναι μόνον η Αγία Λαύρα και τα κρυφά σχολειά. Υπάρχουν πολλοί εθνικοθρησκευτικοί μύθοι, πολλά ψέματα, που έχουν φτιαχτεί γύρω από το ’21, τις πραγματικές συνθήκες, τα πραγματικά γεγονότα του οποίου, τα μαθαίνουμε διαστρεβλωμένα από τους επίσημους θεωρητικούς της Ρωμιοσύνης, που αναγόρευσαν πλιατσικολόγους, κλέφτες και ληστές σε εθνικούς ήρωες.
Όχι με κανόνες ευνομίας, αλλά πάνω στα ψέματα αυτά εξ άλλου, από πλιατσικολόγους, κλέφτες και ληστές στήθηκε και το σύγχρονο κράτος, γι΄αυτό ένα κράτος-ψέμα πλιατσικολόγων, κλεφτών και ληστών είναι έκτοτε...
... Δεν έμεινε τίποτε για το δημόσιο ταμείο
Στην επίσημη αναφορά του προς τη βρετανική κυβέρνηση ο βρετανός υπασπιστής του Υψηλάντη, Thomas Gordon, δεν έκρυψε την απογοήτευσή του. Από τα λάφυρα της Τριπoλιτσάς, έγραψε, «δέν έφτασε τίποτε στο δημόσιο ταμείο. Μοναδική σκέψη τους η λαφυραγωγία και η άγρια εκδίκηση».
Αλλά κι ο Υψηλάντης προσδοκούσε πολλά από την κατάληψη της Τριπολιτσάς. Έλπιζε, ότι με τον πλούτο της πόλης θα μπορούσε να οργανώσει μια ισχυρή διοίκηση κι έναν ισχυρό τακτικό στρατό. Αυτό δέν μπόρεσε βέβαια να γίνει, γιατί εξ αιτίας της φιλοχρηματίας κι αρπακτικότητας καπεταναίων και απλών ρωμιών, δεν έμειναν χρήματα για το δημόσιο ταμείο.
Μεταστράφηκε το φιλελληνικό κλίμα στην Ευρώπη
Όταν έγιναν γνωστά στην Ευρώπη τα αποτρόπαια αυτά γεγονότα, πολλοί ξένοι στιγμάτισαν τους ρωμιούς για τις ωμότητες, ενώ πολλοί φιλέλληνες άλλαξαν γνώμη, όπως ο Πούσκιν, ο Γκαίτε και άλλοι στοχαστές.
Οι βιαιότητες κατά την άλωση της Τριπολιτσάς: Μια μελανή στιγμή της νεορωμέικης Ιστορίας. Eπί τρεις ημέρες λεηλατούσαν, έκαιγαν, βασάνιζαν, σκότωναν, βίαζαν... Τα θύματα υπολογίζονται σε περίπου 30.000, οι περισσότεροι τούρκοι, αλλά και εβραίοι. Σύμφωνα με τον Διονύσιο Σολωμό, το αίμα κυλούσε σαν ποτάμι στη λαγκαδιά και πότιζε το αθώο χόρτο. Το χόρτο ήταν το αθώο, όχι το αίμα των σφαζομένων χιλιάδων γυναικόπαιδων. Aυτοί ήταν οι «σκύλοι, που ολιγόστευαν». (Δ. Σολωμού: «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στ. 68-72). Αυτό το ποίημα δεν θα έπρεπε να ονομάζεται ύμνος στην ελευθερία, αλλά μάλλον ύμνος σε δολοφόνους αμάχων. Σε αυτές τις στροφές δεν υμνούνται απλά οι δολοφόνοι, αλλά καθαγιάζεται έντεχνα η ίδια η δολοφονία των αμάχων. Τέτοιες περιγραφές αποτελούν μελανό στίγμα τόσο για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, όσο και για το κράτος, που δομήθηκε με φαντασιώσεις μίσους και φρίκης και με τις πλέον σκληροπυρηνικές εθνικιστικές, θρησκευτικές και ρατσιστικές δοξασίες.
Οι βιαιότητες κατά την άλωση της Τριπολιτσάς: Μια μελανή στιγμή της νεορωμέικης Ιστορίας. Eπί τρεις ημέρες λεηλατούσαν, έκαιγαν, βασάνιζαν, σκότωναν, βίαζαν... Τα θύματα υπολογίζονται σε περίπου 30.000, οι περισσότεροι τούρκοι, αλλά και εβραίοι. Σύμφωνα με τον Διονύσιο Σολωμό, το αίμα κυλούσε σαν ποτάμι στη λαγκαδιά και πότιζε το αθώο χόρτο. Το χόρτο ήταν το αθώο, όχι το αίμα των σφαζομένων χιλιάδων γυναικόπαιδων. Aυτοί ήταν οι «σκύλοι, που ολιγόστευαν». (Δ. Σολωμού: «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στ. 68-72). Αυτό το ποίημα δεν θα έπρεπε να ονομάζεται ύμνος στην ελευθερία, αλλά μάλλον ύμνος σε δολοφόνους αμάχων. Σε αυτές τις στροφές δεν υμνούνται απλά οι δολοφόνοι, αλλά καθαγιάζεται έντεχνα η ίδια η δολοφονία των αμάχων. Τέτοιες περιγραφές αποτελούν μελανό στίγμα τόσο για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, όσο και για το κράτος, που δομήθηκε με φαντασιώσεις μίσους και φρίκης και με τις πλέον σκληροπυρηνικές εθνικιστικές, θρησκευτικές και ρατσιστικές δοξασίες
Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013
ME AΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΣΤΙΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ
ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΕΙ
Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,
όποιος δε διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δε μιλεί σε όποιον δε γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο
και τα διαλυτικά σημεία του ''ι''
αντί ενός συνόλου συγκινήσεων
που κάνουν να λάμπουν τα μάτια,
που μετατρέπουν ένα χασμουρητό σε χαμόγελο,
που κάνουν τη καρδιά να χτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,
όποιος δεν είναι ευτυχισμένος με τη δουλειά του,
όποιος δε διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα
για να κυνηγήσει ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του
να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δε διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δε βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.
Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος
για την τύχη του ή την ασταμάτητη βροχή.
Αποφεύγουμε το θάνατο σε μικρές δόσεις
όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός
χρειάζεται μια πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια
από το απλό γεγονός της αναπνοής.
Μόνο η ένθερμη υπομονή θα οδηγήσει
στην επίτευξη της λαμπρής ευτυχίας.
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ
Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Γεννήθηκε στην Αθήνα τη νύχτα προς τα ξημερώματα της 31ης Οκτωβρίου 1888 σε ένα σπίτι της πλατείας Αγίων Θεοδώρων. Ο πατέρας του, Λεωνίδας Λαπαθιώτης (1854-1942), κυπριακής καταγωγής, ήταν μαθηματικός και ανώτατος στρατιωτικός, που διετέλεσε βουλευτής το 1903-1905 και
έγινε υπουργός των στρατιωτικών το 1909. Η μητέρα του, Βασιλική
Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Ένα πρωτόλειο έμμετρο δράμα του
εκδόθηκε με φροντίδα του πατέρα του. Στα γράμματα εμφανίστηκε επίσημα το
1905, στο περιοδικό Νουμάς. Το 1907 μαζί με άλλους εννιά νεαρούς λογοτέχνες ίδρυσαν το περιοδικό Ηγησώ.
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου και το 1909 πήρε δίπλωμα νομικής, αλλά ποτέ δεν άσκησε το επάγγελμα. Το φθινόπωρο του 1916, μαζί με τον πατέρα του, εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και προσχώρησαν στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Το πρώτο εξάμηνο του 1917, ο Λαπαθιώτης συνόδεψε τον πατέρα του στην Αίγυπτο για την στρατολόγηση εθελοντών για τον στρατό του κράτους της Θεσσαλονίκης. Στην Αίγυπτο γνώρισε τον Κ. Καβάφη. Κατατάχτηκε στον στρατό ως ανθυπολοχαγός-διερμηνέας, θέση που διατήρησε ως το 1921.
Εκτός από ποιήματα, έγραψε επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται σκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του.
Αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Η κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του.
ΠΗΓΗ: Βικιπαίδεια
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου και το 1909 πήρε δίπλωμα νομικής, αλλά ποτέ δεν άσκησε το επάγγελμα. Το φθινόπωρο του 1916, μαζί με τον πατέρα του, εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και προσχώρησαν στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Το πρώτο εξάμηνο του 1917, ο Λαπαθιώτης συνόδεψε τον πατέρα του στην Αίγυπτο για την στρατολόγηση εθελοντών για τον στρατό του κράτους της Θεσσαλονίκης. Στην Αίγυπτο γνώρισε τον Κ. Καβάφη. Κατατάχτηκε στον στρατό ως ανθυπολοχαγός-διερμηνέας, θέση που διατήρησε ως το 1921.
Εκτός από ποιήματα, έγραψε επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται σκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του.
Αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Η κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του.
ΠΗΓΗ: Βικιπαίδεια
Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013
ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΚΕΦΙΟΥ ΚΑΙ ΞΕΔΩΜΑΤΟΣ
Τριήμερο αποκριάς και οι περισσότεροι κάπου πήγαμε, κάτι ήπιαμε, κάτι ακούσαμε, κάπως μασκαρευτήκαμε αν δε, χορέψαμε και ξεδώσαμε έτσι όπως φανταζόμαστε- ή περίπου έτσι- ακόμα καλύτερα. Λοιπόν βγήκα κι εγώ, αν και δεν το συνηθίζω άλλα Σαββατόβραδα, ήπια λιγάκι, χόρεψα αρκετά -παλιά ροκ και ντίσκο κομμάτια, κλασικά πια- και επέστρεψα στα του οίκου μου, στην ησυχία και στην περισυλλογή μου, που έστω κι αν για μια νύχτα τις εγκατέλειψα ομολογώ ότι μου έλειψαν. Παρατήρησα πάντως ότι ο κόσμος με ή χωρίς αδιέξοδα, άκριτα ή με κρίση νιώθει την ανάγκη όποτε προσφέρεται ή επιτάσσει το πνεύμα των ημερών να ξεδίνει. Χρειάζεται, αρκεί να ξέρει κανείς για ποιο λόγο και για πόσο θα βρίσκεται σ’ αυτή τη διάθεση, χωρίς να χάνεται, να μην εξευτελίζεις τη ζωή σου μέσα στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες, έλεγε ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής. Δεν υπάρχει καμιά πρόθεση διδακτισμού στα γραφόμενά μου -αν και όταν τα ξαναδιαβάζω δεν κατανοώ γιατί ξεδιπλώνονται έτσι στα μάτια μου- όμως πόσο επίκαιρα ακούγεται σήμερα αυτό, πόσο εύκολα και αφειδώλευτα σκορπίζει κανείς τον ελάχιστο γήινο χρόνο του στο βωμό συχνών, ανούσιων εξόδων χάνοντας σιγά σιγά την επαφή με τον εαυτό του. Πόσο δύσκολο τελικά είναι όταν βρίσκεσαι διαρκώς σε ένα τοπίο φθοράς και παρακμής να διατηρείς την αυτοτέλειά σου, "τα θέλω σου", διαλέγοντας, είν’ η αλήθεια το δύσκολο δρόμο, αυτόν της ψυχής και της καθαρότητας -όσο γίνεται- του νου σου...
