ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΥ
"Η γλώσσα είναι πατρίδα" Ν. Καζαντζάκης
Πέμπτη 12 Απριλίου 2018
Τρίτη 10 Απριλίου 2018
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (Αθήνα, 1922-1988)
Ανάσταση
“Δεν σ’ ακολουθώ πια' φώναξα,
μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα.,
πού πηγαίναμε; στις γωνιές,
με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα,
στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε
να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,κι οι οργανοπαίκτες
που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι,
με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους, κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς, προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρώμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα, πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του, έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα, κρυφά, και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου, τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλομό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, “πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν' είπε λυπημένος, γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για τον σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στον δρόμο.
“Δεν σ’ ακολουθώ πια' φώναξα,
μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα.,
πού πηγαίναμε; στις γωνιές,
με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα,
στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε
να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,κι οι οργανοπαίκτες
που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι,
με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους, κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς, προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρώμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα, πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του, έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα, κρυφά, και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου, τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλομό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, “πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν' είπε λυπημένος, γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για τον σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στον δρόμο.
Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018
Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018
Οδυσσέας Ελύτης/''Ο χαρταετός''
Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
(Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη)
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη
και όταν έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη ώρες και ώρες.
ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
-δεν ονειρευόμουν- ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση τον μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε-
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες
σαν όρχεις και να χάνομαι. . .
Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελουσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι:
«δεσποινίς» φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·είχανε γενειάδες
και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια
«μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι » Ή Άννέτα με τα σάνταλα»
«Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν αίφνης εκείνο
το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα»
Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
ύστερα τράβηξε τον σπάγκο
κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε το δωμάτιο μου
ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη καί
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες
όπως ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση αείποτε μ’ έθρεψε
και αυτό εναπόκειται σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν.
Κάποτε η φωνή της σάλπιγγας
από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίναο
και όλοι γύρω μου χειροκροτούσαν
-απίστευτων χρόνων θραύσματα μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό
πού με πιτσίλιζαν·τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.
ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
-δεν ονειρευόμουν- ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση τον μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε-
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες
σαν όρχεις και να χάνομαι. . .
Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελουσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι:
«δεσποινίς» φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·είχανε γενειάδες
και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια
«μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι » Ή Άννέτα με τα σάνταλα»
«Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν αίφνης εκείνο
το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα»
Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
ύστερα τράβηξε τον σπάγκο
κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε το δωμάτιο μου
ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη καί
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες
όπως ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση αείποτε μ’ έθρεψε
και αυτό εναπόκειται σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν.
Κάποτε η φωνή της σάλπιγγας
από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίναο
και όλοι γύρω μου χειροκροτούσαν
-απίστευτων χρόνων θραύσματα μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό
πού με πιτσίλιζαν·τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.
Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018
[Η Δύσκολη Κυριακή] Του Μίλτου Σαχτούρη
Απ’ το πρωί κοιτάζω προς τ’ απάνω ένα πουλί καλύτερο
απ’ το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου Σπασμένα φλυτζάνια στα χαλιά
πορφυρά λουλούδια τα μάγουλα της μάντισσας
όταν ανασηκώνει της μοίρας το φουστάνι
κάτι θα φυτρώσει απ’ αυτή τη χαρά
ένα νέο δέντρο χωρίς ανθούς
ή ένα αγνό νέο βλέφαρο
ή ένας λατρεμένος λόγος
που να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά
Έξω αλαλάζουν οι καμπάνες έξω με περιμένουν αφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μιά χαραυγή
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ένας αετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τα μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
η ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναίκες
τί έρωτες τί φωνές τί έρωτες
φίλε αγάπη αίμα φίλε
φίλε δώσ’ μου το χέρι σου τί κρύο
Ήτανε παγωνιά
δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι
κι έμεινα μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο
και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά
[από τη συλλογή Η Λησμονημένη]
απ’ το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου Σπασμένα φλυτζάνια στα χαλιά
πορφυρά λουλούδια τα μάγουλα της μάντισσας
όταν ανασηκώνει της μοίρας το φουστάνι
κάτι θα φυτρώσει απ’ αυτή τη χαρά
ένα νέο δέντρο χωρίς ανθούς
ή ένα αγνό νέο βλέφαρο
ή ένας λατρεμένος λόγος
που να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά
Έξω αλαλάζουν οι καμπάνες έξω με περιμένουν αφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μιά χαραυγή
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ένας αετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τα μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
η ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναίκες
τί έρωτες τί φωνές τί έρωτες
φίλε αγάπη αίμα φίλε
φίλε δώσ’ μου το χέρι σου τί κρύο
Ήτανε παγωνιά
δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι
κι έμεινα μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο
και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά
[από τη συλλογή Η Λησμονημένη]
Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018
ΠΡΩΙΝΟ ΓΕΥΜΑ / ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ
Έβαλε τον καφέ
Έβαλε το γάλα
Στο φλιτζάνι με τον καφέ
Έβαλε τη ζάχαρη
Στον καφέ με το γάλα
Με το κουταλάκι
Γύρισε
Ήπιε τον καφέ με το γάλα
Και ξανάφησε το φλιτζάνι
Χωρίς να μου μιλήσει
Άναψε
Ένα τσιγάρο
Έκανε δαχτυλίδια
Με τον καπνό
Έβαλε τις στάχτες
Στο τασάκι
Χωρίς να μου μιλήσει
Χωρίς να με κοιτάξει
Σηκώθηκε
Έβαλε
Το καπέλο του στο κεφάλι του
Έβαλε
Το αδιάβροχό του
Γιατί έβρεχε
Κι έφυγε
Μέσα στη βροχή
Χωρίς μια κουβέντα
Χωρίς να με κοιτάξει
Και ’γω πήρα
Το κεφάλι μου μέσα στα χέρια
Κι έκλαψα.
Μετάφραση: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
[Αναδημοσίευση από τα Τετράμηνα, τχ. 76-81, Άνοιξη 2007, σ. 5947-5956]
Έβαλε το γάλα
Στο φλιτζάνι με τον καφέ
Έβαλε τη ζάχαρη
Στον καφέ με το γάλα
Με το κουταλάκι
Γύρισε
Ήπιε τον καφέ με το γάλα
Και ξανάφησε το φλιτζάνι
Χωρίς να μου μιλήσει
Άναψε
Ένα τσιγάρο
Έκανε δαχτυλίδια
Με τον καπνό
Έβαλε τις στάχτες
Στο τασάκι
Χωρίς να μου μιλήσει
Χωρίς να με κοιτάξει
Σηκώθηκε
Έβαλε
Το καπέλο του στο κεφάλι του
Έβαλε
Το αδιάβροχό του
Γιατί έβρεχε
Κι έφυγε
Μέσα στη βροχή
Χωρίς μια κουβέντα
Χωρίς να με κοιτάξει
Και ’γω πήρα
Το κεφάλι μου μέσα στα χέρια
Κι έκλαψα.
Μετάφραση: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018
ΑΣΥΝΕΙΔΑ
Mπορούμε να εθελοτυφλούμε στην καταδίκη
Να λέμε είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι
Για τον προσανατολισμό της δυστυχίας
Για τον αποπροσανατολισμό της ελπίδας
Για κάθε τι που δικαιώνει το τίποτα
ΙΙ
Τα σύμβολα μετατρέπονται σε βότσαλα
Αναταράζουν για λίγο τα στάσιμα νερά
Αναβιώνουν τετελεσμένες επαναστάσεις
Πριν επιστρέψουν στην παραδοχή
Ότι υποδαυλίζουν τη παρανόηση
ΙΙΙ
Οι ζώντες άνθρωποι διαρκώς λιγοστεύουν
Μόνο τις σκιές τους βλέπεις αποτυπωμένες
Στην βίαιη εκδοχή των δρόμων της πόλης
Επικαλούνται ονόματα βαριά αντί για πράξεις
Με οχλοβοή παρακμάζουν πριν χαθούν ασύνειδα
S.
Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018
AΣΩΤΗ ΝΥΧΤΑ
'Ασωτη νύχτα εκλιπαρεί στα πόδια σου.
Ίσως τη σώσεις με λίγο κρασί,
μισοπνιγμένους στίχους,
προεόρτια για υπόσχεση έρωτα.
Δεν θα θελήσω να πιάσω το χέρι σου,
αυτό που μου αρνήθηκες
όταν οι σκιές σου έπιναν το φως μου.
Τώρα ξημερώνει πάντα την ίδια ώρα,
τα πουλιά εξουσιάζουν την μελαγχολία μου,
ο χειμώνας μεταμορφώνεται σε θαλπωρή,
η πόλη συντρίβει τις αγωνίες μου
κι η θάλασσα, παλιά αγαπημένη,
έρχεται να με συναντήσει ανέλπιστα,
ήρεμη έκρηξη στο φανάρι της λεωφόρου.
Πράσινο, πορτοκαλί, κόκκινο,
σαν των φιλιών σου το ανισόρροπο χρώμα.
Έχω ήδη πατήσει φρένο.
Πλανόδιοι μουσικοί οι πόθοι μου,
κοιμούνται άδολα, χωρίς θλίψη.
S.
Ίσως τη σώσεις με λίγο κρασί,
μισοπνιγμένους στίχους,
προεόρτια για υπόσχεση έρωτα.
Δεν θα θελήσω να πιάσω το χέρι σου,
αυτό που μου αρνήθηκες
όταν οι σκιές σου έπιναν το φως μου.
Τώρα ξημερώνει πάντα την ίδια ώρα,
τα πουλιά εξουσιάζουν την μελαγχολία μου,
ο χειμώνας μεταμορφώνεται σε θαλπωρή,
η πόλη συντρίβει τις αγωνίες μου
κι η θάλασσα, παλιά αγαπημένη,
έρχεται να με συναντήσει ανέλπιστα,
ήρεμη έκρηξη στο φανάρι της λεωφόρου.
Πράσινο, πορτοκαλί, κόκκινο,
σαν των φιλιών σου το ανισόρροπο χρώμα.
Έχω ήδη πατήσει φρένο.
Πλανόδιοι μουσικοί οι πόθοι μου,
κοιμούνται άδολα, χωρίς θλίψη.
S.
Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018
ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ/ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Χωρὶς τὴ μαθηματικὴ τάξη, δὲν στέκει
τίποτε: Οὔτε οὐρανὸς ἔναστρος,
οὔτε ρόδο. Προπαντὸς ἕνα ποίημα.
τίποτε: Οὔτε οὐρανὸς ἔναστρος,
οὔτε ρόδο. Προπαντὸς ἕνα ποίημα.
Κι εὐτυχῶς ὅτι μ᾿ ἔκανε ἡ μοῖρα μου
γνώστη τῶν μουσικῶν ἀριθμῶν,
ὅτι κρέμασε μίαν ἀχτίνα ἐπὶ πλέον
τὸ ἄστρο τῆς ἡμέρας στὴν ὅρασή μου
καὶ κάνοντας τὰ γόνατά μου τραπέζι
ἐργάζομαι, ὡς νά ῾ταν νὰ φτιάξω
ἕναν ἔναστρο οὐρανό, ἢ ἕνα ρόδο.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
γνώστη τῶν μουσικῶν ἀριθμῶν,
ὅτι κρέμασε μίαν ἀχτίνα ἐπὶ πλέον
τὸ ἄστρο τῆς ἡμέρας στὴν ὅρασή μου
καὶ κάνοντας τὰ γόνατά μου τραπέζι
ἐργάζομαι, ὡς νά ῾ταν νὰ φτιάξω
ἕναν ἔναστρο οὐρανό, ἢ ἕνα ρόδο.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018
Τα γράμματα / Ρέα Γαλανάκη
Κάποτε γράφουν γράμματα γιατί γνωρίζουν
ότι αυτές θα είναι οι τελευταίες που αγαπήσαν
τον ήχο μιας σελίδας καθώς ξεδιπλώνεται
τον ήπιο τρόπο των χεριών που την αγγίζουν
το ίδιο φως απ' το παράθυρο
τη σύμβαση των τυπικών εκφράσεων
την έλλειψη μιας μονολεκτικής απάντησης
την πιθανότητα να ξαναδιαβαστούν σ' άγνωστο χρόνο
την προοπτική τους να γεράσουν με τον παραλήπτη
τη διαιώνιση της διαδρομής από τη μνήμη στην επιθυμία
τη μοναξιά περίπλοκων υπογραφών
τον κίνδυνο όσων αποσιωπήθηκαν
την τρέλα που ενεδρεύει πίσω απ' το μελάνι.
Ένα φλιτζάνι γάλα
κουμπωμένο το παλτό
κι ένα φιλί.
Τα συνοδεύουν ως την πόρτα του ταχυδρομείου.
τον ήχο μιας σελίδας καθώς ξεδιπλώνεται
τον ήπιο τρόπο των χεριών που την αγγίζουν
το ίδιο φως απ' το παράθυρο
τη σύμβαση των τυπικών εκφράσεων
την έλλειψη μιας μονολεκτικής απάντησης
την πιθανότητα να ξαναδιαβαστούν σ' άγνωστο χρόνο
την προοπτική τους να γεράσουν με τον παραλήπτη
τη διαιώνιση της διαδρομής από τη μνήμη στην επιθυμία
τη μοναξιά περίπλοκων υπογραφών
τον κίνδυνο όσων αποσιωπήθηκαν
την τρέλα που ενεδρεύει πίσω απ' το μελάνι.
Ένα φλιτζάνι γάλα
κουμπωμένο το παλτό
κι ένα φιλί.
Τα συνοδεύουν ως την πόρτα του ταχυδρομείου.
Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018
ΑΤΙΤΛΟ
Θέλεις λοιπόν διαρκώς να δηλώνεις κάπου κάπως την παρουσία σου.Όμως η ποίηση των μαθηματικών δεν με βοηθάει, γι’ αυτό στην απαρίθμηση κάποια νούμερα μου ξεφεύγουν. Καταμετρώ λοιπόν όσες αμαρτίες-αστοχίες με επισκέπτονται ακόμα και αφήνω κάποιες απ’ τις προσκλήσεις- προκλήσεις να κλείνουν τον κύκλο τους χωρίς εμένα. Άλλωστε ο χρόνος πάντα σχετικός ήταν όπως δυστυχώς ή ευτυχώς και πολλές απ’ τις ανθρώπινες σχέσεις. Προτιμώ τις ευχές και τα πυροτεχνήματα που έστω για μια στιγμή φωτίζουν κάτι απ’ την χαμένη υπόθεση της καλοσύνης και της ελπίδας.
Η διαλογή έχει ήδη συντελεστεί και πάει καιρός από τότε που έβγαζα άστρα απ’ τις τσέπες μου και χάριζα το γέλιο μου σε μελλοντικές απειλές. Έτσι συγκρούστηκα μ’ όλα τα αίσια και τα απαίσια, μετωπικά, χωρίς ζώνη ασφαλείας. Κι έμαθα πια να κάνω καταπληκτικούς ελιγμούς για συνάντηση ή αποφυγή. Τα χρόνια ούτως ή άλλως θ’ αλλάζουν πάντα με τον ίδιο εμμονικό τρόπο. Ερήμην. Με μικρές, απρόοπτες οάσεις αλλά υπαρκτές.
S.
Η διαλογή έχει ήδη συντελεστεί και πάει καιρός από τότε που έβγαζα άστρα απ’ τις τσέπες μου και χάριζα το γέλιο μου σε μελλοντικές απειλές. Έτσι συγκρούστηκα μ’ όλα τα αίσια και τα απαίσια, μετωπικά, χωρίς ζώνη ασφαλείας. Κι έμαθα πια να κάνω καταπληκτικούς ελιγμούς για συνάντηση ή αποφυγή. Τα χρόνια ούτως ή άλλως θ’ αλλάζουν πάντα με τον ίδιο εμμονικό τρόπο. Ερήμην. Με μικρές, απρόοπτες οάσεις αλλά υπαρκτές.
S.
Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017
Xάρης Βλαβιανός /''Παραμονή''
Για σένα ο μήνας
θα ’ναι πάντα ο πρώτος·
οι ατέλειες στο πορτραίτο
– το τεθλιμμένο βλέμμα
η αμήχανη σύσπαση των χειλιών –
σε αφήνουν αδιάφορη.
Στην πολύχρωμη σιωπή
της αγαπημένης σου βραδιάς
(χρυσά έλατα, πορσελάνινες κούπες)
γιόρτασα την ακινησία του χρόνου.
Οι αγγελιαφόροι φορώντας μάσκες και περούκες
χορεύουν με τους ζωντανούς.
θα ’ναι πάντα ο πρώτος·
οι ατέλειες στο πορτραίτο
– το τεθλιμμένο βλέμμα
η αμήχανη σύσπαση των χειλιών –
σε αφήνουν αδιάφορη.
Στην πολύχρωμη σιωπή
της αγαπημένης σου βραδιάς
(χρυσά έλατα, πορσελάνινες κούπες)
γιόρτασα την ακινησία του χρόνου.
Οι αγγελιαφόροι φορώντας μάσκες και περούκες
χορεύουν με τους ζωντανούς.
Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ
Διαστέλλεται και συστέλλεται σε
γιορτινή φρενίτιδα
Το περικλείει η ίδια θάλασσα
του θαύματος
Που επιβάλλεται να συμβαίνει
ξανά και ξανά
Κομματιασμένες ελπίδες και
ευχές για το ευ της ζωής
Στο ξετύλιγμα του αμπαλάζ η
ανάγκη είναι ίδια
Να συγκολληθούν τα σπασμένα
κομμάτια
Για να μεταμορφωθεί το ταβάνι
σε ορίζοντα
Και η αγκαλιά σε φάτνη
αστείρευτης τρυφερότητας
Απ’ την καμινάδα ας μην
περιμένουμε πια τίποτα
Η αγάπη δεν ξέρει από μονοπώλιαΟύτε φοράει κόκκινα
S.
Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017
MAΥΣΩΛΕΙΑ
Τη νύχτα οι δρόμοι της πόλης
Μετατρέπονται σε μαυσωλεία
Κατά μήκος των οδών χορεύουν
Κτίρια με χλωμά μάτια
Μέσα παρεκκλήσια και τζαμιά
Εγκλωβίζουν επισκέπτες
Κραυγές και ψίθυροι
Από επιφανείς νεκρούς της οθόνης
Κόβουν το κουφάρι του πολιτισμού
Σε κομμάτια η ζωή
Εκποιείται σε τιμή
Κάτω του κόστους
Ακατάσχετα μεταναστεύει
Η απαντοχή στα πεζοδρόμια
Κι όποιος πρόλαβε τον Κύριο
Δεν είδε
S.
Μετατρέπονται σε μαυσωλεία
Κατά μήκος των οδών χορεύουν
Κτίρια με χλωμά μάτια
Μέσα παρεκκλήσια και τζαμιά
Εγκλωβίζουν επισκέπτες
Κραυγές και ψίθυροι
Από επιφανείς νεκρούς της οθόνης
Κόβουν το κουφάρι του πολιτισμού
Σε κομμάτια η ζωή
Εκποιείται σε τιμή
Κάτω του κόστους
Ακατάσχετα μεταναστεύει
Η απαντοχή στα πεζοδρόμια
Κι όποιος πρόλαβε τον Κύριο
Δεν είδε
S.
Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017
ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Νοέμβρης πολυτεχνίτης κι άνεργος
Σαπίζει στο χώμα της γνωστής επετείου
Σαν άπιαστος δραπέτης η μνήμη
Θα μας χτυπήσει την πόρτα πάλι
Για να βγει απ’ το παράθυρο
Δια μέσου ιαχών και ασμάτων
Το σήμα κατατεθέν της πλέον
Οι παρηκμασμένοι της ήρωες
Απόμακροι και κομπαστικοί
Βραδυφλεγείς αναφλέγονται
Αποκαΐδια ένδοξου παρελθόντος
S.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)