Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

''ΤΑ ΤΕΙΧΗ'' ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ ΕΚΕΙ

Κάποια στιγμή θα γινόταν κι αυτό. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (ή τρόμο) είχαν οδηγηθεί τα πράγματα στο ''μη παρέκει''. Όμως τα τείχη ήταν από καιρό εκεί. Περπατούσαμε τυφλοί ανάμεσά τους, –ή παριστάναμε τους τυφλούς- δεν προσέχαμε, γι’ αυτό δεν τα προσέξαμε αλλά ακόμα κι αν είχαμε χάσει τα μάτια μας ο ήχος από τον κρότο των κτιστών μας είχε ξεκουφάνει.
Χωρίς λύπην και οπωσδήποτε χωρίς αιδώ άλλους έκλεισαν μέσα αλλά δε νιώσαμε ούτε λύπη ούτε αιδώ για τ’ αλλότρια. Το νου μας δεν έτρωγε αυτή η τύχη. Ώσπου τ’ αλλότρια έγιναν δικά μας κι οι λύκοι κατέβηκαν ανεμπόδιστοι απ’ τα ξένα μαντριά στα δικά μας.
Καθήκον και χρέος των κυνηγών που είχαν το νόμο και κατείχαν την εξουσία ήταν να τους μαζέψουν και να τους στείλουν, χωρίς περίσκεψιν, στα όρη και στ’ άγρια βουνά νωρίτερα. Πριν εφαρμόσουν το δικό τους νόμο. Αυτόν της αγέλης. Αλλά πρόλαβαν να τον επιβάλουν.

Τώρα, έστω κι αργά, μετρώντας το άδικο και τις απώλειες, κάνουμε σαστισμένοι τα πρώτα αβέβαια βήματα έξω απ’ τα τείχη.

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

THΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ


Κλειδώνω κάτω απ’ το δέρμα μου τη θάλασσα και εισπνέω αλλιώς το φως της

Τόσο αμίλητη που ξεδιπλώνει το όνειρο της απεραντοσύνης χωρίς ούτε έναν αδέξιο φθόγγο

Πραγματώνει το θαύμα και γενναιόδωρα το προσφέρει στα κουρασμένα πόδια της μέρας

Ξετυλίγει τρυφερούς λόφους και μυστικούς κήπους ψαριών, διάστικτους από αρχέγονη ομορφιά 


Επιστρέφει αλλιώς το χρόνο στα πήλινα σώματα

Αντικατοπτρίζει τη μνήμη ενός βυθισμένου κόσμου

Bρίσκει τον τρόπο να σκορπίσει το γέλιο της ζωής εκεί που κροταλίζει ο εφιάλτης των πραγμάτων

Ένας άλλος Θεός κυλά στο αίμα μου και με λυτρώνει…

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ/ ΠΟΙΟΣ;

Έρχομαι στο φως τη στιγμή που αυτοπροσδιορίζομαι ως ερώτημα.
Το ερώτημα αυτό,
που δεν ταυτίζεται με το άγχος ή τις αμφιβολίες σου
και που διαρκώς σε πολιορκούσε όσο έγραφες
(είτε είχες συνείδηση αυτής της πολιορκίας είτε όχι),
τώρα είναι παρόν,
κείτεται σιωπηλό ανάμεσα στις γραμμές μου
περιμένοντας υπομονετικά αυτόν
που θα επιχειρήσει τη λύση του.
Το ερώτημα
(που πλέον τίθεται ερήμην σου)
έχει ως αποδέκτη εμένα
και διατυπώνεται με λέξεις
που έχουν στο μεταξύ,
''ως δια μαγείας'',
μεταμορφωθεί σε τέχνη.

Η προσήλωση που δείχνω στον εαυτό μου
μπορεί να θεωρηθεί νοσηρός ναρκισσισμός.
Ωστόσο υπερασπίζομαι την τιμή μου
θέτοντάς τη διαρκώς υπό αίρεση.
Επιβεβαιώνομαι μέσω μιας ανάκρισης
που πολλές φορές οδηγεί στο διασυρμό μου.
Η ιστορία μου δεν είναι παρά το χρονικό αυτής της ανάκρισης.

Το ερώτημα λοιπόν δεν μπορεί ν' απαντηθεί
γιατί μόλις τεθεί
μετατρέπεται αυτόματα σε κατηγορητήριο
ενάντια στα μέσα και τους σκοπούς μου.
Το βασίλειό μου οικοδομείται πάνω στα ερείπιά μου.
Αν έχω κάποια δύναμη,
την αντλώ απ' αυτήν ακριβώς
την ατέρμονα διαδικασία ερήμωσης και ανοικοδόμησης.

Κάθε ποίημα που διεκδικεί μια θέση στην ιστορία μου
οφείλει να την αφηγηθεί εκ νέου,
με τρόπους όμως που δεν είναι εκ των προτέρων γνωστοί.
Αν το παρελθόν μου οφείλει να το προϋποθέτει
το μέλλον μου πρέπει ήδη να το περιέχει.
Όμως ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει το μέλλον.
Εσύ;

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ / ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕ


Καταργούμε εφορίες,

καταργούμε τελωνεία,

καταργούμε, επιπλέον,

κάθε μια συγκοινωνία.


Καταργούμε και τους δήμους,

καταργούμε και επαρχία,

καταργούμε τα μεγάλα

και μικρά ουροδοχεία.


Τα δημόσια, επίσης,

καταστήματα του κράτους,

καταργούμε και καμπόσους

δημοσίους αποπάτους.


Κι επιτρέπουμε στο κράτος

να χει μόνο ένα σπίτι,

το λαμπρό φρενοκομείο


του γνωστού Δρομοκαΐτη

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

«ΠΛΕΩΝ ΕΠΙ ΟΙΝΟΠΑ ΠΟΝΤΟΝ ΕΠ' ΑΛΛΟΘΡΟΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ»

Φρανκφούρτη, Μάιος 2004.
Κατηφορίζουμε τη Σβάιτσερ Στράσσε, μέσα στο γκρίζο παγωμένο πρωινό.
Στρίβουμε δεξιά στη Σαουμαϊνκάι και περπατάμε παράλληλα προς τον Μάιν, μπροστά από τα μουσεία.
Περνάμε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο Μάιν θολός, αφρισμένος, καφετής.
Ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια της Άιζερνερ Στεγκ, της κεντρικότερης πεζογέφυρας του Μάιν, κατευθυνόμενοι προς το κέντρο της πόλης.
Στο μέσον περίπου της γέφυρας, σηκώνω το βλέμμα μου και τη βλέπω: στην επιγραφή είναι γραμμένη -στα ελληνικά- η φράση:

"ΠΛΕΩΝ ΕΠΙ ΟΙΝΟΠΑ ΠΟΝΤΟΝ ΕΠ ΑΛΛΟΘΡΟΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ"


Όμηρος! Ένας στίχος του μεγαλύτερου ποιητή όλων των αιώνων, γραμμένος μάλιστα στα ελληνικά, βρίσκεται στο κεντρικότερο σημείο της Φρανκφούρτης, που αποτελεί το οικονομικό κέντρο της Γερμανίας – και όχι μόνον!
Κάτω από την επιγραφή, στα πλαϊνά της γέφυρας, άλλη μία -μικρότερη- επιγραφή με την ελληνική φράση και τη μετάφρασή της στα γερμανικά.
Και από κάτω: «Όμηρος, Οδύσσεια, Α.183».

Οίνωψ Πόντος… [Ι]
Γνώριζα τον Οίνοπα Πόντο από το ομότιτλο βιβλίο της Ενριέττας Μερτζ (Henriette Mertz, Οίνωψ Πόντος, μετάφρασις-σχόλια Νικόλαος Ζαΐρης, Νέα Θέσις, Αθήνα 1995). Το βιβλίο είχε γίνει ευρύτερα γνωστό στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν ο Ιωάννης Δ. Πασάς είχε συμπεριλάβει εκτεταμένα αποσπάσματά του στο βιβλίο του, Η Αληθινή Προϊστορία, (εκδ. Εγκυκλοπαιδείας του «ΗΛΙΟΥ», Αθήναι 1986).
Οίνωψ Πόντος: η θάλασσα με το σκοτεινό κρασάτο χρώμα.
Αλλόθροοι Άνθρωποι..
Αλλά κατά πού ακριβώς έπλεε ο Οδυσσέας (ή μάλλον η Αθηνά, ως Μέντης);
Αλλόθροος – Άλλος + θρόος. Θρόος; Κάποια σχέση με το θροΐζω; Προκαλώ θορύβους; Άλλους θορύβους; Ουπς! Προκαλώ διαφορετικούς θορύβους, δηλαδή μιλάω διαφορετική γλώσσα.
Οι αλλόθροοι άνθρωποι ήταν λοιπόν οι άνθρωποι, οι λαοί που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες; Ξένες γλώσσες; Οι αλλόγλωσσοι; Οι ξενόγλωσσοι;
Θα έπρεπε να περιμένω την επιστροφή μου στην Αθήνα για να επιβεβαιώσω τα συμπεράσματά μου.

Οίνωψ Πόντος… [ΙΙ]
Τι κάνει κάποιος ένα παγωμένο μαγιάτικο πρωινό στη Φρανκφούρτη;
Περιπλανιέται στους δρόμους, μπαινοβγαίνει στα καφενεία απολαμβάνοντας καφέδες και κούχεν, τρώει βουρστ μπρέτχεν (αυτό που στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού αποκαλούν «ζεστό σκύλο») χαζεύοντας το πολύβουο πλήθος. Τους αλλόθροους ανθρώπους.
Α! Και επαναλαμβάνει συνέχεια δυνατά το γνωστό ομηρικό στίχο.
Πλέων επί οίνοπα πόντον, επ’ αλλοθρόους ανθρώπους!
Ταιριαστή φράση για μια πόλη σαν τη Φρανκφούρτη, όπου το 40% περίπου των κατοίκων της είναι μη γερμανικής καταγωγής: μετανάστες, πρόσφυγες, εργαζόμενοι στις πολυεθνικές εταιρείες, που η μία μετά την άλλη υψώνουν τους πύργους τους στο κέντρο της πόλης.
Πριν από δυο-τρεις δεκαετίες θα χαρακτηρίζαμε την πόλη «χωνευτήρι πολιτισμών». Σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, τα πάντα χωνεύονται «από τα πάνω», δηλαδή ισοπεδώνονται, ομογενοποιούνται. Κοινά γούστα για όλους, κοινές ενδυμασίες, ίδιοι τρόποι συμπεριφοράς για Ασιάτες, Αφρικανούς, Λατινοαμερικάνους, Σλάβους, Λευκούς.
Μόνη διαφορά τα χαρακτηριστικά των προσώπων. Και οι γλώσσες: αλλόθροοι.
Πλέων επί οίνοπα πόντον, επ’ αλλοθρόους ανθρώπους!
Αλλά -μια στιγμή!- κάτι δεν πάει καλά μέσα σ’ αυτόν τον πολύβουο ωκεανό ανθρώπων και γλωσσών: «η θάλασσα με το σκοτεινό κρασάτο χρώμα»;
Έχω δει θάλασσες κι ωκεανούς με γαλάζιο, μπλε, γαλαζοκίτρινο και γαλαζοπράσινο, καφέ, γκρίζο χρώμα…
Αλλά ποια θάλασσα έχει το χρώμα του κρασιού;
Ποιο κρασί έχει το χρώμα της θάλασσας;
Οίνωψ: προφανώς εκ του «οίνος».
Αλλά γιατί το «οίνωψ» να παραπέμπει σε χρώμα;
Σκέφτομαι, τριακόσια τουλάχιστον χιλιόμετρα μακριά από την πλησιέστερη θάλασσα, πόσες φορές έχω βγει από ένα καράβι και νιώθω ζαλισμένος, πως παραπατάω, πως περπατάω σα μεθυσμένος, πως η γη κινείται κάτω από τα πόδια μου, όπως κινιόταν και η θάλασσα λίγο πριν.
Μήπως ο «οίνωψ πόντος» δεν παραπέμπει στη «θάλασσα με το σκοτεινό κρασάτο χρώμα», αλλά στη θάλασσα που, όταν ταξιδεύεις πάνω της -πάνω μάλιστα στα «καρυδότσουφλα» της ομηρικής εποχής- σε κάνει να πατάς μία από δω, μία από κει -σα μεθυσμένος- για να καταφέρεις να διατηρήσεις την ισορροπία σου πάνω στο πλοίο;
Μήπως παραπέμπει στη θάλασσα που, όταν φτάνεις πια στον προορισμό σου και την εγκαταλείψεις, σε κάνει έστω και για λίγο να περπατάς ζαλισμένος, σα να ‘χεις μεθύσει ρουφώντας την αρμύρα της;
Όμως δεν είμαι «ομηρολόγος» ούτε φιλόλογος και οι γνώσεις μου για την ομηρική γλώσσα είναι ελάχιστες.
Ο Μάιν συνεχίζει να κυλάει, παλιοί και καλοί φίλοι περιμένουν -όλοι γνωρίζουν την ελληνική φράση που είναι γραμμένη στη γέφυρα της πόλης τους, λιγότεροι γνωρίζουν το τι ακριβώς σημαίνει…-, περιμένουν γύρω από ένα τραπέζι, τα ποτήρια ήδη γεμάτα με χιλιάνικον αίθοπα οίνον ερυθρόν…

Οίνωψ Πόντος… (ΙΙΙ)
Νόστος («επάνοδος, επιστροφή εις την πατρίδα»).
Οδύσσεια, Α.180-184 (Η θεά Αθηνά εμφανίζεται στο σπίτι του Οδυσσέα στην Ιθάκη μεταμφιεσμένη, ίδια ο αρχηγός των Ταφίων Μέντης. Ο Τηλέμαχος καλωσορίζει «τον» ξένο, προστάζει να «του» φέρουν φαΐ και κρασί, και «τον» ρωτάει «ποιος είναι», «από πού κρατάει η σκούφια του». Η Αθηνά-Μέντης απαντά:
«Μέντης Ἀγχιάλοιο δαίφρονος εὔχομαι εἶναι
υἱός, ἀτὰρ Ταφίοισι φιληρέτμοισιν ἀνάσσω.
νῦν δ’ ὧδε ξὺν νηὶ κατήλυθον ἠδ’ ἑτάροισιν
πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ’ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους,
ἐς Τεμέσην μετὰ χαλκόν, ἄγω δ’ αἴθωνα σίδηρον.»
Οι Νίκος Καζαντζάκης και Γιάννης Κακριδής http://www.omhros.gr/kat/P/km/txt/Od/Kaz/Odys1.htm μετέφρασαν ως εξής αυτούς τους στίχους:
«πως είμαι γιος του Αγχίαλου πέτομαι του καστροπολεμάρχου.
Μέντη με λεν, κι οι καραβόχαροι Ταφιώτες μ’ έχουν ρήγα.
Εδώ έχω φτάσει με τους συντρόφους στο πλοίο μου. Ταξιδεύω
για τόπο αλλόγλωσσο, την Τέμεσα, στο πέλαο το κρασάτο,
στραφταλιστό να δώσω σίδερο, χαλκό να πάρω πίσω.»
Βλέπουμε ότι οι «αλλόθροοι άνθρωποι» μεταφράζονται ως «αλλόγλωσσος τόπος» και ο «οίνωψ πόντος» ως «κρασάτο πέλαγος». Οι δύο μεταφραστές αποδίδουν πάντα τον όρο «οίνοπα πόντον», όπου αυτός απαντάται στην Οδύσσεια (Β.421, Γ.286, Δ.474, Ε.349, Ζ.170) ως «κρασάτο πέλαο».
Κατά τον Ζήσιμο Σιδέρη (Οδύσσεια, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος) το απόσπασμα έχει ως εξής:
«Ο Μέντης τ’ Αγχιάλου ο γιος παινεύομαι πως είμαι
και τους Ταφιώτες κυβερνώ τους θαλασσοθρεμμένους.
Κι ήρθα με το καράβι εδώ, σίδερο φορτωμένο,
τώρα, και πάω σ’ αλλόγλωσσους ανθρώπους στην Τεμέση,
τη θάλασσα αρμενίζοντας, χαλκό να πάρω εκείθε».
Ο μεταφραστής αυτή τη φορά αποφεύγει να μεταφράσει το «οίνωψ». Το ίδιο κάνει και στο Β.241, στο Γ.286 μεταφράζει ως «μαβύ γιαλό», στο Δ.474 ως «αφρισμένη θάλασσα», στο Ε. 349 ως «αφρισμένα κύματα», ενώ αποφεύγει επίσης να μεταφράσει το «οίνωψ» στο Ζ.170.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Ζ. Σιδέρης, σε αντίθεση με τους Ν. Καζαντζάκη-Γ. Κακριδή, αντιμετωπίζει μάλλον με αμηχανία τον σχετικό όρο.
Ο Αργύρης Εφταλιώτης μεταφράζοντας την Οδύσσεια http://www.mikrosapoplous.gr/homer/odm0.htm αφήνει τον όρο αμετάφραστο στο Α.183 ενώ τον μεταφράζει ως «μαύρα πέλαα» (Β.421 και Δ.474), «μελανά πέλαγα» (Γ.286), «μελανά πελάγη» (Ε.349), ή «μαύρα πελάγη» (Ζ.170).
Από την άλλη πλευρά, ο Ιάκωβος Πολυλάς μεταφράζοντας την Ιλιάδα http://www.geocities.com/heartnews2002/ , αφήνει τον όρο αμετάφραστο (Β.613) ή τον μεταφράζει ως «απέραντα πελάγη» (Ε.771), ή «μελαμψά πελάγη» (Η.88).
Το πρόβλημα της μετάφρασης του όρου «οίνοπα πόντον» παραμένει.
Ωστόσο, ο Ν. Ζαΐρης στον «Πρόλογο της Ελληνικής Εκδόσεως» του βιβλίου της Μερτζ (ό.π., σελ.19-20) κάνει μερικές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ­-και σωστές- παρατηρήσεις:
«Εις το λεξικόν ΣΟΥΔΑ η λέξις ερμηνεύεται ως ακολούθως: “Οίνοψ και Οίνοπος. οίνοπι μέλανι. οινωπός δε οινώδης διαυγής μέλας., εις δε τον Ησύχιον, οίνοπα μέλαν, οινώδη τη χροιά (οινόπη αμπέλλου μελαίνης είδος)”. Η κυρίαρχος λοιπόν ερμηνεία της λέξεως είναι το μαύρον χρώμα, ερμηνεία εξ’ άλλου που επιβιώνει και μέχρι των ημερών μας. “Τον κατάπιε το μαύρο κύμα” ή “παραδέρνει στις μαύρες θάλασσες” κ.λπ., είναι φράσεις κοιναί και σήμερον εις την ναυτικήν οικογένειαν. Ομοίως και ο Εύξεινος Πόντος “Μαύρη Θάλασσα” καλείται ένεκα της αγριότητός του.
Συνεπώς, η λέξις “οίνοπος” υποδηλοί εδώ χαρακτηρισμόν της θαλάσσης υπό των ναυτικών αποδιδομένην, και ουχί την χροιάν αυτής.
Αι αγγλικαί μεταφράσεις, εν αδυναμία ευρισκόμεναι να αποδώσουν σαφώς την φράσιν ουχί εξ αγνοίας της Ελληνικής γλώσσης αλλά εξ αγνοίας του τρόπου δια του οποίου αύτη εκφράζεται -όστις επιβιώνει αναλλοίωτος μέχρι και της εποχής μας παρά τοις Έλλησιν- τον αποδίδουν ως “The Wine Dark Sea“, παλαιότεραι δε μεταφράσεις τον απέδωσαν ως “Η Θάλασσα με το Βαθύ Κρασάτο Χρώμα” ή “Η Σκοτεινοκρασάτη Θάλασσα”, που δεν είναι άλλο τι, ως είρηται, παρά μετάφρασις της μεταφράσεως εκ του πρωτοτύπου».
Να ήταν μόνον αυτοί που μεταφράζουν τη μετάφραση…
Πάντως το Λεξικό Δημητράκου αναφέρει: «οίνοψ-οπος ο κ. οινώψ-ώπος ο, η Α, ο έχων όψιν ή χρώμα σκοτεινόν, μουντός. 2. ερυθρομέλας».
Πιστεύω ότι ο Ν. Ζαΐρης έχει δίκιο όταν τονίζει πως η λέξη «οίνοπος» υποδηλώνει χαρακτηρισμό της θάλασσας και όχι το χρώμα της.
Αυτά, όσον αφορά στον οίνοπα πόντον.

Το Διαδίκτυο…
…όμως πώς θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε;
Αποτελεί άραγε τον «μέλανα πόντον», τον μαύρο ωκεανό των πληροφοριών, όπως ισχυρίζονται οι ομιλούσες κεφαλές των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων, όπου τα τέρατα της πορνογραφίας και του χάκινγκ περιμένουν τους ανυποψίαστους αρμενιστές;
[Διάβαζα τις προάλλες μελέτη που έγινε σε χώρες του εξωτερικού σύμφωνα με την οποία οι χρήστες του διαδικτύου παρακολουθούν κατά 40% λιγότερη τηλεόραση από τους μη χρήστες. Τον χρόνο αυτό τον διαθέτουν για να αρμενίζουν στα πέλαγα των πληροφοριών.]
Το Διαδίκτυο έχει τις μαύρες όψεις του, τις συναρπαστικές του, τις αχανείς, τις «μεθυστικές» όψεις του, αυτές που σε «ανεβάζουν» και σε «φτιάχνουν» αλλά και τις άλλες που σε «ρίχνουν» και σε «ζαλίζουν».
Αυτά συμβαίνουν. Το γνωρίζουν καλά όλοι οι αρμενιστές των θαλάσσιων και των ηλεκτρονικών ωκεανών.
Τι απομένει;
Αυτό που λέει η Αθηνά στον Τηλέμαχο:
Ταξιδεύω για τόπο αλλόγλωσσο, την Τέμεσα, στον οίνοπα πόντον,
στραφταλιστό να δώσω σίδερο, χαλκό να πάρω πίσω.
Κι αν ο Όμηρος έγραφε αιώνες αργότερα, σίγουρα η Αθηνά θα έδινε χαλκό και θα έπαιρνε ασήμι, θα έδινε ασήμι και θα έπαιρνε χρυσό.
Και τούτα, φίλε αρμενιστή, να’ χεις κατά νου σαν πλέεις στον οίνοπα πόντον του Διαδικτύου:
Πληροφορίες δώσε και πάρε γνώση.
Δώσε γνώση και κάν’ την πληροφορίες.
Κι αφουγκράσου προσεκτικά τους άλλους – τους αλλόθροους.
Κάποιοι, εκεί έξω, στ’ ανταριασμένο πέλαγος, ακούν κι εσένα.

16/10/2007 Αφάσιος

ΠΗΓΗ: Θεαμαπάτες και δικτυώματα
 

ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ  minimalist

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

BYΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ/ ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ

Οι παραλληλισμοί με άλλες εποχές δεν είναι καθόλου συμπτωματικοί (Δημήτρης Τρωαδίτης)

Στο δολοφονημένο από τους φασίστες Παύλο Φύσσα      

Ι
Έλεος δεν έχει τούτο το φεγγάρι
απλώνει απλώνει αδιάκοπα στο δέρμα του καλοκαιριού
πήζει τον ουρανό πήζει τον άνεμο
κερώνει την καρδιά και τις χαραματιές της θύμησης
και τα σκιαγμένα πρόσωπα ψηλά στις πολεμίστρες.

Πάνω απ’ τους ξεραμένους κάμπους θειάφι και μολύβι
αγρίμια πυρετοί γυρνούν με πυρωμένα νύχια
στεγνά σαν κάνες τουφεκιών τριγύρω τα πηγάδια
και τα κλωνάρια της κραυγής χωρίς κανένα φύλλο.

Πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια
με το θρυμματισμένο πρόσωπο της ανταρσίας αναστραμμένο στο αύριο
μ’ ένα τραγούδι αλουλούδιστο στα μάτια μας
με τα κεραυνωμένα δάχτυλα φευγάτα όλα τα ελάφια
πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα;

Το αίμα στα αίμα πάνω πέτρωσε δεν δίνει πια χρησμό
άδειος εδιάβηκε ο καιρός κανένα θάμα…
Πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια
πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα
ρωτώντας πάντα αμετανόητα ρωτώντας πού τραβάει
αυτός ο δρόμος που περνάει
ανάμεσα σε σκοτωμένους και φονιάδες.

ΙΙ
Μέρες που δεν σε θέλουν πια
γιατί πολύ τους δόθηκες, γιατί
αφρόντιστα ξοδεύτηκες
μέρες που δεν σε ξέρουν πια
κι αποτραβούν το χέρι τους από το δικό σου
κι όλο μακραίνουνε και προχωρούν χωρίς εσένα
―μα πού πάνε;―
Μόνος, σκοτάδι και τ’ απόμακρά τους βήματα
βλέφαρα που σφαλούν πάνω στο δέρμα σου
φύλλα που γίνονται ένα με το χώμα.

Πλατείες που δε σ’ αναγνωρίζουν πια
δρόμοι που κρύοι γλιστρούν κάτω απ’ τα πόδια σου 48
άλλους βηματισμούς τώρα ζητούν,
για νέες χειρονομίες κραυγών ριγούνε τώρα οι άνεμοι.

Όλα γινήκαν έτσι μονομιάς μια άξαφνη αναχώρηση
ξένος στον κόσμο απόμεινες
βλέμματα, λόγια, αφές,
γεφύρια που σ’ ενώναν με τους άλλους,
όλα γκρεμίσαν τώρα πάνω σου - κι αν θα φωνάξεις, η φωνή σου
ομίχλη πήζει γύρω σου.

Μέρες που δεν σε θέλουν πια,
μέρες που σμίγατε μαζί στην ίδια πίστη, μα που τώρα
κάτι άλλο ψάχνουν - μα τι να ’ναι αυτό;
κάτι άλλο πιο μακριά απ’ την πίστη σου γυρεύουνε κι ο φόβος
μήπως δεν πήραν τίποτε, μα τίποτε από σε μαζί τους
λειώνει τη σάρκα σου, χωρίζει το κορμί απ’ την αίσθηση
καθώς το νιώθεις πια
πως άρχισε το τρομερό κι απρόσμενο
το πέρασμα της ιστορίας επάνω σου.


ΠΗΓΗ:  to koskino

ΚΑΛΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Είναι μια ιστορία πολύ ιδιωτική πια. Σηκώνεις ατομικά την ευθύνη -αν το δεις ως ευθύνη- και το βάρος -αν αντέχεις το βάρος αυτής της επιλογής. Η παλιά οργή φουντώνει το φθινόπωρο, κάθε φθινόπωρο, όταν όλα -ή ορθότερα κάποια- επιστρέφουν ηλιοκαμένα και χαλαρά στον τόπο του εγκλήματος και ως αδικοχαμένο θύμα -γιατί μιλάμε για τη δική σου δολοφονία- αντικρίζεις τους τοίχους του σπιτιού σου και σφραγίζεις όραση και ακοή γιατί δε θέλεις να δεις ούτε ν’ ακούσεις το έξω, πολύ περισσότερο το μέσα σου, επιστρέφεις στη δουλειά σου, αν έχεις δουλειά, η οποία κατά πάσα πιθανότητα σε διάλεξε, δεν τη διάλεξες, -στην Ελλάδα ζούμε- αν και ορισμένοι νιώθουν ευλογημένοι, συμπεριλαμβάνω τον εαυτό μου, νομίζω και όποιους ανήκουν στην πολύπαθη εκπαιδευτική κοινότητα, όσα δυσεπίλυτα προβλήματα κι αν υπάρχουν- αρχίζεις να τρέχεις σε ρυθμούς εξοντωτικούς, τα χρήματα δε φτάνουν πια ούτε για τα στοιχειώδη, με την οικογένεια τους συγγενείς και τους φίλους απλά συμβιώνεις αλλά δε μοιράζεσαι, λες στον εαυτό σου ότι για όλα φταίει αυτή η αναθεματισμένη κρίση, πρέπει να αντιδράσεις, να βγεις στο δρόμο, να συμπορευθείς με τους άλλους, να διεκδικήσεις.
Αλλά για να διεκδικήσεις με/για τους άλλους πρέπει να διεκδικήσεις πρώτα απ’ τον εαυτό σου. Να έχεις ξεκαθαρίσει μέσα σου ότι το πρώτο βήμα για τον πολιτισμό και την εξέλιξη είναι μια προσωπική στάση ζωής -ένας τρόπος για να βλέπεις και να χειρίζεσαι τα πράγματα, λέγοντας ένα γενναίο «όχι» στην ευτέλεια και την αναξιοπρέπεια- έξω από κοντόφθαλμους συνδικαλισμούς, φατρίες, καθοδηγήσεις.
Έντιμα και συνειδητοποιημένα, όσο έντιμος και συνειδητοποιημένος είναι κάποιος στις διαπροσωπικές του σχέσεις και στο χώρο εργασίας του.
Και επειδή έχει και πιο κάτω από δω έχουμε καθήκον να βγούμε απ’ το τέλμα.
Με σύνεση και αλληλεγγύη.
Καλοί αγώνες…

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ

''Αν πάρεις δέκα σκυλιά και πας και τ'αφήσεις σ' έναν αγριότοπο, σε μια ερημιά απ' όπου δεν περνάει ψυχή ζώσα, τα σκυλιά αυτά μέσα σε λίγες εβδομάδες θα ξαναγίνουν λύκοι.
Αυτά είπε κάποιος ένα βράδυ, και με αφορμή τη συγκίνηση κι έναν πολύπλοκο στην αμεσότητά του συνειρμό που μου προκάλεσε ο λόγος του, άρχισα να ανακαλώ κάποιες παλιές ιστορίες.
Την αφορμή αυτή ενίσχυσαν -σαν αντίστροφος κατοπτρισμός- οι παρακάτω στίχοι του Paul Celan:
                                 "Άγριο αυτό
                                που αργότερα
                                -στο δρόμο-
                                έγινε ξεκάθαρο...''


(Εισαγωγικό σημείωμα  της Ζυράννας Ζατέλη από το μυθιστόρημά της Και με το φως του λύκου επανέρχονται)

Χωρίς να το καλοσκεφτεί κανείς είναι αυτό που μας συμβαίνει: Αγριότοπος είναι πλέον αυτός ο τόπος και ψυχή ζώσα (δηλαδή ζωντανή) δεν υπάρχει εκεί που κάθε έννοια και ουσία του ανθρωπισμού έχει καταποντιστεί.
Αν κάποτε ο Σεφέρης έγραφε ότι όπου και να ταξιδέψει η Ελλάδα τον πληγώνει, σ' αυτούς τους χαλεπούς καιρούς που ζούμε ένα τέτοιο ταξίδι θα τον σκότωνε πριν καν προλάβει να βγει εκτός συνόρων.
Ευτυχώς πρόλαβε να "φύγει" νωρίτερα παίρνοντας μαζί του σε παρελθόντα ή μελλοντικό χρόνο το Λειβαδίτη, τον Ελύτη, το Ρίτσο, το Βρεττάκο κι άλλους επώνυμους ή μη, εγγράμματους ή μη, αλλά εξίσου σημαντικούς Έλληνες. Και μείναμε όπως κοινότυπα είθισται να λέγεται «φτωχότεροι».
Φτωχότεροι σε όλα: Πένητες πρώτα ιδεολογικά και πνευματικά, άρα χωρίς κρίση και διανύοντας εις μάτην τη χειρότερη  οικονομική κρίση στην ιστορία μας.
Από το αρχαίο, αθάνατο ως το νεότερο πνεύμα, η «κοιτίς του πολιτισμού» και κατ’ εξοχήν η γλώσσα μας καταποντίστηκε και καίγεται στο «πυρ το εξώτερον», μέσα στους μεταμοντέρνους οίκους μας παρέα με όλα τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα.
Απωλέσαμε εαυτούς και αλλήλους  παρακολουθώντας χαζο-σαπουνοσειρές μοιραίων ερώτων και παθών που ουδεμία σχέση έχουν με τη μέγκενη και τα προσωπικά αδιέξοδα της πραγματικής ζωής, απολαύσαμε κάθε πικραμένο-η, ξεκουδουνισμένο-η ή  εγγενώς ηλίθιο-α να συμμετέχει σε reality, ξαφνικά γίναμε έθνος ταλαντούχων και αποφασίσαμε να δικαιωθούμε από επιτροπές έτερων άμουσων και άσχετων με την ουσία και το περιεχόμενο οποιασδήποτε μορφής τέχνης, ακολουθήσαμε μέσα από ανθρωποκτόνες οθόνες νυχτερινές εξόδους πολλά υποσχόμενων καλλιτέχνιδων με γλωσσική επάρκεια ελληνικών φθόγγων, φωνηέντων τραβηγμένων από τα μαλλιά, επιφωνημάτων αλλά όχι λέξεων και κορεστήκαμε από καταιγισμό προϊόντων ενός καινούριου υπέροχου μέλλοντος.
Έτσι λοιπόν διαβιώνοντας καθημερινά με την ευτέλεια, αμετανόητοι λάτρεις του κενού που βαφτίσαμε αυθαίρετα "ζωή", μέσα στους αυτιστικούς, απόλυτα ελεγχόμενους χώρους μας με την οικογένεια, τους φίλους μας και το κόμμα μας ήρθε η κρίση και μας διάλυσε τη συναγωγή.
Και τώρα ψάχνουμε σ’ ανύπαρκτους χάρτες τη χώρα μας και το εθνικό μας φιλότιμο.
Αυτό που χάσαμε παρακολουθώντας όλες τις κατάπτυστες τουρκικές σειρές, που σημειωτέον δεν έγιναν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεκτές εκτός από τη δική μας και χόρτασε το μάτι μας επαύλεις, πισίνες, λιμουζίνες και ωραιοπαθή ζευγάρια. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα το κερασάκι στην τούρτα της τηλεθέασης ήρθε να βάλει καλπάζοντας πάνω στ’ άλογο κι ένας μεγαλόπρεπος σουλτάνος με τα χαρέμια του, ιστορικά αποδεδειγμένα σφαγέας του ελληνισμού επί τουρκοκρατίας.
Και σ’ όλα αυτά ήρθε να προστεθεί πριν λίγους μήνες το λουκέτο της δημόσιας τηλεόρασης, εν μία νυκτί -χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπη και κυρίως χωρίς αιδώ- για να ανοίξει η νέα, η οποία όση καλή πρόθεση κι αξιοπιστία κι αν διαθέτει -διαθέτει;- δε φτάνει στα πιο απομακρυσμένα χωριά της περιφέρειας και δεν μπορεί να πείσει ότι η ποιότητα και το εύρος των εκπομπών της θα ισοφαρίσει αυτό της παλιάς.
Η πατρίδα όμως για μας που φέρουμε τη βαριά κληρονομιά του ονόματος ‘Ελληνες βεβαιότατα ήταν τόπος αγώνα και θυσιών κατά το παρελθόν από ένσαρκους, αληθινούς και αγνούς αγωνιστές που λοιδορήθηκαν, προδόθηκαν, φυλακίστηκαν, εξοντώθηκαν.
Βρίθει τέτοιων περιπτώσεων η ιστορία από προ γεννήσεως Περικλή ως τις μέρες μας.
Ας σκεφτούμε όμως ότι ο αφανισμός τους δεν πραγματώθηκε -μόνο- από αλλότρια συμφέροντα, αλλά κυρίως εξ’ ημών των ιδίων: Απάτριδων και φιλοπάτριδων.
Και φτάνουμε στο δια ταύτα:
Στο ζητούμενο πνεύμα αλληλεγγύης για να ξεπεράσουμε το σκόπελο της κρίσης.
Σε ποια πατρίδα άραγε ζει;
Ποια αγάπη και για ποιον τόπο πιστοποιείται όταν εκφραζόμαστε με αγένεια ως υπάλληλοι στο κοινό που εξυπηρετούμε στην υπηρεσία μας, όταν ανταγωνιζόμαστε τον πλησίον μόνο στο στίβο των υλικών-χρηματικών απολαβών, όταν διδάσκουμε και εξαπλώνουμε πανδημικά την κουτοπονηριά, τη λαμογιά και την απάτη; Όταν η ιδιοτέλεια γίνεται αυτοσκοπός;
Όλοι μας βέβαια συμφωνούμε σε κάτι: Ότι στην ουσία ευθύνεται κατά κόρον η εξουσία. Οι κατά καιρούς οι άνωθεν και κάτωθεν κυβερνήσεις που μας οδήγησαν σ’ αυτή την αποσυνθετική πορεία, τη μη ανατρέψιμη.
Και γιατί για τόσα πολλά χρόνια επιτρέψαμε να γίνει αυτό; Δεν είχαμε το στοιχειώδη νου να καταλάβουμε και τη συλλογική δύναμη να αλλάξουμε τη ρότα της ιστορίας μας;
Ίσως γιατί πίσω απ’ την αντανάκλαση του χειρισμού των εξουσιών και της κρίσης κοιτώντας προσεχτικότερα θα δούμε τους εαυτούς μας, όλους εμάς. Θα διακρίνουμε τους ευνοημένους άρχοντες που μας ευνόησαν, τους ευεργετημένους που μας ευεργέτησαν, τους βολεμένους που μας βόλεψαν. Μια κυκλική αμφίδρομη σχέση του δίπτυχου εξουσίας-ατόμου.
Όμως «τούτην την πατρίδα την έχουμε όλοι μαζί», όπως έλεγε ο αγράμματος στρατηγός Μακρυγιάννης, γι’ αυτό πριν βουλιάξει και δε φαίνονται ούτε οι φυσαλίδες της πάνω απ’ το νερό ας κάνουμε την ύστατη προσπάθεια να τη σώσουμε. Έστω και μισοπνιγμένη.
Ας βγούμε απ’ την εσωστρέφεια και την αυτοϋποτίμηση. Ας αφήσουμε πια το «είμαστε στο εγώ».
Ας φτάσουμε κάποτε στο «είμαστε στο εσύ» που είναι η μόνη οδός για το ζητούμενο και πολυπόθητο «είμαστε στο εμείς» του στρατηγού. Αυτό κι αν θα είναι success story!

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ

(Sylvia Plath, Aμερικανίδα ποιήτρια και μυθιστοριογράφος 1932-1963)

Λαίδη Λάζαρος
(απόσπασμα)

[...]
Σύντομα, σύντομα η σάρκα
Που στη σπηλιά του τάφου έχει φαγωθεί
Σε μένα θα επιστραφεί.

Κι εγώ μια χαμογελαστή γυναίκα.
Είμαι μόλις τριάντα.
Και σαν την γάτα μπορώ να χάσω τη ζωή μου εφτά φορές.

Η τρίτη είναι αυτή.
Τι σκουπιδαριό
Να εκμηδενίζεις τις δεκαετίες.

Πόσα μύρια νήματα.
Το πλήθος που μασουλά φιστίκια
Στριμώχνεται να δει

Να με ξετυλίγουν χέρια και πόδια -
Το μεγάλο ξεγύμνωμα.
Κυρίες και κύριοι,

Αυτά είναι τα χέρια μου
Τα γόνατά μου.
Μπορεί να είμαι πετσί και κόκαλο,

Αλλά είμαι η ίδια, πανομοιότυπη γυναίκα.
Όταν συνέβη για πρώτη φορά ήμουνα δέκα.
Ήταν ατύχημα.

Τη δεύτερη σκόπευα
Να διαρκέσει και να μην ξαναγυρίσω πια.
Λικνιζόμουν κλειστή

Σαν όστρακο.
Αναγκάστηκαν ξανά και ξανά να με φωνάξουν
Κι από πάνω μου να βγάλουν τα σκουλήκια σαν κολλώδη μαργαριτάρια.

Το να πεθαίνεις
Είναι μια τέχνη, όπως και καθετί άλλο.
Εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά.
...

μτφ: Κατερίνα & Ελένη Ηλιοπούλου
Sylvia Plath - ποιήματα - εκδ. Κέδρος, 2003

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

AN ΣΕΞΤΟΝ

(Αnn Sexton, Aμερικανίδα ποιήτρια και συγγραφέας 1928-1974)

ΣΙΩΠΗ

Όσο πιο πολύ γράφω, τόσο η σιωπή με καταβροχθίζει
C. K. Williams

Το δωμάτιό μου είναι ασπρισμένο,
άσπρο σαν το σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού
κι άλλο τόσο σιωπηλό
λευκότερο απ’ τα κόκαλα της κότας
που λευκαίνουν στη σελήνη,
άσπιλα σκουπίδια,
κι άλλο τόσο σιωπηλό.
Υπάρχει ένα άσπρο άγαλμα πίσω μου
κι άσπρα φυτά
που θεριεύουν σα χυδαίες παρθένες
βγάζουν τις λαστιχένιες γλώσσες τους
αλλά δε λένε τίποτα.

Τα μαλλιά μου είναι το μόνο σκούρο.
Κάηκαν στην άσπρη τη φωτιά
κι είναι κάρβουνο μόνο.
Οι χάντρες που φορώ είναι κι αυτές μαύρες
είκοσι μάτια ανασυρμένα
απ’ το ηφαίστειο
σε τέλεια σύσπαση.

Γιομίζω το δωμάτιο
με λέξεις από την πένα μου.
Απ’ αυτήν στάζουν οι λέξεις σαν αποβολή.
Εκσφεντονίζω λέξεις στον αέρα
κι επιστρέφουν σαν μπαλιές σ’ επιφάνεια σκληρή.
Κι όμως υπάρχει σιωπή.
Πάντα σιωπή.
Σαν ένα πελώριο στόμα βρέφους.

Η σιωπή είναι θάνατος.
Έρχεται κάθε μέρα με τον καταπέλτη του
να κάτσει στον ώμο μου, ένα άσπρο πουλί,
να τσιμπολογάει τα μαύρα μάτια
και τον παλλόμενο ερυθρό μυώνα
του στόματός μου.

Σύγχρονοι αμερικάνοι ποιητές, επιλογή Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούρκ, εκδ. Ύψιλον

ΠΗΓΗ: Λόγος παράταιρος

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Η ''ΜΟΝΑΞΙΑ'' ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ

(Αlexander Pope, Άγγλος ποιητής, 1688-1744)

ODE ON SΟLITUDE

Happy the man, whose wish and care
A few paternal acres bound,
Content to breathe his native air
In his own ground.

Whose herds with milk, whose fields with bread,
Whose flocks supply him with attire;
Whose trees in summer yield shade,
In winter, fire.

Blest, who can unconcern'dly find
Hours, days, and years, slide soft away
In health of body, peace of mind,
Quiet by day.

Sound sleep by night; study and ease
Together mixed; sweet recreation,
And innocence, which most does please
With meditation.

Thus let me live, unseen, unknown;
Thus unlamented let me die;
Steal from the world, and not a stone
Tell where I lie.

ΠΗΓΗ: POETRY FOUNDATION

ΩΔΗ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ

Ευτυχία για τον άνθρωπο
Είναι να μπορεί να φροντίζει
τα λίγα πατρογονικά του στρέμματα
Να νιώθει πληρότητα αναπνέοντας τη δική του γη

Εκεί στα κοπάδια που δίνουν γάλα,
εκεί  στα χωράφια που δίνουν ψωμί
εκεί που υπάρχουν όλα τα εφόδια
εκεί στη δροσιά των δέντρων το καλοκαίρι,
στη φωτιά τους, το χειμώνα

Ευλογία είναι να αφήνεις ξένοιαστα
Τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια να γλιστρούν απαλά,
κρατώντας το σώμα υγιές, γαλήνιο το νου,
ήρεμη την κάθε μέρα.

Κάθε ήχος σωπαίνει τη νύχτα ‘
περισυλλογή και ησυχία μαζί ‘ γλυκύτητα
κι αθωότητα και βαθύς στοχασμός

Αφήστε με λοιπόν να βιώσω το άγνωστο
Χωρίς μοιρολόγια να πεθάνω
Να δραπετεύσω απ’ τον κόσμο
Κι όχι η ταφόπλακα να μαρτυρά που κείτομαι.

(H τόσο ελεύθερη έως και αναρχική μετάφραση του ποιήματος είναι δική μου...)

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΑΘΡΗΝ ΜΑΝΣΦΙΛΝΤ


(Κatherine Mansfield. Νεοζηλανδή συγγραφέας. 
1888-1923)

ΜΟΝΑΞΙΑ
(LONELINESS)

Τώρα είναι η μοναξιά που έρχεται τη νύχτα
Αντί για ύπνο, να κάτσει δίπλα στο κρεβάτι μου.
Σαν έν’ αποκαμωμένο παιδί ξαπλώνω και περιμένω
τα βήματά της, την παρακολουθώ να σβήνει απαλά το φως.
Στέκοντας ακίνητη, δίχως να πηγαίνει πέρα δώθε
Γυρίζει και κουρασμένα, βαριεστημένα γέρνει το κεφάλι της.
Είναι γερασμένη ‘ την έχει δώσει τη μάχη.
Και τώρα είναι στεφανωμένη με τις δάφνες της.

Μέσα στο θλιμμένο σκοτάδι η αργά τραβηγμένη παλίρροια
Σπάει πάνω στην άγονη ακτή, ανικανοποίητη.
Ένας παράξενος άνεμος φυσά…Κι ύστερα σιωπή.
Με χαρά επιστρέφω στη μοναξιά για να πιάσω το χέρι της.
Να κολλήσω πάνω της, περιμένοντας μέχρι η ξερή γη
Να γεμίσει με την τρομακτική μονοτονία της βροχής.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Κώστας Λινός

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

ΖΩΡΖ ΜΠΑΤΑΪΓ

(Georges Bataille, Γάλλος συγγραφέας. Δεινός ανατόμος του ερωτισμού και της σεξουαλικότητας. 1897-1962)

ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΟΥΝ Ν' ΑΓΓΙΞΩ
(JE REVAIS DE TOUCHER)

Ονειρευόμουν ν' αγγίξω τη θλίψη του κόσμου
σ' ενός παράδοξου τέλματος το χείλος 
που ξέφυγε απ' την πλάνη
Ονειρευόμουν έναν υγρό τάφο όπου θα ξανάβρισκα 
τα χαμένα μονοπάτια του στόματός σου

Ένιωσα μες τα χέρια μου ένα ακάθαρτο ζώο
που δραπέτευε μες στη νύχτα ενός τρομακτικού δάσους
και είδα ποιο ήταν το κακό που σε σκότωσε
αυτό που αποκαλώ,γελώντας, η θλίψη του κόσμου

Ένα βίαιο φως, μια λάμψη ενός κεραυνού
Ένα γέλιο που απελευθερώνει την απέραντη γύμνια σου
Μια τεράστια λαμπρότητα, επιτέλους με φωτίζουν

Και είδα τον πόνο σου σαν μια ευσπλαχνία
να φωτίζει μες στη νύχτα την μακριά ξεκάθαρη μορφή σου
και τα ουρλιαχτά του τάφου του απείρου σου

ΨΕΥΔΟΜΑΙ
(JE MENS)

Ψεύδομαι
και το σύμπαν καθηλώνεται
από τα παράφρονα ψέματά μου

Το άπειρο 
κι εγώ
καταγγέλουμε ο ένας τα ψέματα του άλλου

Η αλήθεια πεθαίνει 
κι εγώ ουρλιάζω
πως η αλήθεια ψεύδεται

Ο νους μου,τόσο ονειροπαρμένος
που εξασθενεί ο πυρετός
κι οδηγεί την αλήθεια στην αυτοκτονία

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Σοφία Κωνσταντέλλου

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ

(Ezra Pound, Αμερικανός ποιητής, απ' τους πρωτεργάτες του κινήματος του Εικονισμού και δημιουργός του μνημειώδους έργου The Cantos που επηρέασε όσο λίγα την ποίηση του 20ου αιώνα. 1885-1972)

CODA

Ω, τραγούδια μου,
γιατί κοιτάζετε τόσο περίεργα και τόσο
επίμονα στα πρόσωπα των ανθρώπων;
Θα βρείτε το χαμένο σας νεκρό μέσα σ' αυτά;

  

ΙΤΕ

Πηγαίνετε, τραγούδια μου, ζητήσετε τον έπαινό σας 
απ' τους νέους 
και τους αδιάλλακτους 
και να κινείστε ανάμεσα στους εραστές
της τελειότητας μονάχα.
Ζητήστε πάντοτε να βρίσκεστε μεσ'στο
σκληρό Σοφόκλειο φως
και να δεχόσαστε τα πλήγματά σας
απ' αυτό με ευχαριστία. 

ΤΟ ΠΑΤΑΡΙ

Έλα, ας συμπονέσουμε αυτούς που είναι καλύτερα από μας.

Έλα φίλε, και μην ξεχνάς
ότι οι πλούσιοι έχουν υπηρέτες κι όχι φίλους
κι εμείς έχουμε φίλους κι όχι υπηρέτες.
Έλα ας συμπονέσουμε τους παντρεμένους
και τους ανύπαντρους.
Η αυγή μπαίνει με απαλό βήμα
σαν χρυσαφένια Παύλοβα
και είμαι κοντά στον πόθο μου.
Κι ούτε έχει τίποτα καλύτερο η ζωή
από την ώρα αυτή της καθαρής δροσιάς
την ώρα που ξυπνάμε μαζί. 

ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ

Το δέντρο διείσδυσε στα χέρια μου 
ο χυμός του ανέβηκε στα μπράτσα μου,
το δέντρο αυξήθηκε στο στήθος μου-
προς τα κάτω,
τα κλαδιά του αυξάνονται έξω από μένα σαν μπράτσα.
Δέντρο είσαι,
βρύα είσαι,είσαι βιολέτες με τον άνεμο επάνω τους.
Ένα παιδί -τόσο υπέρτερη- είσαι, 
και όλο αυτό είναι μωρία για τον κόσμο. 

ΤΟ ΤΕΪΟΠΟΤΕΙΟ

Η κοπέλα στο τεϊοποτείο
δεν είναι τόσο όμορφη όσο ήταν,
ο Αύγουστος την έχει προειδοποιήσει.
Δεν ανεβαίνει πλέον τα σκαλοπάτια τόσο ζωηρά'
ναι, και θα γίνει ήδη μεσόκοπη,
κι η λάμψη της νεότητας που σκόρπιζε ανάμεσά μας
καθώς μας έφερνε τις τηγανίτες
δε θα σκορπίζεται άλλο.
Θα γίνει ήδη μεσόκοπη.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Συμεών Μουτάφης

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

ΣΙΜΠΙΛΛΑ ΑΛΕΡΑΜΟ

(Sibilla Aleramo, Ιταλίδα ποιήτρια και συγγραφέας 1876-1960)

 ΕΙΜΑΙ ΤΟΣΟ ΚΑΛΗ

(SON TANTO BRAVA)

Είμαι και τόσο καλή στη διάρκεια της μέρας.
Κατανοώ, αποδέχομαι, δεν κλαίω.
Σχεδόν μαθαίνω να έχω περηφάνια
σα να ήμουν άντρας.
Όμως στο πρώτο τρέμουλο της βιόλας στον ουρανό
κάθε έρεισμα της μέρας εξαφανίζεται.
Εσύ μου ψιθυρίζεις από μακριά:
''Νύχτα, νύχτα γλυκιά και δική μου''.
Δείξε μου να κρατώ ανάμεσα στα δάχτυλα 
την κούραση όλης της γης.
Δεν είμαι παρά βλέμμα,
βλέμμα χαμένο, και φλέβες.

ΓΥΜΝΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

(NUDA NEL SOLE)

Γυμνή στον ήλιο

για σένα που με ζωγραφίζεις ακίνητη,
τα στήθη μονάχα δίνουν το ρυθμό
της ζωής που πάλλεται στην καρδιά.
Σαν τον ουρανό της αυγής
είναι για σένα αυτή τη φωτεινή μορφή μου,
λιβάδι, νερό, μοναχικά πέταλα λουλουδιών,
κλαδιά αμπελιών σε γιορτή. 
Και με θαυμάζεις, και διάπυρα τα γλυκά σου δάχτυλα
τα οδηγείς πάνω στο τελάρο.
Γυμνή στον ήλιο κι ακίνητη,
θραύσμα της φύσης,
από σένα κυριευμένη, από σένα απορροφημένη ξανά,
εσύ είσαι που με αποθεώνεις
ή η δική μου θεότητα είναι που σε δημιουργεί,
καλλιτέχνη, τέχνη, πνεύμα;
Σιωπηλά τα στήθη αναπνέουν.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Άννα Γρίβα

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΠΑΤΛΕΡ ΓΕΗΤΣ

(William Butler Yeats, Ιρλανδός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας 1865-1939)

ΕΥΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΠΛΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ
(HE WISHES FOR THE CHOTHS OF HEAVEN)                   

Να 'χα τα ουράνια τα κεντημένα πέπλα

τα πλουμισμένα με χρυσό και ασημένιο φως
τα διάφανα, τα γαλανά, τα γκρίζα
της νύχτας, του φωτός, του δειλινού,
θα τ' άπλωνα κάτω απ΄τα πόδια σου για να περνάς'
μα είμαι φτωχός κι άλλο δεν έχω απ΄τα όνειρά μου.
Αυτά έστρωσα στα πόδια σου για να διαβείς
Πάτα απαλά γιατί πατάς επάνω στα όνειρά μου...                        

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΧΡΟΝΟ                                          

(COMING OF WISDOM WITH TIME)

Αν και τα φύλλα είναι πολλά,

η ρίζα είναι μία'
μεσ' απ' τις μέρες όλες της νεότητός μου
σκόρπισα τα λουλούδια και τα φύλλα μου
στον ήλιο'
ίσως τώρα να χαθώ μεσ' στην αλήθεια.

Σ' ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΧΟΡΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

(TO A CHILD DANCING IN THE WIND)

Χόρεψε εκεί πάνω στ' ακρογιάλι'

Ποια η ανάγκη να νοιαστείς
για τον άνεμο ή για το βρυχηθμό των κυμάτων;
Και τα μαλλιά σου τίναξε 
απ' τις σταγόνες της θαλασσινής αρμύρας'
είσαι μικρός και δεν τον γνώρισες
το θρίαμβο του ανόητου και ούτε την αγάπη
να χάνεται αφού έχει κερδηθεί'
κι ακόμα ούτε τον πρωτομάστορα νεκρό
με τα δεμάτια αμάζευτα.
Ποια η ανάγκη να φοβάσαι
το φρικαλέο ουρλιαχτό του ανέμου;

Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ

(THE GREAT DAY)

Ζήτω η επανάσταση κι ας ρίχνει

κι άλλο το κανόνι!
Ένας ζητιάνος καβαλάρης μαστιγώνει
έναν ζητιάνο που βαδίζει.
Ζήτω η επανάσταση κι ας έρθει
κι άλλο το κανόνι!
Οι ζητιάνοι άλλαξαν θέση
μα το μαστίγιο συνεχίζει.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Συμεών Μουτάφης


Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

MΠΕΝ ΤΖΟΝΣΟΝ

(Ben Jonson. Άγγλος δραματουργός και ποιητής 1572-1637)

H KΛΕΨΥΔΡΑ
(THE HOUR -GLASS)

Συλλογίσου αυτή την ασήμαντη σκόνη μέσα στην κλεψύδρα

Με τους κόκκους της να πέφτουν:
Θα μπορούσες να πιστέψεις ότι τούτη ήταν το  σώμα
Κάποιου που αγάπησε;
Και στης ερωμένης του το σώμα παίζοντας σαν ένα έντομο
Έγινε κάρβουνο απ' τα μάτια της:
Ναι! Και στο θάνατο αν η ζωή δεν τους ευλόγησε
Όπως έχει ειπωθεί
Ακόμα κι οι στάχτες των εραστών δε βρίσκουν αναπαμό!

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Κώστας Λινός

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

ANΘΟΛΟΓΙΑ ΞΕΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ 14ο ΑΙΩΝΑ ΩΣ ΤΟΝ 20ο (''ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ'', 6ο ΤΕΥΧΟΣ, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ-ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2012)


 ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ  ΣΑΙΞΠΗΡ  
(William Shekespeare.Άγγλος δραματουργός και ποιητής 1564-1616)

 ΚΥΜΒΕΛΙΝΟΣ  Πράξη IV, σκηνή II (απόσπασμα)

Μην το φοβάσαι πλέον το καύμα του ήλιου

ούτε τις μανιασμένες καταιγίδες του χειμώνα'
το χρέος σου στον κόσμο το έχεις εκπληρώσει,
στην πατρική εστία επέστρεψες
και έχεις λάβει την απολαβή:
Παλικάρια λαμπρά και κοπέλες, όλοι χρωστούν
όπως και οι καπνοδοχοκαθαριστές, στάχτη να γενούν.

Μην τη φοβάσαι πλέον τη συνοφρύωση των μεγάλων

εσύ είσαι πέρα από το πλήγμα του τυράννου'
μη μεριμνήσεις πλέον για ρούχα και τροφή '
για σένα το καλάμι είναι σαν τη βελανιδιά:
Το σκήπτρο, η μάθηση, το γιατρικό,όλα χρωστούν
ν' ακολουθήσουνε και στάχτη να γενούν.

Μην τη φοβάσαι πλέον την αστραπή

ούτε τον κεραυνό που όλους τους τρομάζει'
μην τη φοβάσαι τη διαβολή, τη φλεγμονή να επιτιμάς΄
έχεις τελειώσει με τη θλίψη και με τη χαρά:
Όλοι οι εραστές, όλοι οι νέοι εραστές χρωστούν
να σε ακολουθήσουνε και στάχτη να γενούν.


ΜΑΚΒΕΘ  Πράξη V, σκηνή V (απόσπασμα)


Θα' ρχόταν καιρός για τέτοια είδηση:

Το αύριο και το αύριο και το αύριο,
έρπει με βήματα μικρά από μέρα σε μέρα,
προς την τελευταία συλλαβή του ορισμένου χρόνου:
Κι όλες οι περασμένες μέρες έχουν φωτίσει σε τρελούς
το δρόμο προς τη στάχτη του τάφου. 
Σβήσε, σβήσε αδύναμο κερί,
η ζωή είναι μια κινούμενη σκιά, ένας φτωχός ηθοποιός,
που παραπαίει επηρμένος και τρώει την ώρα του
πάνω στη σκηνή, και πλέον δεν ακούγεται άλλο.
Είναι μια ιστορία που διηγείται ένας ηλίθιος,
γεμάτη αχό και αντάρα, χωρίς κανένα νόημα.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Συμεών Μουτάφης


Συνεχίζεται....                                          


Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΕΓΑΛΟΙ συγγραφείς σε μικρές ΙΣΤΟΡΙΕΣ: Μην εμπιστεύεσαι τις πλειοψηφίες αλλά ούτε και κανέναν άλλο

Δούλευε σε μια λογοτεχνική επιθεώρηση, επιφορτισμένος να διαβάζει τα άρθρα και τα διηγήματα. Κάποτε έλαβε μια ερωτική επιστολή: δεν του άρεσε πολύ, ωστόσο με μερικές διαγραφές και μ’ ένα άλλο τέλος, θα γινόταν υποφερτή. (Ένιο Φλαϊάνο, Ερωτική Επιστολή)

Υπάρχει ένα πολύ γνωστό απόφθεγμα του Γούντι Άλλεν: «Κάποτε έκανα μαθήματα γρήγορης ανάγνωσης και μετά διάβασα το Πόλεμος και Ειρήνη σε είκοσι λεπτά»! Γιατί να μην δοκιμάσουμε και το αντίθετο; Να διαβάζουμε δηλαδή αργά, όπως πάντα, αλλά να προτιμάμε τις γρήγορες ιστορίες… Η συντομότερη σύντομη ιστορία που έχει γραφτεί ποτέ είναι ο ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΟΣ του συγγραφέα της Γουατεμάλας, Αουγκούστο Μοντερόζο: «Όταν ξύπνησε, ο δεινόσαυρος, ήταν ακόμα εκεί»… Κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης του εν λόγω συγγραφέα, μια γυναίκα από το κοινό του είπε: «Κύριε Μοντερόζο, διαβάζω τώρα την ιστορία με το δεινόσαυρο». Ο Μοντερόζο τότε ρώτησε τη γυναίκα αν της άρεσε και πήρε την απάντηση: «Δεν ξέρω. Έχω διαβάσει μόνο τη μισή»! Μ’ αυτό το σκεπτικό: καθίστε αναπαυτικά και διαβάστε με την ησυχία σας…

Κουρτ Τουχόλσκι, Ο Ψύλλος
Στο νομό Γκαρντ –πολύ σωστά εκεί που βρίσκεται η Νιμ και η Γέφυρα του Γκαρντ στη Νότια Γαλλία- εκεί, σ’ ένα ταχυδρομικό γραφείο, ήταν υπάλληλος μια αρκετά ηλικιωμένη δεσποινίδα, που είχε μια κακή συνήθεια: άνοιγε λιγουλάκι τα γράμματα και τα διάβαζε. Αυτό το ’ξερε όλος ο κόσμος. Αλλά στη Γαλλία τα πράγματα έτσι έχουν: ο θυρωρός, το τηλέφωνο και το ταχυδρομείο είναι ιεροί θεσμοί, που μπορούμε βεβαίως να τους αγγίξουμε, αλλά δεν μπορούμε να τους θίγουμε, και κανείς δεν διανοείται να το κάνει.
Η δεσποινίς λοιπόν διάβαζε τα γράμματα και με την αδιακρισία της αυτή στεναχωρούσε αφάνταστα πολύ κόσμο.
Στο νομό κατοικούσε, σ’ έναν όμορφο πύργο, ένας έξυπνος κόμης. Οι κόμητες στη Γαλλία τυχαίνει μερικές φορές να είναι έξυπνοι. Κι αυτός ο κόμης μια μέρα έκανε το εξής: κάλεσε στον πύργο του έναν δικαστικό επιμελητή και μπροστά του έγραψε ένα γράμμα σ’ ένα φίλο του:

Αγαπητέ φίλε,
Επειδή γνωρίζω ότι η ταχυδρομική υπάλληλος ‘Εμιλι Ντυπόν ανοίγει και διαβάζει όλα τα γράμματα, γιατί την τρώει η περιέργεια, και για να της κόψω τη συνήθεια αυτή, σου εσωκλείω έναν ζωντανό ψύλλο.
Με πολλούς εγκάρδιους χαιρετισμούς, κόμης Κοκς.
Και το γράμμα αυτό το έκλεισε παρουσία του δικαστικού επιμελητή. Αλλά δεν έβαλε μέσα ψύλλο.
Όταν το γράμμα έφτασε στον παραλήπτη, μέσα υπήρχε ένας ψύλλος.

Άρθουρ Σοπενχάουερ, Οι σκαντζόχοιροι
Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, μια παρέα σκαντζόχοιροι στριμώχθηκαν κοντά κοντά για να ζεσταθούν και να μην ξεπαγιάσουν. Όμως με το που άρχισαν να αγκυλώνονται, πάλι απομακρύνθηκαν. Κάθε φορά λοιπόν που είχαν ανάγκη να ζεσταθούν, συνέβαινε το δεύτερο κακό… Έτσι πήγαιναν πίσω μπρος από το ένα βάσανο στο άλλο, μέχρι που βρήκαν μεταξύ τους των δύο κακών μια λογική απόσταση, από την οποία μπορούσαν να τα αντέξουν.
Κι αυτή την απόσταση την ονόμασαν ευγένεια και καλούς τρόπους.

Χαβιέρ Τομέο, Το σκουλήκι
Κι εσύ; Ποιος είσαι εσύ; ρωτάω το μικροσκοπικό πλάσμα, που ανακαλύπτω στα πόδια μου.
Είμαι το σκουλήκι, μου αποκρίνεται. Ένα αργό κι αργοκίνητο ζωάκι. Ανασαίνω από το δέρμα μου κι ο πεπτικός μου σωλήνας διατρέχει ολόκληρο το σώμα μου. Η μητέρα μου μου είπε όταν γεννήθηκα: Μη σκας, Φρειδερίκο. Ούτε έξυπνος είσαι, ούτε ωραίος. Δεν έχεις φτερά. Ούτε καν πόδια δεν έχεις. Έρποντας όμως μπορείς να φτάσεις παντού.

Σώμερσετ Μωμ, Ζήτημα τιμής
Ένας Ιταλός που δεν είχε φάει, έφτασε στη Νέα Υόρκη και σε λίγο βρήκε δουλειά ως οδοκαθαριστής. Τη γυναίκα του, που την αγαπούσε παράφορα, την είχε αφήσει πίσω στην Ιταλία. Όταν κάποτε, άκουσε φήμες, πως η γυναίκα του επρόκειτο να κοιμηθεί με τον ανεψιό του, λύσσαξε. Επειδή δεν είχε χρήματα να επιστρέψει στην Ιταλία, έγραψε στον ανεψιό του και τον κάλεσε να έρθει στη Νέα Υόρκη, όπου θα μπορούσε να βγάλει χρήματα. Ο ανιψιός ήρθε, και το βράδυ της άφιξής του ο σύζυγος τον σκότωσε. Αμέσως τον συνέλαβαν. Έφεραν τη γυναίκα του στη Νέα Υόρκη για να την ανακρίνουν. Αυτή για να τον απαλλάξει, ψευδομαρτύρησε ότι ο ανιψιός υπήρξε εραστής της. Ο άνδρας καταδικάστηκε σε φυλάκιση και πολύ σύντομα αποφυλακίστηκε με αναστολή. Η γυναίκα του τον περίμενε. Ήξερε ότι δεν τον είχε απατήσει, αλλά η ομολογία της είχε κλονίσει σοβαρά το γάμο τους, σαν να επρόκειτο για αλήθεια. Αυτό τον εξόργιζε. Της έκανε φοβερές σκηνές, και τελικά βλέποντας αυτή πως δεν είχε άλλη διέξοδο, κι επειδή τον αγαπούσε, του ζήτησε απελπισμένα να την σκοτώσει. Αυτός της έμπηξε το μαχαίρι στο στήθος. Η τιμή του είχε επιτέλους αποκατασταθεί.

Τζέημς Θέρμπερ, Η αρκετά ευφυής μύγα
Μια μεγάλη αράχνη, σ’ ένα παλιό σπίτι, είχε απλώσει έναν όμορφο ιστό για να πιάσει μύγες. Κάθε φορά που μια μύγα προσγειωνόταν και πιανόταν στον ιστό της, η αράχνη την έτρωγε, ώστε η επόμενη μύγα να έχει την εντύπωση πως ο ιστός είναι ένα ήσυχο και τερπνό λιμανάκι. Ωστόσο, μια μέρα, μια αρκετά ευφυής μύγα βούιζε ώρα πάνω από τον ιστό, χωρίς να προσγειώνεται, οπότε παρουσιάστηκε η αράχνη και της είπε: «Κατέβα κι έλα να καθίσεις». Η μύγα όμως ήταν πιο πονηρή από την αράχνη. Της είπε: «Δεν πηγαίνω πουθενά όταν δεν βλέπω άλλες μύγες, και σ’ αυτό το σπίτι δεν βλέπω άλλες μύγες». Συνέχισε λοιπόν να πετάει, κι έφτασε σ’ ένα σημείο, όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλές πάρα πολλές μύγες. Αμέσως θέλησε να πάει κοντά τους, όταν πέρασε από κει μουγκρίζοντας μια μέλισσα και της είπε: «Πρόσεχε, ηλίθια! Είναι μυγόχαρτο! Οι μύγες έχουν πέσει όλες στην παγίδα» -«Ανοησίες» είπε η μύγα, «αυτές χορεύουν»! Κι αμέσως κάθισε και κόλλησε στο μυγόχαρτο σαν όλες τις άλλες.
Συμπέρασμα: Μην εμπιστεύεσαι τις πλειοψηφίες, αλλά ούτε και κανέναν άλλο.

Αντρέα Καμιλέρι, Το παιχνίδι των μυγών
Το παίξαμε από το Μάιο μέχρι το Σεπτέμβριο, όταν ο ήλιος στέγνωνε τις παραλίες, που ήταν υγρές από τις φθινοπωριάτικες βροχές. Μαζευόμασταν από έξι μέχρι δέκα, ξαπλώναμε κυκλικά μπρούμυτα στην παραλία, και βάζαμε στο κέντρο, μπροστά από το κεφάλι μας, μια εικοσάρα. Ο κάθε παίχτης έφτυνε πάνω στο νόμισμά του, και μετά μέναμε ξαπλωμένοι ακίνητοι, καμιά φορά για ώρες, και περιμέναμε κάποια μύγα να καθίσει σε μία από τις εικοσάρες. Ο κάτοχος της εικοσάρας που επέλεγε η μύγα κέρδιζε τις εικοσάρες όλων των υπόλοιπων.
Μερικές φορές τύχαινε, για ένα ολόκληρο πρωινό ή και απόγευμα, να μη φανεί ούτε μια μύγα: σ’ αυτές τις περιπτώσεις το παιχνίδι επαναλαμβανόταν επακριβώς την επόμενη μέρα. Τότε επιτρεπόταν να εμπλουτίζουμε το σάλιο μας με κάτι που θα ευχαριστούσε τις μύγες, ας πούμε μέλι, σταφυλόζουμο ή ζάχαρη. Ο Μπενίτο Ζάπουλα κέρδιζε συνέχεια για κάμποσες απανωτές ημέρες. Τότε ανακαλύψαμε ότι ανακάτευε το σάλιο του με τα σκατά του. Αμέσως αποκλείστηκε.
Στη διάρκεια του παιχνιδιού το διάβασμα απαγορευόταν αυστηρά: Το θρόισμα από το γύρισμα των σελίδων θα μπορούσε να διώξει τις μύγες ή να τις κάνει ν’ αλλάξουν πορεία. Οι ομιλίες απαγορεύονταν επίσης. Είμαι απολύτως σίγουρος ότι, κατά τη διάρκεια αυτού του παιχνιδιού, που κράτησε πολλά χρόνια, γράφτηκε η μοίρα όλων μας: Ξοδέψαμε άπειρο χρόνο διαλογιζόμενοι για τους ίδιους και τον κόσμο ολόκληρο. Κι έτσι ο ένας έγινε γκάνγκστερ, ένας άλλος ναύαρχος, κι ένας τρίτος έγινε πολιτικός. Εγώ, επειδή έλεγα όλο αληθινές ή και φανταστικές ιστορίες όσο περίμενα τη μύγα, έγινα σκηνοθέτης και συγγραφέας.

Στο βιβλίο ΜΕΓΑΛΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΓΡΑΦΟΥΝ ΤΙΣ ΠΙΟ ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ έχουν συγκεντρωθεί 140 σύντομες ιστορίες απ’ όλο τον κόσμο, μικρές ιστορίες μεγάλων συγγραφέων όπως είναι οι Άντον Τσέχωφ, Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Σόμερσετ Μωμ, Φρανς Κάφκα, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Πατρίτσια Χάισμιθ και πολλοί άλλοι. Ιστορίες συναρπαστικές, συγκινητικές, γκροτέσκιες, αισιόδοξες, που είτε τελειώνουν σε λίγες αράδες, είτε διαβάζονται σε πέντε λεπτά το πολύ. Ιστορίες για χαλάρωμα από την ένταση, για διάβασμα στο μετρό ή στο λεωφορείο, στην αίθουσα αναμονής ή στην ουρά. Τόσο γρήγορα δεν έχετε ξαναδιαβάσει τόσο καταπληκτικές ιστορίες!

ΠΗΓΗ: ΓΙΑΝΤΕΣ δηλαδή το ξέρω: πάρτε μαζί σας ''νερό''. Το μέλλον θα έχει πολλή ξηρασία

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

"O EΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΒΑΘΙΑΣ ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΑΣ"

Του Δημήτρη Μουζάκη

Θυμάμαι πάντα τον καθηγητή της κοινωνιολογίας, Δημήτριο Μόνο, να εξηγεί το weltanschauung.
«Έστω», έλεγε, «ένας άνδρας που κυνηγά έναν άλλο άνδρα στο δρόμο, κρατώντας στα χέρια του ένα μαδέρι. Αν φέρουμε τον Marx στο παράθυρο και τον ρωτήσουμε τι βλέπει, θα μας πει ότι βλέπει έναν προλετάριο να κυνηγά ένα στυγνό καπιταλιστή. Αν φέρουμε τον Freud στο ίδιο παράθυρο, θα δει ένα γιο που κυνηγάει τον εραστή της μάνας του, είτε αυτός είναι ο πατέρας του είτε όχι». Ο καθείς, λοιπόν, βλέπει τα πράγματα υπό συγκεκρισμένο πρίσμα. Στην παρέα αυτή του παραθύρου προσέθεσα αργότερα στη ζωή μου τους εξελικτιστές, τον Dawkins, τον Wilson, τον Alcock και την παρέα τους, οι οποίοι αρέσκονται στις λεγόμενες «απώτατες» εξηγήσεις. Μέσα στο παράδειγμα του Μόνου, φερειπείν, αυτοί θα έβλεπαν την εγγενή ανθρώπινη επιθετικότητα, χωρίς να πολυνοιάζονται για τις λεπτομέρειες του κυνηγητού. Σημασία γι’ αυτούς έχει ότι είμαστε ένα είδος πιθήκου που υπό συνθήκες μπορεί να καταστεί πολύ επιθετικό. Τώρα, αν η επιθετικότητα αυτή παρουσιάζεται προς υπεράσπιση ή προάσπιση ενός τσαμπιού μπανάνες, ενός μέσου παραγωγής ή ενός άπιστου θηλυκού, ολίγον τους ενδιαφέρει, εμπρός εις το ότι είμαστε επιθετικοί (διότι, αν το καλοσκεφτούμε, θα μπορούσαμε να μη γινόμαστε ποτέ επιθετικοί- και αυτό κάνει όλη τη διαφορά, για να θυμηθώ τον Φροστ).
H ανάγκη αυτή για «απώτατες» εξηγήσεις, για την απολύτως έσχατη αναγωγή, υπάρχει μέσα μου και εκτός εξέλιξης. Και έρχομαι στο προκείμενο. Προσφάτως διάβαζα στην «Καθημερινή» το ωραιότατο κείμενο του κυρίου Κώστα Κουτσουρέλη για το διαζύγιο ποιητών και κοινού. Χειμαρρώδης ο κ. Κουτσουρέλης, δε φείδεται αυστηρότητας προς τους ομοτέχνους του. Αλαζονικοί αρχιερείς οι ρομαντικοί, ανθρωποδιωκτικοί επαΐοντες οι συμβολιστές, επιτηδευμένοι παραδοξογράφοι οι μοντερνιστές- και εγένετο σχίσμα.
Μπορεί τούτα να είναι αληθινά. Μπορεί πράγματι η ποίηση να έχασε τοιουτοτρόπως πολλούς που θα τη μιλούσαν. Όμως εγώ στρέφω το βλέμμα μου αλλού. Στρέφω το βλέμμα μου σε αυτούς που ρίχνουν το χρόνο τους πάνω στις σελίδες του Dan Brown και τις αποχρώσεις του γκρι, σε ίντριγκες, πάθη, ερωτικά τρίγωνα, δολοφονίες, μυστήρια και μεταφυσικές αποκαλύψεις, κι ούτε που έχουν ασχοληθεί ποτέ τους με την ποίηση, ούτε από μοντερνιστές, συμβολιστές ή ρομαντικούς γνωρίζουν. Γιατί στρέφω το βλέμμα σε αυτούς; Μα γιατί είναι αναγνώστες. Ως γνωστό, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι καν αναγνώστες, επομένως δεν μπορούμε να τους προσάψουμε διαζύγιο, πέραν αυτού με την ανάγνωση.
Οι αναγνώστες αυτοί, λοιπόν, γουστάρουν το διάβασμα- αλλά όχι το διάβασμα της ποίησης. Κι όσο κι αν η ποίηση έχει βληθεί από αλαζονικούς αρχιερείς, ανθρωποδιωκτικούς επαΐοντες και επιτηδευμένους παραδοξογράφους, τα λοιπά λογοτεχνικά είδη (από τα οποία όμως οι αναγνώστες αυτοί δεν έχουν λάβει διαζύγιο) έχουν αντιστοίχως βληθεί από ακαλαίσθητους αναμασητές, χυδαίους εμπόρους και φτηνούς διδακτιστές. Αναζητώ, λοιπόν, το διαζύγιο στη φύση της αναγνωστικής εμπειρίας, όχι της συγκυρίας, όχι της ιστορίας, όχι των όσων υπηρέτησαν μια τέχνη που μοιραίως τους υπερβαίνει.
Επ’ αυτού επιθυμώ να επισημάνω δύο. Η ποίηση δε στηρίζει την ουσία της στην πλοκή. Όποιος θέλει να μασουλήσει καλαμπόκι μπροστά από χαρτί ή οθόνη, να καθίσει αναπαυτικά και να χαθεί μέσα σε ίντριγκες, πάθη, μεταφυσικά φαινόμενα, βουδδιστικό διδακτισμό του πανεριού, ερωτικά τρίγωνα και λοιπά ευπώλητα, στην ποίηση θα απογοητευθεί. Τί θα απογοητευθεί, θα φρίξει, θα ουρλιάξει από ανία και αποτροπιασμό, ωσάν οπαδός που πήγε στο καφενείο να δει τον αγώνα και βρέθηκε αντιμέτωπος με το τριπλό κονσέρτο του Μπετόβεν στη γιγαντοοθόνη. Η αποχαύνωση δεν προσφέρεται από τη Μεγάλη Κυρία. Η Μεγάλη Κυρία μπορεί να σε ταξιδέψει μονάχα όταν συμμετέχεις. Η Μεγάλη Κυρία δε γουστάρει τους κουρασμένους, τους ψόφιους, τους κοιμήσηδες. Τους αποδιώχνει.
Η ποίηση είναι στον πυρήνα της μια εξομολόγηση. Τα χρώματά της είναι ακριβώς γι’ αυτό θολά. Ποίηση είναι να λες το ανείπωτο, αυτό που η γλώσσα δεν έχει προβλέψει, αυτό που κινείται πέρα από κάθε έννοια συνεννόησης. Η ανάγνωση της ποίησης προϋποθέτει τη μύηση. Η εμπειρία της προϋποθέτει την οικειότητα.
Σε πείσμα, λοιπόν, του χαύνου πλήθους, θα υπάρχουν πάντοτε αυτοί, οι ποιητές, που προσπαθούν να καλλιεργήσουν την οικειότητα. Σε πείσμα των ποιητών που προσπαθούν να καλλιεργήσουν την οικειότητα, θα υπάρχει πάντοτε το χαύνο πλήθος, στο οποίο αρέσουν οι σχέσεις της μιας βραδιάς. Δεν μπορεί να υπάρξει έρωτας έτσι.
Ένα άδειο δωμάτιο περιμένει έναν επισκέπτη. Δεν τον περιμένει τώρα˙ ας είναι κάποτε. Δεν περιμένει πολλούς˙ ένας αρκεί.