Καλή Σαρακοστή
STAVRONIA
Όσο μπορείςΚι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (1913)
Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013
ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1902-1930)
Η Μαρία Πολυδούρη, μια χειραφετημένη γυναίκα της γενιάς του 1920 έγινε γνωστή στο πλατύ κοινό τόσο εξαιτίας της σχέσης της με τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη όσο και για τη συγκινισιακή και συναισθηματική χροιά που χαρακτηρίζει την ποίησή της. Οι στίχοι της διακατέχονται από βαθύ λυρισμό, μελαχγολία και αίσθημα ανικανοποίητου.
Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013
EIMAΣΤΕ ΚΑΤΙ ΞΕΧΑΡΒΑΛΩΜΕΝΕΣ ΚΙΘΑΡΕΣ
ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΕ ΕΝΑ ΣΟΝΕΤΟ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Κώστας Καρυωτάκης: Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ελεγεία και σάτιρες. Είναι σονέτο κι έχει γραφεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παραδοσιακής ποίησης. Αν όμως το μελετήσουμε πιο προσεκτικά, υπάρχει κάποια χαλάρωση στο ρυθμικό βάδισμα του στίχου, για να εκφράσει όλα τα συναισθήματα της διάλυσης και του πόνου, που διακατέχουν την ψυχή του ποιητή.
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες.
Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Το σονέτο του Κώστα Καρυωτάκη [Είμαστε κάτι...] παρουσιάζει την ακόλουθη μορφή ομοιοκαταληξίας:
στροφή 1η: α ββ α (σταυρωτή)
στροφή 2η: α ββ α (σταυρωτή)
στροφή 3η: γ δ γ (πλεχτή)
στροφή 4η: δ γ δ (πλεχτή)
Ανάλυση ποιήματος
Ο Κώστας Καρυωτάκης ανήκει σε μια γενιά που έχει βιώσει εξαιρετικά δύσκολες κι επίπονες εμπειρίες (Βαλκανικούς πολέμους, Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, Καταστροφή της Σμύρνης, δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλoυ). Εμπειρίες που δημιούργησαν ένα αίσθημα ανασφάλειας απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα και οδήγησαν τους νέους ανθρώπους εκείνης της εποχής σε μια δυσπιστία απέναντι στην κοινωνία και στην ικανότητά της να διαμορφώσει ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον.
Το κυρίαρχα συναισθήματα της γενιάς του Καρυωτάκη είναι η ανασφάλεια, ο ψυχικός κάματος, η δυσκολία προσαρμογής στην πραγματικότητα της ζωής, το αίσθημα του ανικανοποίητου και φυσικά της παρακμής, όπως αυτή εκδηλώνεται σε κάθε έκφανση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Έτσι, στο σονέτο του ο Καρυωτάκης, επιχειρεί με μια σειρά εικόνων να αποδώσει την αίσθηση διάλυσης που χαρακτηρίζει τον ίδιο, αλλά και συνολικότερα τη γενιά του. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε πως οι τρεις πρώτες στροφές ξεκινούν με το α πληθυντικού ρήμα «είμαστε», που υποδηλώνει πως ο ποιητής εκφράζει με τα λόγια του ένα ευρύτερο πλήθος ανθρώπων. «Είμαστε κάτι», σχολιάζει ο ποιητής, αφήνοντας την αόριστη αντωνυμία «κάτι» να υπονομεύσει την υπόστασή τους και να αποδώσει το αίσθημα παρακμής και παραίτησης που έχει κυριεύσει το μεγαλύτερο μέρος της γενιάς του. Είναι εμφανής η πικρία του ποιητή και η διάθεση σαρκασμού απέναντι στον εαυτό του και στους ομηλίκους του, όταν τους περικλείει όλους στην υποτιμητική απροσδιοριστία της λέξης «κάτι».
1η στροφή
Στην πρώτη στροφή του ποιήματός του ο Καρυωτάκης παρουσιάζει τους ανθρώπους της γενιάς του ως ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, θέλοντας να τονίσει την αδυναμία τους να λειτουργήσουν αρμονικά στο εχθρικό ιστορικό περιβάλλον της εποχής τους. Κιθάρες, που όταν τις διαπερνά ο άνεμος, αντί να παράγουν μελωδικούς ήχους, δημιουργούν παράφωνους ήχους και στίχους, μιας και οι χορδές τους κρέμονται σαν καδένες (αλυσίδες). Η παραφωνία που προκύπτει από τις διαλυμένες αυτές κιθάρες, βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με την εσωτερική διάθεση τόσο του ίδιου του ποιητή όσο και των ομοτέχνων του (η αναφορά στους παράφωνους «στίχους» μας παραπέμπει ειδικότερα στους ποιητές της εποχής).
Όπως μια διαλυμένη κιθάρα δεν μπορεί να δημιουργήσει μελωδικούς και αρμονικούς ήχους, έτσι και οι ποιητές της εποχής του Καρυωτάκη αδυνατούν να λειτουργήσουν ανεπηρέαστοι από το κλίμα παρακμής και διάλυσης που χαρακτηρίζει την πολιτεία στην οποία ζουν. Όταν περνάει ο άνεμος, όταν λαμβάνουν δηλαδή τα ποιητικά τους ερεθίσματα, καταλήγουν σε «παραφωνίες», σε κακής ποιότητας ποιήματα, καθώς τους είναι αδύνατο να δώσουν έργο αρμονικό και άρτιο, τη στιγμή που το είναι τους δονείται από τόσο αρνητικά συναισθήματα.
Η εικόνα επομένως με τις διαλυμένες κιθάρες, που οι χορδές τους έχουν φύγει από τη θέση τους και κρέμονται σαν καδένες (παρομοίωση), αποδίδει την εσωτερική κατάσταση των ποιητών της εποχής του Καρυωτάκη. Αίσθηση διάλυσης, αδυναμία ανταπόκρισης στο ρόλο τους, δυσαρμονία στην ποιητική τους παραγωγή, είναι μερικές από τις αναλογίες που προκύπτουν από τη σύγκριση μιας ξεχαρβαλωμένης κιθάρας με μια γενιά ποιητών που αδυνατεί πια να ανταποκριθεί στο ποιητικό της καθήκον.
2η στροφή
Στα πλαίσια της δεύτερης στροφής ο ποιητής δίνει μια ακόμη εικόνα με την οποία επιχειρεί να αποδώσει την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι άνθρωποι και ιδιαίτερα οι ποιητές της εποχής του. Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες (κεραίες), δηλώνει ο ποιητής, αποδίδοντας έτσι τον κυρίαρχο ρόλο των ποιητών κάθε εποχής, οι οποίοι καλούνται να γίνουν αποδέκτες των μηνυμάτων του καιρού τους.
Οι ποιητές ως ευαίσθητοι δέκτες αντιλαμβάνονται τα συναισθήματα, τις διαθέσεις και τις επιθυμίες των ανθρώπων της εποχής τους, και μπορούν κατόπιν να τα εκφράσουν όλα αυτά στην ποίησή τους.
Οι απίστευτες αυτές αντένες, υψώνονται σα δάχτυλα στο χάος και στην κορυφή τους αντηχεί το άπειρο. Όπως γίνεται αντιληπτό από την αναφορά στο «χάος» και το «άπειρο», τα μηνύματα που λαμβάνουν οι ποιητές είναι καταιγιστικά, χωρίς ειρμό, αρνητικής διάθεσης και με την έντασή τους ξεπερνούν τις ψυχικές αντοχές τους. Η κατάληξη επομένως «μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες» δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς οι ποιητές αδυνατούν να διαχειριστούν όλον αυτόν το συναισθηματικό κυκεώνα που τους κατακλύζει και καταρρέουν.
Η εικόνα αυτή με τις κεραίες που πέφτουν σπασμένες υπό το βάρος και την ένταση των μηνυμάτων που λαμβάνουν, αποδίδει εξαιρετικά την κατάσταση που επικρατούσε στα χρόνια του ποιητή. Μια κοινωνία με πολλαπλά προβλήματα, ένας λαός βασανισμένος και παγιδευμένος σε μια αδιέξοδη κατάσταση, φέρνουν τους ποιητές σε απόγνωση. Η απελπισία των ανθρώπων, η απαισιοδοξία τους απέναντι στις δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν, η απουσία οποιασδήποτε ελπίδας για το μέλλον, αντηχούν και πολλαπλασιάζονται στην ψυχή των ποιητών, οδηγώντας τους σε πλήρη αδυναμία να αποδώσουν το τραγικό κλίμα της εποχής τους.
Ας μην ξεχνάμε πως πρόκειται για μια εποχή που οι ποιητές απογοητευμένοι από την κοινωνία κι από την αποτυχία της να διασφαλίσει θετικές προοπτικές για τους πολίτες της, αποποιούνται την κοινωνική διάσταση της ποίησής τους και στρέφονται προς τον εαυτό τους. Η γενιά του μεσοπολέμου μας δίνει ποίηση εσωτερική, ατομική και με έντονη την αίσθηση της απαισιοδοξίας.
3η στροφή
Οι σπασμένες αντένες, που αποδίδουν τον ψυχικό τραυματισμό και θρυμματισμό των ποιητών, ακολουθούνται από μια ευρύτερη εικόνα σ’ αυτή τη στροφή. Οι ποιητές πλέον παρουσιάζονται ως διάχυτες αισθήσεις, που δεν έχουν καμία ελπίδα να συγκεντρωθούν. Έτσι, από τη συγκεκριμένη εικόνα με τις αντένες, περνάμε σε μια πιο αφηρημένη σύλληψη, που έρχεται να αποδώσει τον κατακερματισμό και τη διάλυση της υπόστασης των ποιητών. Οι αισθήσεις τους δεν αποτελούν πια μια ολότητα, δε λειτουργούν ως συντονισμένα μέσα για την πρόσληψη και κατανόηση του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος, έχουν διαχυθεί, μη μπορώντας πια να επανέλθουν στην πρότερη αρμονική τους λειτουργία.
