Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

TO EIΔΩΛΟ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

Του Παντελή Μπουκάλα                                  
«Και η Ναόμι Κάμπελ στη Μύκονο!» «Στην Ελούντα ο Κριστιάνο Ρονάλντο!» «Ήρθε και η Μαντόνα!» Κι άλλα ονόματα. Βαριά κι ασήκωτα. Ή πανάλαφρα. Οπως το δει κανείς. Ακούς πάντως τα δελτία των μισών εμπορικών καναλιών (που παίζοντας πια άνευ αντιπάλου, χαμήλωσαν κι άλλο τον πήχυ των φιλοδοξιών τους) και πιστεύεις ότι τρύπωσε στις «σοβαρές» ώρες η θεματολογία και ο τόνος των ελαφρολαϊκών μεσημεριανάδικων. Είναι που είναι ο τουρισμός η μεγάλη μας λατρεία και η μοναδική «αναπτυξιακή στρατηγική», έρχονται και οι βιπάτες αφίξεις για να δώσουν ευκαιρία αυτοθαυμασμού: «Σταυροδρόμι η Ελλάδα!» «Χόλιγουντ οι Κυκλάδες». Κ.τ.λ.
Η δεύτερη ευκαιρία που προσφέρουν οι αφικνούμενες φίρμες της ποικίλης σόου μπιζ (αθλητισμός, μόντελιγκ, κινηματογράφος), αφορά την απογύμνωση των δελτίων. Αφού λένε όσα βαρυσήμαντα έχουν να πουν, μόλις περάσει το μισάωρο και κάτι αρχίζουν οι αντιγραφές του στυλ-STAR, πάντα σοβαροφανείς, αυτό να λέγεται. Ημίγυμνες λουόμενες (οι φίλες των διασήμων) ή λικνιζόμενες (οι ξαδέρφες των φίλων των διασήμων), παρουσιάζονται με «λεζάντες» πορνογραφικότερες της ίδιας της εικόνας.
Θα υπέθετε κανείς ότι πέρασε η εποχή που ξιπαζόμασταν μόλις έφτανε εδώ κάποιο αστεράκι της Τσινετσιτά ή του Χόλιγουντ. Θα περίμενε επίσης ότι και οι πολιτικοί, αλλά κι εμείς οι δημοσιογραφούντες θα είχαμε να πούμε κάτι ουσιωδέστερο από το κλισέ περί βαριάς βιομηχανίας. Να σκεφτούμε δηλαδή και λίγο το κόστος της ετήσιας εισβολής. Ποια η φθορά του περιβάλλοντος (πόσους μπορεί ν’ αντέξει το φαράγγι της Σαμαριάς ή η Ελαφόνησος;), ποια η ζημιά του ήθους (εκείνες οι «Μερίδες Ξου», θυμάστε). Πόσο υποτακτική πρέπει να καταντήσει η πολιτεία για να ικανοποιήσει τις ορέξεις των επαγγελματιών ή «επαγγελματιών» του κλάδου.
Για παράδειγμα, είναι να παίρνεις τα βουνά και τα λαγκάδια με την απόφαση να διπλασιαστεί το ήδη βαρύ πρόστιμο για το ελεύθερο κάμπινγκ. Δηλαδή, τώρα με την τόση δυσκολία των ανθρώπων, ιδίως των νέων, να πάρουν μιαν υπαίθρια ανάσα· τώρα που καταφτάνουν 17 εκατομμύρια τουρίστες, άρα δεν υπάρχει αναδουλειά στα ρεντ ρουμ, τώρα βρήκαν να κηρύξουν κακούργημα την ελεύθερη κατασκήνωση; Η «πλουσιότερη χώρα του κόσμου» αποδεικνύεται τσιγκούνα με τους κατοίκους της. Και υποχρεώνει όλους να υπακούουν στην τουριστική νόρμα, έχουν - δεν έχουν, θέλουν - δεν θέλουν: ξαπλώστρες (αφού ακάλυπτη αμμουδιά δεν παραϋπάρχει) από τάλιρο έως πενηντάρικο (αυτές για τις εγχώριες εκδοχές της Μαντόνας), νερό μόνο εμφιαλωμένο αφού πρέπει ν’ ανέβεις στον Ψηλορείτη ή τον Παρνασσό για να βρεις μια βρύση , δωρεάν α, και ρακέτες γιοκ. Διότι «οχλούν». Ναι, η Παραλιακή Αστυνομία στην οποία θα ασκεί επί τρίμηνο την κινητικότητά της η Δημοτική, θα κυνηγάει τους ρακετόφιλους. Και στη θάλασσα θ’ αρμενίζουν δεκάδες ξιπασμένοι λαδωματίες με τα φονικά ταχύπλοά τους. Η πλουσιότερη χώρα του κόσμου; Σε όλα όμως. Και στην ελαφρότητα.



Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

EΡΧΟΝΤΑΙ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΞΕΧΝΑΩ ΠΩΣ ΜΕ ΛΕΝΕ

Έρχονται μέρες που ξεχνάω πως με λένε.

Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες

τ' αλεύρι γίνεται σπυρί ύστερα στάχυ

θροϊζει  με  πολλά δρεπάνια

αψύς  Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.

Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται

αόρατο χέρι που ξηλώνει  και τρέμω μην κοπεί το νήμα.

Νήμα νερού στημόνι χωρίς μνήμη σταγόνα διάφανη σε βρύα και λειχήνες

νιφάδα-χνούδι των βουνών χαλάζι-φυλλοβόλο

κι άξαφνα σκάφανδρο ζεστό  στην κιβωτό της μήτρας.

Αρχαίο σκοτάδι τήκεται και τρίζει αχειροποίητη φλογίτσα που το γλείφει.

Συναγωγές υδάτων υετοί πρόγονοι παγετώνες στην πάχνη ακόμη της ανωνυμίας.                                  
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ - ΠΑΡΑΛΟΓΗ  

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

ΣYΓΧΡONOI ΡΑΓΙΑΔΕΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΙ…


(Δυο κείμενα του Κώστα Βάρναλη γραμμένα δεκαετίες πριν, αλλά τόσο επίκαιρα και σήμερα στην Ελλάδα των μνημονίων, της οικονομικής εξαθλίωσης, της φτώχειας, της ανεργίας και εν γένει της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Είμαστε άραγε οι σύγχρονοι ραγιάδες ή και δούλοι που δεν τολμούμε να σηκώσουμε κεφάλι και να αντιπαρατεθούμε στη σύγχρονη βαρβαρότητα που μας συνθλίβει! Θα μείνουμε υποταγμένοι ραγιάδες ή θα ορθώσουμε πύργο αντίστασης με «αρετήν και τόλμην» καθώς μας είπε ο μεγάλος μας ποιητής, Ανδρέας Κάλβος: «Όσοι το χάλκεον χέρι/ βαρύ του φόβου αισθάνονται,/ ζυγόν δουλείας ας έχωσι·/ θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία»)
         
Κώστας Βάρναλης,  ”Το φως που καίει”
«-Έλα δω, ραγιά, που σε διατάζω.
- Και ποιος είσαι του λόγου σου, που λες ραγιά. Έλα συ εδώ.
- Κύριός σου είμαι. Ομολογιούχος. Πέσε!

– Και για ποιόνε με πήρες; Για Ελληνικό Κράτος;
- Πού το βρήκες το Ελληνικό Κράτος; Εμείς οι ξένοι είμαστε κράτος.
Κράτη εν κράτει, ομολογιούχοι, Ούλεν, Πάουερ, διομολογήσεις, ετεροδικίες, “σύμβουλοι”…
- Κι από μένα τι ζητάς;
- Να πλερώσεις!
- Τι να πλερώσω; Δεν ξέρω τίποτα.
- Ξέραν οι πρόγονοί σου πριν από εκατόν τριάντα χρόνια… Εθνικοί άνδρες ήσαν, εθνικά δάνεια κάνανε χάρις σ’ εμάς τους… φιλέλληνες!
- Ποια δάνεια; Τα πλερώσαμε δέκα φορές ως τώρα. Μας χρεώνατε χίλιες λίρες και μας δίνατε στο χέρι εκατό. Όχι μονάχα μια φορά. Πάντα! Τρεις το λάδι τρεις το ξύδι κι έξι το λαδόξυδο. Η προμήθεια, τ’ ασφάλιστρα, τα χρεώλυτρα, οι μεσιτείες, οι προκαταβολές των τόκων τρώγανε τη μάννα. Μ’ αυτά τα πρώτα δυο “εθνικά δάνεια” φέρατε την Ελλάδα στα “πρόθυρα της καταστροφής”.
- Δε σηκώνω κουβέντες. Πλέρω και βιάζομαι…
- Να κάνεις τι;

- Αμ’ το ξέρεις από άλλοτες και συ κι οι όμοιοί σου… Η τιμή είναι ανώτερη από κάθε αδυναμία… Μπορείς δε μπορείς, πρέπει να μείνεις τίμιος… Υπόγραψες, νεαρέ μου, και θα τα “κυλίσεις”!
- Και το αίμα που εμείς χύσαμε για σας; Είναι φτηνότερο από το δικό σας το χρυσάφι, που δε μας το δίνατε κιόλας; Για τη δικιά σας την αυτοκρατορία και τα δικά σας τα πετρέλαια και για τα δικά σας τα κεφάλαια χύσαμε το αίμα μας, στην Ουκρανία, στη Μικρά Ασία, στην Αφρική… Και στον τόπο μας! Τι ζητάτε τώρα από τους πεθαμένους;
- Πλέρω!
- Δεν έχω!
- Εχεις και παραέχεις. Οταν μπορείς να πετάς τα λεφτά σου από το παράθυρο, θα πει πως έχεις!
- Δε μούμεινε λάδι.
- Θα σφίξουμε λιγάκι το μάγγανο και θα βγάλεις. Θα βγάζεις, όσο και να σε στίβουμε. Κι όσο περισσότερο σε στίβουμε και βγάζεις, τόσο περισσότερο γίνεσαι άγγελος της ελευθερίας, διότι δεν σου μένει… κουκούτσι να νογάς τι σου γίνεται και τι σου μέλλεται…
- “Ουκ, αν λάβεις παρά του μη έχοντος”.
- Θ’ αγοράζεις ψωμί και θα το τρώω εγώ με τους εμμέσους φόρους. Πού θα μου πας; Και άκουσ’ εδώ ένα πράγμα. Αν δεν βάζαμ’ εμείς όλα μας τα δυνατά η δικιά σας η ολιγαρχία θα είχε εξαφανιστεί. Αυτή μας χρωστάει και την ύπαρξή σου!
- Τη δικιά μου;
- Και βέβαια! Από σένα θα πάρει για να δώσει σ’ εμάς. Η μια ολιγαρχία στην άλλη… Έτσι γίνεται πάντα. Οι λαοί δίνουν και το αίμα και το χρήμα κι οι ολιγαρχίες παχαίνουν…
- Φεύγεις ή δε φεύγεις;
- Κουτέ. Όσο μακρύτερα φύγω, τόσο περισσότερο θα τρέχεις για να με πλερώσεις. Δούλε!…»

Κώστας Βάρναλης, “Τα 4 Λάθη «ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ»”

Πρώτο σου λάθος: από κούνια νά σαι δούλος.
Δέφτερο, δούλος σε κατάδουλη εποχή.
Τρίτο, δεν είσουν μόνο δέρμα, αλλά ψυχή.
Τέταρτο, δεν πουλήθηκες στον ξένο μούλος.
Αν είσουν ως τα κόκκαλα ραγιάς και σάπιος,
δεν θά σουν τώρα σκοτωμένος, αλλά «κάποιος».
Κι ο τελεφταίος δε θα σουν «άγνωστος» μπατίρης,
μα πρώτος και γνωστός, ακόμα και βεζίρης!
Μηδέ θα σε κορόιδεβαν οι λαοπλάνοι,
ντόπιοι και ξένοι, μ’ ένα ψέφτικο στεφάνι·
μα δήμιος του λαού και μάβρος με τους μάβρους,
θα κολυμπούσες τώρα στους μεγαλοστάβρους!
(Κώστας Βάρναλης, Πρόλογος, από τον «Ελεύθερο Κόσμο»)

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ;

7-7-2013
Γουγλάρω και διαβάζω με κόμπο στο στομάχι: Ξεπουλάνε και ακτές στις Κυκλάδες!, βλέπε «το
Ποντίκι». Ωστόσο, για ποιο λόγο σφίγγεται το υπογάστριο κι ο εγκέφαλος της κοιλιάς αντιδράει τόσο έντονα σε μια τέτοια προοπτική; Τι παραπάνω χάνουμε από αυτό που είναι ήδη χαμένο; Τι παραπάνω θα κάνουν αυτοί οι «ξένοι» που θα έρθουν να «αξιοποιήσουν» την υπέροχη πατρίδα μας, από εμάς τους ίδιους που από το 1960 και δώθε την αξιοποιήσαμε στο έπακρο; Τι μας πληγώνει; Η προοπτική της καταστροφής του τόπου μας ή το ότι νιώθουμε ότι ο τόπος αυτός δεν μας ανήκει;
Έχει σημασία να το ξεκαθαρίσουμε αυτό για να προχωρήσουμε στην εθνική μας αυτογνωσία.
Εγώ ενηλικιώθηκα στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Έφαγα την εθνικοπατριωτική αγωγή στο δημοτικό με τη σέσουλα. Την εποχή μου, μας μαθαίναν να απαγγέλλουμε ποιήματα, όπως αυτό, του Ιωάννη Πολέμη:

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄστρα της τὰ φωτεινά;
Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι
καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά;
κάθε νησάκι της ποὺ ἀχνὰ προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Μὴν εἶναι τάχατε τὰ ἐρειπωμένα
ἀρχαία μνημεῖα της χρυσὴ στολή,
ποὺ ἡ τέχνη ἐφόρεσε καὶ τὸ καθένα
μία δόξα ἀθάνατη ἀντιλαλεῖ;
Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,
καὶ κάτι πού ῾χουμε μὲς τὴν καρδιὰ
καὶ λάμπει ἀθώρητο σὰν ἥλιου ἀχτίνα
καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρὸς παιδιά!

Το κορόιδευα, μου φαινόταν παράταιρο το θάμβος του ποιητή και το καμάρι του για την υπέροχη πατρίδα τη γεμάτη υπέροχα ξερονήσια με πολιτικούς εξόριστους. Και τόσος στόμφος! Γιατί να θαυμάζει κανείς κάτι τόσο δεδομένο... Για ποιο λόγο να γράφει κανείς ποιήματα για κάτι τόσο αυτονόητο, όπως το φως, ο ήλιος, το ακρογιάλι κλπ... τη στιγμή που ακόμα ο αέρας μυρίζει αίμα;
Λίγο αργότερα ήρθε στη ζωή μου ο Παλαμάς (Η Φλογέρα του Βασιλιά, Λόγος Έβδομος):

Πρωί και λιοπερίχυτη και λιόκαλ’ είναι η μέρα,
κ’ η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γής το δαχτυλίδι.
Το φως παντού, κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει
και στρογγυλά και σταλωμένα, κοίτα, δεν αφίνει
τίποτε θαμποχάραγο, να μην το ξεδιαλύνης                          5
όνειρο αν είναι, ή αν αχνός, ή αν είναι κρουστό κάτι.
Περήφανα και ταπεινά, κι όλα φαντάζουν ίδια.
Kαι της Πεντέλης η κορφή και τ’ αχαμνό σπερδούκλι,
κι ο λαμπρομέτωπος ναός και μια χλωμή ανεμώνη,
τα πάντα, όμοια βαραίνουνε στη ζυγαριά της πλάσης.        10
Kι όλα σιμά τα φέρνεις, φως, κι όλα το φως τα δείχνει
με μοίρα σαν ξεχωριστή. Tης Aίγινας ο κόρφος
ασπρογαλλιάζει ολόχυτος, λαμποκοπά• τον πάει
σιμά προς τους κυματιστούς και σα γραμμένους λόφους•
και το βαθύ ακροούρανο σημαδεμένο μόνο                        15
από το μαύρο ενός πουλιού και τ’ άσπρο ενού συγνέφου
τα πάει προς το βουνόπλαγο, και του βουνού τη ράχη
την πάει σιμά στο λιόφυτο του κάμπου, και τον κάμπο
τόνε σιμώνει στο γιαλό, και του γιαλού και οι βάρκες
στα σπιτικά κατώφλια ομπρός τραβάν κατά τη χώρα           20
ήσυχα για ν’ αράξουνε. Kι όλα το φως τα δείχνει
αεροφερμένα πιο κοντά σάμπως καημό να τόχη
να τα ορμηνέψη να πιαστούν κ’ ένα χορό να στήσουν,
όσο που τόνα στ’ αλλουνού την αγκαλιά να πέση.
Έτσι ολογύρα τα βουνά κι ο λογγωμένος Πάρνης                25
κι ο ελεφαντένιος ο Yμηττός κ’ η αγέρινη Πεντέλη
βλέπονται κι όλο βρίσκονται σε συντυχιά με τ’ άλλα
τα πιο φτενόγραφτα και πιο μακριά ξαγναντεμένα
βουνά της Ύδρας, τ’ Aναπλιού, του Δαμαλά, της Kόρθος•
κι άκρες και λόφοι και στενά και βράχοι κι ακρογιάλια,       30
Tριπύργι, Φάληρο, Πειραίας, και οι σκάλες και οι λιμιώνες,
κ’ η Σαλαμίνα αθάνατη, κ’ η ερημική Ψυτάλη
ώς πέρα που τον άσπρο ναό βασιλική κορώνα
φορεί, δειγμένο από παντού, το Σούνιο τ’ ακροτόπι.
K’ η αττικιά ακροθάλασσα, και ξεχωρίζει μέσα                   35
στην Άσπρη θάλασσα, και ζη στην αγκαλιά της μάννας,
ευγενικώτερη απ’ αυτή και σάμπως πιο γαλάζια.

Εδώ μπερδεύτηκα. Ήδη αρχές του ΄70 ζαφειρόπετρα δεν έβλεπα πουθενά. Δεν μπορούσα να φτιάξω εικόνα μιας πόλης που λάμπει σα ζαφείρι (εικόνα, που νοερά την απεκατέστησα πολλά χρόνια μετά μελετώντας την ιστορία του Εθνικού Κήπου και κοιτάζοντας με λαιμαργία γκραβούρες των τελών του 19ου αιώνα και αντίστοιχες φωτογραφίες. Επίσης ανεβαίνοντας στα Τουρκοβούνια και προσπαθώντας να συνταιριάξω τις εικόνες που είχα δει με την όψη του λεκανοπεδίου που είχα μπροστά μου).
Αυτό το ονομάζω βίωμα αποκοπής (που δυστυχώς δε θεραπεύεται μ’ ένα Paste). Η καταστροφή του αστικού, φυσικού, οικιστικού περιβάλλοντος οδηγεί σε μια προϊούσα αποσύνδεση των μελών της κοινωνίας από το γεω-πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η κοινωνία αυτή έχει εξελιχθεί. Η ευαγγελιζόμενη «αξιοποίηση» και «ανάπτυξη» δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να αποκόψει ολοσχερώς σχεδόν (σε αυτό το σχεδόν είναι όλη η ελπίδα, θα το εξηγήσω παρακάτω) τους ανθρώπους της κοινότητας από το δίκτυο των πολιτισμικών δεσμών τους.
Στον τόπο, τον ιστορικό αστικό τόπο που μεγάλωσα εγώ, ο αέρας απέπνεε θυμό και φόβο. Είχε και πολύ φολκλόρ με τις ταινίες του Δαλιανίδη. Αλλά λάμψη του ζαφειριού πουθενά. Κι οι άνθρωποι του τόπου μου εκείνες τις εποχές έψαχναν το ζαφείρι στις αντιπαροχές, μπας και κάνουν το φόβο και το θυμό τους λίγο να σωπάσουν και να πορευτούν σε ένα ασφαλές μέλλον.
Και μετά ήρθε ο νέος αέρας της μεταπολίτευσης. Και η παρρησία του παπανδρεϊκού: «Η Ελλάδα ανήκει στους ΄Ελληνες!». Πόσο λαϊκό ενθουσιασμό ξεσήκωνε αυτό το σύνθημα. Πόσα οράματα ενός ανυπόμονου μέλλοντος! Και με την πολιτική βούλα εξαπλώθηκε παντού η επιδημία του «ανήκειν». Δεν ήταν πια μόνο οι ευνοημένοι πλουτοκράτορες που μπορούσαν να έχουν ασημένια κουτάλια και προνόμια. Όλος ο λαός μπορούσε. Και το απέδειξε! Ο λαός «ιδιοκτήτης», με τη «βοήθεια» πολλών γνωριμιών, αλλά και δανείων αργότερα από τις ευγενικές τράπεζες, και επιχορηγήσεων, ο νεοέλλην όψιμος αστός, αλλά και ο ξύπνιος αγρότης, κι ο γραφικος νησιώτης, κι ο ανερχόμενος επιστήμων, τον τόπο του έφερε στο μπόι του, τον σάρωσε, τον εκμαύλισε, τον κατέστρεψε, τον «αξιοποίησε» και τον «ανάπτυξε» με τις ευλογίες των κομμάτων της εκάστοτε εξουσίας.
Τώρα αυτή η πλάνη οδηγείται σε ένα τέλος, το παιχνίδι πια θα παιχτεί με άλλους όρους ανάπτυξης και με άλλους κανόνες ιδιοκτητών. Για μένα το ζητούμενο είναι να εκλείψει η πλάνη ότι η Ελλάδα ΜΑΣ ανήκει. Είναι η ίδια πλάνη της εθνικής υπερηφάνειας για τους αρχαίους ημών προγόνους και για την αρχαιοπρέπεια του ελληνικού αίματος. Δεν κομίζω γλαύκας στην Αθήνα όταν υποστηρίζω ότι δεν ανήκει η Ελλάδα στους Έλληνες, οι Έλληνες ανήκουν στην Ελλάδα, ως φανέρωση πολιτισμική του γεωφυσικού και γεωπολιτικού χωροχρόνου της. Είναι καιρός πια η ωφελιμιστική πασοκική πλάνη να εκλείψει. Αυτό όμως για να γίνει κατανοητό πρέπει να εφεύρουμε μια νέα φιλοπατρία, χωρίς λαϊκισμό και χωρίς αρχαιολαγνεία, μια από την αρχή αγάπη και σεβασμό για την ελληνική γη και τον πολιτισμό, που αφεαυτής εκπέμπει, και μια μαχητικότητα στην υπεράσπιση του τόπου και του τοπίου, γιατί μέσα σ’ αυτόν ζουν όλοι, εργαζόμενοι και άνεργοι. Για το ότι αυτό δεν έχει γίνει ακόμα, και η ακροδεξιά έχει αναλάβει να ράβει το της φιλοπατρίας πατρόν, έχει κατά τη γνώμη μου τεράστιες ευθύνες η αριστερά. Επί τριάντα τόσα χρόνια όποιος «προοδευτικός» τολμούσε να αρθώσει «πατριωτικό» λόγο, έτρωγε τη ρετσινιά του εθνικιστή. Ή του γραφικού.
Επανασύνδεση λοιπόν. Με τον τόπο, με την ιστορία του, με την προσωπική και οικογενειακή βιογραφία μας. Όσο και για όσο δεν είναι αργά... Να βρεθεί για το λαό, για τους εργαζόμενους, για τους ανέργους, για όλους αυτό που πάντα οι ποιητές το βρίσκουν πρώτοι και καλύτεροι:

«Την άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς ή, έστω, σ’ έναν Botticelli όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη. Έτσι και μια μέρα, τη θάλασσα την ένιωσα κοιτάζοντας μια κεφαλή Διός».
(Ο. Ελύτης, Μικρός Ναυτίλος)

Ιδού και το μικρό ζαφείρι, το μόνο που εγώ προσωπικά έχω βρει τα τελευταία χρόνια, μέσα σ’ ένα μικρό σύκο:
Παραμονές 25 Μαρτίου, με τα παιδιά στο σχολείο ετοιμάζουμε τη γιορτή.
Διαβάζω:
«Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα» (Μικρός Ναυτίλος).
Ρωτάω:
Τι θέλει να μας πει εδώ ο ποιητής;
Απάντηση μία (πρωτάκι):
• Εμένα, κυρία, η μαμά μου φτιάχνει με τα σύκα μας απ’ το χωριό μαρμελάδα σύκο
Απάντηση δύο (επίσης πρωτάκι):
• Κυρία, οι συκιές φυτρώνουν στις πέτρες...

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

ΟΙ ΒΛΑΒΕΡΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ...BLOG

Φοριέται κι αλλιώς αυτό που ο καθένας θεωρεί ζωή. Υπάρχει πάντα η εκ των έσω πλευρά της καθημερινότητας. Το εσώρουχο των συμβάντων.
Στις μεταξύ μας συζητήσεις αποστρεφόμαστε ή θαυμάζουμε συνήθως το ''απ' έξω''. Αυτό που βλέπουμε να κυκλοφορεί σουλουπωμένο ή ασουλούπωτο απεικονίζοντας συγκεκριμένα πράγματα.
Αυτονόητο αυτό θα μου πείτε...Είναι απαραίτητη η σύμβαση. Χωρίς αυτή δεν επιβιώνεις. Κι αν επιβιώνεις, δε ζεις...
Το πρόβλημα δεν είναι εκεί. Το πρόβλημα υπάρχει όταν -κυρίως με την πάροδο του χρόνου, δηλαδή γερνώντας- αρχίζει η συγκατάβαση να κολλάει πάνω σου σαν το πουκάμισο του Νέσσου. Αν το μότο σου γίνει η φράση: ''Αυτός-ή είμαι, δεν αλλάζω τώρα''.
Τότε αρχίζεις να τα χάνεις όλα. Αργά, σταθερά αλλά ανεπίστρεπτα: Φρεσκάδα, διάθεση, αντίληψη, στόχοι (αν έχεις) πάνε όλα στον αδηφάγο διάολο της επανάληψης και της συνήθειας.
''Πρέπει να ζει κανείς όπως σκέφτεται, αλλιώς καταλήγει να σκέφτεται όπως ζει''. (Γ. Γεννηματάς;)
 Καταπίνεις αμάσητη την πεποίθηση ότι αυτά έχω, μ' αυτά πορεύομαι, κάθεσαι βέβαιος και ακλόνητος στο βάθρο σου κι αρχίζεις να γράφεις  ταμπελάκια για όλους τους άλλους.
Κοινότυπη ιστορία, πασίγνωστη από αρχαιοτάτων χρόνων, μας αφορά όλους, μηδενός εξαιρουμένου.
Πλατωνικός τρόπος θεώρησης της ζωής αλλά ο πολιτισμός -με την ευρύτερη και βαθύτερη σημασία του- προχώρησε μέσα από την αντίθεση, την αίρεση, τη διαφορετικότητα...

Τώρα γιατί ξεκίνησα να γράφω όλα αυτά  στο συγκεκριμένο post;
 Δεν ξέρω... Εκεί με πήγε η χαοτική μου διάθεση  και παράλληλα με παρέσυρε  ο διδακτισμός -ένεκα και το επάγγελμα- ενώ ο αρχικός στόχος ήταν να σας ευχαριστήσω για τις πάνω από 20.000 επισκέψεις που κάνατε εδώ, από το Δεκέμβρη του 2012 όταν πρωτοεμφανίστηκα στην μπλογκόσφαιρα...
Μπήκα στο γνώριμό μου μονόλογο όπως ο ήρωας του Τσέχωφ στις ''Βλαβερές συνέπειες του καπνού''...
Στην προκειμένη περίπτωση αυτές είναι οι βλαβερές συνέπειες του ...blog.
Ευχαριστώ και πάλι.
Eις το επανιδείν...

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Η ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΡΙΟ

Φτάνει κάποια στιγμή που μπουχτίζεις. Δεν αντέχεις ούτε τ' άντερά σου, δε χωράς μέσα σ' αυτό το κοστούμι που άφησες να σου ράψουν πρώτα οι εχέφρονες γονείς, ύστερα οι φίλοι, οι παραμύθι πούλα μου έρωτες, τα διαβάσματα, οι σπουδές, η δουλειά σου, το κοινωνικό status. Αισθάνεσαι σαν να έχεις ζήσει τρεις ή τέσσερις ζωές και να τα έχεις δει όλα ή σαν να μην έχεις ζήσει ποτέ, να συμβαίνουν όλα ερήμην σου ακόμα και αυτά που δρομολογείς ή νομίζεις πως διαχειρίζεσαι με τον καλύτερο τρόπο.
Έχεις γνωρίσει κόσμο και κόσμο, έχεις  μπει πολύ μέσα στις σκέψεις τις δικές σου ή των άλλων, έχεις ξενυχτίσει μέχρι πρωίας σε μπαράκια με φίλους αναλύοντας, ερμηνεύοντας, παρερμηνεύοντας, τεμαχίζοντας, σιχτιρίζοντας αυτό που ζούμε, αυτό που συμβαίνει,-στην ουσία σε ποιο γύρισμα της ιστορίας χάσαμε τον άνθρωπο;- ο καθένας μας έχει γίνει ιστορικός αναλυτής, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος, αλλά στην πραγματικότητα όλοι είμαστε χωμένοι στην τρύπα μας, τυφλοπόντικες  των δεδομένων, των κεκτημένων, των παγιωμένων του οίκου μας...
Γιατί αυτό δε λέγεται κρίση, έκπτωση, παρακμή, ξεπούλημα, λέγεται επιβεβαιωμένος θάνατος της επ-ανάστασης, όχι των πολλών κάτω από ανεμίζουσες σημαίες και λάβαρα αλλά του ενός, του ατόμου απέναντι στον εαυτό του. Ούτως ή άλλως, ακόμα κι αν η ιστορία πιθανόν το αποσιωπά η επ-ανάσταση -συνέχεια και συνέπεια της προηγηθείσας σταύρωσης- ήταν εξ' αρχής μια ιδιωτική υπόθεση, δική μου, δική σου, δική του...δική μας.

Φτάνει κάποια στιγμή που οι μάχες είναι εξ' αρχής χαμένες, πριν καν δοθούν, θέλεις να κατεβάσεις τα κουμπούρια, να ξεζωστείς τ' άρματα γιατί σε κούρασε αυτός ο ανώφελος πόλεμος, θέλεις να βλέπεις μόνο τη θάλασσα που δεν πρεσβεύει καμιά αλήθεια, να ονειρεύεσαι ματαιωμένα ταξίδια, θέλεις να κλείσεις τα μάτια έστω για ένα λεπτό και να βγεις έξω από το σώμα σου, τις ιδέες σου, τις απόψεις σου, να περπατήσεις εκεί που τα πράγματα δεν έχουν όνομα, παρουσία, υπόσταση, να γίνεις αερικό, μήπως έτσι ξαναδείς τη ζωή, την ουσία και την ενέργεια στην πρωταρχική της μορφή...

Χώνω το πρόσωπό μου στα φύλλα της γλάστρας του βασιλικού και ανασαίνω τη γη. Ούτε υποψία θανάτου στο χώμα του. Απ' το παράθυρό μου η θάλασσα του Ιουλίου μυρίζει ζωή.
Η άλλη μέρα είναι αύριο...

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ / ΤΟ «ΑΝ» ΤΟΥ ΚΙΠΛΙΝΓΚ

Αν ημπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι             
σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη,
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν,
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων,
κι αν το κακό που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις,
κι αν όσα ψέματα σου λεν με πιότερα απανταίνεις,
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.

Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο,
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυό ξετσίπωτα προδίνεις,
αν ο τι γράφεις κι ο τι λες, το ξαναλέν κ' οι άλλοι
γι' αληθινό- να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη,
αν λόγια κ' έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά και συ ξαναμολάς καινούριον.

Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις,
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα που χρωστάς αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το 'χεις,
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν' αποδίδουν,
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι αν όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός»! εσύ φωνάζεις «πίσω»!

Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυό λυγάς τη μέση
κι αν μήτε φίλους μήτε εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν,
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο, αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θά ναι τούτ' η Γης μ' όλα τα κάλλη πού χει
κ' έξοχος θά σαι Κύριος, αλλ'  Άνθρωπος δε θά σαι.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
ΠΗΓΗ: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

ΤΑ ΤΡΙΑ ''ΤΖ''

Έσκασε μύτη στην αυλή μου, αρχές καλοκαιριού.
Μισοκρυμμένος πίσω απ' την τσιμεντένια κολόνα της σκάλας του πάνω ορόφου.
Κοιτούσε ανιχνευτικά και φοβισμένα. Βολιδοσκοπούσε.
''Να πλησιάσω ή να φύγω;'' Επέλεξε το δεύτερο.
Ίσα που πρόλαβα να τον κοιτάξω και φώναξα αμέσως την κόρη μου:
-Βγες έξω, βγες να δεις.
Το κρυφτούλι συνεχίστηκε. Πίσω απ' τη ραγισμένη πήλινη γλάστρα, απ' το τούβλο, μέσα στις τριανταφυλλιές. Μισό κεφάλι, ενάμισι μάτι, κάτι λίγο από μουσούδα.
Ούτε τα ''ψι ψι ψι'' 'εκαναν τίποτα ούτε τα αλαφροπατήματα για να τον αιφνιδιάσουμε.
Μπουχός το ζωντανό...
Πέρασε καμιά βδομάδα. Φαινόταν ότι άρχιζε να μας συνηθίζει. Ο χρόνος έκανε αργά αλλά σταθερά τη δουλειά του. Ώσπου η μικρή μου -πιο γρήγορη και πιο επιδέξια- τον γράπωσε μια μέρα. Μόνο για λίγο όμως. Κάποια δευτερόλεπτα πριν αρχίσει τις αγριάδες και τις γρατζουνιές.
Μέρες μετά έγινε το θαύμα. Η κόρη μου τον ξανάπιασε και τον ξάπλωσε στα χέρια της.
Ήταν η σειρά της να με φωνάξει τώρα:
-Μαμά, έλα να δεις. Αυτός είναι ο Τζίντζερ.
Τα βαφτίσια είχαν λάβει χώρα.
Είχε αφεθεί εντελώς στην αγκαλιά και στα χάδια της. Με τεντωμένο το σβέρκο και γαληνεμένα τα μάτια φαινόταν απόλυτα ευτυχισμένος. Τότε μπόρεσα να δω το βλέμμα του.Το πιο διάφανο γαλάζιο βλέμμα που είχα δει ως τότε. Άσπρος, με ελάχιστες πορτοκαλί πινελιές στα πόδια, θα 'ταν δε θα 'ταν τριών μηνών.
Η μάνα του ήταν εξαρχής μόνιμος κάτοικος της αυλής μου από τότε που πρωτόρθα εδώ.Το σπίτι της ήταν το τριχωτό χαλάκι της πόρτας μου. Θυμάμαι τα γέλια που έκανα όταν ένα φίλος που ήρθε να μ' επισκεφτεί και τη βρήκε απ' έξω μου είπε:
-Πολύ ωραίο το χαλάκι σου; Μαζί το διαλέξατε;
Με συντρόφευε μέρες και νύχτες, σπανίως έλειπε. Την τάιζα και της μιλούσα όποτε είχα κάτι να της πω ενώ ολόγυρα με στοίχειωνε μόνο το βουητό της θάλασσας, ο κρύος πελαγίσιος αέρας κι ένα πηχτό-κρούστα σκοτάδι, αδιαπέραστο.
Η κόρη μου τη βάφτισε Τζίνα πριν ακόμα γίνει μητέρα.
Όμως η εγκυμοσύνη της πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από μένα. Υποχρεώσεις, έννοιες, αφηρημάδα.
Δεν της έδωσα τη σημασία που θα 'πρεπε. Ίσως γι' αυτό άργησε να μου παρουσιάσει τα παιδιά της.
Γιατί είχε δύο: Εκτός απ' το γαλανομάτη της κι άλλο ένα με πράσινα βαλτώδη μάτια.
Φυσικά η μικρή μου αφού σήκωσε τα μικρά ψηλά και τα εξέτασε με προσήλωση και σοβαρότητα, με πληροφόρησε για το φύλο τους.
-Ένα αρσενικό και ένα θηλυκό.
Έκανε και τα επόμενα βαφτίσια την ίδια ώρα.
-Το θηλυκό θα το πούμε  Άντζελα.
Έτσι καθιερώθηκε η γατίσια μητριαρχία στην αυλή μου, η γενιά απ' την ανάποδη αλλά μην ξεχνάτε ότι στις  πρώτες ανθρώπινες κοινότητες το θηλυκό ήταν κυρίαρχο.
'Οσο για τον πατέρα, μπαινόβγαιναν διάφοροι αλλά ένας πορτοκαλής με κεφάλι σαν καρπούζι και υπναλέα έκφραση μου φάνηκε ο πιθανότερος.
Όπως κι αν είναι ο Τζίντζερ μου ξεχωρίζει. Είναι το γατίσιο έργο τέχνης στην αυλή μου. Ένα αθόρυβο, τετράποδο αριστούργημα.
-Πολύ τζ-αμάτος, όπως θα 'λεγε κι η κόρη μου...

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

ΥΓΡΟΣ ΛΟΓΟΣ

Έρχεσαι πάντα τις νύχτες
Φορτωμένος με το βάρος της ιστορίας            
Με  τις προϊστορικές χαρακιές του βράχου
Και το παραμιλητό υγρού ορίζοντα
Δεν έχεις μορφή ούτε φύλο
Πρωτέας και Μέδουσα μαζί
Το αίνιγμα του Οιδίποδα με φύκια και βοστρύχους
Ερμαφρόδιτο τέρας
Αποκύημα προσωπικής μυθολογίας
Δε σε γνωρίζω
Σε αναγνωρίζω από γραφές οικείες και ξένες
Με τεράστιες, ογκώδεις χειρονομίες αλλάζεις το σκηνικό στη σκέψη μου
Λαμβάνεις χώρα στο παρόν
Καταλαμβάνεις όλο το χώρο εντός και εκτός μου
Μαδάς μια μια τις ερωτήσεις
Τις καρφιτσώνεις αδέξια στο βλέμμα μου
Παλεύω να συναρμολογήσω τις απαντήσεις
Τυφλό σημείο συνάντησης σε λευκές κόλλες
Σε ονομάζω λόγο
Λογικό και παράλογο
Επίμονο σαν τη θάλασσα που δεν αποσύρεται στα βράχια
Γράφω...