Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1988: ΜΝΗΜΗ ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ

Μας έδειξες πώς γινότανε η πόλη
που μέσα της αλλάζουμε κι εμείς
μας έδειξες πράγματα που τρομάζαμε
να παραδεχτούμε για οριστικά –
τους δρόμους μετά τη συντριβή της επανάστασης
τις πυρκαγιές που είχανε σβήσει στον γυρισμό
τη στάχτη, την γκρίζα σιγανή βροχή
τους παρατημένους έρωτες, τ’ αδέσποτα σκυλιά                    
στις άλλοτε γειτονιές μας, τους πεθαμένους
που μας επισκέπτονται τακτικά
στα καινούργια σπίτια μας.
Ήθελα να σου τα πω όλα αυτά
όχι πως δεν τά ’ξερες, αλλά το ανέβαλλα.
Με κάτι άλλο ήμαστε διαρκώς
Και οι δυο μας απασχολημένοι.


ΠΗΓΗ: αλωνάκι της ποίησης

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

EN OΨΕΙ ΤΩΝ ΠΑΡΕΛΑΣΕΩΝ

Άντε πάλι. Κάθε χρόνο να καταπίνουμε αμάσητο τον ίδιο ξαναζεσταμένο αναχρονισμό.
''Το δημόσια εκτεθειμένο ψέμα'', όπως κάπου διάβασα ότι είπε ο Ουμπέρτο Έκο. Μαθητικές και στρατιωτικές παρελάσεις που αναδεικνύουν ένα θεσμό μιλιταριστικής προέλευσης από μια μακραίωνη περίοδο πολεμοχαρούς παρελθόντος, όταν οι κατά καιρούς -ισμοί αιματοκύλησαν τον κόσμο.
Ειδικά στη χώρα μας είναι γνωστό και στον πλέον ανιστόρητο ότι αυτό το πανηγυράκι καθιερώθηκε την εποχή του δικτατορικού καθεστώτος του Μεταξά προς δόξα και τιμή της προπαγάνδας του εθνικισμού και του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους.
Στην ουσία η παράταξη και ο βηματισμός κατά στοίχους πρεσβεύει την πειθαρχία, την τυφλή υποταγή και εν τέλει την κοπαδοποίηση, καλλιεργώντας και επιβάλλοντας την πίστη μιας ολιγομελούς ή πολυπληθούς ομάδας -δεν έχει σημασία το μέγεθος αλλά το δόγμα- ότι η δική της ιδεολογία είναι σπουδαιότερη έναντι των άλλων, οπότε δεν είναι άξιο απορίας γιατί στο όνομα αυτής της ιδεολογίας ανοίγει ο δρόμος για το φανατισμό και την ευλογία των εγκλημάτων.
Όλη η ιστορία του 20ου αιώνα είναι γεμάτη από μίσος, βία και σφαγές στο όνομα πάντα ιερών και οσίων, μέσα στο διπολικό πνεύμα εμείς εναντίον των άλλων, της αντίληψης όποιος δεν είναι μαζί μας γίνεται αυτόματα εχθρός μας με συνέπεια τέτοιου είδους ασύνειδη νοοτροπία να διαπερνάει σα σφαίρα τη μια γενιά μετά την άλλη και ο παραλογισμός της υπεροχής να διαιωνίζεται.
Δεν αποτελεί πεποίθηση κανενός ελεύθερου, ειρηνικού και στοχαστικού ατόμου, το οποίο παρατηρεί, ακούει, μελετά και αμφιβάλλει, ψάχνοντας κάτω από το μακιγιάζ της ιστορίας και της ωραιοποιημένης αλήθειας για ηρωισμούς και αυτοθυσίες -όχι πως δεν υπήρξαν, αλλά όχι για να εξυπηρετηθεί η ανωτερότητα οποιασδήποτε φυλής ή έθνους- το γεγονός ότι οι παρελάσεις και τα ταρατατάμ των στρατιωτικών εμβατηρίων προάγουν πολιτισμό και ανθρωπισμό.
Κι ενώ όλες οι άλλες χώρες της Ευρώπης γιορτάζουν το τέλος του Β΄, -ποτέ ξανά ήταν το παγκόσμιο αίσθημα και όραμα του απλού κόσμου- εμείς γιορτάζουμε την αρχή και τη συνέχειά του με φιοριτούρες και επιδείξεις σαν αντί να τον καταδικάζουμε τον εξυμνούμε, βάζοντας μάλιστα παιδιά, που αυτονόητα δεν έχουν εμπεριστατωμένη γνώμη ή άποψη να παρελαύνουν στρατιωτικά.
Όπως στο μακρινό και πρόσφατο παρελθόν οι ιεροεξεταστές, ο κόκκινος στρατός, οι ναζιστές, η κου κλουξ κλαν και δε συμμαζεύεται... 
Δεν είναι παράδοξο όλο αυτό να γίνεται κάθε χρόνο ένα είδος επετειακής πασαρέλας, το μήκος της φούστας των κοριτσιών να κοντεύει να φτάσει στον αφαλό, άλλοι γονείς να καμαρώνουν κι άλλοι να παρακολουθούν με το υπογλώσσιο στα όρια του εγκεφαλικού κι ο χαβαλές να χτυπάει κόκκινο.
Είναι κοινότυπη αλήθεια τελικά ότι η ιστορία δε διδάσκει -το ποια ιστορία βέβαια σηκώνει πολύ νερό- ή ότι εμείς είμαστε πολύ απαίδευτοι μαθητές της.

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

ΑΠΟ ΤΗ "ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ" ΤΟΥ ΤΙΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ


ΕΚΒΟΛΕΣ
Σαν μια πηγή που γυρεύει τη θάλασσα
προσπάθησα να σε φτάσω
και χάθηκα στις εκβολές των ποταμών

                                          Αθήνα, Μάρτης 1959

ΤΟ ΦΤΑΙΞΙΜΟ
Μια βέβαιη λύση
ένας εκβιασμός συγχώρεσης
για το φταίξιμο που δε σώνεται 
το φταίξιμο που θα ξανάρθει.
Κάτω απ' τα σκοτεινά αγκαλιάσματα
η άβυσσος των καθημερινών πραγμάτων

                                           Αθήνα, Μάης 1959

ΤΑΞΙΔΙ
Έσπαγα το κορμί σου
σε κάθε κόμπο κάθε άρθρωση
ρουφώντας από τις ρωγμές χυμό.
Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν πιο ακέρια
με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου
την αρμυρή δροσιά της θαλασσινής σου νύχτας 
και με ταξίδευες όλο το δρόμο
από το αγρίμι ως τον άνθρωπο.

                                           Αθήνα, Αύγουστος 1959

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Όπως αθόρυβα τελειώνει η κάθε μέρα
ένα κομμάτι της αγάπης μεταμορφώνεται σε πάγο
ένα κομμάτι του κορμιού μεταμορφώνεται σε θάνατο.

                                            Παρίσι, Γενάρης 1960

ΜΝΗΜΗ
Σε μιαν απέραντη πολιτεία σε ήβρα
σε μιαν απέραντη πολιτεία σ' έχασα.
Άν άλλαζε η μνήμη σε γυαλί μπορεί και να 'βλεπα
πιο καθαρά, λίγο πριν σβήσει, την εικόνα σου.

                                            Παρίσι, Μάρτης 1960

ΥΠΟΓΕΙΟ ΤΡΕΝΟ
Κι έπειτα τα χρόνια θα περάσουν
όγκοι βουνών και πέτρας θα παρεμβληθούν
θα ξεχαστούνε όλα
όπως ξεχνιέται το καθημερινό φαΐ
που μας κρατάει ορθούς.
Όλα, έξω από κείνη τη στιγμή 
που μέσα στο συνωστισμό του υπόγειου τρένου
κρατήθηκες στο μπράτσο μου.

                                              Παρίσι, Μάης 1960

Η ΑΛΛΗ ΠΟΛΗ
Την άλλη μέρα του όνειρου
βγήκε ένας ήλιος τόσο μαύρος
που κι οι τυφλοί
βλέπαν διπλό σκοτάδι.

                                             Ρώμη, Σεπτέμβρης 1961

VIA DEI CORONARI 123
Άχρηστο μέσα στη μνήμη τ' όνομά σου
χωρίς τους φθόγγους που το ζωντανεύαν
σαν τη χαμένη σύσταση σπιτιού
όπου κανείς δεν ξέρει πως έχω κατοικήσει.

                                              Ρώμη, Σεπτέμβρης 1961

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ
Σε γνώρισα ναυαγός σε μια μεγάλη πόλη
που οι άνθρωποι περνούν και χάνονται
με μια βουή ωκεανού.
Κι ήταν σα θαύμα το πώς βγήκαν 
καινούργια λόγια απ' το στεγνό μου στόμα.
Τ' απόθεσα χωρίς καμιάν εγγύηση, παράλογα
σ' ένα μπουκάλι και το 'ριξα στην άσφαλτο.
Ήξερα πως δεν είχα τίποτα να περιμένω
μα δεν βρισκόμουν πια στην πρώτη νιότη μου
κι η σύνεση γινόταν μια πολυτέλεια δυσβάσταχτη.

                                                 Παρίσι, Νοέμβρης 1962

 (Από τις εκδόσεις "Θεμέλιο", Απρίλης 1977)

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

ΨΙΛOΚΟΜΜΕΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ;


Αναρτήθηκε από τον/την sarant στο 17 Οκτωβρίου, 2013

Εδώ και μερικές μέρες, τα τρόλεϊ της Αθήνας κυκλοφορούν έχοντας πάνω τους στίχους του Καβάφη, σαν κι αυτόν που βλέπετε εδώ αριστερά. Αν δεν το βλέπετε καλά, ο στίχος είναι “Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά”, κι αν δεν σας μοιάζει για καβαφικός στίχος δεν είστε μόνος σας -κι εγώ όταν τον διάβασα μου θύμισε τον στίχο του Σουρή: δεν έχω κέφι για δουλειά, πάλι με δέρνει τεμπελιά και κάθομαι στο στρώμα. Κι αν πάλι δεν θυμάστε τον στίχο του Καβάφη, μην αισθανθείτε μειονεκτικά, ούτε εγώ τον θυμόμουν. Άλλωστε, είναι παρμένος από ένα από τα Κρυμμένα ποιήματα του ποιητή, δηλαδή ένα ποίημα, το “Συμεών”, που δεν ανήκει στα 154 “αναγνωρισμένα” ποιήματα του Καβάφη. Δεν βάζω λινκ προς το ποίημα γιατί θα επανέλθω, αλλά προς το παρόν ας πάρουμε μια ανάσα για να πούμε λίγα πράγματα περισσότερα γι’ αυτή την πρωτοβουλία.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Βήματος:
Στίχοι του αλεξανδρινού ποιητή Κ. Π. Καβάφη «ταξιδεύουν» από την περασμένη Δευτέρα σε όλη την Αθήνα με λεωφορεία, τρένα, τραμ και μετρό.
Πρόκειται για μια πρωτοβουλία του Αρχείου Καβάφη, το οποίο έχει περιέλθει στο Ίδρυμα Ωνάση, η οποία προσκαλεί το κοινό μέσα από τη σύγχρονη ματιά του βραβευμένου δημιουργικού γραφείου Beetroot να συνομιλήσει με τον αλεξανδρινό ποιητή.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, έχουν επιλεγεί, ανάμεσα σε άλλους, οι στίχοι:
«Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά»
«Ξένος εγώ ξένος πολύ»
«Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις»
«Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός»
«Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό»
«Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή»
Είναι κι άλλοι στίχοι στο πρόγραμμα, κι έναν θα δούμε παρακάτω, αλλά τη γενική εικόνα την πήρατε. Όπως θα προσέξατε ίσως, όλα τα αποσπάσματα έχουν από 4 έως 7 λέξεις! Το ξέρω ότι ζούμε στην εποχή της συντομίας, αλλά και πάλι με τόσες λίγες λέξεις είναι πολύ δύσκολο να εκφραστούν ολοκληρωμένα νοήματα.
Κάτι που χειροτερεύει τα πράγματα, είναι ότι η ποίηση του Καβάφη δεν επιδέχεται τον τεμαχισμό, δεν είναι εύκολο να απομονώσεις μεμονωμένους στίχους της. Δεν είναι Σολωμός ο Καβάφης, που στα σχεδιάσματά του βρίσκει κανείς εξαίσιους μεμονωμένους στίχους που δεν πρόλαβαν να γίνουν ποίημα. Είναι τέτοια η ποιητική του, που το σύνολο είναι πολύ μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών. Σε ένα σχόλιο του ποιητή Κ. Κουτσουρέλη, είδα μια γνώμη του Ελύτη, που δεν την ήξερα, και που μου φαίνεται να έχει βάση, ότι “αποσπασμένοι οι στίχοι του Καβάφη, μοιάζουν κουβέντες του δρόμου”.
Ωστόσο, θα μπορούσε να διαλέξει κανείς, έστω και μέσα στους ασφυκτικούς περιορισμούς του χώρου, κάποιους στίχους του Καβάφη που να μη χάνουν (πολύ) όταν απομονωθούν. Καταρχάς, μερικούς γνωστούς στίχους, ας πούμε “ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω” ή “κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις”. Έπειτα, έστω και σπαραγμένους, μερικούς στίχους που αντέχουν στην απομόνωση, όπως, “τα δύσκολα και ανεκτίμητα Εύγε” ή “Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει” (από το ίδιο ποίημα είναι, αλλά πρέπει να το σπάσουμε σε πολλά κομμάτια λόγω του Προκρούστη). Και το «Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή» είναι πετυχημένη επιλογή, ίσως η μοναδική από τους στίχους που όντως επιλέχτηκαν, μαζί και με τον στίχο «Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις».
Το θέμα βέβαια είναι ότι έτσι κι αλλιώς η πρωτοβουλία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, κάπου πάσχει. Το εξωτερικό των οχημάτων μαζικής μεταφοράς προσφέρεται περισσότερο για διαφημιστικά μηνύματα και ατάκες, όχι για ποιήματα. Αντίθετα, θα ήταν ευχής έργο να αναρτηθούν ποιήματα στο εσωτερικό των οχημάτων, είτε λεωφορεία ή τρόλεϊ είναι αυτά, είτε βαγόνια του μετρό. Εκεί μπορεί κανείς να έχει μικρότερα γράμματα, άρα και περισσότερο χώρο, και να διαλέξει είτε ολόκληρα μικρά ποιήματα, είτε αποσπάσματα 4-5 στίχων, που να δίνουν ένα ολοκληρωμένο νόημα, έτσι που αφενός  να μπορεί ο επιβάτης με την άνεσή του να διαβάσει ολόκληρο το ποίημα (νομίζω πως κάτι τέτοιο έχει ξαναγίνει) αλλά και αφετέρου να μην αδικείται ο ποιητής.
Γιατί τώρα, έτσι ψιλοκομμένος, σαφώς αδικείται. Ας επιστρέψουμε στον αρχικό στίχο “δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά”. Έτσι ξεκομμένος, σε τι διαφέρει από τον στίχο του Σουρή “δεν έχω κέφι για δουλειά”; Σε τίποτα, θα έλεγα (να κάνω την παρένθεση: εκτιμώ τον Σουρή, αλλά όχι όπως τον Καβάφη). Το υπερβολικό ψιλόκομμα δεν αφήνει να φανούν οι διαφορές. Αν πάρετε μια νότα μεμονωμένη, μπορεί να είναι Μπετόβεν, μπορεί να είναι κι η γάτα που περπατάει πάνω στα πλήκτρα του πιάνου (για να μην αναφέρω συνθέτες και παρεξηγηθούμε). Ένα τετραγωνικό εκατοστό πίνακα μπορεί να είναι Ραφαήλος, μπορεί και κάποιος χιμπατζής που βρήκε πινέλο, μπογιά και καναβάτσο.  Μια πρόταση ξεκομμένη, το ίδιο. Για του λόγου το αληθές, ιδού ολόκληρο το ποίημα, και πείτε μου ειλικρινά, με το χέρι στην καρδιά, αν αυτός ο στίχος αποδίδει το κλίμα ολόκληρου του ποιήματος:
Συμεών
Τα ξέρω, ναι, τα νέα ποιήματά του·
ενθουσιάσθηκεν η Βηρυτός μ’ αυτά.
Μιαν άλλη μέρα θα τα μελετήσω.
Σήμερα δεν μπορώ γιατ’ είμαι κάπως ταραγμένος.
Aπ’ τον Λιβάνιο πιο ελληνομαθής είναι βεβαίως.
Όμως καλύτερος κι απ’ τον Μελέαγρο; Δεν πιστεύω.
A, Μέβη, τι Λιβάνιος! και τι βιβλία!
και τι μικρότητες!….. Μέβη, ήμουν χθες—
η τύχη το ’φερε— κάτω απ’ του Συμεών τον στύλο.
Χώθηκα ανάμεσα στους Χριστιανούς
που σιωπηλοί προσεύχονταν κ’ ελάτρευαν,
και προσκυνούσαν· πλην μη όντας Χριστιανός
την ψυχική γαλήνη των δεν είχα—
κ’ έτρεμα ολόκληρος και υπόφερνα·
κ’ έφριττα, και ταράττομουν, και παθαινόμουν.
A μη χαμογελάς· τριάντα πέντε χρόνια, σκέψου—
χειμώνα, καλοκαίρι, νύχτα, μέρα, τριάντα πέντε
χρόνια επάνω σ’ έναν στύλο ζει και μαρτυρεί.
Πριν γεννηθούμ’ εμείς —εγώ είμαι είκοσι εννιά ετών,
εσύ θαρρώ είσαι νεότερός μου—
πριν γεννηθούμ’ εμείς, φαντάσου το,
ανέβηκεν ο Συμεών στον στύλο
κ’ έκτοτε μένει αυτού εμπρός εις τον Θεό.
Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά.—
Πλην τούτο, Μέβη, κάλλιο να το πεις
που ό,τι κι αν λεν οι άλλοι σοφισταί,
εγώ τον παραδέχομαι τον Λάμονα
για πρώτο της Συρίας ποιητή.
Δεν είναι το καλύτερο ποίημα του Καβάφη -άλλωστε ο ποιητής το κρατούσε κρυμμένο, θα είχε τους λόγους του. Ωστόσο, ενταγμένος μέσα στο ποίημα, ο στίχος λειτουργεί, έτσι όπως έρχεται σαν συνέχεια όσων προηγούνται. Ξεκομμένος, είναι μια ασήμαντη “κουβέντα του δρόμου”, σαν που θα έλεγα εγώ στον συνάδελφο του διπλανού γραφείου, μια μέρα που θα έφτανα στο γραφείο ξενυχτισμένος.
Θα μπορούσα να τελειώσω εδώ, και μάλιστα, παρά τις ενστάσεις μου, να πω ένα μπράβο στο Ίδρυμα Ωνάση, ευχόμενος βέβαια την άλλη φορά να είναι πιο μελετημένη η πρωτοβουλία τους -ωστόσο υπάρχει και κάτι άλλο που με εξοργίζει. Υπάρχουν δυο στίχοι που με κανέναν τρόπο δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στην επιλογή, γιατί είναι εντελώς αντιδεοντολογικό, είναι, θα έλεγα, απάτη προς τους αναγνώστες και ύβρις προς τον ποιητή. Ο ένας στίχος είναι ο: «Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός», ενώ τον άλλο τον βλέπετε εδώ αριστερά: Είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Οι στίχοι, είναι παρμένοι από το ίδιο ποίημα, το “Εν μεγάλη ελληνική αποικία, 200 π.Χ.”. Γιατί με εξοργίζει η χρήση τους; Αφενός επειδή στον στίχο της εικόνας, ή μάλλον στον μισό στίχο της εικόνας, η λέξη “βία” δεν έχει  τη σημασία της βίας “απ’ όπου κι αν προέρχεται”, αλλά της βιασύνης! Αρκεί να παραθέσουμε έναν, μόνο έναν, στίχο ακόμα από το ποίημα:
Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Και ο μισός στίχος θα αρκούσε, το “να μη βιαζόμεθα”. Είναι θαρρώ φανερό ότι ο πετσοκομμένος στίχος που εμφανίζεται τώρα πάνω στα λεωφορεία διαστρεβλώνει το νόημα και μετατρέπει τον Καβάφη σε… Κεδίκογλου. (Το αστείο είναι ότι και πριν από μερικά χρόνια είχε γίνει συζήτηση για τη λέξη “βία” που μπορεί να σημαίνει είτε την υλική ή ψυχική πίεση που ασκούμε σε κάποιον -violence αγγλιστί- είτε τη βιασύνη, τη σπουδή, τότε με τον Αλαβάνο και το “που με βια μετράει τη γη” του εθνικού ύμνου).
Θα μου πείτε, γιατί διαφωνώ και θεωρώ απάτη την παράθεση του άλλου στίχου από το ίδιο ποίημα, του: «Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός». Μήπως με ενοχλεί επειδή, ξερωγώ, θυμίζει το… πρωτογενές πλεόνασμα που τάχα θα πετύχουμε; Όχι. Με ενοχλεί η παράθεση και των δύο στίχων από αυτό το ποίημα επειδή, απλούστατα, ο ποιητής εδώ ειρωνεύεται. Δεν βολεύει να παραθέσω ολόκληρο το ποίημα, γιατί είναι από τα πιο εκτεταμένα του Καβάφη (ίσως και το πιο εκτεταμένο, δεν είμαι καλός στις ποιητικές στατιστικές) και θα μας πάει μακριά, αλλά μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Θα συμφωνήσετε πιστεύω μαζί μου, ότι η ειρωνεία είναι ολοφάνερη.
Αφήνω που έχει και μερικές ανατριχιαστικές ομοιότητες με τη σημερινή μας κατάσταση -δείτε:
Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.
Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.
ή μήπως κάτι σας θυμίζουν αυτοί οι στίχοι:
Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.
Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—
Οπότε, η κατακλείδα του ποιήματος, από την οποία είναι αντλημένοι οι στίχοι, έρχεται σαν το αποκορύφωμα της ειρωνείας:
Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.
Δεν έχω εποπτεία της καβαφικής βιβλιογραφίας και δεν ξέρω τι έχει γραφτεί για το ποίημα αυτό από άλλους αξιότερους, αν δηλαδή γίνεται γενικά παραδεκτό ότι αποτελεί παράδειγμα της περίφημης “καβαφικής ειρωνείας” -αλλά μου φαίνεται πως έτσι είναι. Η ειρωνεία συνίσταται στο ότι ο ποιητής υιοθετεί την οπτική γωνία των ηρώων του, των οποίων όμως την άποψη δεν συμμερίζεται, το αντίθετο μάλιστα. (Τώρα βρίσκω μια εργασία φιλολόγου, στην οποία το συγκεκριμένο ποίημα χαρακτηρίζεται πράγματι παράδειγμα καβαφικής ειρωνείας).
Όταν όμως ένα ποίημα είναι ειρωνικό, είναι εντελώς αντιδεοντολογικό να απομονώσεις έναν (ή και μισόν!!) στίχο του γιατί, προφανώς, η ειρωνεία αποσιωπάται, και έτσι μεταδίδεις το αντίθετο μήνυμα από αυτό που ήθελε να δώσει ο ποιητής. Γι’ αυτό λέω ότι, εκτός από απάτη, η απομόνωση αυτών των συγκεκριμένων στίχων αποτελεί επίσης ύβρη προς τον ποιητή.
Για να δώσω ένα κλασικό παράδειγμα από τη Γραφή, τι θα έλεγε η εκκλησία αν έβγαζα αφίσες που να έγραφαν “Ουκ εστιν Θεός” [δεν υπάρχει Θεός] και από κάτω, την παραπομπή: Ψαλμοί, 13.2 ή την άλλη παραπομπή “Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 12.27.1″; Θα με αφόριζε, διότι στη μια περίπτωση το χωρίο είναι “είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού: Ουκ εστιν Θεός” και στην άλλη “ουκ έστιν Θεός νεκρών αλλά ζώντων”. Ίσως όχι εξίσου διαστρεβλωτική, αλλά όχι πολύ διαφορετική, βρίσκω και την απόσπαση στίχων από ένα ειρωνικό ποίημα, για να μη μιλήσουμε για τη συσκότιση της σημασίας της λέξης “βία”.
Γι’ αυτό δεν μπορώ να συγχαρώ το Ίδρυμα Ωνάση, τουλάχιστον όχι μέχρι να αναγνωρίσουν ότι η χρήση των συγκεκριμένων δύο στίχων είναι αντιδεοντολογική και ενάντια με το νόημα που ήθελε να δώσει ο ποιητής, και να φροντίσουν για την απόσυρσή τους. Δεν είναι κακό να παραδεχτεί κανείς ότι κάπου έσφαλε. Και βέβαια, πρέπει να το πω, εξακολουθώ να έχω ενδοιασμούς σε σχέση με το κατά πόσον η ποίηση του Καβάφη προσφέρεται για τόσο λεπτό ψιλόκομμα.
Υστερόγραφο:
Για να ευθυμήσουμε λίγο, θα αντιγράψω ένα σχόλιο φίλου στο Φέισμπουκ, όπου έχει διαλέξει κάποιους καβαφικούς στίχους που κατά τη γνώμη του προσφέρονται για να γραφτούν είτε πάνω σε λεωφορεία είτε σε στάσεις λεωφορείων. Τα σχόλια είναι δικά του.
1. “Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται” (στις στάσεις)
2. Στους δρομους θα γυρνάς τους ίδιους (…) Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
3. Να εύχεσαι ναναι μακρύς ο δρόμος
4. Το φθάσιμον εκεί ειν’ ο προορισμός σου
5. Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά [αυτό μπορεί να βγαίνει όταν συναντούν π.χ. πορεία ή διαδήλωση]
6. Εδώ ας σταθώ [αυτό μπαίνει σε παλιά λεωφορεία]
7.Επέστρεφε συχνά και παίρνε με
8. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα [κι αυτό για στάσεις]
9. Εδώ που έφθασες, λίγον δεν είναι [παει παντού, σε στάσεις λεωφορεία κλπ.]
Έχω κι έναν δεύτερο λόγο που αντέγραψα το σχόλιο του φίλου μου. Όχι μόνο για να ευθυμήσουμε, αλλά και για να δείξω πόσο ευάλωτη είναι η ποίηση στη διακωμώδηση, όταν μεμονωμένοι στίχοι ξεκόβονται από τα συμφραζόμενά τους. Εξίσου εύκολα μπορεί να διακωμωδηθεί και ο στίχος «Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά» ή «Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό», που έχουν επιλεγεί για την εκστρατεία. Και δεν την αξίζει ο Καβάφης τη διακωμώδηση.
Υστερόγραφο 2: Και πάλι ευτράπελο. Βλέποντας αποφθέγματα τεσσάρων-πέντε λέξεων και την υπογραφή Καβάφης, θυμήθηκα ένα Λούκι Λουκ, στο οποίο ένας ήρωας πέταγε όλο “σεξπιρικά αποφθέγματα” του τύπου “Πάμε να φάμε” – Μάκβεθ, πράξη 2η, σκηνή 3η. “Τι ώρα είναι;” – Άμλετ, πράξη 1η, σκηνή 4η.
Υστερόγραφο 3: Φυσικά, οι φωτοσοπάδες έδρασαν. Τα κοινωνικά μέσα έχουν πλημμυρίσει με φωτογραφίες λεωφορείων που έχουν άλλους κι άλλους στίχους -γέλασα πολύ με μερικές φωτοσοπιές.


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

ΜΑΚΡΟΣΥΡΤΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Μακρόσυρτος αποχαιρετισμός καλοκαιριού
Σιωπηλός σαν θάλασσα που έχασε τα κύματα
FAREWELL TO SUMMER
(ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ
Στο πορτρέτο του νησιού
απεικονίζεται υγρός ο παράδεισος
Άρωμα Αυγούστου κι ας έχει φύγει
Ολοκληρωτική  αποπλάνηση του ήλιου
Τα φύλλα συνεχίζουν να γαντζώνονται  
πεισματικά στη ζωή
Τίποτα δεν τρίζει 
ούτε καν ο δείχτης στα ημερολόγια
Μόνο τα απογεύματα
φορούν ένα φως από κεχριμπάρι
Ανεπαίσθητη αναπνοή Οκτώβρη
Βαδίζει αθόρυβα  πίσω απ’ την πλάτη μας
Με πόδια γυμνά ανοίγει την ντουλάπα
Ψάχνει μια μια τις ξύλινες κρεμάστρες
Σταματάει  στο ξεχασμένο αδιάβροχο
Ακούει τη φλέβα της εποχής 
Να χτυπάει την αλλαγή
Πριν την προειδοποίηση των μετεωρολόγων
Για ακραία καιρικά φαινόμενα

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ/ OI NIKHMENOI


Ανέβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου
Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού.
Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ’ όνειρο
Όμως ποιος δεν λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πλήγωσαν τα χρόνια μας
Ποιος δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμη πληρώσει το χρέος μας ολάκερο
Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια απ’ το άναμμα της σάρκας
Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τα αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους
Ξέρεις πως θα ’ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας
Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας να ’ναι κανείς ν’ ακούσει την αγωνία της φωνής μας
Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούργια, κι όμως γιατί ν’ αναβάλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;
Και μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.
                                                              ΣΥΛΛΟΓΗ   ΕΠΟΧΕΣ (1945)

PABLO NERUDA / ΖΗΤΩ ΣΙΩΠΗ


Τώρα να με αφήσουν ήσυχο.
Τώρα να συνηθίσουν χωρίς εμένα.

Θα κλείσω τα μάτια

Και θέλω μόνο πέντε πράγματα,
πέντε ρίζες αγαπημένες.

Η μία είναι ο χωρίς τέλος έρωτας.

Η δεύτερη είναι να βλέπω το φθινόπωρο.
Δεν μπορώ να υπάρχω χωρίς να βλέπω τα φύλλα
να πετούν και να επιστρέφουν στην γη.

Η τρίτη είναι ο βαρύς χειμώνας,
η βροχή που αγαπώ, το χάδι
της φωτιάς στο άγριο κρύο.

Στην τέταρτη θέση το καλοκαίρι
στρογγυλό σαν ένα καρπούζι.

Το πέμπτο πράγμα είναι τα μάτια σου,
Mατίλδη μου, πολυαγαπημένη,
δεν θέλω να κοιμηθώ χωρίς τα μάτια σου,
δεν θέλω να υπάρχω χωρίς να με κοιτάς:
εγώ αλλάζω την άνοιξη
για να συνεχίσεις να με κοιτάς.

Φίλοι, αυτά είναι όσα θέλω.
Είναι σχεδόν τίποτα και σχεδόν όλα.

Τώρα αν θέλετε να φύγετε.

Έχω ζήσει τόσο που μια μέρα
θα πρέπει υποχρεωτικά να με ξεχάσετε,
να με διαγράψετε από τον πίνακα:
η καρδιά μου υπήρξε χωρίς περιορισμούς.

Αλλά επειδή ζητώ σιωπή
δεν πιστεύουν πως πρόκειται να πεθάνω:
μου συμβαίνει πάντα το αντίθετο:
Τυχαίνει να ζω.

Τυχαίνει να υπάρχω και να παραμένω.

Δεν θα υπάρχω, λοιπόν, αλλά όμως μέσα
από μένα θα μεγαλώνουν στάχια,
που πρώτα οι σπόροι θα φυτρώνουν
στη γη για να δουν το φως,
αλλά η μάνα γη είναι σκοτεινή:
κι εγώ μέσα μου είμαι σκοτεινός:
είμαι σαν ένα πηγάδι στου οποίου τα νερά
η νύχτα αφήνει τ' αστέρια της
και συνεχίζει μόνη στην ύπαιθρο.

Είναι που έχω ζήσει τόσο
και θέλω να ζήσω άλλο τόσο.

Ποτέ δεν ένιωσα τόσο έντονα,
ποτέ δεν είχα τόσα φιλιά.

Τώρα, όπως πάντα, είναι νωρίς.
Πετάει το φως με τις μέλισσές του.

Αφήστε με μόνο με την ημέρα.
Ζητώ την άδεια να γεννηθώ.

Μετ: Μαριάννα Τζανάκη

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

MIΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ/ ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η Παρουσία  
 
Στις δώδεκα και μισή
τη νύχτα
την ίδια ώρα και συγχρόνως
φάνηκε στον μεγάλο καθρέφτη και
στο παράθυρό μου
ο Ντύλαν Τόμας μ’ ένα αναμμένο κόκκινο κερί
στο στόμα
νεκρός βέβαια
κι άγιος
και τρελός
όπως το έχω ξαναπεί

-Έλα αδελφέ, μου λέει, μαζί μου
σάπισες εδώ πέρα
έλα στα βορεινά φαράγγια της πατρίδος μου
εδώ ζεις σ’ ένα σάπιο τόπο που σε κοροϊδεύουν
εκεί χαιρετάνε τους τρελούς και οι παπάδες
κι η πάπια δε γεννάει πια πάγο
γεννάει κόκκινο αυγό

Αυτά τα λίγα μου είπε ο μεγάλος ποιητής
όχι πια στον καθρέφτη και στο παράθυρό μου
αλλά μέσα από τα ψηλά χορτάρια του θανάτου του
μισός από τη μέση κι επάνω στο φως, έξω από το χορτάρι
μισός από τη μέση και κάτω στο σκοτάδι
κάτω απ’ το φως.
                                                                                                                                                                  Εκτοπλάσματα, εκδόσεις Στιγμή 1986
Ο δρόμος

Να πάρω έπρεπε άλλο δρόμο
ετούτος κρύβει το φεγγάρι
για χάρη της είχαν κρεμάσει
τριαντάφυλλα στον ουρανό

 Να πάρω έπρεπε άλλο δρόμο
γεμίσανε σπυριά τα χέρια
γέμισαν λάσπη κι οι καρδιές
είν’ ένας δρόμος πληγωμένος

Είν’ ένας δρόμος φλογισμένος
είν’ ένας δρόμος λυπημένος
μπρος στο παιδί με την ουρά
κι ο δαίμονας με την παρθένα

Να πάρω έπρεπε άλλο δρόμο
άναψαν πράσινα κεριά
πρόβαλε ο σκύλος με τα πέπλα
βόγκηξε αργά και προχωρούσε

                                                                      Όταν σας μιλώ/ 1956

Το ταξίδι

Σταθείτε! φώναξε ο φωτογράφος
όμως το πλοίο είχε πια τώρα ξεκινήσει
ένα μεγάλο άσπρο πλοίο γεμάτο άρρωστα πουλιά
κι ο πτηνοτρόφος σε μια ταράτσα με κιάλι τα κοιτούσε
να φεύγουνε μαζί με τα μεγάλα σύννεφα που φεύγανε κι αυτά

Αν μπαίναμε στο αντικρινό ξενοδοχείο θα μας βλέπαν
θα λέγαν: Μπήκαν στο ξενοδοχείο «Η Ελπίς»

«Φεύγετε για ταξίδι;» ρώτησε ο συνταγματάρχης
«Όχι» απάντησα «Είμαι γιατρός
μόλις εξέτασα τ’ άρρωστα αυτά πουλιά που φύγαν
να, ένα που μου ξέφυγε κιόλας!»
Είχε περάσει στο απέναντι μαγαζί

«Είναι τα τελευταία πράγματα που ψωνίζω
μ’ ελληνικά χρήματα» είπε τ’ άρρωστο πουλί
Έπειτα άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στον ουρανό

Δεν είμαι δένδρο
δεν είμαι πουλί
δεν είμαι σύννεφο
τ’ όνειρο σάπισε μέσα στο αίμα μου
τ’ όνειρο σάπισε μέσα στα κόκαλά μου
πλάι σ’ ένα κυπαρίσσι
τώρα τεντώνω ένα σκοινί
κι αποκάτω ξαπλώνομαι

Είχα έρωτες
είχα μάχες

και παραφύλαξα στις γωνιές
τα νύχια μου μεγάλωσαν
τα χείλια μου πρήστηκαν
το πρόσωπό μου μαύρισε
δεν είμαι δένδρο
δεν είμαι πουλί
δεν είμαι σύννεφο

                                                                          Όταν σας μιλώ/ 1956

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

H MEΡΑ ΚΑΙ Η ΝΥΧΤΑ

   Ακατάπαυστος ο ρους της επικαιρότητας όλο αυτό το διάστημα. Με το ίδιο ανεξάντλητο θέμα επί μέρες, αυτό που  εξαντλεί και εξουθενώνει όποιον επιθυμεί να διαβάσει, πίσω και έξω από τα γνωστά γεγονότα, αλλιώς αυτό που πραγματικά (μας) συμβαίνει. Είναι η γνωστή, αλάνθαστη μέθοδος, δοκιμασμένη και επιτυχημένη από τότε που τα οπτικοακουστικά μέσα συνειδητοποίησαν τη δύναμή τους και έκαναν πράξη το αδιαφιλονίκητο μότο τους: Το ότι τελικά η συνείδηση του κόσμου κατευθύνεται. Σωστά…
   Ούτως ή άλλως πάντα κατευθυνόταν, η ιστορία περί αυτού τυρβάζει από τότε που οι πρώτες γραφές χαράχτηκαν πάνω στην πέτρα, πριν ακόμα από την  κάθε είδους έντυπη και ηλεκτρονική χειραγώγηση και υποδούλωση του νου, τόσες ηγεσίες, τόσοι πόλεμοι, τόσες μετακινήσεις συνόρων και πληθυσμών, κάποιοι πάντα, οι περισσότεροι κινούμενοι με ιδιοτέλεια, ελάχιστοι με αγνές προθέσεις και συνήθως πρόωρα χαμένοι, οδηγούσαν την πορεία του πολιτισμού προς το φως ή τον όλεθρο.
   Κάπως έτσι και τώρα αλλά χωρίς κανένα ευφυές ή διαβολικό ηγετικό πνεύμα να οδηγεί, παγιδευόμαστε σαν χειμωνιάτικες μύγες  στον ιστό μιας νοσηρής και ανάπηρης ενημέρωσης σχετικά με όλα τα τεκταινόμενα περί φασισμού στο δημόσιο βίο -απόρροια και συνέπεια του φασισμού στον ιδιωτικό βίο- κάνουμε σαν ξαφνικά να ανακαλύψαμε την Αμερική -γίναμε σύγχρονοι Κολόμβοι, διάβασα στο εξαίρετο blog Λόγος Παράταιρος- και έχουμε μείνει έκπληκτοι και άναυδοι απέναντι απ' αυτό που εδώ και χρόνια οικοδομούμε πετραδάκι-πετραδάκι στις πεποιθήσεις, στη συμπεριφορά και στις εν δυνάμει σχέσεις μας.
  "Βρε καημός και πίκρα" έλεγε κάποτε μια σοφή γιαγιά ενός φίλου θέλοντας να διακωμωδήσει τα μικρά βάσανα και τα άνευ λόγου και αιτίας παράπονα κάποιων χαζοχαρούμενων ανθρώπων κι έτσι όλος ο δικός μας καημός και πίκρα είναι -σύμφωνα με τα ΜΜΕ- οι απευθείας εικόνες των κρατουμένων από τα ανακριτικά γραφεία στις φυλακές, οι ατέρμονες συζητήσεις για τις ποινές πρώην υπουργών και νυν γκεμπελικών βουλευτών, το αλύχτημα των καυγάδων ανάμεσα στους σκυλάδες–αοιδούς, ενώ ταυτόχρονα η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια συνθλίβεται από ένδεια οικονομική, ιδεολογική, πολιτισμική.
   "Η κοινωνία πρέπει να αυτοπροσδιοριστεί, να βρει μόνη της τους αντιπροσώπους της" έλεγε σε κάποια συνέντευξη ο γλύπτης Βαρώτσος, αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει "να επανεφεύρουμε την έννοια του ανθρωπισμού" λέει κάπου αλλού ο συγγραφέας Άρης Μαραγκόπουλος…
    Περίπου αυτά σκεφτόμουν σήμερα ακούγοντας ειδήσεις, ψάχνοντας  τις λέξεις, τις φράσεις του κειμένου και τον τίτλο, όταν ξαφνικά ήρθε η κόρη μου και μου διάβασε ένα παραμύθι για τη μέρα και τη νύχτα, που είχε γράψει σχετικά με μια σχολική εργασία της.
Το παραθέτω αυτούσιο, χωρίς σχόλια, μόνο με ένα ερώτημα στο τέλος:
   Παλιά ήταν δυο φίλες, η Ημέρα και η Νύχτα. Ήταν πολύ αγαπημένες και δεν έκανε η μια χωρίς την άλλη. Ένα πρωί είπε η Ημέρα στη Νύχτα ότι θα πήγαινε ένα ταξίδι κάπου μακριά και θα ξαναγυρνούσε. Η νύχτα την αποχαιρέτησε. Την περίμενε ημέρες, μήνες, χρόνια. Η Νύχτα ανησύχησε και έψαξε να βρει τη Μέρα. Δεν τη βρήκε και στενοχωρήθηκε, έτσι από τη λύπη της σκοτείνιασε. Η Ημέρα όμως που πάντα είχε ελπίδες ότι θα την ξανάβλεπε έμεινε για πάντα Φωτεινή. Η μια κυνηγά την άλλη αλλά ποτέ δεν μπορούν να συναντηθούν.
   Η νύχτα δεν κατάφερε να βρει τη μέρα κι απ' τη λύπη της σκοτείνιασε…
Θα τη συναντήσει άραγε κάποτε; 

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ/ ΧΥΔΑΙΑ ΩΔΗ

Στο ζεστό φως της τηλεοράσεως
κάθομαι και δέχομαι τις πληγές μου απ' αυτό 
με βλοσυρή ευχαρίστηση
στο κέντρο της παγκόσμιας μοναξιάς.
Επαναπαύομαι ή κουλουριάζομαι σε σπασμένα κρασοπότηρα όλων των χαμένων Σαββατόβραδων. 

Μάζες εικόνων εκδηλώνονται ρητορικά και κινούνται στο χώρο του κοινώς παραδεκτού. Οργανώνω την άμυνα του εαυτού μου.
Αδελφοί εν κουρελιασμένοις οράμασι 
θα συναντηθούμε με νέες αγάπες, 
ιπτάμενες ποιήσεις, γυμνές σιωπές
αδιάλλακτοι πρίγκηπες στο βασίλειο της κτηνωδίας. 

Μια ξανθιά σπικερίνα αγγέλει οξείες νυχτερινές διελάσεις. 
Φουτουριστική μούσα, βγάζει το κεφάλι της απ' την οθόνη 
και μου κάνει παραδοσιακό τσιμπούκι.                  
                                                       Τα επουσιώδη 1988

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

Τίτος Πατρίκιος: «Θα σωθούμε» – λόγος ενός που επέζησε

Του Γιάννη Ν. Μπασκόζου.

Με το βραβείο ποίησης Lerici Pea γύρισε την Κυριακή το βράδυ ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος. Λίγο πιο αδύνατος από την πολυήμερη περιοδεία στην Ιταλία αλλά πολύ ευχαριστημένος. Δευτέρα μεσημέρι έλαβε με fax το συγχαρητήριο τηλεγράφημα του υπουργού Πολιτισμού (που βρισκόταν στις ΗΠΑ): «Μαζί με όλους τους φίλους της ποίησης, που παρακολουθούν εδώ και δεκαετίες το τόσο σημαντικό έργο σας, επιτρέψτε μου να σας συγχαρώ για την απονομή του ιταλικού λογοτεχνικού βραβείου Lerici Pea», γράφει ο κ. Παναγιωτόπουλος. Και συνεχίζει: «”Ποτέ δεν είναι οι μέρες ποιητικές και ακριβώς γι’ αυτό χρειάζεται η ποίηση. Και όσο λιγότερο ποιητικές είναι τόσο πιο κόντρα πρέπει να πηγαίνεις”, είχατε δηλώσει όταν βραβευθήκατε από την Ακαδημία Αθηνών το 2008. Και αυτή σας η δήλωση, που είναι και στάση ζωής, είναι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ».

«Με εξέπληξε το τηλεγράφημα γιατί δεν νόμιζα ότι ασχολείται η πολιτεία με την ποίηση και ότι παρακολουθεί τις εκδηλώσεις πέρα από την παρουσία των πολιτικών σε κοσμικά εγκαίνια», λέει στον Αναγνώστη ο Τίτος. «Παρόλα αυτά», συμπληρώνει, «στη βράβευσή μου στο Lerici ήρθε ο πρόξενος από το Μιλάνο, πρώτη φορά είδα διπλωμάτη να ενδιαφέρεται, τόσα χρόνια που συμμετέχω σε εκδηλώσεις στο εξωτερικό».

Μου εξηγεί ότι το Lerici Pea είναι ένα μακρόχρονο ετήσιο Βραβείο Ποίησης, του χρόνου ο θεσμός αυτός κλείνει 60 χρόνια. Ο 59ος βραβευμένος ήταν ο Τίτος Πατρίκιος και ο προηγούμενος, το 2012, ήταν ο «πολύς» Ρώσος ποιητής Γεφτουσένκο. Έχουν βραβευτεί ακόμα ο Εντσενσμπέργκερ, ο μεγαλύτερος Γάλλος ζων ποιητής Υβ Μπονφουά, ο Άδωνις, ο Σίμους Χίνι κ.ά

To Lerici- Λιγουρία στο ελληνικότερο – μια μικρή παραλιακή πόλη στα βορειοδυτικά της Ιταλίας, αναφέρεται και ως «ο κόλπος των ποιητών» μιας και εκεί έζησε κάποιο διάστημα ο Μπάιρον με τη συνήθεια του να κολυμπάει ανοικτά στον κόλπο , όπως και ο Σέλλει με τη σύντροφο του Μαίρη. Ο Σέλλει θα πεθάνει λίγο αργότερα από πνιγμό στη θάλασσα στα ανοικτά του Λιβόρνο
 το 1822 σε ηλικία 30 ετών.Η μεγαλύτερη τιμή πάντως ήταν αυτή που επεφύλασσε στον Τίτο Πατρίκιο η μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Κοριέρε ντε λα σέρα καθώς κυκλοφόρησε με μεγάλη συνέντευξη του ποιητή στην 3ησελίδα και κτύπημα στην πρώτη σελίδα του site της με τίτλο «Θα σωθούμε, λόγος ενός που επέζησε». Η εφημερίδα αναφέρεται στην ελληνική κρίση όπως τη βλέπει ο ποιητής, με «μια ειρωνική γεύση της πρόκλησης». Ο συντάκτης χαρακτηρίζει τον ποιητή «ήρεμο, χωρίς ψευδαισθήσεις». Ο Τίτος Πατρίκιος δηλώνει στον δημοσιογράφο της εφημερίδας: «Μετά τον πόλεμο πιστεύαμε ότι η μισαλλοδοξία και ο ρατσισμός θα είχαν σβήσει για πάντα. Σήμερα ξαναγεννιούνται. Λένε ότι η Χρυσή Αυγή είναι γέννημα της κρίσης. Αλλά τότε πώς εξηγείται η άνοδος των ακροδεξιών στη Νορβηγία , τη χώρα του δολοφόνου Μπρέιβικ, ένα κόμμα, στο οποίο ο δολοφόνος ήταν μέλος, και που μπορεί να μπει στην κυβέρνηση; Είναι αυτή η δίψα κυριαρχίας πάνω στους άλλους που με ανησυχεί. Η δημοκρατία φαίνεται να είναι σήμερα μια πολυτελής επιλογή και θέλω να δηλώσω ότι αυτή η πολυτέλεια μ΄ αρέσει».


Η συνέντευξη του ποιητή τελειώνει με τον δημοσιογράφο να επικαλείται ένα λόγο του Τίτου Πατρίκιου «Η ποίηση αναζητά απαντήσεις σε ερωτήματα που ακόμα δεν έχουν τεθεί».

«Η Ιταλία μια χώρα σε κρίση ενδιαφέρεται ακόμα για την ποίηση και το βιβλίο, το βλέπεις παντού», μου λέει ο Τίτος Πατρίκιος, « κι αυτό είναι που μ΄αρέσει στους Ιταλούς».

Στο πλαίσιο της βράβευσης του ποιητή κυκλοφόρησε και μικρή δίγλωσση συλλογή ποιημάτων του με τίτλο «le parole nude» (γυμνός λόγος) από τις εκδόσεις Interlinea και με πρόλογο του ποιητή και κριτικού Τζουζέπε Κόντε.

Ο ποιητής τιμήθηκε και στο Μιλάνο σε εκδήλωση και συνέντευξη Τύπου του Μορφωτικού Κέντρου και Ελληνικής Κοινότητας του Μιλάνου, όπου είχε τη δυνατότητα να συναντήσει ιταλούς φιλέλληνες και διανοούμενους, αλλά και Έλληνες που ζουν και δραστηριοποιούνται σε όλη τη βόρεια Ιταλία. Επίσης έλαβε μέρος στις εκδηλώσεις Pordenomelegge, μια γιορτή του βιβλίου και των συγγραφέων.


ΠΗΓΗ: o αναγνώστης

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ/ ΤΗΣ ΕΞΟΧΗΣ

Τα πιο ωραία που ζήσαμε τώρα μας παιδεύουν με τις αναμνήσεις και προσπαθούμε να τα ξεχάσουμε
οι κάμαρες γέμισαν άχρηστα έπιπλα, δαντέλες από άλλους καιρούς, επιστολές που δε στάλθηκαν
το βράδυ η σελήνη με παίρνει απ’ το χέρι και γυρίζουμε στο παλιό οικοτροφείο,
από κάποιο παράθυρο ακούγονται οι βαριές λέξεις ενός ζευγαριού που είχε κάποτε αγαπηθεί με πάθος.
Όλα τελειώνουν και μόνο το φθινόπωρο παραμένει αιώνια νέο σαν τα πιο λυπημένα ποιήματα.
Είμαι μόνος. Η εξοχή ευωδιάζει. Ακούγεται το τραίνο που έρχεται κι ακουμπάω το κεφάλι μου στις ράγες.
Κάποτε θα ξανασυναντηθούμε.

«ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1991.

ΠΗΓΗ: στηθάγχη

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ / ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ

Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα 
ακολουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο. 

Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη.

Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένοι 
αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε.

Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη μεριά που 
περπατάνε οι δολοφόνοι.

Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους