Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΚΟΜΠΟΛΟΪ

Το βρήκα στο μαγαζί επιστήθιας φίλης και το αγόρασα μια δύσκολη νύχτα. Το ίδιο δύσκολη όπως και οι μέρες που προηγήθηκαν.
«Πάρ’το μου είπε. Θα σε βοηθήσει. Το γαλάζιο κατευνάζει την ταραχή του νου και βοηθά στη συγκέντρωση».
Ήταν μια ευκαιρία σκέφτηκα. Το υφαντό της ψυχής μου κουβάρι, πάλευα μέρες να ισορροπήσω.
Το λάτρεψα...
Η λεία υφή της σάρκας του, η στρογγυλάδα που άφηνε κάτι ανεπαίσθητα τρυφερό στα δάχτυλά μου. Πιο πολύ με μάγεψαν τα ραγίσματα στις χάντρες του. Σαν σπασμένες και ξανακολλημένες. Αντανακλούσε πλήρως τον εσωτερικό μου κόσμο.
Έλεγα στον εαυτό μου ότι παίζοντάς το, ίσως κατάφερνα να συμμαζέψω κάπως τη μικρή αλλά υπαρκτή παρεκτροπή μου με τον καπνό. Αντί να στρίβω κάθε τρεις και λίγο, μ’ αυτό θ’ απασχολούσα τουλάχιστον τα χέρια μου.
Την επομένη βρέθηκα μ’ ένα φίλο και του το’ δειξα.
«Μπα», μου είπε, «δεν τα συμπαθώ αυτά τα ψεύτικα. Κάνουν κούφιο ήχο. Μόνο όσα είναι από σκόνη κεχριμπαριού».
Εμένα πάλι ο ήχος του μ’ άρεσε. Ακριβώς αυτό το ξερό τικ τακ, καθώς έπεφτε η μια χάντρα πάνω στην άλλη, έφτανε στ’ αυτιά μου σαν απόηχος από μυθικό καλπασμό.
Λίγες μέρες μετά το τοπίο άρχισε να ξαναστήνεται μέσα μου. Όμως το κάπνισμα δεν το’ κοψα.
Ένα βράδυ βρήκα ένα μήνυμα στο κινητό μου απ’ τη φίλη που μου το πούλησε:
«Δουλεύει το μπεγλέρι;»
«Έτσι κι έτσι », της απάντησα.
«Πάντως η ψυχολογία μου ανέβηκε λίγο».
Ανέβηκε είπα και στον εαυτό μου κι ας μην έγινε κεχριμαπρένια. Δεν πειράζει. Σημασία έχει να πηγαίνεις παρακάτω. Να κατανοείς όταν χρειάζεται, να συγχωρείς όταν πρέπει. Πρώτα τον εαυτό σου και μετά τους άλλους. Να πηγαίνεις παρακάτω, δηλαδή μπροστά, όπως αυτό το τικ τακ της πτώσης, να γίνεσαι χάντρα που κυλάει.
Είναι ένας δρόμος κι αυτός, ίσως ο πιο ανθρώπινος. Έστω κι αν υπάρχουν ραγίσματα. Άλλωστε ποιος μπορεί να διεκδικήσει το μονοπώλιο της ακεραιότητας;


S.

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

[Η ποίηση ως «είδος πρώτης ανάγκης»] του Παντελή Μπουκάλα

On 12 January, 2015 by BIBLIOTHEQUE

'Οσες γλώσσες κι αν τυχαίνει να κατέχουμε, κι όση κι αν είναι η φιλομάθεια και η αναγνωστική μας όρεξη αλλά και ο χρόνος που μπορεί να τους αφιερωθεί, η γνώση μας για την παγκόσμια λογοτεχνία δεν γίνεται να είναι παρά μερική και αποσπασματική και να παρακολουθεί, ώς ένα βαθμό, τους εκάστοτε συρμούς. Φυσικό μοιάζει κατόπιν αυτού το ότι η λογοτεχνία κάθε χώρας εκπροσωπείται στη μνήμη μας από δυο-τρία ηχηρά ονόματα (ενίοτε και ένα μόνο), ενώ γύρω τους κυκλοφορούν σαν «άδοξοι» δορυφόροι λιγοστοί «ελάσσονες» που μπορεί και να είναι μείζονες, απλώς η μετάφραση, πράξη δημοκρατική ούτως ή άλλως, δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το δικό τους έργο. 
 

Αίφνης, η ποίηση της Χιλής, που αποτελεί λαμπρό κεφάλαιο της πλούσιας λατινοαμερικανικής ποίησης (μια καλή γεύση της οποίας αποκτήσαμε πολλά χρόνια πριν με την ανθολογία του Ρήγα Καππάτου «Δεκαέξι Λατινοαμερικανοί ποιητές», εκδ. Καραβία, 1980) αντιπροσωπεύεται στην ουσία διεθνώς από ένα και μόνο όνομα, επιβλητικό βέβαια: τον Πάμπλο Νερούδα. Κι όμως, δίπλα στον δικό του όγκο, και κάποτε υπό τη σκιά του ή και σε εκλογοτεχνισμένη αντιδικία μαζί του, υπήρξαν κι άλλοι άξιοι ποιητές. Περισσότερο γνωστός ανάμεσα σε αυτούς τους λιγότερο φημισμένους είναι ο Νικάνορ Πάρα, με το αρχαιοελληνικής καταγωγής μικρό του όνομα, κατά την αρκετά διαδεδομένη στη Λατινική Αμερική συνήθεια, όπως ξερουμε και από το ποδόσφαιρο, από τον Σώκρατες λ.χ. αν τώρα το «Νικάνωρ» κρατάει από τον Μακεδόνα ναύαρχο, γαμπρό του Αριστοτέλη και συμμαθητή του Μεγαλέξανδρου, ή από τον Αλεξανδρινό γραμματικό του 2ου αιώνα μ.Χ. που έγραψε για τον Ομηρο και τον Καλλίμαχο, δεν το ξέρω, προκρίνω πάντως το δεύτερο, αφού μιλάμε για άνθρωπο των γραμμάτων κι όχι των αρμάτων.
Γλωσσικά απελευθερωμένος (στα όρια της βωμολογίας θα έλεγαν κάποιοι υπερευαίσθητοι), ένας ασεβής χλευαστής του λογοτεχνικού καθωσπρεπισμού και της «ποίησης δωματίου» που πνίγεται από το άγχος του εντυπωσιακού ευρήματος, ο «αντιποιητής» Πάρα, πιστός στην άποψή του ότι «στην ποίηση όλα επιτρέπονται» ειρωνεύεται και στηλιτεύει, αποκαθηλώνει ή στιχουργεί μ’ εκείνο τον ψυχρό, σχεδόν μαθηματικό τρόπο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, αποκηρύσσει («την ποίηση του σαλονιού») και επιλέγει («την ποίηση της δημόσιας πλατείας / την ποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας»), θεολογεί σαν άθεος (αυτή δεν είναι η γονιμότερη εκδοχή θεολογίας;) και, κατά τη ρητή του πίστη, «αλλάζει τα ονόματα των πραγμάτων», ίσως επειδή η αλλαγή των ίδιων των πραγμάτων αποδεικνύεται πάντοτε πολύ δυσκολότερη απ’ όσο ορίζουν οι μετασχηματιστικές του κόσμου επιθυμίες μας.
 
Στο δικό μου αυτί δεν είναι λίγες και ασήμαντες οι στιγμές που διακρίνω μια συγγένεια μεθόδου και στόχου με την ποίηση του 'Αρη Αλεξάνδρου και του Μανόλη Αναγνωστάκη, συγγένεια που (πιθανότατα χωρίς να είναι σε γνώση κανενός από τους τυχαίως «συμβαλλομένους», όπως συχνά συμβαίνει στη λογοτεχνία) αποκαλύπτεται στον τρόπο του σαρκασμού, της παρρησίας και της αποτελεσματικά οικονομημένης φράσης, αλλά και στην άσκηση κριτικής σε άλλους ποιητές ή ποιητικούς τρόπους δια της ίδιας της ποιήσεως. Σαφέστερο ποίημα ως προς όλα τούτα είναι το εναρκτήριο της συλλογής, το «Manifiesto», η «Διακήρυξη», όπως επιλέγει να αποδώσει τον τίτλο ο Χιόνης. Λίγοι στίχοι του ποιήματος αυτού πολύ μιλούν καλύτερα από οποιονδήποτε «εξηγητή» τους:
 
«Κυρίες και κύριοι / αυτή είναι η τελευταία λέξη μας / -η πρώτη και τελευταία λέξη μας- / Οι ποιητές κατεβήκανε απ’ τον Όλυμπο // Για τους παλιότερους / η ποίηση ήταν ένα είδος πολυτέλειας / Για μας ωστόσο πρώτης ανάγκης είδος είναι: / αδύνατο χωρίς αυτή να ζήσουμε. // Σ’ αντίθεση με τους παλιότερους / -κι αυτό το λέω με σέβας- / εμείς υποστηρίζουμε / ότι ο ποιητής δεν είναι αλχημιστής / Ο ποιητής είν’ ένας άνθρωπος κι αυτός / ένας χτίστης που χτίζει τον τοίχο του: / ένας κατασκευαστής θυρών και παραθύρων. // Εμείς κουβεντιάζουμε / σε γλώσσα καθημερινή / Σύμβολα καβαλιστικά δεν θέλουμε. // […] Δεν πιστεύουμε σε νύμφες ή τρίτωνες. / Η ποίηση πρέπει να είν’ αυτό: / μια κοπελιά ανάμεσα στα στάχυα / ή να μην είναι τίποτε».
 
Για την ποίηση σαν τον «καλύτερο τοίχο να κρύψουμε το πρόσωπό μας» μιλάει ο Αναγνωστάκης. Σαν «χτίστη που χτίζει τον τοίχο του» βλέπει τον ποιητή ο Πάρα αλλά και σαν κατασκευαστή θυρών και παραθύρων, σαν δημιουργό πόρων δηλαδή.
 
[από τη Καθημερινή / 13-1-2009]
ΠΗΓΗ: http://www.bibliotheque.gr/article/39452

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Ο δρόμος τελειώνει σ’ ένα φωτεινό χρώμα (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960)

Ό,τι γίνεται γύρω μου γίνεται ξαφνικά, ό,τι γίνεται μέσα 
μου γίνεται ξαφνικά: Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση. Ήρθαν ένα σωρό πρόσωπα κι έρχονταν κι άλλα φάτσες γνωστές κι άγνωστες κι εγώ όλους τους αγαπούσα και περισσότερους ακόμα τόσο πολύ άνοιξε η καρδιά μου και χωρούσαν κι άλλοι πολλοί ακόμα.Ένα πλήθος κρεμάστηκε απ’ τη σπάνια κλωστή που έκλωθε εκείνη την ώρα η ψυχή μου κι αυτή άντεχε δεν έσπαγε.
 (Γιώργος Χειμωνάς, Γράφω ένα βιβλίο που με αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω «Πεισίστρατο»)


Όλα ήταν μια ευτυχία πόσο σας αγαπώ φώναξα θα πεθάνω για σας. Αγαπούσα την κάθε μια μορφή χωριστά και μαζί όλες η αγάπη μου ήταν ένα σύννεφο που το σκόρπιζε ο αέρας το χώριζε σε χίλια κομμάτια κι ύστερα πάλι τα ένωνε η αγάπη μου ήταν ένα σύννεφο που σκέπαζε όλον τον ουρανό λευκό και μεγάλο σας αγαπώ.

Ξαφνικά κατάλαβα πως εγώ τους αγαπούσα κι εκείνοι με κοίταζαν μ’ ένα μικρό χαμόγελο. Στεκόμουν μ’ ανοιχτά χέρια κι εκείνοι μάκραιναν και τους είπα θα ’ρθω μαζί σας. Με κοίταζαν με άδειο χαμόγελο και προχωρούσαν κι εγώ στεκόμουν κι έβλεπα να με προσερνάν και να μακραίνουν. Δεν μπορούσα να κάνω βήμα ήμουν σαν φυτό που πάλευε να ξεκολλήσει τις ρίζες του από το χώμα κι ήθελα να τους πάρω από πίσω. Στεκόμουν κι εκείνοι φεύγαν δεν έλεγαν έλα χαμογελούσαν.

Έμεινα από τότε μονάχος κι έπαψα να κλαίω η αγάπη στέρεψε κι έπαψε να τρέχει. Ο δρόμος γεμίζει κόσμο κάθε φορά που έχει ματς κι όταν είναι η Έκθεση κι όταν περνάν οι κηδείες γιατί είναι κοντά στο νεκροταφείο. Η μάνα λέει να κλείνουμε τα παράθυρα όταν περνάν οι κηδείες. Τα κλείνω κι ακούω από μέσα το χαρχάλεμα της πομπής καθώς τα ποδάρια της σέρνονται στις πέτρες. Πριν από μέρες καθώς γυρνούσα είδα στον δρόμο έναν άνθρωπο που έμοιαζε με μύγα μόλις τον είδα είπα να μια μύγα. Το παλτό του ήταν μακρύ κι ανέμιζε.
(γράφω ένα βιβλίο που μ' αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω «Πεισίστρατος»)


[Ο Πεισίστρατος είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα. Το «υπερβολικό διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από τον ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ του]

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

ΑΙΣΙΟΝ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΕΣ ΤΟ ΝΕΟ ΚΡΥΟ

Φαρμάκι στη γλώσσα του καιρού 
Αναμασάμε ευχολόγια κι απευχόμαστε
Στα όρη στα άγρια βουνά το κακό
Αλλά δεν ξεκουμπίζεται μόνο του βλέπεις
Η ίδια θλίψη ψύξη απ’ τις χαραμάδες
Ψάχνει στο σώμα σου το κρεβάτι της
Σκεπάζεται με όσα δε θέλησες να πεις
Μιλάει τη γλώσσα ενός πεθαμένου κούκου
Αθώου χωρίς υποψία άνοιξης στα φτερά του
Ποιος θα μπορέσει να συνετίσει το σκοτάδι
Όταν έρχεται έρποντας πίσω σου
Τυλιγμένο σ’ εκείνο το μακρύ παλτό
Πιάνοντας αθόρυβα θέση στον εξώστη του νου
Αναποδογύρισε λοιπόν τα μάτια σου
Να στάξεις λίγο άσπρο στο στόμα του
Μέτρησε αντίστροφα τα δάχτυλα της νύχτας
Σήκωσε κι άλλο παγωμένο ποτήρι
Με μια πρόποση για κείνα που δεν ήρθαν
Αίσιον και ευτυχές το νέο κρύο λοιπόν…

S.