Σαρλ Μποντλέρ - Απολονί Σαμπατιέ
Ο μεγάλος έρωτας στη ζωή του γάλλου ποιητή ήταν η Ζαν Ντυβάλ, η εικόνα της οποίας αναδύεται συχνά από τους στίχους των «Λουλουδιών του κακού» (1857). Η ταραχώδης και επώδυνη σχέση τους διακόπηκε για αδιευκρίνιστους λόγους γύρω στο 1852, ύστερα από 14 χρόνια πάθους και οπίου. Συντετριμμένος από το τέλος ενός καταστροφικού έρωτα, ο Μποντλέρ προτίμησε να κρατήσει την επόμενη σχέση του σε... επιστολογραφικό επίπεδο. Το νέο αντικείμενο του (εγγράφου) πόθου του ήταν η Απολονί Σαμπατιέ, μια όμορφη εταίρα με πεδίο «δράσης» το επίκεντρο του καλλιτεχνικού κόσμου. Αρχισε να της στέλνει ανώνυμες επιστολές στα τέλη του 1852 και συνέχισε ως την άνοιξη του 1855. Οι επιστολές αυτές είναι γραμμένες σε επίσημο τόνο και γεμάτες εξάρσεις λατρείας. Κάποια στιγμή η Απολονί ανακάλυψε την ταυτότητα του αποστολέα και τον ερωτεύθηκε παράφορα. Ο Μποντλέρ έκανε πίσω:
«Ειλικρινά, κυρία, σας ζητώ συγγνώμη χίλιες φορές γι' αυτό το ανόητο, ανώνυμο παιχνίδι που θυμίζει παιδιάστικα καμώματα αλλά τι να κάνω; Είμαι τόσο εγωιστής όσο ένα μικρό παιδί ή ένας ανάπηρος. Όταν υποφέρω, σκέφτομαι εκείνους που αγαπώ. Οι σκέψεις που αφορούν εσάς παίρνουν συνήθως τη μορφή στίχων και όταν οι στίχοι αυτοί ολοκληρώνονται, δεν μπορώ να αντισταθώ στην επιθυμία να τους δείξω στο πρόσωπο που τους ενέπνευσε. Την ίδια όμως στιγμή κρύβομαι, όπως κάποιος που φοβάται μήπως φανεί γελοίος, δεν υπάρχει πάντα κάτι το πραγματικά κωμικό στην αγάπη; ειδικά για κείνους που δεν αναμειγνύονται. Σας ορκίζομαι όμως ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα εκθέσω τον εαυτό μου στη γελοιότητα. Όσο παράλογα και αν σας φαίνονται όλα αυτά, να θυμάστε ότι υπάρχει μια καρδιά όπου η εικόνα σας είναι πάντα ζωντανή. Θα ήταν λοιπόν σκληρό να την κοροϊδέψετε» (9 Μαΐου 1853).
Χένρι Μίλερ - Αναΐς Νιν
Η ερωτική σχέση τους ήταν αλληλένδετη με τη... συγγραφική: εκείνος συμπεριελάμβανε αποσπάσματα από την αλληλογραφία τους στα ημιαυτοβιογραφικά μυθιστορήματά του (π.χ. «Ο τροπικός του καρκίνου», 1934), ενώ εκείνη κρατούσε αντίγραφα των γραμμάτων της για τον εμπλουτισμό του ημερολογίου της. Και οι δύο ήταν πρωτοποριακοί τόσο σε σεξουαλικό επίπεδο όσο και σε λογοτεχνικό. «Ο Τροπικός του Καρκίνου» είχε απαγορευθεί επί σειρά ετών σε πολλές χώρες και «Ο Τροπικός του Αιγόκερω» δεν κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ παρά μόνο το 1962 (33 χρόνια μετά τη δημοσίευσή του στη Γαλλία). Τα ημερολόγια της Νιν ήταν τόσο «γλαφυρά» όσον αφορά τις εξωσυζυγικές περιπέτειές της, που απέφυγε να τα φέρει στη δημοσιότητα όσο ο σύζυγός της ζούσε. Τελικά εκδόθηκαν μετά θάνατον όλα εκτός από έναν τόμο τον οποίο η ίδια περιέκοψε εκτεταμένα. Ηταν και οι δύο κυνηγοί των έντονων εμπειριών και ασπάζονταν το «πιστεύω» του Μίλερ ότι «πιο πρόστυχη από όλα είναι η αδράνεια».
«Αναΐς, με κάνεις απίστευτα ευτυχισμένο έτσι όπως με κρατάς αδιάσπαστο με αφήνεις να είμαι ο καλλιτέχνης χωρίς να καταργείς τον άνδρα, το ζώο, τον πεινασμένο, ακόρεστο εραστή. Καμιά άλλη γυναίκα δεν μου έχει δώσει όλα τα προνόμια που έχω ανάγκη· και εσύ, που τραγουδάς τόσο χαρούμενα, ναι, με προσκαλείς να πάω μπροστά, να είμαι ο εαυτός μου,να διακινδυνεύω τα πάντα. Σε λατρεύω γι' αυτό. Εκεί είναι που ξεχωρίζεις από τις άλλες γυναίκες, εκεί είναι που είσαι μια βασίλισσα. Γελάω τώρα μόνος μου καθώς σε σκέφτομαι. Δε φοβάμαι καθόλου τη θηλυκότητά σου. Και πόσο έκαιγες χθες μου άρεσε αυτό, διαφορετικά δεν θα το ήθελα. Βλέπεις, παρά τις υποψίες μου, δεν ήμουν προετοιμασμένος για την καταιγίδα που ξεσήκωσες... Και σήμερα, παρ' όλο που σφύζω από υγεία, νιώθω μια γλυκιά παράλυση στα μπράτσα μου είναι επειδή σε κρατούσα τόσο σφιχτά... Εύχομαι να μπορούσα να τη διατηρήσω» (10 Μαρτίου 1932, Hotel Central, Παρίσι).
Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ - Μαίρη Γουέλς
Η ερωτική ζωή του είναι σχεδόν τόσο γνωστή όσο και τα μυθιστορήματά του. Εκανε τέσσερις γάμους και η Μαίρη Γουέλς ήταν η τελευταία στη σειρά. Γνωρίστηκαν στο Λονδίνο, όπου εκείνη δούλευε ως ρεπόρτερ. Ο Χέμινγκγουεϊ ήταν τότε ακόμη παντρεμένος με την τρίτη γυναίκα του, τη Μάρθα Γκέλχορν, σκεφτόταν όμως σοβαρά να χωρίσει. Μια ημέρα, μπαίνοντας σε ένα λονδρέζικο εστιατόριο , συνάντησε ένα γνωστό του που έτρωγε με μια γοητευτική ξανθιά. Κάθησε στο τραπέζι τους και όταν έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις ο Χέμινγκγουεϊ δεν δίστασε να ζητήσει από τη συνοδό τού φίλου του να βγουν για φαγητό. Εκείνη, που δεν ήταν άλλη από τη μελλοντική κυρία Χέμινγκγουεϊ, δέχτηκε. Έτσι εν μέσω πολέμου ξεκίνησε μια ρομαντική ιστορία που διακόπηκε από την αναχώρηση του ήρωά μας για την Ευρώπη. Η σχέση ενδυναμώθηκε μέσα από την τακτική αλληλογραφία του ζευγαριού που δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει ο πόλεμος για να επανασυνδεθεί στο ρομαντικό Παρίσι. Τελικά το όνειρό τους πραγματοποιήθηκε: έμειναν στο δωμάτιο 31 του «Ritz», όπου, σύμφωνα με τη Μαίρη Γουέλς, τρέφονταν «σχεδόν αποκλειστικά με σαμπάνια Lanson Brut και το θαύμα της συνύπαρξής μας έπειτα από τόσο καιρό». Το γράμμα που ακολουθεί στάλθηκε από τη Γερμανία, όπου ο Χέμινγκγουεϊ ταξίδευε ως πολεμικός ανταποκριτής:
«Αγαπημένη μου, αυτό δεν είναι παρά μια υπενθύμιση του πόσο σ' αγαπώ. Δειπνήσαμε εδώ με τα παιδιά, αν και δεν υπήρχε τίποτε αλκοολούχο για να ολοκληρωθεί η βραδιά. Ο Στίβι γράφει ένα γράμμα στην κοπέλα του στην Αμερική... Μου διαβάζει αποσπάσματα και εγώ είμαι ευτυχισμένος και γουργουρίζω σαν ένα γέρικο θηρίο της ζούγκλας επειδή σε αγαπάω και με αγαπάς... Γι' αυτό να προσέχεις τον εαυτό σου για χάρη μου και για χάρη μας και μαζί θα δώσουμε την καλύτερη δυνατή μάχη ενάντια στην μοναξιά, στην γκαντεμιά, στο θάνατο, στην αδικία, στην τεμπελιά (τον παλιό αυτόν εχθρό μας), στα υποκατάστατα, στους φόβους και όλα τα άλλα ασήμαντα πράγματα για χάρη του τρόπου που κάθεσαι με την πλάτη ίσια στο κρεβάτι και είσαι πιο αξιαγάπητη από κάθε προτομή που στόλισε ποτέ την πλώρη καραβιού ή έγειρε στο πλάι από το φύσημα του αγέρα και για χάρη της καλοσύνης, της σταθερότητας, της αγάπης μας και των αγαπημένων μερόνυχτων που περάσαμε στο κρεβάτι...» (13 Σεπτεμβρίου 1944).
Πάμπλο Νερούντα - Ματίλντε Ουρούτια
Γεννημένος στη Νότια Χιλή το 1904, ο Νερούντα ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς και παραγωγικούς ποιητές της Λατινικής Αμερικής, με περισσότερα από 30 βιβλία στο ενεργητικό του. Εκτός από ποιητής, αντιπροσώπευσε τη χώρα του και ως διπλωμάτης από το 1926 ως το 1938 σε διάφορα μέρη της Απω Ανατολής και της Ισπανίας, όπου έζησε από κοντά τον Εμφύλιο. Πίστευε ότι ο ποιητής οφείλει να συμμετέχει στα κοινά και δεν διαχώριζε την ποίηση από την πολιτική. Παράλληλα όμως με τα πολιτικοποιημένα ποιήματά του, ο Νερούντα έγραψε και μεγάλο αριθμό προσωπικών και οικείων ποιημάτων. Τα πιο ερωτικά από αυτά περιλαμβάνονται στη συλλογή «Εκατό ερωτικά σονέτα» και απευθύνονται στη Ματίλντε Ουρούτια, με την οποία άρχισε να συζεί το 1955.
«Αγαπημένη μου γυναίκα, υπέφερα όσο έγραφα αυτά τα σονέτα, μου προκαλούσαν πόνο και θλίψη, η ευτυχία όμως που νιώθω τώρα που σ' τα προσφέρω είναι τεράστια σαν μια σαβάνα. Όταν ξεκίνησα αυτό το εγχείρημα, ήξερα πολύ καλά ότι πάνω στο σώμα των σονέτων οι ποιητές όλων των εποχών έχουν σμιλέψει ρυθμούς από ασήμι, κρύσταλλο ή μπαρούτι. Εγώ όμως με μεγάλη ταπεινοφροσύνη έφτιαξα τούτα εδώ τα σονέτα από ξύλο: τους έδωσα τον ήχο αυτής της στέρεης, αγνής ύλης και με αυτόν τον τρόπο πρέπει να φθάσουν στα αφτιά σου. Περπατώντας μέσα από δάση ή σε παραλίες, δίπλα σε κρυμμένες λίμνες, εσύ κι εγώ έχουμε κατά καιρούς μαζέψει κομμάτια από φλοιούς δένδρων, κομμάτια ξύλου που έχουν υποστεί τις μεταβολές του νερού και του καιρού. Πήρα αυτά τα μαλακά λείψανα και χρησιμοποίησα το τσεκούρι, τη ματσέτα και το σουγιά και έκοψα δεκατέσσερις σανίδες για το καθένα, για να χτίσω μικρά ξύλινα σπιτάκια, ώστε τα μάτια σου που λατρεύω και τους τραγουδάω να μπορέσουν να κατοικήσουν μέσα τους...» (Οκτώβριος 1959). [Σημ.: οι 14 σανίδες αναφέρονται στους ισάριθμους στίχους ενός σονέτου.]
ΠΗΓΗ: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ''ΤΟ ΒΗΜΑ'' ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 16/08/1998
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου