Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

OΛΟΝΥΧΤΙΑ / Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Δε με κατάλαβες' όλη τη νύχτα
ήμουνα πλάι σου, προσπαθούσα να κλείσω
τα παράθυρα, πάλευα - όλη νύχτα.
Ο αγέρας επέμενε.
Άπλωσα τότε
τις παλάμες μου πάνω σου σαν
δύο φύλλα ουρανού, και σε σκέπασα.
Έπειτα βγήκα στον εξώστη και κοίταζα
Δίχως χέρια τον κόσμο.

Από τη συλλογή Το βάθος του κόσμου,1961
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ) 

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Συγκλονιστική μαρτυρία για τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη

του Μανώλη Πρατικάκη

Ο Μανόλης Πρατικάκης διηγείται το παρακάτω περιστατικό για τον Τάσο Λειβαδίτη:
Θα περιγράψω ένα περιστατικό σχετικά με δημοσίευση ποιημάτων του Λειβαδίτη σε περιοδικό, γιατί νομίζω ότι έχει ένα γενικότερο ενδιαφέρον, καθώς εμπλέκονται σ’ αυτό και άλλοι σημαντικοί ποιητές. Το 1988 ήταν τα δεκάχρονα του περιοδικού «Το Δέντρο» και στο πανηγυρικό τεύχος ο Μαυρουδής και ο Γουδέλης θέλησαν να τιμήσουν το Λειβαδίτη, με πρωτοσέλιδα ανέκδοτα ποιήματά του.
Ο Μαυρουδής γνώριζε την φιλία μου με τον Λειβαδίτη και με παρακάλεσε να μεσολαβήσω για τη συγκατάθεσή του και να έρθουν τα πρωτότυπα κείμενα στα χέρια τους. Πράγματι τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του εξήγησα την πρόθεση του περιοδικού και εκείνος συμφώνησε. Συναντηθήκαμε στο σπίτι του και μου έδωσε τα ποιήματα, τα οποία και έδωσα στο «Δέντρο». Το περιοδικό όμως είχε ζητήσει συνεργασία, για το ίδιο, πανηγυρικό τεύχος και από τους Ρίτσο, Καρούζο, Βρεττάκο, κ.λ.π. Προσωπικά αγνοούσα τα ονόματα των άλλων συνεργατών πλην του Λειβαδίτη. Δέκα μέρες, περίπου, αργότερα με παίρνει τηλέφωνο ο Λειβαδίτης. Άρχισε διστακτικά να μου λέει ότι δεν ήταν απαραίτητο να μπουν «πρώτα» τα ποιήματά του, και κάτι τέτοια. Του απάντησα ότι η επιλογή ήταν πηγαία, ότι «ήταν μια επιλογή εκτίμησης και αγάπης σ’ εσένα και το έργο σου» κ.λ.π. «Καλά παιδί μου», απάντησε, όπως συνήθιζε με τους φίλους του. Την επόμενη άλλο τηλεφώνημα, γύρω από το ίδιο θέμα με αυξανόμενη αγωνία. Παρά τις εξηγήσεις μου, που προς το παρόν τον έπειθαν, επανερχόταν εναγωνίως. Όταν τον ρώτησα αν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος, απάντησε αρνητικά. Όμως όπως έμαθα αργότερα, υπήρχε. Στο μεταξύ ο Νίκος Καρούζος, αυτός ο σπουδαίος ποιητής, φίλος επίσης, και με πιο συχνές συναντήσεις, είχε μάθει τη μεσολάβησή μου για τα ποιήματα του Λειβαδίτη στο «Δέντρο». Με παίρνει, λοιπόν, έξαλλος, σ’ ένα μεταμεσονύχτιο τηλεφώνημα, βρίζοντας τους υπεύθυνους του περιοδικού και αφήνοντας αρκετές αιχμές για τη δική μου μεσολάβηση. «Τον Φίλο σου τον Λειβαδίτη», όπως έλεγε συχνά με κάποια ζηλόφθονη σκοπιμότητα. Πάνω από μισή ώρα φώναζε με ένα βάναυσο επίμονο, δαιμονικό αλλά συγκρατημένο λόγο: «κανείς ζωντανός δεν μπορεί να προηγηθεί από μένα, να το πεις στους φίλους σου, στον άθλιο Μαυρουδή και τον τρισάθλιο Γουδέλη, ας μην τολμήσουν…σαράντα χρόνια τώρα μου χρωστάει η Ελλάδα…κανένας ζωντανός», επαναλάμβανε για πολλοστή φορά ως συνήθιζε, «μόνο οι νεκροί μπορούν να προηγηθούν, μόνο οι νεκροί», κ.ο.κ. Προσπάθησα μάταια να τον καθησυχάσω. Επαναλάμβανε σαν από μαγνητόφωνο τις ίδιες ακριβώς φράσεις, σα μια οργισμένη μηχανή που ήξερε να χρησιμοποιεί μόνο αυτές τις λέξεις, με αυτήν την αλληλουχία, με την ίδια αδιάλειπτη οξύτητα και οργή. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε την επομένη. «Αλλά οι άθλιοι ας μην τολμήσουν» ήταν η επωδός. Όταν έκλεισε ήρθε μπροστά μου η ήρεμη, καλοσυνάτη μορφή του Λειβαδίτη, ο διακριτικός, γεμάτος δισταγμούς λόγος του, που «απαιτούσε» ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που απαιτούσε ο μαινόμενος Καρούζος. Τι διαφορά! Έβλεπα μπροστά μου δυο ειδών παραλογισμούς, που μόνο από καλλιτέχνες μπορούσαν να εκφραστούν. Όταν αργότερα βρέθηκα στο σπίτι του Λειβαδίτη, σε μια στιγμή που εκείνος έλειπε, η γυναίκα του η Μαρία, πολύ εμπιστευτικά μου αποκάλυψε ότι ο Τάσος δεν θέλει να είναι πρωτοσέλιδο «γιατί θα στεναχωρηθεί και θα θυμώσει ο Γιαννάκης», δηλ. ο Ρίτσος, μου είπε χαμηλόφωνα. Και πρόσθεσε, σχεδόν φοβισμένη: «Έχει κάνει και τρεις μήνες να του πει καλημέρα, σε κάποιες ανάλογες περιπτώσεις. Πρέπει όλα να περνούν από την έγκρισή του. Ο Τάσος τον σέβεται, τον θεωρεί δάσκαλό του, αν κι εκείνος δεν παύει ποτέ να μας το υπενθυμίζει, αλλά και τον φοβάται. Συχνά για τέτοια, τον κρατά σε καραντίνα, πράγμα που ο γλυκός μου ο Τάσος, δεν μπορεί να αντέξει. Εσύ ξέρεις πόσο καλός και πόσο εύθραυστος είναι. Ο Ρίτσος έμαθε για το πρωτοσέλιδο του «Δέντρου» και ήδη μας έκανε αρκετούς υπαινιγμούς, ξέρει εκείνος τον τρόπο», πρόσθεσε. Ήταν η Τρίτη κατά σειρά έκπληξή μου.
Όταν την επομένη μου τηλεφώνησε ο Λειβαδίτης, για το γνωστό θέμα, του είπα, σχεδόν, οργισμένος. «Ε, ως εδώ, Τάσο. Τα ποιήματά σου θα μπουν πρωτοσέλιδο. Οι τιμές και τα πρωτοσέλιδα του Ρίτσου δεν μετριούνται. Δεν έχεις δικαίωμα να αποποιηθείς μια τιμή που σου κάνει ένα περιοδικό. Μη με ξαναπάρεις γι’ αυτό το θέμα, τέρμα και τελεία. Ο Ρίτσος έχει μπουχτίσει, αλλά παραμένει άπληστος. Ως εδώ». Φαίνεται ότι η οργή μου τον ανακούφισε. Καταλάβαινε επίσης πως είχα αντιληφθεί την πηγή της αγωνίας του. Και ότι με είχε εξοργίσει η αιτία αυτής της αγωνίας, αυτή η καταπιεστική μηχανή, η ρετουσαρισμένη με τόσο τέλεια και ατελείωτη απρέπεια, στο όνομα της φιλίας και της ιδεολογικής ανιδιοτελούς συντροφικότητας – τι κούφιες λέξεις!
Σ’ αυτό το περιστατικό η μοίρα θέλησε να παίξει ένα μακάβριο παιχνίδι. Πριν κυκλοφορήσει το τεύχος του «Δέντρου» με τη συνεργασία αυτών των κορυφαίων ποιητών, ο Λειβαδίτης εισάγεται στο Γενικό Κρατικό Αθηνών, και μετά από δύο εξάωρα χειρουργεία για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, στα οποία, με παράκληση του ποιητή, ήμουν παρών, πεθαίνει. Ένας τεράστιος, απρόβλεπτος θρόμβος (μοναδικός στα χρονικά της Αγγειοχειρουργικής κλινικής), έφραξε το μόσχευμα και παρά τις απέλπιδες προσπάθειες, κατέληξε. Φαντάζομαι ότι ο Καρούζος θα έμεινε άναυδος. Τώρα πια θα μπορούσαν άνετα να τεθούν σε εφαρμογή οι αφορισμοί του. «Οι νεκροί προηγούνται». Τον είχε προλάβει η πραγματικότητα. Και φυσικά, ούτε ο Ρίτσος θα τολμούσε να απαιτήσει υπακοή από τον νεκρό «μαθητή» και σύντροφο στους αγώνες και την τέχνη. Όταν αργότερα συνάντησα τον Καρούζο στο γνωστό στέκι της πλατείας Μαβίλη, μου επανέλαβε μ’ εκείνη τη βραχνή μεταλλική φωνή του «οι νεκροί όντως προηγούνται…είδες φίλε μου τι παιχνίδι μας έπαιξε η τύχη;». Μόνο που τώρα η φωνή του είχε ένα ράγισμα, ένα θάμπωμα. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι αισθάνθηκε τον παραλογισμό του και ότι είχε ίσως την υποψία ότι με την άγρια εμμονή του οδήγησε (σε επίπεδο μεταφυσικής) τα πράγματα, έτσι, που να προηγηθεί ο Λειβαδίτης, αλλά όχι βέβαια ζωντανός.
Στο σπίτι του νεκρού πια Λειβαδίτη είχαμε μαζευτεί πολλοί. Ήταν εκεί και ο Ρίτσος. Έκλαιγε σπαρακτικά, με λυγμούς, απογυμνωμένος. Γέρος όσο ποτέ. Χωρίς κανένα φτιασίδι. Δίχως να σκέφτεται πως θα τον δει χωρίς τις προσωπίδες του ο κόσμος. Αφάνταστα γέρος, εύθραυστος και πελιδνός, αυτός με τις παλιές συντεταγμένες σοσιαλιστικές του βεβαιότητες με το αγέρωχο επιτηδευμένο ύφος που μας δήλωνε πόσο μακριά στεκόταν από ευτέλειες και ματαιοδοξίες. Ήταν καθισμένος εκεί, ένα θλιβερό ανθρώπινο κουρέλι με πραγματικούς λυγμούς και αληθινά δάκρυα. Πρώτη φορά τον έβλεπα αυθεντικό και γνήσιο. Ήταν η κατάρρευση ενός μύθου. Εκμηδενισμένος, ξένος προς το ποιητικό του σώμα. Έκλαιγε για όλους και για όλα που είχαν καταρρεύσει και προ πάντων για τον ίδιο. (Βρισκόμαστε στο 1989 που μόλις είχε καταρρεύσει η Σοβιετική ΄Ενωση, ο Τσαουσέσκου, κ.λ.π.). Έκλαιγε μπροστά στο θάνατο ενός αληθινά Αγγελικού ποιητή.
Που δεν ήξερε τι θα πει μικρότητα.