Ο Καρυωτάκης εδώ αποδομεί την υπόσταση των ποιητών παρουσιάζοντας τις αισθήσεις (τα μέσα αντίληψης) και τα νεύρα τους (δίοδοι μεταφοράς των μηνυμάτων που λαμβάνονται με τις αισθήσεις), σε μια κατάσταση αποσυντονισμού και διάλυσης. Στα νεύρα των ποιητών είναι μπλεγμένη όλη η φύση, υπό την έννοια πως οι ποιητές δεν γίνονται αποδέκτες μόνο των κοινωνικών μηνυμάτων, αλλά υπόκεινται και στα ποικίλα κελεύσματα της φύσης. Το κάλεσμα της φύσης για ζωή, για ευδαιμονία, για έρωτα και αγάπη, εντείνει την εσωτερική σύγχυση των ποιητών που αδυνατούν να συμβιβάσουν την ατομική τους ύπαρξη με τα συγκεχυμένα μηνύματα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος και τον ιδιαίτερο ρόλο που έχουν να επιτελέσουν ως εκφραστές της εποχής τους.
4η στροφή
Η καταληκτική στροφή μας φέρνει στα αποτελέσματα όλης αυτής της σύγχυσης και της διάλυσης που βιώνουν οι ποιητές. Η θύμηση του παρελθόντος τους προκαλεί τέτοιας έντασης πόνο, ώστε ο ποιητής τον παρουσιάζει ως σωματικό (στο σώμα), για να δείξει εναργέστερα την οξύτητά του. Είναι σαφής η ωραιοποίηση του παρελθόντος που γίνεται εδώ, καθώς -όπως συμβαίνει συχνά- οι άνθρωποι έχουν την τάση να θεωρούν τις περασμένες εποχές καλύτερες, λησμονώντας τα προβλήματα και τις δυσκολίες που πάντοτε υπάρχουν. Η αλήθεια είναι βέβαια πως στα χρόνια του Καρυωτάκη η Ελλάδα δοκιμαζόταν σκληρά, μιας και πάσχιζε να επουλώσει τις πληγές του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου.
«Μας διώχνουνε τα πράγματα», σχολιάζει ο ποιητής, αναφερόμενος φυσικά στην πραγματικότητα, η οποία πληγώνει τους ποιητές με τη σκληρότητά της και τους απωθεί. Μπροστά στην οικονομική κατάρρευση, τη διάψευση κάθε ελπίδας για το μέλλον και της παρακμής που διατρέχει κάθε κοινωνική έκφανση, η μόνη διαφυγή που υπάρχει είναι η ποίηση. Κι όμως ο ποιητής καθιστά σαφές πως η ποίηση δεν είναι γι’ αυτούς παρά το καταφύγιο που αποζητούν, αλλά παραμένει απρόσιτο και καταλήγουν να το φθονούν.
Ο φθόνος απέναντι στην Ποίηση, έρχεται να αποκαλύψει την πλήρη αδυναμία τους να εισέλθουν στον κόσμο της αρμονίας, της ουσιαστικής έκφρασης και απόδοσης των συναισθημάτων. Οι θετικές όψεις της ποίησης που μπορούν να προσεγγιστούν μόνο από εκείνους που διαθέτουν την αναγκαία ψυχική γαλήνη και συγκρότηση, διαφεύγουν επίμονα από τους ποιητές αυτής της εποχής, που βιώνουν μια τραγική αίσθηση εσωτερικής διάλυσης. Πώς θα μπορούσαν οι ποιητές αυτοί, που ζουν σε μια καταρρέουσα κοινωνία, να φτάσουν στο επίπεδο της αρμονικής έκφρασης και άρτιας δόμησης, που εκπροσωπείται από την ποίηση;
Για τον Καρυωτάκη είναι σαφές πλέον πως η εξωτερική παρακμή έχει καθρεφτιστεί στον εσωτερικό τους κόσμο, στερώντας τους τη δυνατότητα να επανέλθουν στην κατάσταση πνευματικής και ψυχικής συγκρότησης, που χαρακτήριζε τους δημιουργούς των περασμένων εποχών. Η Ποίηση, η δημιουργία, η τέχνη, είναι απρόσιτες και ανέφικτες για ανθρώπους που βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση παρακμής, παραίτησης και απελπισίας.
Η Ποίηση παραμένει, όχι μόνο απρόσιτη, αλλά και ως διαρκής υπενθύμιση πως κάποτε οι τεχνίτες του λόγου, είχαν πετύχει μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική και την ατομική τους υπόσταση.
Είναι εμφανής βέβαια η ειρωνική διάθεση του ποιητή, όταν παρουσιάζει την εσωτερική κατάρρευση των ποιητών, συνθέτοντας ένα άρτιο σονέτο, σύμφωνο με όλους τους κανόνες της παραδοσιακής ποίησης. Γιατί ακόμη κι αν ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά η ποίησή του παραπέμπει στις περασμένες εποχές, η πικρία και η αποσύνθεση του περιεχομένου, αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία πως η ποίηση του παρελθόντος στέκει πια ως ένα ανέφικτο ιδανικό.
Με τη χρήση συμβόλων ο Καρυωτάκης κατορθώνει να αποδώσει άριστα τη συναισθηματική κατάσταση των ποιητών και τον τρόπο που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους, αλλά και την ποιητική τους παραγωγή. Τα σύμβολα που αποδίδουν την κατάσταση των ποιητών είναι κατά σειρά «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», «απίστευτες αντένες», «διάχυτες αισθήσεις». Ενώ το ποιητικό τους έργο παρουσιάζεται με τους «παράφωνους στίχους και ήχους», της ξεχαρβαλωμένης κιθάρας.
ΠΗΓΗ: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Κώστας Καρυωτάκης: Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ελεγεία και σάτιρες. Είναι σονέτο κι έχει γραφεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παραδοσιακής ποίησης. Αν όμως το μελετήσουμε πιο προσεκτικά, υπάρχει κάποια χαλάρωση στο ρυθμικό βάδισμα του στίχου, για να εκφράσει όλα τα συναισθήματα της διάλυσης και του πόνου, που διακατέχουν την ψυχή του ποιητή.
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες.
Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Το σονέτο του Κώστα Καρυωτάκη [Είμαστε κάτι...] παρουσιάζει την ακόλουθη μορφή ομοιοκαταληξίας:
στροφή 1η: α ββ α (σταυρωτή)
στροφή 2η: α ββ α (σταυρωτή)
στροφή 3η: γ δ γ (πλεχτή)
στροφή 4η: δ γ δ (πλεχτή)
Ανάλυση ποιήματος
Ο Κώστας Καρυωτάκης ανήκει σε μια γενιά που έχει βιώσει εξαιρετικά δύσκολες κι επίπονες εμπειρίες (Βαλκανικούς πολέμους, Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, Καταστροφή της Σμύρνης, δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλoυ). Εμπειρίες που δημιούργησαν ένα αίσθημα ανασφάλειας απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα και οδήγησαν τους νέους ανθρώπους εκείνης της εποχής σε μια δυσπιστία απέναντι στην κοινωνία και στην ικανότητά της να διαμορφώσει ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον.
Το κυρίαρχα συναισθήματα της γενιάς του Καρυωτάκη είναι η ανασφάλεια, ο ψυχικός κάματος, η δυσκολία προσαρμογής στην πραγματικότητα της ζωής, το αίσθημα του ανικανοποίητου και φυσικά της παρακμής, όπως αυτή εκδηλώνεται σε κάθε έκφανση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Έτσι, στο σονέτο του ο Καρυωτάκης, επιχειρεί με μια σειρά εικόνων να αποδώσει την αίσθηση διάλυσης που χαρακτηρίζει τον ίδιο, αλλά και συνολικότερα τη γενιά του. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε πως οι τρεις πρώτες στροφές ξεκινούν με το α πληθυντικού ρήμα «είμαστε», που υποδηλώνει πως ο ποιητής εκφράζει με τα λόγια του ένα ευρύτερο πλήθος ανθρώπων. «Είμαστε κάτι», σχολιάζει ο ποιητής, αφήνοντας την αόριστη αντωνυμία «κάτι» να υπονομεύσει την υπόστασή τους και να αποδώσει το αίσθημα παρακμής και παραίτησης που έχει κυριεύσει το μεγαλύτερο μέρος της γενιάς του. Είναι εμφανής η πικρία του ποιητή και η διάθεση σαρκασμού απέναντι στον εαυτό του και στους ομηλίκους του, όταν τους περικλείει όλους στην υποτιμητική απροσδιοριστία της λέξης «κάτι».
1η στροφή
Στην πρώτη στροφή του ποιήματός του ο Καρυωτάκης παρουσιάζει τους ανθρώπους της γενιάς του ως ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, θέλοντας να τονίσει την αδυναμία τους να λειτουργήσουν αρμονικά στο εχθρικό ιστορικό περιβάλλον της εποχής τους. Κιθάρες, που όταν τις διαπερνά ο άνεμος, αντί να παράγουν μελωδικούς ήχους, δημιουργούν παράφωνους ήχους και στίχους, μιας και οι χορδές τους κρέμονται σαν καδένες (αλυσίδες). Η παραφωνία που προκύπτει από τις διαλυμένες αυτές κιθάρες, βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με την εσωτερική διάθεση τόσο του ίδιου του ποιητή όσο και των ομοτέχνων του (η αναφορά στους παράφωνους «στίχους» μας παραπέμπει ειδικότερα στους ποιητές της εποχής).
Όπως μια διαλυμένη κιθάρα δεν μπορεί να δημιουργήσει μελωδικούς και αρμονικούς ήχους, έτσι και οι ποιητές της εποχής του Καρυωτάκη αδυνατούν να λειτουργήσουν ανεπηρέαστοι από το κλίμα παρακμής και διάλυσης που χαρακτηρίζει την πολιτεία στην οποία ζουν. Όταν περνάει ο άνεμος, όταν λαμβάνουν δηλαδή τα ποιητικά τους ερεθίσματα, καταλήγουν σε «παραφωνίες», σε κακής ποιότητας ποιήματα, καθώς τους είναι αδύνατο να δώσουν έργο αρμονικό και άρτιο, τη στιγμή που το είναι τους δονείται από τόσο αρνητικά συναισθήματα.
Η εικόνα επομένως με τις διαλυμένες κιθάρες, που οι χορδές τους έχουν φύγει από τη θέση τους και κρέμονται σαν καδένες (παρομοίωση), αποδίδει την εσωτερική κατάσταση των ποιητών της εποχής του Καρυωτάκη. Αίσθηση διάλυσης, αδυναμία ανταπόκρισης στο ρόλο τους, δυσαρμονία στην ποιητική τους παραγωγή, είναι μερικές από τις αναλογίες που προκύπτουν από τη σύγκριση μιας ξεχαρβαλωμένης κιθάρας με μια γενιά ποιητών που αδυνατεί πια να ανταποκριθεί στο ποιητικό της καθήκον.
2η στροφή
Στα πλαίσια της δεύτερης στροφής ο ποιητής δίνει μια ακόμη εικόνα με την οποία επιχειρεί να αποδώσει την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι άνθρωποι και ιδιαίτερα οι ποιητές της εποχής του. Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες (κεραίες), δηλώνει ο ποιητής, αποδίδοντας έτσι τον κυρίαρχο ρόλο των ποιητών κάθε εποχής, οι οποίοι καλούνται να γίνουν αποδέκτες των μηνυμάτων του καιρού τους.
Οι ποιητές ως ευαίσθητοι δέκτες αντιλαμβάνονται τα συναισθήματα, τις διαθέσεις και τις επιθυμίες των ανθρώπων της εποχής τους, και μπορούν κατόπιν να τα εκφράσουν όλα αυτά στην ποίησή τους.
Οι απίστευτες αυτές αντένες, υψώνονται σα δάχτυλα στο χάος και στην κορυφή τους αντηχεί το άπειρο. Όπως γίνεται αντιληπτό από την αναφορά στο «χάος» και το «άπειρο», τα μηνύματα που λαμβάνουν οι ποιητές είναι καταιγιστικά, χωρίς ειρμό, αρνητικής διάθεσης και με την έντασή τους ξεπερνούν τις ψυχικές αντοχές τους. Η κατάληξη επομένως «μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες» δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς οι ποιητές αδυνατούν να διαχειριστούν όλον αυτόν το συναισθηματικό κυκεώνα που τους κατακλύζει και καταρρέουν.
Η εικόνα αυτή με τις κεραίες που πέφτουν σπασμένες υπό το βάρος και την ένταση των μηνυμάτων που λαμβάνουν, αποδίδει εξαιρετικά την κατάσταση που επικρατούσε στα χρόνια του ποιητή. Μια κοινωνία με πολλαπλά προβλήματα, ένας λαός βασανισμένος και παγιδευμένος σε μια αδιέξοδη κατάσταση, φέρνουν τους ποιητές σε απόγνωση. Η απελπισία των ανθρώπων, η απαισιοδοξία τους απέναντι στις δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν, η απουσία οποιασδήποτε ελπίδας για το μέλλον, αντηχούν και πολλαπλασιάζονται στην ψυχή των ποιητών, οδηγώντας τους σε πλήρη αδυναμία να αποδώσουν το τραγικό κλίμα της εποχής τους.
Ας μην ξεχνάμε πως πρόκειται για μια εποχή που οι ποιητές απογοητευμένοι από την κοινωνία κι από την αποτυχία της να διασφαλίσει θετικές προοπτικές για τους πολίτες της, αποποιούνται την κοινωνική διάσταση της ποίησής τους και στρέφονται προς τον εαυτό τους. Η γενιά του μεσοπολέμου μας δίνει ποίηση εσωτερική, ατομική και με έντονη την αίσθηση της απαισιοδοξίας.
3η στροφή
Οι σπασμένες αντένες, που αποδίδουν τον ψυχικό τραυματισμό και θρυμματισμό των ποιητών, ακολουθούνται από μια ευρύτερη εικόνα σ’ αυτή τη στροφή. Οι ποιητές πλέον παρουσιάζονται ως διάχυτες αισθήσεις, που δεν έχουν καμία ελπίδα να συγκεντρωθούν. Έτσι, από τη συγκεκριμένη εικόνα με τις αντένες, περνάμε σε μια πιο αφηρημένη σύλληψη, που έρχεται να αποδώσει τον κατακερματισμό και τη διάλυση της υπόστασης των ποιητών. Οι αισθήσεις τους δεν αποτελούν πια μια ολότητα, δε λειτουργούν ως συντονισμένα μέσα για την πρόσληψη και κατανόηση του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος, έχουν διαχυθεί, μη μπορώντας πια να επανέλθουν στην πρότερη αρμονική τους λειτουργία.
Ο Καρυωτάκης εδώ αποδομεί την υπόσταση των ποιητών παρουσιάζοντας τις αισθήσεις (τα μέσα αντίληψης) και τα νεύρα τους (δίοδοι μεταφοράς των μηνυμάτων που λαμβάνονται με τις αισθήσεις), σε μια κατάσταση αποσυντονισμού και διάλυσης. Στα νεύρα των ποιητών είναι μπλεγμένη όλη η φύση, υπό την έννοια πως οι ποιητές δεν γίνονται αποδέκτες μόνο των κοινωνικών μηνυμάτων, αλλά υπόκεινται και στα ποικίλα κελεύσματα της φύσης. Το κάλεσμα της φύσης για ζωή, για ευδαιμονία, για έρωτα και αγάπη, εντείνει την εσωτερική σύγχυση των ποιητών που αδυνατούν να συμβιβάσουν την ατομική τους ύπαρξη με τα συγκεχυμένα μηνύματα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος και τον ιδιαίτερο ρόλο που έχουν να επιτελέσουν ως εκφραστές της εποχής τους.
4η στροφή
Η καταληκτική στροφή μας φέρνει στα αποτελέσματα όλης αυτής της σύγχυσης και της διάλυσης που βιώνουν οι ποιητές. Η θύμηση του παρελθόντος τους προκαλεί τέτοιας έντασης πόνο, ώστε ο ποιητής τον παρουσιάζει ως σωματικό (στο σώμα), για να δείξει εναργέστερα την οξύτητά του. Είναι σαφής η ωραιοποίηση του παρελθόντος που γίνεται εδώ, καθώς -όπως συμβαίνει συχνά- οι άνθρωποι έχουν την τάση να θεωρούν τις περασμένες εποχές καλύτερες, λησμονώντας τα προβλήματα και τις δυσκολίες που πάντοτε υπάρχουν. Η αλήθεια είναι βέβαια πως στα χρόνια του Καρυωτάκη η Ελλάδα δοκιμαζόταν σκληρά, μιας και πάσχιζε να επουλώσει τις πληγές του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου.
«Μας διώχνουνε τα πράγματα», σχολιάζει ο ποιητής, αναφερόμενος φυσικά στην πραγματικότητα, η οποία πληγώνει τους ποιητές με τη σκληρότητά της και τους απωθεί. Μπροστά στην οικονομική κατάρρευση, τη διάψευση κάθε ελπίδας για το μέλλον και της παρακμής που διατρέχει κάθε κοινωνική έκφανση, η μόνη διαφυγή που υπάρχει είναι η ποίηση. Κι όμως ο ποιητής καθιστά σαφές πως η ποίηση δεν είναι γι’ αυτούς παρά το καταφύγιο που αποζητούν, αλλά παραμένει απρόσιτο και καταλήγουν να το φθονούν.
Ο φθόνος απέναντι στην Ποίηση, έρχεται να αποκαλύψει την πλήρη αδυναμία τους να εισέλθουν στον κόσμο της αρμονίας, της ουσιαστικής έκφρασης και απόδοσης των συναισθημάτων. Οι θετικές όψεις της ποίησης που μπορούν να προσεγγιστούν μόνο από εκείνους που διαθέτουν την αναγκαία ψυχική γαλήνη και συγκρότηση, διαφεύγουν επίμονα από τους ποιητές αυτής της εποχής, που βιώνουν μια τραγική αίσθηση εσωτερικής διάλυσης. Πώς θα μπορούσαν οι ποιητές αυτοί, που ζουν σε μια καταρρέουσα κοινωνία, να φτάσουν στο επίπεδο της αρμονικής έκφρασης και άρτιας δόμησης, που εκπροσωπείται από την ποίηση;
Για τον Καρυωτάκη είναι σαφές πλέον πως η εξωτερική παρακμή έχει καθρεφτιστεί στον εσωτερικό τους κόσμο, στερώντας τους τη δυνατότητα να επανέλθουν στην κατάσταση πνευματικής και ψυχικής συγκρότησης, που χαρακτήριζε τους δημιουργούς των περασμένων εποχών. Η Ποίηση, η δημιουργία, η τέχνη, είναι απρόσιτες και ανέφικτες για ανθρώπους που βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση παρακμής, παραίτησης και απελπισίας.
Η Ποίηση παραμένει, όχι μόνο απρόσιτη, αλλά και ως διαρκής υπενθύμιση πως κάποτε οι τεχνίτες του λόγου, είχαν πετύχει μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική και την ατομική τους υπόσταση.
Είναι εμφανής βέβαια η ειρωνική διάθεση του ποιητή, όταν παρουσιάζει την εσωτερική κατάρρευση των ποιητών, συνθέτοντας ένα άρτιο σονέτο, σύμφωνο με όλους τους κανόνες της παραδοσιακής ποίησης. Γιατί ακόμη κι αν ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά η ποίησή του παραπέμπει στις περασμένες εποχές, η πικρία και η αποσύνθεση του περιεχομένου, αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία πως η ποίηση του παρελθόντος στέκει πια ως ένα ανέφικτο ιδανικό.
Με τη χρήση συμβόλων ο Καρυωτάκης κατορθώνει να αποδώσει άριστα τη συναισθηματική κατάσταση των ποιητών και τον τρόπο που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους, αλλά και την ποιητική τους παραγωγή. Τα σύμβολα που αποδίδουν την κατάσταση των ποιητών είναι κατά σειρά «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», «απίστευτες αντένες», «διάχυτες αισθήσεις». Ενώ το ποιητικό τους έργο παρουσιάζεται με τους «παράφωνους στίχους και ήχους», της ξεχαρβαλωμένης κιθάρας.
ΠΗΓΗ: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Κυριακή 10 Μαρτίου 2013
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Η ποίηση
του Κώστα Καρυωτάκη εκφράζει μ’ έναν ιδιότυπα σύγχρονο τρόπο το συλλογικό και
προσωπικό αδιέξοδο ενός κόσμου που τότε, στις αρχές του 20ου αιώνα, είχε
πολλά κοινά στοιχεία με το δικό μας. Φαίνεται ότι ακόμα κι αν δεν ευσταθεί
ιστορικά αλλά ούτε επιστημονικά, στο
πέρασμα της εκατονταετίας εκκολάπτονται συνήθως κοσμογονικές αλλαγές, ώστε να βγουν
στο φως τα πολιτικά αδιέξοδα, η φθορά των ιδανικών, οι διαμαρτυρίες και
επαναστατικές πράξεις για ελευθερία και ισότητα, η εμφάνιση ή η αναζωπύρωση
φασιστικών ιδεολογιών με όλα τα συμπαρομαρτούντα που θα οδηγήσουν εν τέλει στον αναπόφευκτο θάνατο του παλιού γερασμένου
κόσμου και στην εμφάνιση του νέου -καλύτερου ή χειρότερου-.
Ταυτόχρονα όμως
συνυπάρχουν ή γεννιούνται σπουδαίες μορφές
της τέχνης και του πολιτισμού που αφήνουν ανεξίτηλο στίγμα στους επιγόνους
τους.
Σε τέτοιες
συνθήκες -βαλκανικοί πόλεμοι, δικτατορία Πάγκαλου, Μικρασιατική καταστροφή, νεοσύστατη
σοσιαλιστική οργάνωση στη Ρωσία- εμφανίστηκε στα γράμματα ο Καρυωτάκης, που με εντελώς ξέχωρο δικό του ύφος, απαλλαγμένο από
τη μεγαλοστομία, το στόμφο και το στείρο διδακτισμό καταξιωμένων παρνασσιστών, λιτό και γυμνό αλλά
ταυτόχρονα βαθιά λυρικό και τρυφερό, αναδείκνυε με αριστουργηματικό (αυτο)σαρκασμό την τραγικότητα της ύπαρξης, την
ασυδοσία του κατεστημένου, την περιφρόνηση απέναντι σε θεσμούς και ήθη που δυνάστευαν την
ανάγκη του ανθρώπου για ψυχική ανάταση
και ευτυχία.
Εσωστρεφής,
μελαγχολικός και μοναχικός, χωρίς ωστόσο να περιχαρακώνεται με την πένα του στο
ιδιωτικό οχυρό του, υπήρξε δραστήριος
συνδικαλιστικά στο χώρο της Αριστεράς και έγινε μια περίοδο γραμματέας του κλάδου
του.
Η ποίηση
του Καρυωτάκη, αν αφορούσε τις μέρες μας θα μπορούσε -έστω και παρακινδυνευμένα- να
χαρακτηριστεί ως ποίηση της ήττας ενώ
η αυτοκτονία του στην Πρέβεζα το 1928, είτε λόγω της εύθραυστης ιδιοσυγκρασίας του, είτε λόγω
της ασθένειάς του, ήταν μια ξεκάθαρη πράξη διαμαρτυρίας, όχι μόνο εξαιτίας του
αδιεξόδου που βίωνε στο κλειστό και πιεστικό περιβάλλον της επαρχίας, αλλά και
ένα συνειδητό διάβημα ενάντια στο κράτος
που δεν έδινε ούτε κατά διάνοια τη δυνατότητα στο δημόσιο υπάλληλο να υπάρχει
εκτός των ανελαστικών τειχών του.
Όπως κι αν
είναι η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα επηρέασε τους ομοτέχνους του και άνοιξε νέους ορίζοντες
σε σπουδαίους ποιητές της επόμενης γενιάς, όπως ήταν ο Σεφέρης και ο Ελύτης.
O Kαρυωτάκης δεν άφησε πλήθος έργων πίσω του. Σχετικά μ' αυτό, στο προλογικό
σημείωμα
μιας παλιότερης έκδοσης με αφορμή τα πενήντα χρόνια από το θάνατό του,
(1928-1978) γράφει ο Τάσος Βουρνάς:
«Ήταν ένας μεγάλος
της ποίησης, με τρομακτική ευαισθησία στις δημιουργικές του χορδές, που χάθηκε
ενσυνείδητα πρόωρα. Η ποίηση γι’ αυτόν ήταν επώδυνη γέννα κι όχι η στιχουργική
ευκοιλιότητα, που χαρακτηρίζει τους εκπροσώπους της εποχής εκείνης στην Ελλάδα.
Ας μου συγχωρηθεί η ασέβεια για όλους εκείνους που έχουν κάνει την ποίηση μεροκάματο.
Δεν είναι. Οι μεγάλοι του ποιητικού χώρου
είναι και ολιγογράφοι, κοσκινίζουν αδιάκοπα το έργο τους, ώσπου να μείνουν τα ψήγματα
του χρυσού, όπως στο κόσκινο του χρυσοθήρα μένει το πολύτιμο μέταλλο, μετά την έκπλυση
του χώματος.
Όταν ο ίδιος
ο δημιουργός δεν ελέγχει την ποσότητα της παραγωγής του, όπως το κάνει ο Καρυωτάκης,
τη δουλειά αυτή την αναλαμβάνει ο χρόνος με υψηλό αίσθημα δικαιοσύνης. Από τους
ποιητές της παράδοσής μας ο Σολομός είναι ο κατ’εξοχήν αυτοελεγχόμενος και
κάποτε μάλιστα με μιαν ανήκουστη σκληρότητα, όταν σε σελίδες ολόκληρες χειρογράφων
του, που δημοσιεύτηκαν από τη φιλολογική έρευνα των ημερών μας, διακρίνονται οι
βίαιες διαγραφές μ’ ένα Χ από πάνω ως κάτω, ενώ η λέξη σκατά αποτελεί την
αυτοκριτική του ποιητή.
Ο Κάλβος, ο
άλλος αυτός μέγας της παράδοσης, ποιητής σκοπιμοθηρικός, δεν ξέφυγε από τα τομίδια
της Λύρας και των Ωδών
του. Αντίθετα ο Παλαμάς έχει σπείρει
με στίχους πέντε δεκαετίες από δυο σύστοιχους αιώνες, χωρίς ν’ ανησυχεί για την
πλημμύρα αυτή της ποίησης που, σαν χείμαρρος μετά τη βροχή, κατεβάζει άνθη, αγκάθια,
κοτρόνια, αλλά και ετερόκλητα αντικείμενα.
Και σήμερα ένα
από τα πιο αχάριστα προβλήματα της κριτικής είναι το έργο του Προκρούστη, που κόβει
απ’ το παλαμικό έργο και τελειωμό δεν έχει.Τι θα επιζήσει στο μέλλον; Ιδού το
πρόβλημα. Από τους ποιητές-ποταμούς προκύπτει άμεσα θέμα επιβίωσης τούτου ή εκείνου
του μέρους του έργου τους ενώ για τον Καβάφη ή τον Καρυωτάκη (για να παραμείνει
ο λόγος μόνο γύρω από τους νεκρούς) τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει.
Στην ποίηση
η ποσότητα είναι σχεδόν πάντοτε σε βάρος της ποιότητας».
Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013
ΜΕ ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ ΤΟΥ ΕΝΤΓΚΑΡ
Με το Κοράκι του Έντγκαρ ν’ αφήνει μια αυλακιά στη σκέψη μου έγερνα σε προσκέφαλα καταραμένων
Τόσες εποχές στην κόλαση μόνη
Παραπλέοντας
στο μεθυσμένο καράβι του κακοτράχαλου Αρθούρου
Ποτέ δεν κατάφερα
να σταθώ ακίνητη, δε γεννήθηκα δέντρο
του ΈζραΑν είχα ρίζες θ’ απλώνονταν σε περιτύλιγμα αδέξιων στιγμών
Γι’ αυτό
ποτέ δεν πίστεψα ότι οι άνθρωποι είναι
δάση
Κι ας
περπατούσα χρόνια κάτω από καχεκτικές
σκιές κλαδιών
Λίγες φορές συνάντησα τη γενναιοδωρία σε
πλατύφυλλες χειρονομίες
Έγινα
ταξιδευτής για χρόνια στην ανεπάρκεια του έρωτα
Βάρυνε από
τότε ο κόσμος μέσα μου, παραπατώντας έχανε το βήμα του, ενώ
δυστυχισμένος ο Τσαρλς Πιερ έγραφε γι’ αυτούς που φεύγαν για να φύγουν
δυστυχισμένος ο Τσαρλς Πιερ έγραφε γι’ αυτούς που φεύγαν για να φύγουν
Όχι, δεν
έμαθα που πάει αυτός ο κόσμος κι ας ερχόταν με πατρογονική γνώση.
Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013
O ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑΝ ΠΟΕ
Γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1809 και ορφάνεψε πριν κλείσει τα δυο του χρόνια (και απ’ τους δυο γονείς οι οποίοι ήταν θεατρίνοι). Τον μεγάλωσε ένας πλούσιος έμπορος με το όνομα Τζων Άλλαν –εξ΄ου και το μεσαίο όνομα Άλλαν πριν το Πόε- με τον οποίο βρισκόταν σε μόνιμη διαμάχη. Στην αρχή ο μικρός Έντγκαρ έζησε στη Βιρτζίνια με την οικογένεια Άλλαν ενώ τα επόμενα πέντε χρόνια μετακόμισε μαζί τους στη Σκωτία και Αγγλία.
Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων φοίτησε σε δύο αγγλικά σχολεία ενώ το 1826 φοίτησε μόνο για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. Το 1827 γράφτηκε στη στρατιωτική ακαδημία του Γουέστ Πόιντ ενώ οι σχέσεις με το πατριό του πήγαιναν απ΄το κακό στο χειρότερο. Απ’ την ακαδημία διώχθηκε τον επόμενο χρόνο εξαιτίας ενός σκανδάλου που δημιούργησε και τελικά το 1830 εγκατέλειψε οριστικά την οικογένεια Άλλαν.
Η πρώτη του δημοσίευση εκείνη την περίοδο ήταν μια ποιητική συλλογή με τίτλο Ταμερλάνος και άλλα ποιήματα ενώ το δεύτερο ποιητικό του βιβλίο είχε τίτλο Al Aaraaf. Την ίδια περίοδο μετακόμισε στο σπίτι της θείας του και της πρώτης του ξαδέλφης στη Βαλτιμόρη και ήρθε σε επαφή με το έργο άλλων ρομαντικών ποιητών ενώ ταυτόχρονα έγραφε πεζά κείμενα και διηγήματα. Δούλεψε ως συντάκτης σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, καταξιώθηκε ως κριτικός όμως η στενή σχέση του με το αλκοόλ καθώς και τα δυσβάσταχτα οικονομικά του χρέη δημιουργούσαν διαρκώς προβλήματα στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή.
Γύρω στα 1835 παντρεύτηκε τη δεκατριάχρονη πρώτη του ξαδέλφη στο σπίτι της οποίας ζούσε και έμειναν μαζί περίπου δώδεκα χρόνια ως το 1847 που εκείνη πέθανε από φυματίωση.
Το 1845 εκδίδει Το κοράκι με το οποίο ενώ αναγνωρίζεται και καθιερώνεται λογοτεχνικά ελάχιστα οικονομικά οφέλη έχει ο ίδιος. Ένας αποτυχημένος αρραβώνας έχει καταγραφεί επίσης στο ενεργητικό του με την ποιήτρια Σάρα Έλεν Ουίτμαν και ένας παρ΄ολίγον γάμος που δεν έγινε λόγω του περίεργου θανάτου του το 1849 από ανεπιβεβαίωτη αιτία με πιο πιθανή εκδοχή τον αλκοολισμό. Τα στοιχεία σχετικά με τη ζωή του Πόε δεν έχουν επαληθευτεί από επίσημα έγγραφα ή πηγές. Οι βιογραφίες που γράφηκαν γι΄αυτόν τον παρουσιάζουν ως ανάξιόπιστο, μισάνθρωπο, διεφθαρμένο και αλκοολικό.
Ωστόσο ο Πόε επηρέασε με το έργο του το παρόν και το μέλλον της αμερικάνικης λογοτεχνίας και έθεσε τις λογοτεχνικές βάσεις για το αστυνομικό μυθιστόρημα και τη συγγραφή ιστοριών τρόμου και φαντασίας. Ο Έλλιοτ εκτίμησε κυρίως το κριτικό του έργο ενώ ο Μαρκ Τουαίην τον έκρινε αυστηρά. Απέκτησε αξιοσημείωτη φήμη στην Ευρώπη και κυρίως στη Γαλλία όπου εκεί άσκησε μεγάλη επίδραση στο συμβολισμό.
stavronia
Το Κοράκι
Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
"Κανένας ξένος", σκέφτηκα "οπού χτυπά τη πόρτα,
τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ' άλλο".
Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη την κόρη
όπως οι αγγέλοι την καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.
Και τ' αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ' άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: "Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι".
Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
"Κύριε" είπα, "ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα"
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη την πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ' άλλο.
Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι "Ελεονόρα" μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που 'βγαινε απ' τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ' άλλο.
Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
"Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω,
θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ' άλλο.
'Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν' αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ' άλλο.
Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
"Χωρίς λοφίο", ρώτησα, "κι αν είν' η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ' όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ' όνομά σου!"
Και το κοράκι απάντησε: "Ποτέ από 'δω και πια".
Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν' ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση που μου 'δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
"Ποτέ πια".
Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να 'ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: "Ποτέ πια", γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
"Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να 'ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις".
Μα το πουλί απάντησε: "Ποτέ από δω και πια".
Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου 'πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
"Σίγουρα" σκέφτηκα, "αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ' το τραγούδι
που θα 'λεγεν ολημερίς και του 'καμε να λέει
λυπητερά το "Ποτέ πια" για τη χαμένη ελπίδα".
Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ' έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ' όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ' απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
"Ποτέ Πια!".
Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου δε θ' ακουμπήσει
πια!
Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να 'ταν μυρωμένος
από 'να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
και Σεραφείμ το κούναγαν και τ' αλαφρά τους πόδια
ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
"Ναυαγισμένε" φώναξα, "αναβολή σου στέλνει
με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα.
Πιες απ' το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
εκείνην όπου χάθηκε". Και το Κοράκι είπε:
"Ποτέ από δω και πια!".
Είπα: "Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ
είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
αλλ' άφοβε, στον κόσμο αυτό που κατοικεί ο Τρόμος,
πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!", μα κείνο απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!".
"Προφήτη", είπα, "δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ' ορκίζω,
που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
πες μου αν στον Παράδεισο θε ν' αγκαλιάσω κείνη,
εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα";
Και το κοράκι απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!".
"Ας γίν' η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις",
εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του.
"Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
ούτ' ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν' αφήσεις
ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
βγάλ' απ' τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που 'χεις μπήξει
και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!"
Και το Κοράκι απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!".
Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
στης Αθηνάς την προτομή απάνω από την πόρτα
και τ' αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
να βγει απ' τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
που φαίνεται στο πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!
Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
"Κανένας ξένος", σκέφτηκα "οπού χτυπά τη πόρτα,
τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ' άλλο".
Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη την κόρη
όπως οι αγγέλοι την καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.
Και τ' αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ' άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: "Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι".
Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
"Κύριε" είπα, "ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα"
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη την πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ' άλλο.
Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι "Ελεονόρα" μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που 'βγαινε απ' τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ' άλλο.
Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
"Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω,
θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ' άλλο.
'Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν' αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ' άλλο.
Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
"Χωρίς λοφίο", ρώτησα, "κι αν είν' η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ' όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ' όνομά σου!"
Και το κοράκι απάντησε: "Ποτέ από 'δω και πια".
Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν' ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση που μου 'δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
"Ποτέ πια".
Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να 'ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: "Ποτέ πια", γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
"Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να 'ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις".
Μα το πουλί απάντησε: "Ποτέ από δω και πια".
Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου 'πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
"Σίγουρα" σκέφτηκα, "αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ' το τραγούδι
που θα 'λεγεν ολημερίς και του 'καμε να λέει
λυπητερά το "Ποτέ πια" για τη χαμένη ελπίδα".
Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ' έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ' όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ' απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
"Ποτέ Πια!".
Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου δε θ' ακουμπήσει
πια!
Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να 'ταν μυρωμένος
από 'να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
και Σεραφείμ το κούναγαν και τ' αλαφρά τους πόδια
ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
"Ναυαγισμένε" φώναξα, "αναβολή σου στέλνει
με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα.
Πιες απ' το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
εκείνην όπου χάθηκε". Και το Κοράκι είπε:
"Ποτέ από δω και πια!".
Είπα: "Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ
είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
αλλ' άφοβε, στον κόσμο αυτό που κατοικεί ο Τρόμος,
πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!", μα κείνο απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!".
"Προφήτη", είπα, "δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ' ορκίζω,
που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
πες μου αν στον Παράδεισο θε ν' αγκαλιάσω κείνη,
εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα";
Και το κοράκι απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!".
"Ας γίν' η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις",
εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του.
"Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
ούτ' ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν' αφήσεις
ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
βγάλ' απ' τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που 'χεις μπήξει
και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!"
Και το Κοράκι απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!".
Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
στης Αθηνάς την προτομή απάνω από την πόρτα
και τ' αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
να βγει απ' τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
που φαίνεται στο πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!
Μετάφραση: Κώστας
Ουράνης
ΠΗΓΗ: Περί...γραφής
Κυριακή 3 Μαρτίου 2013
ΙΖΙΝΤΟΡ ΝΤΥΚΑΣ (ISIDORE LUCIEN DUKASSE) (ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ)
Γεννήθηκε στην
Ουρουγουάη από οικογένεια εύπορη, με αξιόλογη περιουσία και στη διάρκεια της πολύ
σύντομης ζωής του -έζησε μόνο είκοσι τέσσερα χρόνια- έγραψε Τα άσματα του Μαλντορόλ (1869).
Τα Άσματα του Μαλντορόρ
ΠΗΓΗ: Λόγος και τέχνη
Πρόκειται για
έξι άσματα γραμμένα σε μορφή πεζού λόγου αλλά με ποιητικό ύφος, έργα προκλητικά
που δε δημοσιεύτηκαν ποτέ στη Γαλλία εξαιτίας του φόβου ποινικών διώξεων ή σύμφωνα
με άλλη εκδοχή λόγω οικονομικών διενέξεων.
Σ' αυτά κυριαρχεί η αναμόχλευση συναισθημάτων, παθών, επιθυμιών σε μια αχανή πορεία του νου, είναι ένας παραληρηματικός πεζο-ποιητικός λόγος προς την υπέρβαση και το ανέφικτο.
Για πρώτη
φορά δημοσιεύτηκε ένα μέρος τους το 1885 από το Max Waller στη βελγική επιθεώρηση Jeune Belgique.
Σ’ αυτά ο
Ντυκάς χρησιμοποιεί για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Λωτρεαμόν με το οποίο καθιερώνεται
αργότερα στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Το έργο αυτό
έγινε γνωστό σχεδόν τυχαία από τους σουρεαλιστές του 1917, ενώ ο συγγραφέας του
χαρακτηρίστηκε ως ο πατέρας του σουρεαλισμού.
Ο ίδιος δημοσίευσε
το 1870 τη συλλογή Ποιήματα και τον ίδιο χρόνο πέθανε, πιθανότατα από κάποια
μολυσματική ασθένεια.
Τα στοιχεία
πάντως γύρω από την προσωπικότητα αυτού του σπουδαίου λογοτέχνη εξακολουθούν να
παραμένουν ως τις μέρες μας σκοτεινά.
stavronia
Μέσα στο φως όλα
τα ληξιαρχικά στοιχεία ξεθωριάζουν. Κι όμως υπήρχε ο Isidore-Lucien Ducasse. Η
ληξιαρχική πράξη του θανάτου του γραμμένη από το χέρι κάποιου υπαλλήλου του
Δήμου Παρισίων κάτω από την μελαγχολική ημερομηνία, 24 Νοέμβρη 1870 στερεί το
Πάνθεον από έναν ημίθεο.
Γιατί αν δεν είχε
βρεθεί αυτό το καταραμένο ντοκουμέντο τίποτα μα τίποτα δε θα μαρτυρούσε τη
γήινη προέλευση του Ducasse και ακόμα περισσότερο το ανθρώπινο τέλος του. Είναι μάλλον ανόητο να επιχειρήσει κανείς να
αναλύσει κριτικά τα «ΑΣΜΑΤΑ του ΜΑΛΝΤΟΡΟΡ» δηλαδή το προϊόν μιας διαταραγμένης
μεγαλοφυίας που αποσπασματικά εκτόξευε ρουκέτες ακατάσχετου συναισθήματος. Από χρόνια έχουμε πάψει να πιστεύουμε πως οι
ποιητές είναι προφήτες. Αυτό ισχύει και
για τον κόμη Λωτρεάμον. Αυτός απλά ήταν
ένας προφήτης που έγραφε ποιήματα. Και
ήταν προφήτης ο Isidore-Lucien Ducasse γιατί πολλά χρόνια πριν την θεωρητική
διατύπωση του Υπερεαλιστικού Μανιφέστου άνοιγε μόνος του τη μυστική πόρτα του
υποσυνείδητου και ορμούσε ακάθεκτος στη παραμυθένια χώρα της
υπερπραγματικότητας. Την εποχή εκείνη ο
Φρόυντ, ο άνθρωπος που θα νομιμοποιούσε επιστημονικά την ύπαρξη του φανταστικού
κόσμου σαν μέρος της καθόλου πραγματικότητας ήταν ακόμα μαθητής λυκείου.
Λωτρεαμόν λοιπόν,
ο πατέρας της αμφισβήτησης, μια πρώιμη μεγαλοφυΐα που ανάμεσα στις μέτριες
επιδόσεις του στην πολυτεχνική σχολή, τις βραδινές του περιπλανήσεις στο εύθυμο
Παρίσι της δεκαετίας του '60 και τις ατέλειωτες μελέτες του στο πιάνο,
εμπνεύστηκε τα «ΑΣΜΑΤΑ του ΜΑΛΝΤΟΡΟΡ» που τον πολιτογράφησαν με μιας στον κόσμο
των θεών χωρίς σχεδόν καμιά αμφισβήτηση. Φαίνεται πως ήταν τα χρόνια που γεννιόνταν θεοί η δεκαετία του '60. Ο
Αραγκόν, διαβάζω στα «ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ» του Ο. Ελύτη, χαρακτήριζε το «1868»
μαγική χρονιά. Πράγματι τα δύο μεγαλύτερα ποιητικά φαινόμενα εμφανίσθηκαν τότε:
ΡΕΜΠΩ και ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ.
Ποιήματα Ι
Αντικαθιστώ την
μελαγχολία με το θάρρος, την αμφιβολία με τη βεβαιότητα, την απελπισία με την
ελπίδα, την κακία με το καλό, τα παράπονα με το καθήκον, το σκεπτικισμό με την
πίστη, τις σοφιστείες με την ψυχρότητα της ηρεμίας και την αλαζονεία με την
ταπεινοφροσύνη.
Όλο το νερό της
θάλασσας δεν θα έφτανε να ξεπλύνει μία κηλίδα διανοητικού αίματος.
Τα συναισθήματα
είναι η ατελέστερη μορφή στοχασμού από όσες μπορεί να φανταστεί κανείς.
Το καλό γούστο
είναι η θεμελιώδης αρετή που συνοψίζει όλες τις υπόλοιπες. Είναι το nec plus ultra (αποκορύφωμα) της ευφυΐας.
Ποιήματα ΙΙ
Αρχή των
θρησκευτικών λατρειών είναι η έπαρση.
Η αγάπη δεν είναι
η ευτυχία.
Η αμφιβολία είναι
φόρος τιμής στην ελπίδα.
Η δύναμη της
λογικής φαίνεται καλύτερα σε αυτούς που τη γνωρίζουν παρά σε εκείνους που την
αγνοούν.
Η ποίηση πρέπει
να έχει ως στόχο την πρακτική αλήθεια.
Οι μεγάλες
σκέψεις πηγάζουν από τη λογική.
Πέρα από την
αλήθεια, δεν γνωρίζω άλλο εμπόδιο που να ξεπερνά τις δυνάμεις του ανθρώπινου
πνεύματος.
Στη δυστυχία οι
φίλοι πληθαίνουν.
Τα πάντα ζουν από
τη δράση.
ΠΗΓΗ: Λόγος και τέχνη
Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΡΕΜΠΩ
Ο Ρεμπώ υπήρξε μια από τις πιο αμφισβητούμενες και αντιφατικές μορφές της ποίησης εξαιτίας του τρόπου ζωής του παρόλο που αποθεώθηκε για τους στίχους του στις ελάχιστες ποιητικές συλλογές που φέρουν την υπογραφή του, στίχοι που μοιάζουν με παραλήρημα μιας διαρκώς επαναστατημένης ψυχής.
Ακροβατώντας στην κόψη του αυτοσαρκασμού και της τρέλας, καταδίκασε μέσω του ποιητικού του λόγου την ομορφιά, την εξουσία, τη δικαιοσύνη, τη θρησκεία, την πατρίδα.
Ταξίδεψε στο μεγαλύτερο μέρος της σύντομης ζωής του σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, με τελευταίο μακρινό προορισμό πριν το θάνατό του την Αφρική, αναζητώντας διακαώς ''τον άλλο του εαυτό'' έξω από κοινωνικές συμβάσεις και αποδοχές προτύπων. Λίγα χρόνια πριν, σε ηλικία δεκαεπτά ετών (1871) είχε γράψει το Μεθυσμένο καράβι που τον καθιέρωσε στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και μετάλλαξε τη βαριά και σκοτεινή τροχιά της ποίησης αλλά και του πεζού λόγου, απελευθερώνοντας και οδηγώντας τη συγγραφική πορεία με εκρηκτικό τρόπο σε οραματισμούς και παραισθήσεις φαντασιώσεων.
Θεωρείται από τον Αλμπέρ Καμύ ως ο σημαντικότερος ποιητής της εξέγερσης και αυτή την αίσθηση αφήνει το μοναδικό έργο που εξέδωσε ο ίδιος με τίτλο Μια εποχή στην κόλαση.
Ο Πωλ Βαλερύ εύστοχα είπε γι',αυτόν ότι όλη η γνωστή λογοτεχνία είναι γραμμένη στη γλώσσα της κοινής λογικής εκτός απ' αυτήν που έχει γράψει ο Ρεμπώ.
Και σήμερα όμως, παρότι όχι ιδιαίτερα γνωστός και μεταφρασμένος στη χώρα μας, αποτέλεσε και αποτελεί πηγή έμπνευσης για συγραφείς, ζωγράφους, μουσικούς.
Ο Πάμπλο Πικάσο, ο Αντρέας Μπρετόν, ο Ζαν Κοκτό αλλά και ο Τζιμ Μόρισσον, ο Κουρτ Κομπέιν,
ο Μπομπ Ντύλαν, επηρρεάστηκαν απ' τη λάμψη του μύθου του.
Για την απόλυτη ροκ σταρ Πάτυ Σμιθ ήταν ο πρώτος πανκ ποιητής που μίλησε σε εποχές συντηρητισμού και πουριτανισμού, όταν η θέση της γυναίκας δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα που γνωρίζουμε σήμερα, για απελευθέρωσή της από τη μακροχρόνια δουλεία των αντρών.
Άλλωστε ποιος μπορεί να διαφωνήσει ότι όλοι οι μπήτνικ καλλιτέχνες της δεκαετίας του 60, όπως ο Τζακ Κέρουακ, ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ή ο Γουίλλιαμ Μπάροουζ δεν επηρεάστηκαν στη συγγραφή αλλά και στη ζωή τους από τον πρωτοπόρο Ρεμπώ;
Ένα από τα πιο ελεύθερα πνεύματα όλων των εποχών ο Αρθρούρος Ρεμπώ χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως τέρας ανηθικότητας εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του, της αθυροστομίας του, του αλκοολισμού και της αντικοινωνικότητάς του, ο ίδιος όμως τελικά έζησε έτσι όπως ήθελε γιατί ελευθερία για κείνον δε σήμαινε δικαίωμα στην επιλογή μιας ζωής σύμφωνα με κοινωνικά status, αλλά σύμφωνα με τα δικά του προσωπικά κριτήρια ακόμα κι αν αυτό σήμαινε αυτοκαταστροφή και θάνατο.
Ήταν μάλλον μοιραίο λοιπόν να υποφέρει λίγο πριν φύγει οριστικά, μετά τη διάγνωση των γιατρών για καρκίνο στα οστά και ακρωτηριασμό του ποδιού του, όπως υπέφερε και κατά τη διάρκεια της ζωής του ακολουθώντας αποκλειστικά το δικό του καταραμένο άστρο και αφήνοντας πολλά ερωτηματικά όχι για το μέγεθος και την αξία του έργου του -αυτό ανήκει στο Πάνθεο της λογοτεχνικής σφαίρας- ούτε, μιλώντας βέβαια σε παρόντα χρόνο,για την εκρηκτικότητα και την ιδιαιτερότητα του τρόπου ζωής του -ακόμα και σήμερα φαντάζει πιο αιρετικός και πιο επαναστάτης από πολλούς σύγχρονους αιρετικούς και επαναστάτες- όσο για κάποιες επιλογές του, όπως το ότι εγκατέλειψε σε νεαρή ηλικία την ποίηση ή ότι έγινε λαθρέμπορος όπλων σε μια καλύβα στην Αφρική .
Στην επιτύμβια πλάκα στον τάφο του στη Σαρβίλ αναγράφεται η φράση: "Προσευχηθείτε γι' αυτόν''.
Πώς ερμηνεύεται όμως αυτή η φράση, όταν αναφερόμαστε σε έναν ύψιστης αξίας καλλιτέχνη και μάλιστα άθεο;
ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Σε Ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
μ’ αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι ανθρώποι:
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι.
Έγνοια καμμιά για πλήρωμα δεν είχα εγώ, γεννήματα
φλαμανδικά κι εγγλέζικα μπαμπάκια είχα φορτίο.
Μια και με τους ανθρώπους μου τελειώσαν τα καθέκαστα,
όπου ’θελα κι οι Ποταμοί μ’ αφήκανε να φύγω.
Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσυ το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερρσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.
Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.
Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.
Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,
όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!
Οι ξεσκισμένοι απ’ αστραπές γνωστοί μού είν’ ουρανόθολοι
τα ρέματα κι οι σίφουνες, γνωστό μου και το βράδι
κι η αυγή που σα φτερούγισμα περιστερών είν έξαλλη,
κι είδα όσα νόμισε γνωστά τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
Την πράσινη ονειρεύτηκα νυχτιά, τα έκθαμβα χιόνια της,
στα μάτια του νερού φιλιών μετάδοση αργοπόρων,
τον κυκλισμό των άρρητων χυμών και την εγρήγορση
τη γαλανή και κίτρινη των ωδικών φωσφόρων.
Τον ήλιο είδα κατάστιχτο με φρίκες υπερκόσμιες
ν’ αλλάζει νέφη δυσμικά σε πάγους ιοχρόους,
τα κύματα να στέλνουνε κατάμακρα τα ρίγη τους
καθώς οι αρχαίοι ερμηνευτές της τραγωδίας τους γόους.
Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.
Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.
Βρώμικα είδα βαλτόνερα, τεράστια καλαμόκλουβα,
μέσα τους ένα ολάκερο Λεβιάθαν να σαπίζουν,
σφοδρά νεροποντίσματα μέσα σε αγέλες βόνασων,
σ’ αβύσσους καταρραχτικά τα μάκρη να γκρεμίζουν.
Ήλιους θαμπούς, πάγους, νερά μαργάρινα, διάπυρους
ουρανούς και ξεβράσματα σε μυχούς κόλπων όπου
τ’ αφανισμένα από κοριούς γιγάντια φίδια πέφτουνε
δυσώδη πάν’ απ’ τα ραιβά ξερόδεντρα του τόπου.
Θ’ αποθυμούσα νά ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι κάποτες μού εδώσαν τα φτερά τους.
Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.
Χερσόνησος λικνίζοντας στις όχθες μου τις έριδες,
την κόπρο κιτρινόφθαλμων πουλιών που εθορυβούσαν,
κι έλαμνα ενώ κατέβαιναν απ’ τα σχοινιά μου ανάμεσα
πνιγμένοι που το λίκνο τους στα βάθη αποζητούσαν...
Λοιπόν, ναυάγιο τέτοιο εγώ, κάτ’ απ’ ορμίσκων πλόκαμους,
σε μοναξιές που εχάθηκεν άπτερου αιθέρα ερήμου,
εγώ που των Χανσεατών τα πλοία κι οι Μονίτορες
το μεθυσμένο από νερό θ’ απόφευγαν σκαρί μου,
λεύτερο πια, μενεξελιά φορώντας ομιχλώματα,
εγώ που τους πλινθόχρωμους τρυπούσα ουρανοθόλους,
ήλιου λειχήνες έμπλεο και βλέννες κυανότητας,
είδη πολύ επιθυμητά στους ποιητές σας όλους,
πού ’φευγα με μηνοειδείς ηλεχτρικές κατάστιχτο,
τρελή σανίδα ιππόκαμποι που την ακολουθούσαν,
ενώ τους πόντιους ουρανούς, χοάνες φλογερότατες,
οι Ιούλιοι με χτυπήματα ροπάλων εγκρεμούσαν,
εγώ, πού ’τρεμα ακούοντας μίλια μακριά να οργάζουνε
τ’ αβυσσαλέα Μάελστρομ κι οι Βεεμώθ κατόπι,
εγώ, ο πολύς ταξιδευτής των γαλανών εκτάσεων,
κατάβαθά μου λαχταρώ τη γηραιάν Ευρώπη.
Είδα αστρικά αρχιπέλαγα, νησιά με στερεώματα
παροξυσμών που είν’ ανοιχτοί για κάθε ναύτη δρόμοι:
Σ’ απύθμενες τέτοιες νυχτιές κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
ω σμάρι από χρυσά πουλιά, μελλοντική εσύ ρώμη;
Μ’ αλήθεια, εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!
Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα
θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει,
με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του,
τόσο λεπτό, που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει.
Δεν το μπορώ πιά, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα
και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω το σκώμμα!
Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας.
Από το βιβλίο: Καίσαρ Εμμανουήλ, «Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση», Πρόσπερος, Αθήνα 1986, σελ. 55-58.
Πρώτη δημοσίευση: Στο αθηναϊκό περιοδικό «Νέα Εστία», έτος ΚΒ, 1 Ιουλίου 1948, τχ. 504, σελ. 825-827.
Ακροβατώντας στην κόψη του αυτοσαρκασμού και της τρέλας, καταδίκασε μέσω του ποιητικού του λόγου την ομορφιά, την εξουσία, τη δικαιοσύνη, τη θρησκεία, την πατρίδα.
Ταξίδεψε στο μεγαλύτερο μέρος της σύντομης ζωής του σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, με τελευταίο μακρινό προορισμό πριν το θάνατό του την Αφρική, αναζητώντας διακαώς ''τον άλλο του εαυτό'' έξω από κοινωνικές συμβάσεις και αποδοχές προτύπων. Λίγα χρόνια πριν, σε ηλικία δεκαεπτά ετών (1871) είχε γράψει το Μεθυσμένο καράβι που τον καθιέρωσε στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και μετάλλαξε τη βαριά και σκοτεινή τροχιά της ποίησης αλλά και του πεζού λόγου, απελευθερώνοντας και οδηγώντας τη συγγραφική πορεία με εκρηκτικό τρόπο σε οραματισμούς και παραισθήσεις φαντασιώσεων.
Θεωρείται από τον Αλμπέρ Καμύ ως ο σημαντικότερος ποιητής της εξέγερσης και αυτή την αίσθηση αφήνει το μοναδικό έργο που εξέδωσε ο ίδιος με τίτλο Μια εποχή στην κόλαση.
Ο Πωλ Βαλερύ εύστοχα είπε γι',αυτόν ότι όλη η γνωστή λογοτεχνία είναι γραμμένη στη γλώσσα της κοινής λογικής εκτός απ' αυτήν που έχει γράψει ο Ρεμπώ.
Και σήμερα όμως, παρότι όχι ιδιαίτερα γνωστός και μεταφρασμένος στη χώρα μας, αποτέλεσε και αποτελεί πηγή έμπνευσης για συγραφείς, ζωγράφους, μουσικούς.
Ο Πάμπλο Πικάσο, ο Αντρέας Μπρετόν, ο Ζαν Κοκτό αλλά και ο Τζιμ Μόρισσον, ο Κουρτ Κομπέιν,
ο Μπομπ Ντύλαν, επηρρεάστηκαν απ' τη λάμψη του μύθου του.
Για την απόλυτη ροκ σταρ Πάτυ Σμιθ ήταν ο πρώτος πανκ ποιητής που μίλησε σε εποχές συντηρητισμού και πουριτανισμού, όταν η θέση της γυναίκας δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα που γνωρίζουμε σήμερα, για απελευθέρωσή της από τη μακροχρόνια δουλεία των αντρών.
Άλλωστε ποιος μπορεί να διαφωνήσει ότι όλοι οι μπήτνικ καλλιτέχνες της δεκαετίας του 60, όπως ο Τζακ Κέρουακ, ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ή ο Γουίλλιαμ Μπάροουζ δεν επηρεάστηκαν στη συγγραφή αλλά και στη ζωή τους από τον πρωτοπόρο Ρεμπώ;
Ένα από τα πιο ελεύθερα πνεύματα όλων των εποχών ο Αρθρούρος Ρεμπώ χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως τέρας ανηθικότητας εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του, της αθυροστομίας του, του αλκοολισμού και της αντικοινωνικότητάς του, ο ίδιος όμως τελικά έζησε έτσι όπως ήθελε γιατί ελευθερία για κείνον δε σήμαινε δικαίωμα στην επιλογή μιας ζωής σύμφωνα με κοινωνικά status, αλλά σύμφωνα με τα δικά του προσωπικά κριτήρια ακόμα κι αν αυτό σήμαινε αυτοκαταστροφή και θάνατο.
Ήταν μάλλον μοιραίο λοιπόν να υποφέρει λίγο πριν φύγει οριστικά, μετά τη διάγνωση των γιατρών για καρκίνο στα οστά και ακρωτηριασμό του ποδιού του, όπως υπέφερε και κατά τη διάρκεια της ζωής του ακολουθώντας αποκλειστικά το δικό του καταραμένο άστρο και αφήνοντας πολλά ερωτηματικά όχι για το μέγεθος και την αξία του έργου του -αυτό ανήκει στο Πάνθεο της λογοτεχνικής σφαίρας- ούτε, μιλώντας βέβαια σε παρόντα χρόνο,για την εκρηκτικότητα και την ιδιαιτερότητα του τρόπου ζωής του -ακόμα και σήμερα φαντάζει πιο αιρετικός και πιο επαναστάτης από πολλούς σύγχρονους αιρετικούς και επαναστάτες- όσο για κάποιες επιλογές του, όπως το ότι εγκατέλειψε σε νεαρή ηλικία την ποίηση ή ότι έγινε λαθρέμπορος όπλων σε μια καλύβα στην Αφρική .
Στην επιτύμβια πλάκα στον τάφο του στη Σαρβίλ αναγράφεται η φράση: "Προσευχηθείτε γι' αυτόν''.
Πώς ερμηνεύεται όμως αυτή η φράση, όταν αναφερόμαστε σε έναν ύψιστης αξίας καλλιτέχνη και μάλιστα άθεο;
ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Σε Ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
μ’ αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι ανθρώποι:
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι.
Έγνοια καμμιά για πλήρωμα δεν είχα εγώ, γεννήματα
φλαμανδικά κι εγγλέζικα μπαμπάκια είχα φορτίο.
Μια και με τους ανθρώπους μου τελειώσαν τα καθέκαστα,
όπου ’θελα κι οι Ποταμοί μ’ αφήκανε να φύγω.
Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσυ το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερρσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.
Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.
Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.
Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,
όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!
Οι ξεσκισμένοι απ’ αστραπές γνωστοί μού είν’ ουρανόθολοι
τα ρέματα κι οι σίφουνες, γνωστό μου και το βράδι
κι η αυγή που σα φτερούγισμα περιστερών είν έξαλλη,
κι είδα όσα νόμισε γνωστά τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
Την πράσινη ονειρεύτηκα νυχτιά, τα έκθαμβα χιόνια της,
στα μάτια του νερού φιλιών μετάδοση αργοπόρων,
τον κυκλισμό των άρρητων χυμών και την εγρήγορση
τη γαλανή και κίτρινη των ωδικών φωσφόρων.
Τον ήλιο είδα κατάστιχτο με φρίκες υπερκόσμιες
ν’ αλλάζει νέφη δυσμικά σε πάγους ιοχρόους,
τα κύματα να στέλνουνε κατάμακρα τα ρίγη τους
καθώς οι αρχαίοι ερμηνευτές της τραγωδίας τους γόους.
Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.
Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.
Βρώμικα είδα βαλτόνερα, τεράστια καλαμόκλουβα,
μέσα τους ένα ολάκερο Λεβιάθαν να σαπίζουν,
σφοδρά νεροποντίσματα μέσα σε αγέλες βόνασων,
σ’ αβύσσους καταρραχτικά τα μάκρη να γκρεμίζουν.
Ήλιους θαμπούς, πάγους, νερά μαργάρινα, διάπυρους
ουρανούς και ξεβράσματα σε μυχούς κόλπων όπου
τ’ αφανισμένα από κοριούς γιγάντια φίδια πέφτουνε
δυσώδη πάν’ απ’ τα ραιβά ξερόδεντρα του τόπου.
Θ’ αποθυμούσα νά ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι κάποτες μού εδώσαν τα φτερά τους.
Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.
Χερσόνησος λικνίζοντας στις όχθες μου τις έριδες,
την κόπρο κιτρινόφθαλμων πουλιών που εθορυβούσαν,
κι έλαμνα ενώ κατέβαιναν απ’ τα σχοινιά μου ανάμεσα
πνιγμένοι που το λίκνο τους στα βάθη αποζητούσαν...
Λοιπόν, ναυάγιο τέτοιο εγώ, κάτ’ απ’ ορμίσκων πλόκαμους,
σε μοναξιές που εχάθηκεν άπτερου αιθέρα ερήμου,
εγώ που των Χανσεατών τα πλοία κι οι Μονίτορες
το μεθυσμένο από νερό θ’ απόφευγαν σκαρί μου,
λεύτερο πια, μενεξελιά φορώντας ομιχλώματα,
εγώ που τους πλινθόχρωμους τρυπούσα ουρανοθόλους,
ήλιου λειχήνες έμπλεο και βλέννες κυανότητας,
είδη πολύ επιθυμητά στους ποιητές σας όλους,
πού ’φευγα με μηνοειδείς ηλεχτρικές κατάστιχτο,
τρελή σανίδα ιππόκαμποι που την ακολουθούσαν,
ενώ τους πόντιους ουρανούς, χοάνες φλογερότατες,
οι Ιούλιοι με χτυπήματα ροπάλων εγκρεμούσαν,
εγώ, πού ’τρεμα ακούοντας μίλια μακριά να οργάζουνε
τ’ αβυσσαλέα Μάελστρομ κι οι Βεεμώθ κατόπι,
εγώ, ο πολύς ταξιδευτής των γαλανών εκτάσεων,
κατάβαθά μου λαχταρώ τη γηραιάν Ευρώπη.
Είδα αστρικά αρχιπέλαγα, νησιά με στερεώματα
παροξυσμών που είν’ ανοιχτοί για κάθε ναύτη δρόμοι:
Σ’ απύθμενες τέτοιες νυχτιές κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
ω σμάρι από χρυσά πουλιά, μελλοντική εσύ ρώμη;
Μ’ αλήθεια, εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!
Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα
θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει,
με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του,
τόσο λεπτό, που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει.
Δεν το μπορώ πιά, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα
και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω το σκώμμα!
Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας.
Από το βιβλίο: Καίσαρ Εμμανουήλ, «Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση», Πρόσπερος, Αθήνα 1986, σελ. 55-58.
Πρώτη δημοσίευση: Στο αθηναϊκό περιοδικό «Νέα Εστία», έτος ΚΒ, 1 Ιουλίου 1948, τχ. 504, σελ. 825-827.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)