Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΤΥΧΙΑ;

Σπάνια ο καλός μας άνθρωπος μιλούσε. Αλλά τις ελάχιστες φορές που το έκανε, άξιζε τον κόπο. 

Τι είναι ευτυχία… 

"Έπρεπε να γεράσω, αγόρι μου, για να μάθω τι είναι ευτυχία. Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια… Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμήσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν… Χάσιμο χρόνου. Θα το δείς κι εσύ όσο μεγαλώνεις... "

S.

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ


Με δρεπάνι κόκκινο η νύχτα  
Κάτι κλάδευε χτες το φεγγάρι
Στην αυλή μεσήλικο καλοκαίρι
Ρυτιδώνει τ’ αυλάκια της προσμονής
Η σπορά ό τι έδωσε, έδωσε
Ανάμεσα Σάββατο και Κυριακή
Μια άλλη μέρα αποσιωπήθηκε
Τόσο απασχολημένοι και άδειοι
Δεν καταλάβαμε την αναστροφή
Του χρόνου οι αφανισμένοι δείχτες
Κινούνταν χωρίς συνείδηση βεβαιότητας
Το αύριο προνόμιο των τολμηρών
Κάποια στιγμή θα ορθώσει ανάστημα
Απρόσμενο κύμα σε απάνεμη ακτή
Εδώ η κατακτημένη θάλασσα
Με την ίδια ασυγχώρητη ειρωνεία
Καγχάζει την αργοπορία του ήλιου
Ψηλαφώντας το λίγο ακόμη
Έτοιμη πάντα προς αναχώρηση

S.

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΦΛΕΓΟΜΕΝΟΣ


Ακόμα μια στρώση αρμύρας στο δέρμα του χρόνου που ξεδιπλώνει το όγδοο θαύμα του. Η απόκρυφη θλίψη του δειλινού. Τόσο φως για έναν τόσο σκοτεινό κόσμο δε χωράει στις στενές κόγχες του προσώπου. Ακούς τον ήχο απ' τα βήματα των ημερών. 
Αύγουστος φλεγόμενος και καιόμενος. Άλλη βάτος. Θα αποτεφρωθεί το φθινόπωρο.
Στην αφή του ύπνου σου χάδι από νύχτες καλλονές. Ξέθωρο το σκοτάδι τους, σαν ορθάνοιχτο όστρακο με ανέγγιχτο μαργαριτάρι. Απλησίαστο.
Προγραμματίζεις το επόμενο λιμάνι. Τα πόδια σου επιλέγουν διαφορετικές διαδρομές απ’ το νου σου. Ίσως συναντηθούν κάποτε. Να καταμετρήσουν τους παρόντες και τους απόντες στις κιτρινισμένες φωτογραφίες άλλων καλοκαιριών. Ανάμεσα σε τσιγάρα, γέλια και μυστικές δεξαμενές δακρύων. Δε θέλεις να το παραδεχτείς. Σφίγγεις ένα άσπρο μαντίλι στο χέρι σου. Ύστερα το σαλεύεις αργά. Μοιάζει με παγιδευμένο γλάρο. Ούτε καλωσορίσματα ούτε αποχαιρετισμοί.
Μόνο ονειρεύεσαι αψεγάδιαστο ορίζοντα και ελεγχόμενες πτήσεις ως τα κοντινά βράχια…

S.

Τραγωδία / Θωμάς Γκόρπας (1935 -2003)




Κανείς δε σκέφτηκε να κλείσει φεύγοντας την πόρτα
   
κανείς δε σκέφτηκε τον άνεμο που θα 'ρχονταν σε λίγο
κανείς δε σκέφτηκε τι άφηνε και τι έπαιρνε κοντά του
φύλλα μαχαίρια βλέμματα ή τα τελευταία λόγια
που θα 'διναν στην παρεξήγηση ένα τέλος.
Θέλω να σ’ αγαπήσω μα δεν γίνεται έχω αργήσει
Θέλω να σ’ αγαπήσω όσο δεν μ’ αγάπησε κανένας
να σκιστώ για σένα ν’ αλλάξω γειτονιά ν’ αλλάξω στέκια.
Τώρα πελώρια άγνωστα χέρια ασυνείδητα με δέρνουν
τώρα ξαφνικά νερά μού έκλεισαν όλους τους δρόμους
τώρα παλιά λαϊκά τραγούδια βαραίνουν τον αέρα…
Αν θα σε ξαναβρώ δεν ξέρω πού θα σε τρακάρω πάλι
σε πόλη ολοκαίνουργια με εναέριους δρόμους
ή σε μοντέρνα ερημιά ή μες στο τελευταίο σκοτάδι…
Και θα 'χω άραγε την παλιά καρδιά;

ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ

ΠΗΓΗ:http://eimaistahaimou.blogspot.gr/

S.

ΣΤΕΡΗΣΗ


Κατέγραψα όλη τη στέρηση
Στο ερημητήριο του χρόνου
Τώρα με καίει η θάλασσα
Μ’ εκείνη την παλιά αλμύρα της
Κρατάει απ’ το γιακά την προσμονή
Στις εσχατιές άλλων οριζόντων
Αποταμιεύει εικόνες στα μάτια μου
Αντίτιμο στο γραμμάτιο της λησμονιάς
Επιβάλει προσωρινή ανακωχή
Στα χαρακώματα του λόγου
Μόνο οι κραυγές των γλάρων
Τρυπάνε το κέλυφος των ημερών
Γέμισε τρύπες ο νους μου
Κύματα μπαινοβγαίνουν
Πλημμυρίζουν οι μέρες μου
Ταξιδιώτες χωρίς προορισμό
Όπως οι απόδημοι έρωτες
Στη χώρα του ποτέ 

S.

Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Τόσα καλοκαίρια έκανα την αντίστροφη διαδρομή. Όταν οι άλλοι πήγαιναν εγώ ερχόμουν. Χωμένη βαθιά στο παραμύθι και τη μαγεία της νησιώτικης επαρχίας, δικαίως -ως κάποτε παιδί της πόλης- εκστατικός παρατηρητής θαυμάτων, χρωμάτων, εναλλαγών και αρωμάτων των τοπίων αναμασούσα την κοινοτυπία για τον άνθρωπο της φύσης. Αλήθεια αναμφισβήτητη!
Τρεις φορές το χρόνο το βελάκι της διαδρομής μου στρεφόταν πίσω. Τότε που οι άλλοι έρχονταν, κυρίως Πάσχα και καλοκαίρι, έφτανε η ώρα της δικής μου δια ολίγον μετανάστευσης. Εποχικός μετανάστης της πόλης και της τρέλας της.
Ώσπου η ρίζα μου -αν και στην άμμο- άρχισε πλέον να πριονίζεται όταν το περιορισμένο, χαζοχαρούμενο και ευτελές της περίκλειστης νοοτροπίας του νησιού συν η αλλαγή της ατραπού στην προσωπική μου ζωή, με οδήγησαν στην πόρτα εξόδου απ’ το απέραντο γαλάζιο, ειδυλλιακό σκηνικό.
Θαυμάσια τα παραδοσιακά πλακόστρωτα δρομάκια, τα κατσίκια-εκκλησάκια, οι υπέροχες μεταπτώσεις της θάλασσας, οι ειρηνιστές κι οι Γότθοι που καταφτάνουν κάθε αρχή και τέλος καλοκαιριού, η νεκρική σιγή της πρώτης φθινοπωρινής βροχής, ο μαρασμός πριν την αναγέννηση, ο αέναος κύκλος ξανά και ξανά, δε φτάνουν πια, πιο σωστά δε μου φτάνουν, ελλιπές το αριστουργηματικό πορτρέτο χωρίς μια πινελιά στοχαστικής απεικόνισης του πνεύματος και της αναζήτησης που ορίζει τον άνθρωπο ή που θα 'πρεπε να ορίζει τον άνθρωπο.
Πληρότητα ίσως να υπάρχει στους αυτόχθονες, είτε καταπιάνονται με τη γη είτε με το υγρό στοιχείο. Είναι αλλού παπά ευαγγέλια αυτοί. Οι τελευταίοι ευτυχείς του πλανήτη. Τους ζηλεύω αλλά δε γίνεται να τους μοιάσω.
Αναγκάζομαι λοιπόν να παραδεχτώ όχι ως δια της βίας, αλλά ως δια της συνειδητοποίησης ότι οι εδώ προσδοκίες μου πνέουν τα λοίσθια και η επιστροφή στην πόλη είναι πλέον μονόδρομος.
Τελευταίο μου καλοκαίρι στο νησί λοιπόν με την ιδιότητα του μόνιμου -τι ειρωνία!-κατοίκου και Δεκαπενταύγουστος.
Το φθινόπωρο θα με βρει να χορεύω ψαρωμένη και αδέξια στους ασαφείς αλλά ενδιαφέροντες ρυθμούς μιας εκ νέου ανεξερεύνητης μουσικής, περισσότερο σχιζοφρενικής, κάτω από το ψυχεδελικό πρίσμα μιας λυτρωτικής ανωνυμίας.
Ακούγεται η σειρήνα του πλοίου της γραμμής. Μια διαφορετική σειρήνα με προσκαλεί σ’ ένα ανατρεπτικό ταξίδι χωρίς ευοίωνη ή δυσοίωνη πρόγνωση.
Ακολουθώ τα βήματά μου και προετοιμάζομαι για το αβάπτιστο που έρχεται.
Η κοίμηση της Θεοτόκου κυοφορεί μέσα μου περίεργα ξυπνήματα…

S.