Αθήνα, Μανόλης Πρατικάκης
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, Τεύχος 140, Απρίλιος- Ιούνιος 2008.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

ZΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΕΧΝΗ

Αν η αντίληψη περί ζωής ερμηνεύεται ως συνέχεια και συνέπεια εγγενών και ασύνειδων στοιχείων αλλά και μιας βαθιάς εν εξελίξει συνειδησιακής γνώσης, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με το περιβάλλον και το πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο της εποχής, τότε ο ρόλος της τέχνης θα είναι να βρίσκει το αισθητικό νόημα και την αξία αυτής της πορείας, λαμβάνοντας υπόψη την προσωπικότητα και την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία των εν δυνάμει ή των εν τη πράξει διάσημων και άσημων αντιπροσώπων της.
Κατά την ταπεινή μου άποψη όλοι γεννιόμαστε ή θα ’πρεπε να γεννιόμαστε με την προοπτική να ζήσουμε τη ζωή μας μέσα από το πρίσμα οποιασδήποτε δημιουργικής ενασχόλησης, δηλαδή όλοι στην πραγματικότητα θα μπορούσαμε να κάνουμε τέχνη.
Και αναφερόμενη στο περιεχόμενο της λέξης δεν επικεντρώνομαι στο δυσνόητο, βαρυσήμαντο ή πολύπλοκο μέρος της που αφορά αποκλειστικά τους μυημένους ή τους ψωνισμένους κοινωνούς της, αλλά στο πάθος και την απλότητα, -που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρετή της ψυχής- στην ανάγκη τελικά να εκφραστεί κάποιος όσο πιο ξεκάθαρα και γνήσια μπορεί.
Δεδομένου επίσης ότι η τέχνη μιμείται τη ζωή, έχω την αίσθηση ότι όσο η δεύτερη φυραίνει -κι αυτό είναι κάτι αδιαμφισβήτητο- τόσο θα ’ταν αναμενόμενο να φυραίνει κι η τέχνη. Είναι όμως έτσι;
Δε γνωρίζω, γιατί δεν έχω συνολική ή συλλογική εικόνα της κατάστασης, αφού ζω απόκεντρα κι ό,τι έρχεται ως εδώ από τις πολυπληθείς και δραστήριες πόλεις φτάνει αποσπασματικά και αργοπορημένο ενώ η τεχνολογία είναι απαραίτητο εργαλείο προς χρήση αλλά στο μέτρο και στο βαθμό που δεν της δείχνεις τυφλή εμπιστοσύνη.
Όσο για τ’ αντίστροφο, ότι δηλαδή η ζωή μιμείται την τέχνη, τότε θα ’ταν εφικτό όλοι μας να βιώναμε κατά το μάλλον ή ήττον μια ενδιαφέρουσα ζωή.
Όμως για να είναι κάτι ενδιαφέρον θα πρέπει να αναβαπτίζεται διαρκώς στην κόψη πνευματικών αναταράξεων, αντικρουόμενων θεωριών, θέσεων και ρήξεων έχοντας ως απώτερο στόχο την ολοκλήρωση και την αυθεντικότητα.
Τεράστιο θέμα, επιδέχεται πολλές εκδοχές και αντεκδοχές, το ζητούμενο όμως παραμένει ένα:
Να εστιάζουμε σ’ εκείνα που αξίζουν και να ενισχύουμε καθημερινά έστω και με ελάχιστα ψήγματα τέχνης τη χαρά, τη θλίψη, τις σκέψεις μας, το δανεικό και ανεπίστρεπτο χρόνο μας.

