TOY ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗ
25/08/2014
25/08/2014
Διανύοντας την περίοδο χάριτος μεταξύ διακοπών και επιστροφής
Κάποιοι άνθρωποι ταξινομούν τις χρονιές και ό,τι αυτές φέρνουν μαζί τους (συμβάντα, αναμνήσεις, προσδοκίες) με γνώμονα το γρηγοριανό ημερολόγιο: Γενάρη με Γενάρη. Οι υπόλοιποι, που μάλλον είμαστε και περισσότεροι, έχουμε μείνει στη λογική της σχολικής χρονιάς. Για εμάς, η κάθε σαιζόν ξεκινά το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη και ολοκληρώνεται κάποια στιγμή μέσα στο καλοκαίρι.
Ακολουθεί μια εποχή εκτός χρόνου η οποία ονομάζεται «καλοκαιρινές διακοπές» και αποδεικνύεται πάντα συντομότερη από όσο θα έπρεπε. Με την ολοκλήρωση αυτού του φωτεινού παραδείσου, μας δίνεται ευτυχώς και μια περίοδος χάριτος. Το διάστημα αυτό, που ορίζεται χοντρικά από την ημέρα επιστροφής από τις διακοπές, μέχρι τη στιγμή που κάποιος ενοχλητικός θα μας ευχηθεί «καλό χειμώνα», είναι ένας προθάλαμος. Ένα Καθαρτήριο που οφείλει να μας βάλει με το μαλακό στη νέα σχολική χρονιά.
Σ΄ αυτήν ακριβώς τη φάση βρισκόμαστε, τούτες τις μέρες, πολλοί από εμάς. Αν και έχουμε επιστρέψει από τις διακοπές μας και βιώνουμε την καθημερινότητα που επιβάλλουν η εργασία και ο τόπος της μόνιμης κατοικίας, δικαιούμαστε ακόμη να κινούμαστε σε θερινούς ρυθμούς.
Προσπαθούμε να απολαμβάνουμε και όχι να υπηρετούμε τις κάθε λογής εμμονές μας. Ξοδεύουμε τον ελεύθερο χρόνο μας κυνηγώντας την ουσία -ή έστω πιστεύοντας πως το κάνουμε. Και βέβαια, μπορούμε να αναρωτιόμαστε αν όλες αυτές οι θερινές κατακτήσεις (οι σκέψεις που κάναμε, οι αποφάσεις που πήραμε κλπ) θα διατηρηθούν αλώβητες ή θα σκορπίσουν με την επέλαση της ρουτίνας.
Είμαστε έτσι σαν τους επιβάτες μιας ράθυμης κρουαζιέρας. Ή σαν τους τροφίμους ενός αλπικού σανατόριου, όπως εκείνο που περιγράφει ο Τόμας Μαν στο Μαγικό Βουνό. Το βιβλίο διαδραματίζεται στα χρόνια πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ο Χανς, ο κεντρικός ήρωας, πηγαίνει αρχικά εκεί για να επισκεφτεί ένα συγγενή του. Όμως ανακαλύπτει πως του αρέσει και με τη βοήθεια ενός επίμονου χαμηλού πυρετού, «αναγκάζεται» να παρατείνει για λίγο τη διαμονή του. Τελικά, αναβάλλοντας συνεχώς την επιστροφή του στην «πραγματική ζωή», θα μείνει στο σανατόριο επτά ολόκληρα χρόνια.
Έτσι κι εμείς. Ξαπλωμένοι στην ηλιόλουστη σαιζ λονγκ μας, με την κουβερτούλα καλά τοποθετημένη στα πόδια μας, φιλοσοφούμε και κάνουμε ενδοσκοπήσεις. Φροντίζουμε την εύθραυστη ψυχική μας υγεία, μετρούμε τακτικά τη θερμοκρασία μας και μελετούμε τα ήθη και τα πάθη μας. Διυλίζουμε τον κώνωπα και διαφωνούμε για θέσεις και απόψεις που άλλοτε δείχνουν κοντινές και άλλοτε αντικρουόμενες. Παλαντζάρουμε σαν τον Χανς, ανάμεσα στις θεωρίες του Νάφτα και του Σετεμπρίνι.
Τριγύρω γίνεται ο κακός χαμός. Βομβαρδισμοί, αποκεφαλισμοί, επιδημίες. Ισραηλινοί εναντίον Παλαιστινίων, Ρώσοι εναντίον Ουκρανών, Αμερικανοί εναντίον τζιχαντιστών, Σιίτες εναντίον Σουνιτών, Λίβυοι εναντίον Λίβυων, αυτοί εναντίον εκείνων, εμείς εναντίον των άλλων… Χώρια τα διάφορα εσωτερικά μέτωπα. Τα προσωπικά μας άγχη και οι αιώνιες ή φρέσκες αγωνίες μας. Χώρια η τρέχουσα ελληνική ειδησεογραφία. Τα οικογενειακά εγκλήματα στην ελληνική επαρχία που δικαιώνουν τον Λάνθιμο και τον Αβρανά. Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς που περιμένει υπομονετικά, μέσα στον τάφο της Αμφίπολης, να τον ξυπνήσουμε. Το εθνικολαϊκό κιτς που έχει πλέον γίνει mainstream και μας καταπίνει σαν βόας, αργά και βασανιστικά. Που κολλάει παντού και μένει ανεξίτηλο όπως τα τατουάζ με τα διάφορα «Ελλάς ή τέφρα» και «Ή ταν ή επί τας» πάνω στα πρησμένα από τα αναβολικά, μπράτσα.