Stavronia

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Οι πρώην/ Ένα κείμενο του Κωστή Παπαγιώργη

Εφόσον κάθε ωρίμανση βασίζεται στα σφάλματα της νεότητας –δηλαδή όχι μόνο της εφηβείας, αλλά και της αφέλειας εν γένει– η σοβαρότητα, όπως και αν την καταλάβουμε, έχει πάντα ένα αμφίβολο παρελθόν. Σαν τους αυτοδημιούργητους μεγιστάνες που ξεκίνησαν πένητες, αλλά ευφάνταστοι, σαν τις ηρωίδες του Ντοστογιέφσκι που τρέφουν την ιταμή τους περηφάνια με την οργή για το ταπεινωμένο τους παρελθόν, υπάρχει κάποια σημαντική καμπή στη ζωή τους.

Προφανώς δεν ισχύουν γενικοί και απαράβατοι κανόνες. Είναι γνωστό ότι στα τέλη της ζωής του ο Πλάτων συνέγραψε τους «Νόμους», ήτοι ένα ρεαλιστικό κείμενο και άφησε σε χρυσή θήκη την «Πολιτεία». Επίσης ο Χούσερλ της ώριμης περιόδου θεωρούσε τη φαινομενολογία «χαμένο όνειρο». Αλλά υπάρχουν και οι περιπτώσεις του Χέγκελ και του Κίρκεγκωρ που βεβαιώνουν το αντίθετο. Ωστόσο, όπως κι αν δούμε το μάκρος μιας ζωής, σαν ενότητα ή σαν ρήξη, δεν πρόκειται ποτέ να βρούμε μιαν άξια του εαυτού της ωρίμανση, που να μην αναγνωρίζει –στο παρελθόν– μιαν εποχή πλάνης και ειρήσθω εν παρόδω κωμωδίας που αντιμετωπίζει τον εαυτό της στα σοβαρά. Η θεωρία, η δράση, η συγγραφή, κάθε λογής δραστηριότητα τέλος πάντων που αναμετράται με τη ζωή, για να εκδηλωθεί έχει ανάγκη ένα ποσοστό ζωτικής απειρίας. Διαφορετικά δυσκολεύει την αναπνοή και τον βηματισμό της.

Αυτή ακριβώς η αφέλεια, η οποία είναι ανορθόλογος παράγοντας άγνοιας, θυμικών ενορμήσεων, ασύνειδων διαθέσεων, θα γίνει κατά την ώριμη ηλικία το βήμα απ’ όπου κανείς κατακεραυνώνει τον εαυτό του. Όταν τα ανθρώπινα έργα αποτυγχάνουν, δηλαδή αυτοκατηγορούνται, έρχεται και η ώρα των πικρών, και γι’ αυτό ρεαλιστικών διαπιστώσεων. Κάθε σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι πρώην. Πρώην μαρξιστής, πρώην φαινομενολόγος, πρώην σωτήρας της ανθρωπότητας, πρώην εθνικιστής κ.λπ. Ολόκληρος θρύλος υπάρχει για την απέχθεια που γεννούσε στον Ρεμπώ η σκέψη των νεανικών του σκαλαθυρμάτων. Για τη συγκατάβαση του Πάουντ έναντι στο ποιητικό του έργο και τη σκοτεινή παραγγελία του Κάφκα που υπαγόρευε το απλούστερο των πραγμάτων: Κάφτε τα!

Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι κάποτε –τα χρόνια της πολλής δουλειάς και του λειψού ρεαλισμού– οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι παθιάζονταν με πίστη και αυτοπεποίθηση. Η πλάνη γεννάει πάντα γόνιμες διαθέσεις και κοπιαστικές προσπάθειες. Και τα μεγάλα πάθη, όσο ευτελή κι αν είναι τα αποτελέσματά τους, είναι πολύτιμα διότι γεννούν μεγάλες μετάνοιες. Με άλλα λόγια, όποιον άνθρωπο κι αν συναντήσουμε με κάποιο ίχνος σοβαρότητας, αναγνωρίζουμε χαρακτηριστικά του πρώην. Ο μεγάλος χαρτοπαίκτης που σπατάλησε χρήμα, καρδιά, φιλίες και χρόνο για το πάθος του, έρχεται η στιγμή που καίει τα χέρια του, που κλείνει τις πόρτες, πετάει τις μάρκες, ξεχνάει τον κύκλο των συμπασχόντων και αποχωρεί. Ενδέχεται να ακούει για τις ολονυχτίες, τα μεγάλα κέρδη, τους άθλους αυτού ή εκείνου. Αλλά κινείται πλέον έξω από το δίχτυ. Άσχετο αν είναι πια κάτι παραπάνω ή κάτι παρακάτω από αυτό που ήταν, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η απόσταση από το παρελθόν. Το νυν όπου κατοικεί τον ενδιαφέρει από το ένδοξο άλλοτε.

Η στρατιά των ανθρώπων που αισθάνονται καλά μόνο αν πλάι τους χάσκει κάποιο κενό, συνήθως ακολουθούν τον ίδιο δρόμο. Για κάποια εποχή πωλούν ακόμα και τα χρυσά δόντια της μάνας τους ικανοποιώντας το πάθος τους. Για κάποια άλλη εποχή, ζουν αναπολώντας και μετανοώντας. Ίσως έτσι αφτιασίδωτοι, καταγγέλλοντας ό,τι υπηρέτησαν (την εξυπνάδα, τις στρατηγικές, τον εγωισμό και την πλεονεξία), να συνάπτουν καλύτερες σχέσεις με τη ζωή. Όσο για την πολυσυζητημένη μουτσούνα τους, όλοι σχεδόν, τη βρίσκουν όχι στο παρόν (όπου τους περιθάλπει η απραξία και η φρόνιμη ζωή), αλλά το παρελθόν της σπατάλης και της ανάλωσης.

Μπορεί κανείς να φανταστεί μια λέσχη απροσδιόριστων ορίων που να απαρτίζεται από διάφορους πρώην: θεωρητικοί που τώρα πια γιατρεύονται με τη σιωπή καθότι πια ξέρουν ότι γνώρισμα της ειλικρίνειας είναι η αυτοκαταγγελία. Άνθρωποι του πάθους που τώρα λυπούνται το οξυγόνο που ξόδεψαν κυνηγώντας ίσκιους. Πρώην μεγάλους εραστές και ερωμένες. Πρώην συγγραφείς που τώρα πια έχουν ως ύφος τον σεβασμό της λευκής σελίδας.

Μέσα σε μια παρόμοια λέσχη με ραγισμένες καρδιές και ψαλιδισμένες γλώσσες, ενδέχεται να βρει κανείς τους φίλους του.

ΠΗΓΗ: http://www.protagon.gr/ ένα άρθρο των πρωταγωνιστών
                                                 

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

«Δεσποινίς. Από την πρώτην στιγμήν που σας είδον, η καρδιά μου ήρχισε να πάλλη παραδόξως!»

Για να εκτιμήσετε καλύτερα πόσο απλόχερη είναι η εποχή μας στους αδιόρθωτα ερωτευμένους, θα ξεκινήσουμε το σημερινό μας σημείωμα με μια μικρή αναφορά στο τι υπέφεραν οι ερωτευμένοι μιας άλλης εποχής. Αντιλαμβάνεστε βέβαια, ότι όσο πιο μικρή ήταν κάποτε η Αθήνα μας, όσο πιο πολύ οι κάτοικοί της γνωρίζονταν μεταξύ τους, τόσο περισσότερο πρόσεχαν και σεβόντουσαν τις ντόπιες γυναίκες και προπάντων τα κορίτσια. Πριν από το 1890, ελάχιστοι θα σκέφτονταν να πειράξουν Αθηναία στο δρόμο. Οι συνέπειες ενός τέτοιου τολμήματος θα ήταν τρομερές. Δανδήδες και λιμοκοντόροι περιοριζόντουσαν σε γλυκοκοιτάγματα, ενώ μόνο ξετσίπωτοι προχωρούσαν σε εκδηλώσεις θαυμασμού, του τύπου: «Δεσποινίς, είστε ωραία».

Η πιο συνηθισμένη αναιδής τέτοια έκφραση ήτανε το: «Φτου να μη βασκαθήτε, δεσποινίς» και αναφερότανε βεβαίως ως έκφραση θαυμασμού στο πάχος της μικρής, αφού ακόμη τότε το ευτραφές του σώματος ήταν της μόδας. Φυσικά τέτοια πειράγματα θεωρούνταν προσβλητικές εκδηλώσεις. Το κορίτσι της Παλιάς Αθήνας αντιδρούσε σε αυτές τις ανήθικες επιθέσεις με δύο τρόπους: Υστερικά κλάματα και γοερή έκκληση σε βοήθεια! Συνήθως θα βρισκόταν πάντα εκεί κοντά ένας χωροφύλακας, που θα οδηγούσε τον αυθάδη νέο στο τμήμα για να αξιολογηθεί η αναίσχυντη πράξη και τα περαιτέρω...


Ο Αθηναιογράφος Βασίλης Αττικός αναφέρει την περιπέτεια ενός νεαρού υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών, ο οποίος είχε το «θράσος» να κοιτάξει κάπως ερωτιάρικα μια όμορφη δεσποινίδα στο Φάληρο. Ίσως δε να της πέταξε και κάποιο γλυκόλογο. Τρέμοντας από θυμό, ο πατέρας της μικρής δεν περιορίστηκε μονάχα στο να βάλει αμέσως στη θέση του τον «κορτάκια», αλλά έγραψε ο αθεόφοβος τρισέλιδη αναφορά στον Υπουργό Εξωτερικών, όπου φυσικά όλη η «ανοίκειος συμπεριφορά» του υπαλλήλου και τα «έκτροπα» που δημιούργησε εξιστορούνταν με κάθε λεπτομέρεια και δραματικότατο τόνο. Ο υπουργός ασχολήθηκε αμέσως με την απρεπή κι ανάρμοστη συμπεριφορά του νεαρού υπαλλήλου του και τον κάλεσε σε γραπτή απολογία! Ακόμη σώζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών η απολογία του άτυχου νεαρού: «Ητένιζον την Δεσποινίδα, ουχί όμως ερωτικώς και με ασεβή προδιάθεσιν, αλλ’ απλώς και μόνον προς θεαματισμόν»! Πηγή: www.lifo.gr
Ο Αθηναιογράφος Βασίλης Αττικός αναφέρει την περιπέτεια ενός νεαρού υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών, ο οποίος είχε το «θράσος» να κοιτάξει κάπως ερωτιάρικα μια όμορφη δεσποινίδα στο Φάληρο. Ίσως δε να της πέταξε και κάποιο γλυκόλογο. Τρέμοντας από θυμό, ο πατέρας της μικρής δεν περιορίστηκε μονάχα στο να βάλει αμέσως στη θέση του τον «κορτάκια», αλλά έγραψε ο αθεόφοβος τρισέλιδη αναφορά στον Υπουργό Εξωτερικών, όπου φυσικά όλη η «ανοίκειος συμπεριφορά» του υπαλλήλου και τα «έκτροπα» που δημιούργησε εξιστορούνταν με κάθε λεπτομέρεια και δραματικότατο τόνο. Ο υπουργός ασχολήθηκε αμέσως με την απρεπή κι ανάρμοστη συμπεριφορά του νεαρού υπαλλήλου του και τον κάλεσε σε γραπτή απολογία! Ακόμη σώζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών η απολογία του άτυχου νεαρού: «Ητένιζον την Δεσποινίδα, ουχί όμως ερωτικώς και με ασεβή προδιάθεσιν, αλλ’ απλώς και μόνον προς θεαματισμόν»!
Επειδή όμως οι σημερινές γενιές σκέπτονται πιο πρακτικά, σας δίνω αμέσως γραπτές οδηγίες για το πώς θα προσεγγίσετε το έτερον ήμισυ, μέρες που είναι. Όπως θ’ αντιληφθείτε, οι οδηγίες αυτές απευθύνονται κυρίως στο ανδρικό φύλο, που πρέπει βέβαια να πάρει τις πρέπουσες πρωτοβουλίες:

Ατάκα 1η: «Δεσποινίς. Λαμβάνω τον κάλαμον ανά χείρας με τρέμουσαν την δεξιάν διά να αποτολμήσω να σας ειπώ ότι από την πρώτην στιγμήν που σας είδον, η καρδιά μου ήρχισε να πάλλη παραδόξως!» Με τέτοια φοβερή εισαγωγή ό,τι και ν’ ακολουθήσει θα δημιουργήσει φοβερή εντύπωση. Βαθμός επιτυχίας: 100% 

Ατάκα 2η: «Μια τέχνη ξέρω: ν’ αγαπώ, κι αν θέλης το καλό σου, να μη διστάσης, κόρη μου: Πάρε με δάσκαλό σου». Άλλη φοβερή εισαγωγή που δείχνει ταυτόχρονα και πόσο καλλιεργημένο χαρακτήρα έχετε, αφού χειρίζεσθε με σπάνια ικανότητα τον έμμετρο λόγο. Βαθμός επιτυχίας: 110%

Ατάκα 3η: Για όσους έχουν περάσει το στάδιο των σαλιαρισμάτων και σκέπτονται πιο πρακτικά, προτείνουμε μια προσγειωμένη προσέγγιση που δεν επιδέχεται παρανοήσεις, του τύπου π.χ. «Τη γυναίκα μου τη θέλω νάναι ώμορφη πολύ νάχη και κοντή τη γλώσσα όχι απαιτητική νάναι άθικτη και τέλος να με αγαπά πολύ». Εδώ ο έμμετρος λόγος αναδεικνύει υποδειγματικά τον πλούσιο ψυχικό σας κόσμο και βάζει υγιείς βάσεις για την μελλοντική συμβίωση. Βαθμός επιτυχίας: Δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητα στατιστικά στοιχεία. 



Ατάκα 4η: Εδώ όπως βλέπετε και στη φωτογραφία θα χρειαστούμε κάποια υλικά ώστε να κάμψουμε και τις τελευταίες αντιστάσεις. Πρόταση για ιδιαίτερα τολμηρούς! Βαθμός επιτυχίας: Άγνωστος… 

ΠΗΓΗ: http://www.lifo.gr/

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

ΣΑΝ ΧΤΕΣ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΠΟΥΔΑΙΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗ ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

Ο Mπέρτολτ Μπρεχτ γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου το 1898, στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας
 «Αδυναμίες, Καμία δεν είχες,
Εγώ είχα μία... Αγάπησα»
Μπέρτολτ Μπρεχτ
από πατέρα καθολικό και μητέρα προτεστάντισσα. Περιβάλλον μάλλον πνιγηρό για τον άνθρωπο που θα εξελιχθεί σε κορυφαίο δραματουργό και για πολλούς πατέρα του σύγχρονου θεάτρου. Θα σπουδάσει ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και κατόπιν υπηρετεί ως νοσοκόμος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την ίδια περίοδο αρχίζει να γράφει ποιήματα και θεατρικό κείμενο.

Η συλλογή ποιημάτων Hauspostille («Εγκόλπιο Ευσέβειας») θα είναι η πρώτη του για να ακολουθήσουν κι άλλες πολλές ποιητικές συλλογές και θεατρικά έργα και ο ίδιος να ονομαστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς και δραματουργούς που έχουν υπάρξει. «Ο πόλεμος με ξεσήκωσε», γράφει ο ίδιος. Το 1918 μία πολιτική αναταραχή στη Βαυαρία θα εμπνεύσει τον Μπέρτολτ Μπρεχτ... το αποτέλεσμα είναι το «Βάαλ», το πρώτο του θεατρικό έργο.

Την ίδια περίοδο η κομουνιστική θεωρία του ασκεί μία ακατάσχετη έλξη. «Ήμουν είκοσι ετών όταν είδα τη λάμψη της μεγάλης πυρκαγιάς της Ρώσικης Επανάστασης», σημειώνει με ενθουσιασμό. Η συστηματική επαφή του πάντως με τον Κομμουνισμό ξεκινά το 1919.

Το 1922 παντρεύεται την τραγουδίστρια της όπερας Μαριάν Ζόφ και ένα χρόνο μετά θα αποκτήσει την πρώτη κόρη, Ανν Χιόμπ. Ένα χρόνο αργότερα θα αρχίσει να φοιτά στην Μαρξιστική Εργατική Σχολή, όπου μελέτησε διαλεκτικό υλισμό και παράλληλα έπιασε την πρώτη του δουλειά ως βοηθός σκηνοθέτη στο Θέατρο του Βερολίνου. Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία, το 1933, θα τον αναγκάσει να αυτοεξοριστεί. Τα έργα του και τα γραπτά του απαγορεύονται στη Γερμανία. Οι παραστάσεις διακόπτονται από την αστυνομία. Μέσω Πράγας και Βιέννης θα βρεθεί στη Δανία, τη Φιλανδία και από κει μέσω Ρωσίας στις ΗΠΑ.

«Η πνευματική απομόνωση εδώ είναι τρομακτική» γράφει ο ίδιος για το διάστημα που έζησε στην Αμερική. Μετά το τέλος του πολέμου θα επιστρέψει για να εγκατασταθεί στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του και γυναίκα της ζωής του που τόσα χρόνια τον ακολούθησε στην εξορία, Χέλενε Βάιγκελ.

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έκανε μία από τις μεγαλύτερες τομές στο σύγχρονο θέατρο καθώς επιχείρησε να το απομακρύνει από τις μέχρι τότε συμβάσεις του θεάτρου της ψευδαίσθησης. Ο ίδιος διατύπωσε και εφάρμοσε στα έργα του τη θεωρία του «επικού θεάτρου» και εισήγαγε την τεχνική της αποστασιοποίησης υπενθυμίζοντας διαρκώς στον θεατή την ιστορική διάσταση των όσων συντελούνται στη σκηνή. Τα έργα του επαναστατικά, αντιεξουσιαστικά. Οι χαρακτήρες του ανθρώπινοι σχοινοβατούν ανάμεσα στην φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά τους, μέσα σε σενάρια που δεν αφήνουν εκτός τη διδαχή και τα μηνύματα.

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία θα έρθει με τη διασκευή της «Όπερας των ζητιάνων». Διασκευασμένη ως «Η Όπερα της Πεντάρας» σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική του Κουρτ Βάιλ - μία «γροθιά» στην αστική τάξη του Βερολίνου - προκάλεσε τεράστια αίσθηση στην παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα έργα του είχαν έντονη αντιμιλιταριστική χροιά. Με το αντι-πολεμικό έργο του «Ταμπούρλα μες τη Νύχτα» (1922) θα κερδίσει το Βραβείο Κλάιστ. Η μεγάλη αλλαγή θα συντελεστεί κατά τη διάρκεια της εξορίας όταν και θα γράψει τα σημαντικότερα έργα του. Η Μαρξιστική φιλοσοφία και η κομουνιστική θεωρία θα τον επηρεάσουν καθοριστικά. Θα στραφεί και θα υπηρετήσει το «διδακτικό και ανθρωπιστικό» θέατρο.

Είναι λογικός, καθένας τον καταλαβαίνει. Ειν' εύκολος. Μια και δεν είσαι εκμεταλλευτής, μπορείς να τον συλλάβεις. Είναι καλός για σένα, μάθαινε γι' αυτόν. Οι ηλίθιοι ηλίθιο τον αποκαλούνε, και οι βρομεροί τον λένε βρομερό. Αυτός είναι ενάντια στη βρομιά και την ηλιθιότητα. Οι εκμεταλλευτές έγκλημα τον ονοματίζουν. Αλλά εμείς ξέρουμε: Είναι το τέλος κάθε εγκλήματος. Δεν είναι παραφροσύνη, μα Το τέλος της παραφροσύνης. Δεν είναι χάος Μα η τάξη. Είναι το απλό Που είναι δύσκολο να γίνει. («Εγκώμιο στον κομουνισμό»)
Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: «Η Ζωή του Γαλιλαίου» (1937-39), «Μάνα Κουράγιο» (1936-39), «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» (1935-41), «Τα Οράματα της Σιμόν Μασάρ» (1940-43), «Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο»(1942-43), «Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής» (1944) και «Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία»(1943-45).

Η ποίηση αποτελεί μεγάλο κομμάτι του συγγραφικού του έργου καθώς ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραψε εκατοντάδες ποιήματα. Ανάμεσα στα πιο γνωστά: «Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε», «Εγκώμιο στη μάθηση», «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου», «Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ», «Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου», «Εγκώμιο στον Κομμουνισμό».

Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε. Απ' αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι. Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο - το βλέπετε μπροστά σας σ' άπλετο φως. Φρόντισαν οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας σε πέτρα. Γι' αυτό τίποτα δε χρειάζεται να μάθεις. Έτσι όπως είσαι εσύ μπορείς να μείνεις. Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς, τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς τι έχεις να κάνεις για να πας καλά. Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους («Άκουσα πως τίποτα δεν θέλετε να μάθετε»)Μάθαινε και τ' απλούστερα! Γι' αυτούς που ο καιρός τους ήρθε ποτέ δεν είναι πολύ αργά! Μάθαινε το αβγ, δε σε φτάνει, μα συ να το μαθαίνεις! Μη σου κακοφανεί! Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις! Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Μάθαινε, άνθρωπε στο άσυλο! Μάθαινε, άνθρωπε στη φυλακή! Μάθαινε, γυναίκα στην κουζίνα! Μάθαινε, εξηντάχρονε! Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Ψάξε για σχολείο, άστεγε! Προμηθεύσου γνώση, παγωμένε! Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είν' ένα όπλο. Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Μην ντρέπεσαι να ρωτήσεις, Σύντροφε!(«Εγκώμιο στη μάθηση»)

Το 1955 ο Μπέρτολτ Μπρεχτ θα λάβει το Βραβείο Ειρήνης του Στάλιν. Ένα χρόνο αργότερα θα χάσει τη μάχη με το θάνατο. Στις 14 Αυγούστου του 1956 πεθαίνει από θρόμβωση της στεφανιαίας αρτηρίας της καρδιάς, στο Ανατολικό Βερολίνο.

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

CEZARE PAVEZE/ Τελευταίο μπλουζ για να διαβαστεί κάποια μέρα


Ήταν μόνο ένα φλερτ
εσύ ασφαλώς το γνώριζες-
κάποιος πληγώθηκε
εδώ και καιρό.

Όλα είναι ίδια
ένας χρόνος πέρασε-
μια μέρα ήρθες
μια μέρα θα πεθάνεις.

Κάποιος πέθανε
εδώ και καιρό-
κάποιος που προσπάθησε
αλλά δεν γνώριζε.


Τελευταίο ποίημα του Παβέζε, γραμμένο στα αγγλικά, με ημερομηνία 11 Απριλίου 1950. Λίγους μήνες μετά, τον Αύγουστο, αυτοκτόνησε σε ξενοδοχείο στο Τορίνο. Αποδέκτης του ποιήματος είναι η Αμερικανίδα ηθοποιός Κόννι Ντόουλινγκ, με τη οποία ο Παβέζε έζησε έναν ατελέσφορο έρωτα την Άνοιξη του '50. Το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς είχε γράψει τους αλησμόνητους στίχους:
''Θα'ρθει ο θάνατος και θα'χει τα μάτια σου/θα'ναι μια λέξη κενή/μια κραυγή που έσβησε, μια σιωπή/[...]
Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί''.

Η μετάφραση του ποιήματος και τα σχόλια που ακολουθούν είναι του 
Χάρη Βλαβιανού από το βιβλίο του  ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 
                                                     κρατώ την καρδιά σου (την κρατώ
                                                                         μες στην καρδιά μου)

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

ANATΡΙΧΙΑΣΤΙΚΑ ΑΛΗΘΙΝΟ

''Υπνοβάτης'' 
Εν μέσω σεισμών, πλειστηριασμών, απεργιών, κακοκαιριών, λιμών και καταποντισμών κυλάει ο χειμώνας. Μόνιμη βαρυχειμωνιά έχει σκεπάσει τις ζωές μας εδώ και τέσσερα χρόνια, αχτίδα φωτός δε διαφαίνεται στον ορίζοντα για να ζεστάνει το κοκαλάκι της τσέπης και της ψυχής μας, κατά τ’ άλλα εδώ και μήνες λιώνει στο στόμα των κυβερνώντων η ίδια καραμέλα ότι γλιτώσαμε τη χρεοκοπία και έχουμε και πρωτογενές πλεόνασμα.

Σαφώς και έχουμε: Πλεόνασμα ανεργίας, αυτοκτονιών, οργής, εξαθλίωσης και απελπισίας. Ποιος νοιάζεται για το πλεόνασμα; Κι αν ακόμα αντικειμενικά υπάρχει από πού βγήκε; Από τις ευφάνταστες και ευρηματικές μεταρρυθμίσεις της υποτιθέμενης εξυγίανσης; Από τη διαφάνεια στους χειρισμούς της εξουσίας; Και ποιον ενδιαφέρουν τα νούμερα όταν συνεχίζουν ντε και καλά οι υδροκέφαλοι μινώταυροι της οικονομίας να αποδεκατίζουν τον ήδη αποδεκατισμένο λαό αυτής της χώρας; Ποιος μεγαλοφυής νους εν τέλει κατάλαβε και μπορεί να εξηγήσει και στους υπόλοιπους κοινούς θνητούς ότι αύριο, μεθαύριο αντιμεθαύριο, τον άλλο μήνα, μέχρι το καλοκαίρι, μετά το καλοκαίρι τα πράγματα θα είναι καλύτερα όσον αφορά την αγορά εργασίας, τους μισθούς, την υγεία, την πρόνοια;

Είμαι εντελώς σκράπας στο να κατανοήσω οικονομικούς όρους, στατιστικές και προϋπολογισμούς, –βασικά στοιχεία οικονομίας δε διδάσκονται δυστυχώς στα σχολεία πρωτοβάθμιας και της μέσης εκπαίδευσης ενώ θα’ πρεπε για να ξέρουμε τι μας γίνεται όταν μας φτύνουν κατάμουτρα τους αριθμούς και τους πίνακές τους- διαβάζω αλλά δε φτάνει αυτό, όμως παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου, συζητάω και αντιλαμβάνομαι όπως όλοι ότι ο βυθός είναι απύθμενος και το κώμα του ασθενούς διαρκές αφού οι λοιποί συγγενείς αδυνατούν ν’ αποφασίσουν την αποσύνδεσή του από τη μηχανική υποστήριξη και τον αφήνουν μοιραία στο μεσοδιάστημα ανάμεσα σε ζωή και θάνατο.

Και ενώ έγραφα αυτά εντελώς συμπτωματικά  διάβασα μια είδηση στο in.gr με τίτλο Ανατριχιαστικά αληθινός και την παραθέτω:

Μασαχουσέτη
…[Ο «υπνοβάτης», ένα ανατριχιαστικά αληθινό γλυπτό του καλλιτέχνη Τόνι Ματέλι, το οποίο τοποθετήθηκε σε ιδιωτική σχολή Καλών Τεχνών (και θηλέων) της Μασσαχουσέττης έχει προκαλέσει ποικίλα σχόλια μεταξύ των φοιτητριών.
Το γλυπτό, όπου εικονίζεται ένας άνδρας με το εσώρουχό του σε μια στάση που θυμίζει κάτι μεταξύ υπνοβάτη, αλλά και ζόμπι τοποθετήθηκε σε κεντρικό σημείο της φοιτητικής εστίας εν όψει εγκαινίων έκθεσης τέχνης.]…


Σας θυμίζει κάτι σχετικό με την Ελλάδα του σήμερα αυτό; Μήπως θα'πρεπε να τοποθετήσουμε κάτι αντίστοιχο κι εμείς έξω απ' τη βουλή στην πλατεία Συντάγματος;

Stavronia

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Το αγκάθι των μικρομεσαίων συνειδήσεων / Μάριος Χάκας

Μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας                  
ότι όσοι έχουν οξύτατη όραση
θα επιζήσουν της πρώτης κρίσεως
των καρδιακών κρίσεων
της οικουμενικής κρίσεως
ακόμη και της εσχάτης κρίσεως
αρκεί ν’ αντέξουν της κρίσεως συνειδήσεως.

Κατά τα άλλα
πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι
γιατί δεν άρχισε να βρέχει βατράχια
αν και θα επινοηθούν ειδικά αλεξιβρόχια
αποσμητικά κατά της αηδίας
έως ότου εξοικειωθούμε με την μπόχα
των νεκρών αισθημάτων κι ελπίδων.

Βρωμόμυγες, κρεατόμυγες, χρυσόμυγες.
Τι θα γίνει αλήθεια με τις κοινές μύγες
που συνωθούνται στο νεκροτομείο;
Αν θα καλλιεργήσουμε ένα είδος μύγας
Μέσα μας ας είναι το τελειότερο.
Τέλος πάντων.
Πρέπει να μεριμνήσουμε.
Λαμβάνει έκταση επιδημίας αυτή η έκλυση ηθών.
Να κάνουμε έκκληση
επίκληση στις ηθικές μας αρχές
παράκληση προς τον ύψιστο
να μας απαλλάξει
ή να μας μετεξελίξει
σε μύγες, κορέους, κουνούπια
να λείψει το δυσυπόστατο του χαρακτήρα μας
να μεταβληθούμε στους τρόμους μας
ψύλλοι, ψείρες και κάνθαροι.


Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Ιδανικοί Αυτόχειρες/ Ένα διαχρονικό κείμενο του Άρη Μαραγκόπουλου

Aν δεν συνειδητοποιηθούν δεν πρόκειται ποτέ να επαναστατήσουν
και αν δεν έχουν επαναστατήσει δεν πρόκειται να καταφέρουν να συνειδητοποιηθούν.               

Tζωρτζ Όργουελ, 1984, 1, VII.

Bουλιάζουμε κάθε ημέρα και πιο βαθιά στον περριρέοντα βούρκο της «παγκοσμιότητας».
Kάθε ημέρα γινόμαστε πιο συναινετικοί στην ανατροπή της πολιτισμικής διαφοράς μας, πιο δεκτικοί στην μετατροπή της κάθε κουλτούρας σε χρηματιστηριακή αξία. Kάθε ημέρα κάνουμε έκπτωση στις άλλες αξίες μας, στις πραγματικές επιθυμίες μας, κάθε ημέρα παραδινόμαστε ευκολότερα στη λήθη, εθιζόμαστε πιο πολύ στο γυαλιστερό εφήμερο, κάθε ημέρα γινόμαστε οι ίδιοι πιο εφήμεροι.
Ποιος να το πίστευε, εκεί πίσω στα χρόνια των παντοίων αγώνων, ότι θα ζούσαμε αυτές τις ημέρες που αναλώνονται ακέραιες στην υπεκφυγή, στην υποκατάσταση του άπειρου πλούτου της ζωής με τη συσσώρευση πληροφοριών –που όλη τους η αξία συμπυκνώνεται στην ίδια την συσσώρευσή τους και σε τίποτε άλλο: περισσότερα βιβλία, περισσότερη μουσική, περισσότερη διασκέδαση, περισσότερες ειδήσεις, περισσότεροι άνθρωποι, περισσότερη απασχόληση, περισσότερη μικροπολιτική, λιγότερος χρόνος αυθεντικής ζωής. Zούμε στον αφρό της καθημερινότητας.
Όλα γεννιούνται για να πεθάνουν σε λίγες ημέρες. Γίναμε πολύ γρήγορα πεταλούδες. Mεταμορφωθήκαμε. O κόσμος όλος άλλαξε. O κόσμος της παγκοσμιοποίησης δεν χρειάζεται τον άνθρωπο ως αυτό που ήταν κάποτε. O άνθρωπος με τις έως τώρα ιδιότητές του είναι περιττός. Eίναι περιττή η σκέψη, ο δημιουργικός στοχασμός –όταν ξεπερνάει τα όρια της αναγκαίας τεχνογνωσίας για τη διαχείριση των πληροφοριών. Eίναι περιττός ο ελεύθερος χρόνος –όταν δεν αναλώνεται στην αργυρώνητη κατανάλωση. Eίναι περιττός ο έρωτας –όταν δεν αναπαράγει την εικόνα του διαφημισμένου ζευγαριού. Eίναι περιττό το σώμα –όταν υπερβαίνει τις λιγοστές μηχανικές κινήσεις της «πολιτισμένης ζωής». Eίναι περιττή η οργανωμένη κοινωνία –όταν ενδιαφέρεται για άλλη αξία πέρα από την χρηματιστηριακή αξία χρήσης των μελών της. Aλλά και κάθε αντίσταση αίφνης εμφανίζεται περιττή. Διότι ο Πολίτης που ξέραμε δεν υπάρχει πια. Mόνον ο πολίτης του Όργουελ ζει στο παγκόσμιο δορυφορικό χωριό –κι ας μην θέλουμε να το πιστέψουμε.


Δυστυχείς, ψευδείς ενσαρκώσεις του παλαιού εαυτού μας, του παλαιωμένου πολιτισμού μας, επιμένουμε ωστόσο αυτάρεσκα πως είμαστε «πιο ελεύθεροι» από άλλες σκληρές εποχές ή άλλους δυστυχείς ανθρώπους ανά την υφήλιο που η ζωή τους δεν αξίζει μια πεντάρα.
Aλλά ζούμε σκληρή εποχή κι η ζωή δεν αξίζει μια πεντάρα πουθενά. O κόσμος είναι μια επανάληψη του εαυτού του στην έσχατη έκπτωση της ανθρώπινης υπόστασης –από το Aφγανιστάν έως την Nέα Yόρκη κι από εκεί έως το Kόσσοβο κι έως εμάς· τις όποιες διαφορές δεν ρυθμίζει πλέον η διαφορά του ιθαγενούς πολιτισμού, αλλά η διαφορά του αφρού της ζωής. O χρηματιστής της Nέας Yόρκης δεν διαφέρει πολύ από τον Tαλιμπάν του Aφγανιστάν. Aμφότεροι βιώνουν την ίδια εμμονή: πώς θα αυξήσουν τα ποσοστά μιας αμφίβολης εξουσίας που εκμεταλλεύεται απερίγραπτα την αδυναμία του ηττημένου. Tον ένα καλύπτει η δημοκρατία, τον άλλο το Kοράνι, δείγματα και τα δύο ενός αδρανούς, απηρχαιωμένου πολιτισμού –εφόσον αμφότεροι καπνίζουν Mάλμπορο πίνουν Kόκα-κόλα και αντικρύζονται μέσα από το ηλεκτρονικό απείκασμα της ζωής. O παγκοσμιοποιημένος πολιτισμός του χρηματιστή και του Tαλιμπάν δεν πρόκειται να αφήσει άλλα μνημεία πίσω του: αποτσίγαρα, τενεκεδένια κουτάκια και δέκτες τηλεόρασης.
 

Πόσοι στέκονται σ’ αυτές τις απλές διαπιστώσεις δίχως να απαιτούν «επιχειρήματα» (μια άχρηστη πλέον τελετή του εφήμερου λόγου), δίχως να χαμογελούν ειρωνικά, μακάριοι στον πάτο της εικόνας τους; Πόσοι είναι ευτυχείς με το αυτοκίνητό τους, την τηλεόραση και τα λιγότερα ή περισσότερα τετραγωνικά στα οποία τους επιτρέπεται να φυτοζωούν; Πόσοι και ποιοι είναι εκείνοι που συμφωνούν; Δεν ξέρω. Συναντώ ανθρώπους μ’ εκείνο το λυπημένο βλέμμα του παραιτημένου πολεμιστή, συναντώ αρκετούς με το αυτάρεσκο βλέμμα του φιλοσοφημένου στωϊκού, συναντώ πλέον περισσότερους με το γυάλινο βλέμμα της οθόνης να πλανάται στα υποταγμένα μάτια τους.
 

Διαβιούμε εν πολέμω. Xρειάζεται να πολεμήσεις σκληρά για να μην κάνεις αυτό που κάνουν όλοι, να μην συναινέσεις στο εφήμερο, στο θεαματικό, στο ανταλλάξιμο. Σήμερα περισσότερο από ποτέ. Πίσω απ’ όλα τα απλά πράγματα, όταν διαλέγω ένα βιβλίο, μια μουσική, μια γυναίκα ή μια οδοντόβουρτσα, διακρίνω πλέον έναν σαφή εχθρό να καιροφυλακτεί σε κάθε μου βήμα. O υπερταξικός τούτος αντίπαλος παρακολουθεί μαζί μου τις βραδυνές ειδήσεις· πήγε μαζί μου διακοπές –με ακολουθούσε σε κάθε βήμα.
Στο θεαματικό παιχνίδι συρρίκνωσης της αυθεντικής ζωής που παρακολουθώ στην πλανητική μου οθόνη ο εχθρός μου μοιράζεται εξίσου την ευθύνη με τον δικό σου. 

Σ’ αυτήν την απέραντη οθόνη που καταδικάζει σε θάνατο την αργή ανάγνωση του κόσμου και κάνει την τέχνη περιττή, ο εχθρός είναι πλέον ο εαυτός σου. Aπό το βούρτσισμα των δοντιών έως το φαγητό, από τον έρωτα έως το χάδι στο παιδί σου, σε κάθε βήμα χρειάζεται να αντιστέκεσαι –αν σε ενδιαφέρει ακόμα να λέγεσαι άνθρωπος, δηλαδή να μην περιπέσεις σε αχρηστία. 

Σήμερα η πάλη για «έναν καλύτερο κόσμο» έχει μεταθέσει τόσο οδυνηρά άμεσα, τόσο βάναυσα την ευθύνη στην ατομική επιλογή, που έρχεται στο νου η αντίστοιχη σκληρή –πλην ζωτική για την επιβίωση– επιλογή των ειδών που περιγράφει ο Δαρβίνος στην εξελικτική του θεωρία. O εχθρός εισήλθε στο είδος, έγινε πια εσύ. Kαι πώς να αντισταθείς στον εαυτό σου; Δεν ξέρω.
Διαβιούμε ωστόσο εν πολέμω. Kάποιοι είναι παραιτημένοι πολεμιστές, κάποιοι δεν καλοβλέπουν –τους πήραν τα χρόνια– τον εχθρό του είδους, τον κουρασμένο τους εαυτό. Aλλά ο εχθρός στέκεται προ των πυλών με το κρυστάλλινο μειδίαμα του Big Brother στις βραδυνές ειδήσεις. Διαβιούμε εν πολέμω. H λάθος τακτική θα ήταν να πιστέψουμε ότι είμαστε κιόλας πολιορκημένοι. Ότι τάχα αμυνόμαστε. Όχι, για καλή μας τύχη διαβιούμε ακόμα εν πολέμω. Aυτή είναι η μόνη αισιόδοξη είδηση, η μόνη αληθινή, εφόσον υπακούει στη βιολογική νομοτέλεια: Aν δεν εξοντώσεις εσύ τον κρυστάλλινο εαυτό σου, αργά ή γρήγορα θα σε εξοντώσει εκείνος.

Γράφτηκε: 3 Σεπτεμβρίου 1998. Δημοσιεύτηκε στην «Kυριακάτικη Aυγή», 20 Σεπτεμβρίου 1998.


ΠΗΓΗ: arisgrandman

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ

Γύρισα τη θάλασσα ανάποδα
Τη στράγγιξα σ' ένα μικρό μπουκάλι
Ανάμεσα σε ρίζες σιωπής την ταξίδεψα
Με αποστολέα και παραλήπτη παλιό σκοτάδι
Κάπως έπρεπε να πληγώσω την απεραντοσύνη της
Ν' αποδώσω φόρο τιμής στις λέξεις
Στη ματαιότητα τόσων πλεύσεων

Stavronia