Όλα αυτά περνούν ξόφαλτσα από το οπτικό μας πεδίο ή εξοστρακίζονται και φεύγουν μακριά. Όμως, το ξέρουμε, η περίοδος χάριτος δε θα κρατήσει για πολύ. Ακόμη και ο Χανς που πήγε στο σανατόριο του Μαγικού Βουνού και ξέχασε να φύγει… Ακόμη κι αυτός αναχωρεί κάποια στιγμή. Ο συγγραφέας του θα τον αποχαιρετήσει βλέποντάς τον αρκετά ενθουσιώδη, μα όχι και πιο έξυπνο από πριν, να πηγαίνει στον πόλεμο.
Έχε γεια Χανς Κάστορπ (…) Τράβα στο καλό - είτε ζήσεις είτε πέσεις! Οι ελπίδες σου είναι λίγες. Αυτός ο άγριος χορός στον οποίο άφησες να σε τραβήξουν θα κρατήσει ακόμη κάμποσα αμαρτωλά χρονάκια και δε θα βάζαμε μεγάλο στοίχημα πως θα γλιτώσεις. Ειλικρινά, αφήνουμε το ζήτημα ανοιχτό και δε μας πολυνοιάζει. Περιπέτειες της σάρκας και του πνεύματος ανύψωσαν την απλοϊκότητά σου, σε άφησαν να επιζήσεις πνευματικά ό,τι δεν φαίνεται πως θα επιζήσει το κορμί σου. Ήρθαν στιγμές που μέσα από θάνατο και ασέλγεια της σάρκας ξεφύτρωσε μπρος στα μάτια σου, παραισθητικά και σαν να κυβερνούσες, ένα όνειρο αγάπης. Θα ξεφυτρώσει άραγε και από αυτή την παγκόσμια γιορτή του θανάτου, μέσα από την άγρια πυρκαγιά που πυρπολεί το βροχερό βραδινό ουρανό τριγύρω, κάποτε η αγάπη;
(Τόμας Μαν, Το Μαγικό Βουνό, εκδόσεις Εξάντας, μετάφραση Θόδωρος Παρασκευόπουλος)
Κάποιοι άνθρωποι ταξινομούν τις χρονιές και ό,τι αυτές φέρνουν μαζί τους (συμβάντα, αναμνήσεις, προσδοκίες) με γνώμονα το γρηγοριανό ημερολόγιο: Γενάρη με Γενάρη. Οι υπόλοιποι, που μάλλον είμαστε και περισσότεροι, έχουμε μείνει στη λογική της σχολικής χρονιάς. Για εμάς, η κάθε σαιζόν ξεκινά το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη και ολοκληρώνεται κάποια στιγμή μέσα στο καλοκαίρι.
Ακολουθεί μια εποχή εκτός χρόνου η οποία ονομάζεται «καλοκαιρινές διακοπές» και αποδεικνύεται πάντα συντομότερη από όσο θα έπρεπε. Με την ολοκλήρωση αυτού του φωτεινού παραδείσου, μας δίνεται ευτυχώς και μια περίοδος χάριτος. Το διάστημα αυτό, που ορίζεται χοντρικά από την ημέρα επιστροφής από τις διακοπές, μέχρι τη στιγμή που κάποιος ενοχλητικός θα μας ευχηθεί «καλό χειμώνα», είναι ένας προθάλαμος. Ένα Καθαρτήριο που οφείλει να μας βάλει με το μαλακό στη νέα σχολική χρονιά.
Σ΄ αυτήν ακριβώς τη φάση βρισκόμαστε, τούτες τις μέρες, πολλοί από εμάς. Αν και έχουμε επιστρέψει από τις διακοπές μας και βιώνουμε την καθημερινότητα που επιβάλλουν η εργασία και ο τόπος της μόνιμης κατοικίας, δικαιούμαστε ακόμη να κινούμαστε σε θερινούς ρυθμούς.
Προσπαθούμε να απολαμβάνουμε και όχι να υπηρετούμε τις κάθε λογής εμμονές μας. Ξοδεύουμε τον ελεύθερο χρόνο μας κυνηγώντας την ουσία -ή έστω πιστεύοντας πως το κάνουμε. Και βέβαια, μπορούμε να αναρωτιόμαστε αν όλες αυτές οι θερινές κατακτήσεις (οι σκέψεις που κάναμε, οι αποφάσεις που πήραμε κλπ) θα διατηρηθούν αλώβητες ή θα σκορπίσουν με την επέλαση της ρουτίνας.
Είμαστε έτσι σαν τους επιβάτες μιας ράθυμης κρουαζιέρας. Ή σαν τους τροφίμους ενός αλπικού σανατόριου, όπως εκείνο που περιγράφει ο Τόμας Μαν στο Μαγικό Βουνό. Το βιβλίο διαδραματίζεται στα χρόνια πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ο Χανς, ο κεντρικός ήρωας, πηγαίνει αρχικά εκεί για να επισκεφτεί ένα συγγενή του. Όμως ανακαλύπτει πως του αρέσει και με τη βοήθεια ενός επίμονου χαμηλού πυρετού, «αναγκάζεται» να παρατείνει για λίγο τη διαμονή του. Τελικά, αναβάλλοντας συνεχώς την επιστροφή του στην «πραγματική ζωή», θα μείνει στο σανατόριο επτά ολόκληρα χρόνια.
Έτσι κι εμείς. Ξαπλωμένοι στην ηλιόλουστη σαιζ λονγκ μας, με την κουβερτούλα καλά τοποθετημένη στα πόδια μας, φιλοσοφούμε και κάνουμε ενδοσκοπήσεις. Φροντίζουμε την εύθραυστη ψυχική μας υγεία, μετρούμε τακτικά τη θερμοκρασία μας και μελετούμε τα ήθη και τα πάθη μας. Διυλίζουμε τον κώνωπα και διαφωνούμε για θέσεις και απόψεις που άλλοτε δείχνουν κοντινές και άλλοτε αντικρουόμενες. Παλαντζάρουμε σαν τον Χανς, ανάμεσα στις θεωρίες του Νάφτα και του Σετεμπρίνι.
Τριγύρω γίνεται ο κακός χαμός. Βομβαρδισμοί, αποκεφαλισμοί, επιδημίες. Ισραηλινοί εναντίον Παλαιστινίων, Ρώσοι εναντίον Ουκρανών, Αμερικανοί εναντίον τζιχαντιστών, Σιίτες εναντίον Σουνιτών, Λίβυοι εναντίον Λίβυων, αυτοί εναντίον εκείνων, εμείς εναντίον των άλλων… Χώρια τα διάφορα εσωτερικά μέτωπα. Τα προσωπικά μας άγχη και οι αιώνιες ή φρέσκες αγωνίες μας. Χώρια η τρέχουσα ελληνική ειδησεογραφία. Τα οικογενειακά εγκλήματα στην ελληνική επαρχία που δικαιώνουν τον Λάνθιμο και τον Αβρανά. Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς που περιμένει υπομονετικά, μέσα στον τάφο της Αμφίπολης, να τον ξυπνήσουμε. Το εθνικολαϊκό κιτς που έχει πλέον γίνει mainstream και μας καταπίνει σαν βόας, αργά και βασανιστικά. Που κολλάει παντού και μένει ανεξίτηλο όπως τα τατουάζ με τα διάφορα «Ελλάς ή τέφρα» και «Ή ταν ή επί τας» πάνω στα πρησμένα από τα αναβολικά, μπράτσα.
Όλα αυτά περνούν ξόφαλτσα από το οπτικό μας πεδίο ή εξοστρακίζονται και φεύγουν μακριά. Όμως, το ξέρουμε, η περίοδος χάριτος δε θα κρατήσει για πολύ. Ακόμη και ο Χανς που πήγε στο σανατόριο του Μαγικού Βουνού και ξέχασε να φύγει… Ακόμη κι αυτός αναχωρεί κάποια στιγμή. Ο συγγραφέας του θα τον αποχαιρετήσει βλέποντάς τον αρκετά ενθουσιώδη, μα όχι και πιο έξυπνο από πριν, να πηγαίνει στον πόλεμο.
Έχε γεια Χανς Κάστορπ (…) Τράβα στο καλό - είτε ζήσεις είτε πέσεις! Οι ελπίδες σου είναι λίγες. Αυτός ο άγριος χορός στον οποίο άφησες να σε τραβήξουν θα κρατήσει ακόμη κάμποσα αμαρτωλά χρονάκια και δε θα βάζαμε μεγάλο στοίχημα πως θα γλιτώσεις. Ειλικρινά, αφήνουμε το ζήτημα ανοιχτό και δε μας πολυνοιάζει. Περιπέτειες της σάρκας και του πνεύματος ανύψωσαν την απλοϊκότητά σου, σε άφησαν να επιζήσεις πνευματικά ό,τι δεν φαίνεται πως θα επιζήσει το κορμί σου. Ήρθαν στιγμές που μέσα από θάνατο και ασέλγεια της σάρκας ξεφύτρωσε μπρος στα μάτια σου, παραισθητικά και σαν να κυβερνούσες, ένα όνειρο αγάπης. Θα ξεφυτρώσει άραγε και από αυτή την παγκόσμια γιορτή του θανάτου, μέσα από την άγρια πυρκαγιά που πυρπολεί το βροχερό βραδινό ουρανό τριγύρω, κάποτε η αγάπη;
(Τόμας Μαν, Το Μαγικό Βουνό, εκδόσεις Εξάντας, μετάφραση Θόδωρος Παρασκευόπουλος)
ΠΗΓΗ: athensvoice.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου